Ο νέος ναός του Νεομάρτυρα Παύλου Επειδή η Ιστορία ενός χωριού δεν είναι απλώς η απαρίθμηση χρονολογικών γεγονότων και πολεμικών συμβάντων,...
Επειδή η Ιστορία ενός χωριού δεν είναι απλώς η απαρίθμηση χρονολογικών γεγονότων και πολεμικών συμβάντων, αλλά πηγάζει κυρίως από την καθημερινή ζωή των κατοίκων του, θεωρούμε απαραίτητη την αναφορά, στην πλούσια άλλωστε, λαογραφία του χωριού καθώς και στην ιδιαίτερη πορεία στο χρόνο ορισμένων από τα κτίσματα που ακόμα και σήμερα διατηρούν κάτι από την αίγλη του παρελθόντος.
1. Παραδοσιακά κτίρια Σοποτού
Η αρχιτεκτονική που επικρατεί στα σπίτια του χωριού είναι η παραδοσιακή, με εμφανείς τις νεοκλασικές επιρροές, δηλαδή τετράγωνα, ψηλά και επιβλητικά. Είναι κτισμένα σε περίοπτες θέσεις ώστε το κάθε οικοδόμημα να δεσπόζει στο χωριό με την επιβλητική του όψη. Οι τεχνίτες, που αναμφίβολα ήταν έμπειροι, χρησιμοποιούσαν λαξευτές πέτρες για τον εξωτερικό διάκοσμο καθώς και λίθινες πλάκες για την στέγη. Τα παράθυρα ήταν τοξωτά και οι αψίδες του εσωτερικού των σπιτιών θολωτές, κατάλοιπα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Τέλος, σε κάθε σπίτι κατοικούσαν μόνο τον επάνω όροφο ενώ ο κάτω χρησίμευε ως αποθήκη. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα παρακάτω κτίρια που αξίζει να δει ο επισκέπτης του χωριού.
Ο πύργος των Σοφιανόπουλων ήταν κτισμένος στην θέση Γούβα της συνοικίας ( μαχαλάς ) Ευαγγελίστριας. Πρόκειται για έναν αληθινό πύργο, οχυρωμένο με πολεμίστρες και εσωτερικό υδραγωγείο από την πηγή « Κουργιαλός » που βρίσκεται πάνω από την Τσακιρέικη βρύση. Γύρω από τον πύργο υπήρχε τάφρος και για την έξοδο από αυτόν χρησιμοποιούσαν κινητό ξύλινο δάπεδο, που επικοινωνούσε με πέτρινη σκάλα κτισμένη σε απόσταση 2 μέτρων. Ιδιοκτήτης του πύργου ήταν ο Βασιλικός Σοφιανόπουλος, που βρήκε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια του τραγικό τέλος όταν μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1770, οι τουρκαλβανοί έκαναν επιδρομή στην Πελοπόννησο. Σήμερα στη θέση του πύργου σώζονται ελάχιστα μονάχα ερείπια που μαρτυρούν το μεγαλείο του.
Πλησίον της θέσης που άλλοτε δέσποζε ο πύργος, σήμερα βρίσκεται το αρχοντικό των Σοφιανόπουλων ή Ζουλουμαίων, απόγονων του Παναγιώτη Σοφιανόπουλου, του επονομαζόμενου Ιατροφιλόσοφου. Το αρχοντικό αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους, με μικρά παράθυρα που χρησίμευαν ως πολεμίστρες. Στον πρώτο όροφο υπάρχει ένα δωμάτιο με την επιγραφή « Γραφείο » που προφανώς χρησίμευε ως βιβλιοθήκη. Σε άλλο δωμάτιο υπάρχει η επιγραφή μαγαζί και αποτελούσε αποθήκη.
Όμοια δομή έχει και το σπίτι Πρωτοπαπά, που βρίσκεται κάτω από την κεντρική πλατεία του χωριού. Περιτοιχισμένο με πολεμίστρες και θολωτές υπόγειες κρύπτες αποτελούσε αληθινό φρούριο. Δυστυχώς σήμερα ένα μεγάλο τμήμα του περιτοιχίσματος καθώς και οι κρύπτες έχουν καταστραφεί λόγω των πολλών ανακαινίσεων που έχει υποστεί το κτίσμα.
Στο κέντρο του χωριού κοντά στον ναό των Ταξιαρχών, δεσπόζει το αρχοντικό που έκτισε ο Ανδρέας Πετιμεζάς μετά το τέλος της επανάστασης του 1821 και λίγο πιο χαμηλά το αρχοντικό των Λεοντόπουλων. Περίφημος είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του σπιτιού με τα σκαλιστά ταβάνια και τις όμορφες τοιχογραφίες που δυστυχώς έχουν αφεθεί στο έλεος της φθοράς. Στο σπίτι αυτό έζησε ο Χ. Λοντοτσακίρης, ιστοριοδίφης με πλούσιο συγγραφικό έργο και δάσκαλος στη Ελληνική Σχολή Σοποτού.
Από τα πολύ παλιά σπίτια, με την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική που επικρατούσε στην τουρκοκρατία, δηλαδή μικρά θολωτά παράθυρα και πόρτα, σώζεται μόνο ένα δίπλα στην βρύση του Αγίου Γεωργίου που πρόσφατα χαρακτηρίστηκε ως παραδοσιακό από την αρχαιολογική υπηρεσία και γίνονται προσπάθειες για την αναστήλωση του. Η συνοικία αυτή με το γραφικό αυτό σπίτι, την βρύση με το κρυστάλλινο νερό , την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, το αιωνόβιο κυπαρίσσι και το παλαιό Γυμνάσιο, που σύντομα θα μετατραπεί σε ξενώνα, προσδίδουν στο χωριό ιδιαίτερη γραφικότητα.
Από τα νεότερα αξιόλογα κτίρια του χωριού είναι το Δημοτικό σχολείο στη θέση που παλιά είχε κτιστεί η Ελληνική Σχολή και το καφενείο, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού δίπλα στον ναό της Ευαγγελίστριας.
2. Λαογραφικά Σοποτού
Η λαογραφία της επαρχίας μας είναι πλούσια σε παροιμίες , μύθους, δημοτικά τραγούδια, δοξασίες, ήθη και έθιμα, απόρροια της προσπάθειας των κατοίκων της να ερμηνεύσουν τα φυσικά φαινόμενα να εξυμνήσουν ήρωες, που άλλωστε πάντα ήταν πολυάριθμοι στην πολύπαθη αυτή επαρχία καθώς και για να διακωμωδήσουν πρόσωπα και καταστάσεις.
Τα στοιχεία αυτά δεν έχουν μόνο φολκλορικό ενδιαφέρον αλλά αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες του τρόπου ζωής και των ανησυχιών των κατοίκων της περιοχής. Πλούσια είναι και η λαογραφία του Σοποτού, που αποτέλεσε άλλωστε και αντικείμενο έρευνας από τον ακαδημαϊκό Λ. Πολίτη. Παρακάτω παραθέτουμε μια μικρή ανθολογία λαογραφικών στοιχείων σχετικά με το Σοποτό που δείχνουν την ευρηματικότητα αλλά και το χιούμορ των κατοίκων του.
Το Σοποτό ανέκαθεν φημιζόταν για την αρχοντιά των κατοίκων του κάτι που εύγλωττα δηλώνει το παρακάτω
« Σοποτινή αρχοντιά, Στρεζοβινή κλεψιά και Λυκουρέικη ψείρα. »
Η οικονομική ευμάρεια του χωριού ήταν πάντοτε εξαρτημένη από την γεωργική και κτηνοτροφική πρόοδο των γύρω χωριών, καθώς ήταν εμπορικό κέντρο με μικρή παραγωγή. Έτσι, όταν έρχονταν δύσκολες χρονιές, το Σοποτό γνώριζε οικονομικό μαρασμό. Οι κάτοικοι τότε των γύρω χωριών με ευτράπελη διάθεση διακωμωδούσαν τους Σοποτινούς λέγοντας :
« Άρχοντες Σοποτινοί
πως περνάτε από αρτημή »
και οι Σοποτινοί απαντούσαν :
« Πότε αυγό, πότε τυρί
δε μας λείπει η αρτημή »
Όμοια για να δείξουν την ξεπεσμένη αρχοντιά των Σοποτινών έλεγαν :
« Οι Σοποτινοί βάζουν στο τραπέζι ένα αυγό και πέντε πιάτα »
Ένας άλλος χαρακτηρισμός που δόθηκε στους Σοποτινούς είναι το γνωστό «κομπολογάδες » και αυτό γιατί προσφιλής συνήθεια τους ήταν, αλλά και παραμένει, η συχνή συναναστροφή με τους συγχωριανούς τους κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού. Μάλιστα, καθώς έπαιζαν με το κομπολόι τους δημιουργούσαν με τις χάντρες του δύο στήλες, μία για τα έσοδα και μια για τα έξοδα που πάντα ήταν περισσότερα. Στη συνέχεια γυρίζοντας όλες τις χάντρες μαζί προς το χέρι έλεγαν « όσα πάνε κι όσα έρθουν »
Ένα άλλο τετράστιχο μας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τα πρότυπα ομορφιάς που επικρατούσαν στην περιοχή :
Στο Σοποτό είναι οι όμορφες
στ’ Αγρίδι οι μαυρομμάτες
και στη Παληα – Αναστάσοβα
κοντούλες και γιομάτες
Όμοια και το παρακάτω:
-Τι έχεις διάνα μου που κλαίς –Με φορούν καλές, κακές
Με φορούν Σοποτινές, που είναι άσπρες και παχές,
με φορούν Λειβαρτζινές, που είναι σαν τις νεραντζές.
( Η διάνα είναι γυναικείο εορταστικό φόρεμα)
Αξιοσημείωτη είναι και η παρακάτω περιγραφή που αναφέρει ο Πολίτης στο βιβλίο του «Παραδόσεις» και ίσως να προήλθε από την πονηριά που πάντα ξεχώριζε τους καλοκάγαθους κατά τα άλλα Σοποτινούς:
« Παλαιότερα τα ψέματα είσανε στο Σοποτό μονάχα, κλεισμένα μέσα σ΄ εκείνη τη λάκκα. Αλλά μια φορά ανεβήκανε κάμποσοι Σοποτινοί σε μια ράχη κ΄ άλλοι κάμποσοι στην άλλη ράχη κι αρχίσανε κ΄ ελέγανε ψέματα συνάτοι τους. Αλλά τότε ο αέρας εκείνα τα ψέματα τα πήρε και τα σκόρπισε σ΄ ούλα τα χωριά.»
Είναι γνωστές οι πολυάριθμες ιστορίες για ξωτικά και νεράιδες που περνούσαν από γενιά σε γενιά εκφράζοντας το φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο. Αποτελούν δημιούργημα μιας εποχής, που το μορφωτικό επίπεδο των περισσότερων ανθρώπων ήταν χαμηλό, με αποτέλεσμα η ζωή τους να κυριαρχείται από προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Έτσι, προήλθε και ο θρύλος για τις λάμιες που στοιχειώνουν όλες τις βρύσες στο Σοποτό.
« Στου Βαγενίτη τη βρύση κάθε βράδυ βγαίνει, άμα περάσει πολλή νύχτα, μια Λάμια κ΄ έχει ένα χρυσό χτένι και μια ασημένια τσατσάρα και χτενίζεται. Και σ΄ άλλες βρύσες είναι το βράδυ Λάμιες και χτενίζονται.
Λένε ακόμη ότι μια βρύση τα μεσάνυχτα έπαυε να βγάνει νερό. Τότε έβγαινε μια λάμια από μέσα και αφού έκανε μια βόλτα ένα γύρο έπειτα έμπαινε πάλι μέσα. Τότε η βρύση άρχιζε να βγάνει πάλι νερό. Μια νύχτα πέρναγε από εκεί ένας Σοποτινός και την είδε να στέκεται κοντά στη βρύση. Την πέρασε για μια φιλενάδα του και επλησίασε και την εχαιρέτησε. Εκείνη δεν του απάντησε, αλλά άφησε ένα ηχηρό γέλιο και έπειτα έγινε άφαντη. Τότε εκείνος κατάλαβε πως είταν ξωτικό. Όταν γύρισε στο σπίτι του έπεσε άρρωστος. Όλο το κορμί του πέτεξε πετάλες και είταν άρρωστος όλο το χρόνο.»
Ανάλογη είναι και η ιστορία που ακολουθεί:
« Ξημερώνοντας της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Σωτείρας, δύο φορές, ανοίγουν τα ουράνια, κι όποιος καθήση τα βλέπει, πως δια μιας ανοίγουνε και κλειούνε. Κι αν ζητήση ότι θέλη, ο θεός του το δίνει και το βρίσκει το πρωί στο προσκέφαλό του. Μια φορά ένας κάθησε όλη τη νύχτα και παραμόνευε, και όταν είδε κ΄ ανοίξανε τα ουράνια εζήτησε χίλια φλουριά αλλά μόνο χίλια πρόφτασε να ειπή και τα ουράνια κλείσανε. Και το πρωί εξημερώθει με πολύ μεγάλα χείλια! »
Η τελευταία ιστορία αναφέρετε στο πάθημα μιας αφελούς γριούλας που τόλμησε να χλευάσει τα στοιχεία της φύσης, δίνοντας παράλληλα μια απλοϊκή ερμηνεία για τις λιγότερες ημέρες που έχει ο μήνας Φεβρουάριος.
« Είτανε μια φορά μια γριά, κ΄ είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότες είχε εικοσιοχτώ ημέρες κι ο Φλεβάρης τριανταμία. Ήρθε εκείνη την εποχή ο Μάρτης κ΄ έπερασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της, που βγήκανε πέρα καλά τα κατσικάκια της, εγελάστη και είπε ¨Στην πομπή σου, γέρο Μάρτη, τ΄ αρνοκάτσικακια μου καλά τα πέρασα¨. Καθώς τ΄ άκουσεν αυτά τα λόγια, ο γέρο Μάρτης εθύμωσε, και στη στιγμή δανείζεται τρεις ημέρες από το Φλεβάρη το γείτονά του, και αρχίζει ένα σορόκο, π’ έκαμε τη γριά να χωθεί αποκάτου από ένα κακκάβι και να φωνάζει ¨Κάτσι, κάτσι,κάτσι!¨ γιατί έλεγε οτ΄ εχόρευαν τα κατσικάκια απάνου στο κακκάβι. Τα κατσικάκια της γριάς εψόφησαν από το σορόκο. Κι απ΄ τότε ο Μάρτης τριανταμία ημέρα και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ.
Ενεκα γι΄ αυτό πώπαθε εκείνη η γριά, τοις τρεις ύστεραις ημέρες του Μάρτη τοις λένε ημέρες των γριών. Και ονοματίζουνε κάθε μία από ταύταις και με τ΄ όνομα μιανής από τοις ηλικιωμένες γριαίς του χωριού, και αν τύχει καλή η ημέρα λεν πως και η γριά είναι καλή, και αν γίνει κακοκαιρία λεν πως από την κακία της έγινε. »
( Από το βιβλίο «Λαογραφικά Καλαβρύτων » του Π. Παπαρρηγόπουλου )
Η ζωή στην ύπαιθρό έκανε τους σκαπανείς της γης έρμαια των καιρικών συνθηκών, αφού από την εύνοια του καιρού εξαρτιόταν η σοδειά ολόκληρου του χρόνου, που σήμαινε ταυτόχρονα και την επιβίωση της οικογένειας. Η προσπάθεια πρόγνωσης των καιρικών συνθηκών, σε μια εποχή που δεν υπήρχε η ευχέρεια που προσφέρει σήμερα η τεχνολογία, οδήγησε στην επινόηση των ημερομηνίων. Σύμφωνα με την δοξασία αυτή, που επικρατούσε σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας, ο καιρός των 6 πρώτων ημερών του Αυγούστου ήταν ενδεικτικός για το τι θα επικρατούσε τον επόμενο χρόνο. Συγκεκριμένα σε κάθε ημέρα αντιστοιχούσαν δύο μήνες ξεκινώντας από την 1η Αυγούστου, όπου το πρωί αντιστοιχούσε στον Αύγουστο και το απόγευμα στον Σεπτέμβριο, και ανάλογα με την ενδεχόμενη ηλιοφάνεια ή την ύπαρξη σύννεφων προέβλεπαν τον καιρό του αντίστοιχου μήνα. Τα ημερομήνια τελείωναν στις 6 Αυγούστου με τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Αρκετοί από τους μεγαλύτερους που ζουν ακόμα στην επαρχία μας ερμηνεύουν κάθε χρόνο τα ημερομήνια, και χωρίς να έχουν ιδιαίτερες μετεωρολογικές γνώσεις, μπορούν να κάνουν μια αρκετά ακριβή πρόγνωση του καιρού που θα επικρατήσει στην περιοχή ολοχρονικής.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν τον ψυχικό πλούτο και την φαντασία των κατοίκων της περιοχής που έρχονταν αντιμέτωποι, με τα λιγοστά μέσα που διέθεταν, με τα στοιχεία της φύσης και που πάντα βρίσκονταν σε αρμονία μαζί της. Άνθρωποι που διακρίνονταν για την άμεση και καθημερινή επαφή, κάτι που δυστυχώς λείπει από τις μέρες μας, καθώς και την περιπαικτική πάντα διάθεση τους, που χαρακτηρίζει ακόμα τους λιγοστούς αλλά γραφικούς κατοίκους που παραμένουν στην περιοχή.
Αθ.Κ.Παπαζαφειροπούλου
ΠΗΓΗ: http://users.forthnet.gr/ath/pathan/Sopoto/sub1.htm
Σε ευχαριστω πολυ για την προσκληση βοηθειας.Εχεις κανει ωραιο το στησιμο του blog σου.Εμεις ειμαστε στην αρχη και ψαχνουμε ακομα τα θεματα που θα βαλουμε.Στην πορεια ισως σε χρειαστω,γιατι θα συμπεριλαβω και το Λεχουρι σε ιστορια και καποιες φωτογραφιες και το πιο πιθανο ειναι να σε ρωτησω και για το στησιμο.Ευχαριστω και παλι.
ΑπάντησηΔιαγραφήklepe.