... ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος από όλους με μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του Και κατεβαίνει απ' τις πλ...
...ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος από όλους με μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του Και κατεβαίνει απ' τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια Καλησπέρα της Γκόλφως ... (Αμοργός) Νίκου Γκάτσου
Επιβλητικός, άγριος δεσπόζει ο όγκος του Χελμού στην κοιλάδα της Νωνάκριδας. Χιλιοτραγουδισμένος, στέκεται αγέρωχoς παραβγαίνοντας σε ομορφιά τον άντρα της Νώνακρης, βασιλιά των Αρκάδων, Λυκάονα.
Επιβλητικός, άγριος δεσπόζει ο όγκος του Χελμού στην κοιλάδα της Νωνάκριδας. Χιλιοτραγουδισμένος, στέκεται αγέρωχoς παραβγαίνοντας σε ομορφιά τον άντρα της Νώνακρης, βασιλιά των Αρκάδων, Λυκάονα.
Αντιλαλεί στις χαράδρες του τους στίχους των ανώνυμων ποιητών που τον παίνεψαν στο διάβα των αιώνων και έγιναν κίνηση και χορός στα συναπαντήματα των ανθρώπων του τόπου.Η μυθολογία θέλει τη Νηρηίδα θεά Θέτιδα να βαπτίζει εκεί τον μοναχογιό της, Αχιλλέα, ώστε να γίνει το κορμί του άτρωτο.
Στη λαλούσα ελληνική γλώσσα που σπαρταράει μέσα από τους στίχους των δημοτικών τραγουδιών υποκλίθηκε ο τυφλός ποιητής από το Μεσορρούγι, Σπύρος Περεσιάδης. Στη σοφία της ελληνικής δημοτικής ποίησης και στον κώδικα επικοινωνίας της ποιμενικής κοινωνίας της ορεινής Αχαΐας βούτηξε την πένα του για να γράψει το δραματικό ειδύλλιο, «Γκόλφω»:
Τη Γκόλφω στα λημέρια της ο Τάσος δεν την βρήκε Τον πήρε το παράπονο και το Χελμό ρωτάει:
- Χελμέ, βουνό περήφανο, ήρθα να σε ρωτήσω: Μην είδες την αγάπη μου, την Γκόλφω μου , που πάει; Μαράζωσε η καρδούλα μου, Χελμέ, που δεν την βλέπω.
- Τάσο μου, φαρμακίστηκε ‘κει στην ετιά από κάτω, Πήρες τον αρραβώνα σου και την αγάπη αρνήθεις.
Μες του Χελμού τα κρύα νερά, μες στην ιτιά από κάτω Κείτεται η Γκόλφω κείτεται, πικρά φαρμακωμένη. Κανείν δεν είχε συντροφιά, κανείνε για παρέα. Με τα πουλιά κουβέντιαζε και με τα χελιδόνια.
Στα Υδάτα της Στυγός δεμένη με κλωστή και ανέμη η φαντασία των ανθρώπων μάταια ψάχνει να λύσει το γρίφο της αθανασίας. Ξεγελασμένη από τον όρκο των Αθάνατων Θεών του Ολύμπου σκύβει να πιει απ’ το Μαυρονέρι νερό. Φοβισμένη από το θάνατο του Μέγα Αλέξαντρου που γιατριά δεν βρήκε, λούζεται στις πηγές του. Πλανεμένη από την αποκοτιά της Θέτιδας που βούτηξε το γιο της Αχιλλέα στην ιερή πηγή και τιμωρήθηκε ύστερα από τον άντρα της Πηλέα να ζει στα βάθη της θάλασσας .
Και οι θρύλοι και οι παραδόσεις τελειωμό δεν έχουν σε κείνες τις κορφές του Χελμού καθώς οι νεράιδες του αναπαμό δεν βρίσκουν στα γάργαρα νερά, στις σκιές των πλατανιών και των ελάτων το βαθύ το πράσινο. Μον’ σας καλούν να σεργιανίσετε στα μονοπάτια του, να πιείτε νερό απ’ τη βρύση της Γκόλφως, να ακούσετε τις συναυλίες των πουλιών και τα μουρμουρητά της φύσης.
Τριγύρω στην αγκάλη του Χελμού τα Κλουκινοχώρια ή Κλουκίνες.. Ζαρούχλα, Αγία Βαρβάρα, Βουνάκι, Σόλο, Περιστέρα, Αγρίδι, Μεσορρούγι και Χαλκιάνικα καρφωμένα μαργαριτάρια στην Αχαϊκή γη λούζονται στον παντοκράτορα ήλιο.
Ο πατέρας της λαογραφίας Νικ. Πολίτης αλλά και ο ιστορικός Θεοδ. Καρασούτας στο δικό του βιβλίο μας δίνει πλούσια στοιχεία μέσα από παραδόσεις για το μυθικό βουνό των Καλαβρύτων τον Χελμό, τον Λάδωνα , τον Φενεό, τον Αροάνιο
Έτσι, μαθαίνουμε ότι το Μαυρονέρι συνδέεται με την ύπαρξη νεράιδων , αφού βρίσκεται στο Νεραιδοβούνι. Το νερό αυτό γίνεται αθάνατος . Κανείς όμως δε γνωρίζει ποια είναι η μέρα αυτή.
Κάποτε το εγγόνι του παπά από τις Κλουκίνες, ήταν δεν ήταν 3-4 χρονών, πήγε στη βρύση για νερό και εξαφανίστηκε. Τρεις μέρες μετά άκουσε κλάματα παιδιού κάποιος διαβάτης στα ρηχά της Νεραιδόραχης σε απόσταση τρία τέταρτα της ώρας από το χωριό του μικρού.
Ειδοποίησε και έτρεξαν οι δικοί του και το βρήκαν να κλαίει , εξουθενωμένο, με το σαγόνι του στραβωμένο, τα μούτρα μαυρισμένα και τα μάτια αλλήθωρα. Αμέσως το γύρισαν σπίτι, το περιποιήθηκαν , το διάβασαν στην εκκλησία και έγινε καλά. Δεν ήξερε όμως να πει τι του είχε συμβεί και όλοι πίστεψαν ότι ήταν οι νεράιδες που το πήραν.
Για το Λάδωνα , λέγονται πολλές ιστορίες. Οι πηγές του δημιουργούνται από υπόγεια νερά προερχόμενα από τα λιμνάζοντα ύδατα της περιοχής του Φενεού. Ένας σχετικός θρύλος κάνει λόγο για δύο στοιχεία που εξουσίαζαν τη λίμνη στο Φενεό. Το ένα στεκόταν στην περιοχή της Γκιόζας και το άλλο στη Λυκουρία. Κάποτε συγκρούστηκαν και τα δύο στη Λυκουρία. Στη μάχη επάνω το ένα άρχισε να ρίχνει στο άλλο τουλούπες από βοδινό ξύγκι. Όπως οι τουλούπες έπεφταν πάνω στο σώμα του στοιχείου έπιαναν φωτιά και το έκαιγαν. Αυτό για να γλιτώσει χώθηκε στο έδαφος και βγήκε στο Φενεό. Έτσι , δημιουργήθηκε η καταβόθρα που διοχετεύει τα νερά του Φενεού υπογείως στη Λυκουρία.
Άλλη ιστορία πάλι μας πληροφορεί ότι τη λίμνη του Φενεού φύλαγε ένας δράκος όμοιος με πελώριο φίδι, που έβγαζε φωτιές από το στόμα του. Αυτός φώλιαζε στην άκρη της λίμνης και δεν άφηνε κανέναν να περνάει. Όταν κάποτε βούλωσαν οι καταβόθρες και το νερό της λίμνη; Δεν είχε που να διοχετευθεί, ξεχείλισε η λίμνη κι έφτασε μέχρι τη σπηλιά του δράκου. Αυτός για να μην πνιγεί πετάχτηκε με ορμή έξω από τη σπηλιά προς τη Λυκουρία. Εκεί που πέρασε σκίζοντας τα βουνά δημιουργήθηκε το Διάσελο του Σαίτα. Φτάνοντας στο Κεφαλόβρυσο , έσκυψε να πιει νερό να ξεδιψάσει. Το νερό , όμως θόλωσε και από τότε παραμένει θολό. Στο τέλος ο δράκος προσπαθώντας να περάσει ένα βράχο χτύπησε πάνω του και έγινε κάρβουνο.
Αλλά και για το στέρεμα του νερού, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη , φταίνε τα στοιχεία και συγκεκριμένα ο Ψαρής που φωλιάζει στο βάθος της πηγής και ο Ντόρης που κρύβεται σε μια απόκρημνη ρεματιά. Άσβεστο μίσος χωρίζει αυτά τα δύο πλάσματα και κάθε βράδυ ανάβει πόλεμος άγριος. Όποτε χάνει ο Ψαρής στερεύει το νερό από την πηγή. Όποτε χάνει ο Ντορής , το νερό κυλά ορμητικά. Ευτυχώς , λοιπόν , που τις περισσότερες φορές νικάει ο Ψαρής.
Τις πηγές του Λάδωνα πρώτος εντόπισε ένας τράγος . Η παλιά διήγηση αναφέρει ότι μια κοπέλα έφερνε τα ζωντανά της να τα ποτίσει στη θέση Μαγούλα, κοντά στη Λυκουρία. Ένας τράγο ξεμάκραινε από το κοπάδι και χανόταν μέσα στο δάσος. Όταν έβγαινε από κει το μουσούδι ήταν βρεγμένο. Η βοσκοπούλα το παρατήρησε και το είπε στους συγχωριανούς της και αυτοί με επικεφαλής τον μπέη ξεκίνησαν να εξιχνιάσουν το μυστήριο. Αφού ξεχέρσωσαν το μέρος εντόπισαν τις πηγές.
Στη νεότερη παράδοση στις πηγές του Λάδωνα μαζεύονται οι νεράιδες και στήνουν το χορό . Μια φορά ο Ανάγνος , ένας όμορφος νέος με ψηλό και λυγερό κορμί περνούσε από κει. Μια νεράιδα, η Ζωγράφω, μόλις τον είδε της άρεσε και τον πλησίασε. Αυτός με γρήγορες κινήσεις την αρπάζει και της βγάζει τη μαντίλα. Όποιος καταφέρει να βγάλει τη μαντίλα νεράιδας, την κάνει δική του και η νεράιδα δεν ξαναφεύγει από αυτόν. Έτσι και η Ζωγράφω έμεινε μαζί του για πάντα και απέκτησαν παιδιά.
Επιπλέον υπάρχουν θρύλοι και για μικρότερες βρύσες και ρέματα της περιοχής. Στην Κέρτεζη υπάρχει μια βρύση που τη λένε Κιόση, που τη φυλάει ένας Αράπης. Ένας άντρας πήγε το βράδυ να πάρει νερό αλλά η βρύση δεν έβγαζε.
Τότε αυτός παρακάλεσε τον Αράπη να τον αφήσει να πάρει νερό και η Βρύση έβγαλε. Ο άvτρας γέμισε την κανάτα και έφυγε για την καλύβα του. Την άλλη μέρα όσοι ήπιαν από το νερό αυτό βρέθηκαν πεθαμένοι.
Μια νεράιδα συνήθιζε να πηγαίνει στη λαγκαδιά στου Φίλια. Εκεί υπήρχε μια πηγή όπου η νεράιδα λεύκαινε τα ρούχα της. Όταν κάποτε στο σημείο αυτό Βρέθηκε ένα παιδί νεκρό, είπανε ότι αυτή το είχε σκοτώσει. Έτσι προέκυψε το τοπωνύμιο «Στης κυράς τη Βρύση».
Άλλη μια φημισμένη βρύση είναι η Σιδερό¬βρυση, στη θέση Παλιοχώρι της Σκοτάνης.
Στο βράχο δίπλα στη βρύση είναι αποτυπω¬μένο το πέταλο ενός αλόγου. Πρόκειται, λένε, για το αποτύπωμα που άφησε το άλογο ενός αγά, την ώρα που αυτός πολεμούσε τους εχθρούς του.
Ιστορείται και ένας άλλος μύθος με έναν γενναίο άvτρα, το Λια, και μια νεράιδα, όχι και τόσο αγαπητή που σύχναζε στη βρύση του Γκράβαρι, κοντά στη Χελωνοσπηλιά. Αυτή έβγαινε κάθε μεσημέρι στη βρύση να λουστεί, σκορπίζο¬ντας το φόβο και τον τρόμο στους ντόπιους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Οι Κωστάκηδες, μεγαλοτσιφλικάδες που ήθελαν να πουλήσουν τα χωράφια τους δεν έβρισκαν αγοραστή και ήσαν σε απελπισία. Τότε προσφέρθηκε ο Λιας Σπηλιώτης από τη Λυκούρια να σκοτώσει τη νεράιδα αντί αμοιβής. Εκείνοι δέxτηκαν και την άλλη μέρα ο νέος πήγε στη βρύση κρατώντας ένα κομμάτι ξύλο για να την χτυπήσει.
Πράγματι εμφανίστηκε αυτή και ο Λιας της κατάφερε μερικές ξυλιές στην πλάτη. Η νεράιδα έβγαλε μια παράξενη φωνή, έγινε καπνός και εξαφανίστηκε. Έκτοτε κανείς δεν ξανάκουσε γι' αυτή.
Μια Λάμια ζούσε στις πηγές του Aρoάνιoυ. Ο Πλανήτερος, ένας γαιοκτήμονας της περιοχής, πίστευε ότι η Λάμια κρατούσε τα νερά και ξεραίνoνταν τα χωράφια του. Έτσι, του είχε πει μια γριά και μάλιστα η Λάμια θα σταματούσε μοναχά αν της πήγαιναν ένα παλικάρι. Ένα βράδυ αποφάσισε να πάει μονάχος του καβάλα στο άλογο. Όπως το ζωντανό είδε τη Λάμια μέσα στα νερά να χτενίζεται, τινάχτηκε στα δύο και τα μαλλιά της πιάστηκαν στα πέταλά του.
Ο Πλανήτερος επιχείρησε να τη σφάξει με το σπαθί του, αλλά αυτή τον παρακάλεσε να τη λυπηθεί και σε αντάλλαγμα κάθε φορά που κάποιος από την οικογένειά του θα πέθαινε, αυτή θα ανέβαινε στην κορφή του Πύργου και θα μοιρολογούσε.
Παράξενα πλάσματα ζούσαν και στη λαγκαδιά που είναι κάτω από το δρόμο που οδηγεί στου Φίλια, «στης Παναγιάς το ρέμα». Πολλές φορές αν τύχαινε να περάσει από κει κανείς τα μεσάνυχτα άκουγε πολλές φωνές να έρχονται από το λαγκάδι. Ένα βράδυ, μάλιστα, που κάποιος προσπάθησε να διασχίσει το λαγκάδι με το άλογό του, ένιωσε μια φοβερή μορφή να έχει καβαλήσει το άλογο στο πίσω μέρος. Ο άνθρωπος κράτησε τη ψuxραιμία του και περίμενε να δει τι θα συμβεί. Μετά από λίγο όμως ακούστηκε ένας πετεινός και η μορφή εξαφανίστηκε...
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.