Γράφει η Παναγιώτα Π. Λάμπρη Φιλόλογος, Εκπαιδευτικός Β΄/ Βάθμιας Εκπαίδευσης, Συγγραφέας Στο τέλος του προηγούμενου μήνα κυκλοφόρησε το τρ...
Γράφει η Παναγιώτα Π. Λάμπρη
Φιλόλογος, Εκπαιδευτικός Β΄/ Βάθμιας Εκπαίδευσης, Συγγραφέας
Στο τέλος του προηγούμενου μήνα κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο του συγγραφέα Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου με τίτλο «Η φωτογραφία» (εκδ. Άπειρος χώρα, Αθήνα 2011). Το βιβλίο αποτελείται από δεκαεπτά αφηγήματα, άλλα σύντομα κι άλλα πιο εκτενή, εκ των οποίων το πρώτο έχει ομώνυμο τίτλο με αυτόν του βιβλίου. Κι αυτό καθόλου τυχαία, αφού, όπως εξομολογείται ο συγγραφέας στα «Προλεγόμενά» του, η κινητήρια δύναμη που τον ώθησε να αναθυμηθεί και να καταγράψει όλα αυτά που μας παρουσιάζει στο καινούργιο του βιβλίο ήταν μια παλιά φωτογραφία. Συγκεκριμένα γράφει: «Είναι κάποιες φορές όμως που έρχεται «κάτι» να μας «τσιγκλήσει» και να μας κάνει να θυμηθούμε πιο έντονα και πιο καθαρά κάποιες στιγμές που μας κάνουν περισσότερο να συγκινηθούμε, να μελαγχολήσουμε, να γελάσουμε, να μετανιώσουμε για κάποιες παιδικές μας επιλογές. Σ’ εμένα αυτό το «τσίγκλησμα» ήλθε με μια ολότελα ξεχασμένη φωτογραφία του παππούλη μου, στη μνήμη του οποίου αφιερώνω την παρούσα έκδοση. Μ’ έκανε να γυρίσω μερικές δεκαετίες πίσω η φωτογραφία αυτή, δρώντας μαζί και σαν ένα «ντόμινο» νοσταλγιών και συναισθημάτων, που είχαν πολλά χρόνια να «παρελάσουν» τόσο ζωντανά και τόσο έντονα στη μνήμη μου»!
Μια φωτογραφία είναι η αφορμή, αλλά οι αιτίες είναι πολλές γι’ αυτή την ανάκληση των περασμένων και την de profundis «εξομολόγηση» του συγγραφέα μέσα στις σελίδες του βιβλίου του. Και οι αιτίες δεν είναι άλλες παρά εκείνα τα βιώματα του ίδιου και της γενιάς του, τα οποία, όσο κι αν διαφοροποιούνται κατά περίπτωση, στη βάση τους έχουν ως κοινή αφετηρία την παιδική ηλικία που άρχισε να ανδρώνεται στις υπώρειες του Ερύμανθου, αλλά και λίγο ως πολύ σε όλη την ύπαιθρο της μεταπολεμικής Ελλάδος.
Ουσιαστικά, κι αυτό το βιβλίο του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου, δεν είναι παρά ένας νόστος, διαφορετικός μεν απ’ τους δυο προηγούμενους, δηλαδή από το «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ» (Αθήνα, 2002) και από τα «Έμμετρά» (εκδ. Άπειρος χώρα, Αθήνα 2008) του, αλλά πάντα νόστος! Νόστος για, όσα «χάθηκαν» και συνιστούν μέρος της ύπαρξης, όσων τα βίωσαν, νόστος για κείνα που «εγκαταλείφθηκαν» γιατί δεν «μπορούσε» να γίνει αλλιώς, νόστος για όλα εκείνα τα «προικιά» που τα κουβαλά κανείς ως παρακαταθήκη, αλλά συχνά και ως αίτημα και αίσθημα να μην ξεχαστούν!
Είναι, όμως και κάτι άλλο. Είναι αυτό που «λέει» ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης με τους στίχους του "Ξένε, που μόνος κι έρημος σε ξένους τόπους τρέχεις,/ πες μου ποιος είν’ ο τόπος σου και ποια πατρίδα έχεις;" που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τις σελίδες «Της φωτογραφίας», αφού κιόλας για το συγγραφέα, οποιαδήποτε άλλη «πατρίδα» είναι «μητριά» πατρίδα, είναι ξενιτιά, αφού η ψυχή του ποτέ δεν συμβιβάστηκε και στην ουσία ποτέ δεν αγάπησε αυτή τη «μητριά» με όσα «στολίδια» κι αν του χάρισε. Τι η ψυχή του είναι άρρηκτα δεμένη, είναι σχεδόν ταυτισμένη, με το «σκληρό» ορεινό τοπίο που δένει λες μαγικά τον ίδιο, αλλά και πολλούς απ’ αυτούς που έκαναν σ’ αυτό τα παιδικά τους βήματα, σαν άλλη Κίρκη!
Τα αφηγήματα «Της φωτογραφίας» έτσι καθώς έχουν αναδυθεί μέσα από τη γεμάτη χαρμολύπη παιδική και εφηβική ηλικία, φέρνουν στο παρόν το άρωμα μιας ζωής που δεν «έτρεχε» σαν τη σημερινή, για να κυνηγήσει συχνά ανούσιες χίμαιρες, φέρνουν στο παρόν τις δύσκολες βιοτικές συνθήκες που, όμως διαπαιδαγώγησαν ανθρώπους με αξίες, φέρνουν στο παρόν την τοτινή σχολική ζωή που, αν και διαφέρει σε πολλά από τη σημερινή, έβγαλε στην κοινωνία ανθρώπους μορφωμένους και χρήσιμους, φέρνουν στο παρόν ανθρώπους που νοιάζονταν για το συγγενή και το γείτονα, φέρνουν στο παρόν την αξιοπρεπή φτώχια που διδάσκει πως ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει και με λιγότερα υλικά μέσα, αν έχει μάθει την αξία του μέτρου κι αν έχει μάθει να εκτιμά την αξία ακόμα και των «μικρών» πραγμάτων, φέρνουν στο παρόν πολλά από τα έθιμα και τις ανθρώπινες συνήθειες της γενέτειρας του συγγραφέα, φέρνουν ουσιαστικά στο παρόν πολλές πτυχές της αγροτικής και της βουκολικής ζωής που σφύζουν από ζωή και που, όποιος τις έχει βιώσει τις θεωρεί «προίκα» και «πανωπροίκι» του δια βίου.
Να, πώς περιγράφει μια εμπειρία, ένα δειλινό και μια ξάστερη νυχτιά, από τη βουκολική ζωή ψηλά στον Ερύμανθο ο συγγραφέας: «[…]Τα κουδούνια και τα τσοκάνια των κοπαδιών,», σημειώνει, «που είχαν γεμίσει τις πλαγιές, ακούγονταν πιο καθαρά τώρα. Φάνταζαν σαν γλυκές μελωδίες, σαν κατανυκτική «ευχαριστήριος δέησις» προς τον Ύψιστο, από τον ίδιο το «λαό» και το «βασιλιά» του (ενν. το κοπάδι και το βοσκό), για τα αγαθά που χαρίζει απλόχερα στη φύση! Μια πραγματική μυσταγωγία, ένας υπαίθριος εσπερινός, χωρίς παπά και ψάλτες, μακριά από τον κόσμο και κοντινότερα στον ίδιο το δημιουργό, έκανε την καρδιά να πλημμυρίζει μ’ ένα αλλιώτικο, ένα πρωτόγνωρο δοξαστικό και παρακλητικό μαζί «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου! […]
Έμεινα ανάσκελα και με τα μάτια ορθάνοιχτα, κοιτάζοντας τον ουρανό. Τι ήταν αυτή η αστροφεγγια! Δεν υπήρχε το παραμικρό σύννεφο, αλλά ούτε φως γύρω κι από την πεντακάθαρη ατμόσφαιρα μπορούσα να διακρίνω κάποια πολύ μικρά αστέρια που τρεμόσβηναν. Το μεγάλο «ποτάμι» ( ο γαλαξίας) σε όλο του το μεγαλείο, χώριζε στη μέση τον ουρανό, με μια φωτεινότητα ξεχωριστή, πολύ πιο ξεχωριστή απ’ ό,τι την έβλεπα στην αυλή του σπιτιού μας. […]»! (σ. 86 & 88)
Όταν στ’ αλήθεια έχεις ατενίσει τον αστερόεντα καλοκαιρινό ουρανό πάνω σ’ ένα ελληνικό βουνό το κατακαλόκαιρο, όταν γύρω σου αγραυλούν οι τσοπάνοι με τα κοπάδια τους, έχω την αίσθηση πως δεν μπορεί παρά να είναι αυτό μια μοναδική εμπειρία που σε συνοδεύει μέχρι τον τάφο, όχι μόνο μέχρι τον ουρανό της «μητριάς» πρωτεύουσας, όπου τα πολλά φώτα αφανίζουν σχεδόν όλα τ’ αστέρια του!...
Κι όλα, όσα έγραψε ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος σ’ αυτό το βιβλίο, είναι γραμμένα σε γλώσσα δημοτική που διανθίζεται από ιδιωματικές λέξεις του τόπου, όχι επειδή ο ίδιος δεν μπορεί να τις αντικαταστήσει με άλλες, αλλά επειδή θεωρεί ιερό χρέος του να της καταγράψει και να της διασώσει. Εξάλλου το μότο του Ι. Θ. Κακριδή πως «Κάθε λέξη που χάνεται σε κάποιο χωριό σημαίνει έναν θάνατο το ίδιο θλιβερό, όσο και να πεθαίνει ένας άνθρωπος» στην αρχή του γλωσσαρίου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το συνειδητό της επιλογής του.
Τελειώνοντας, αυτή τη σύντομη παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου του Νίκου Χρ, Παπακωνσταντόπουλου, οφείλουμε να πούμε πως αυτό το βιβλίο έρχεται για να «αφυπνίσει» μνήμες ή μάλλον καλύτερα ζωή από τη ζωή μας. Όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο έχω την αίσθηση πως θα συναντήσει πολλές αναφορές κι από τη δική του ζωή, οι οποίες στις δύσκολες μέρες που μας ξημέρωσαν μπορεί να αποτελέσουν μια αφετηρία για σκέψη και για αλλαγή στάσης στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα του κόσμου και τη ζωή μας!...
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.