του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου μέσα από το βιβλίο του αείμνηστου δασκάλου Δημήτρη Αυγέρη, «Αρίστος Γ. Θούας, ο γιατρός των φτωχών και ...
του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου
μέσα από το βιβλίο του αείμνηστου δασκάλου Δημήτρη Αυγέρη,
«Αρίστος Γ. Θούας, ο γιατρός των φτωχών και των γενναίων»
Υπήρχε στο χωριό μας, το Λειβάρτζι Καλαβρύτων ένα μικρό αλλά θαυματουργό νοσοκομείο. «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ», αποκαλεί ο Λειβαρτζινός δάσκαλος και συγγραφέας Αθανάσιος Λέλος το νοσοκομείο αυτό, που είχε ιδρύσει ο γιατρός και βουλευτής Γεώργιος Θούας. «Βασιλειάδα» και «Ασκληπείο» το ονομάζει ο Κορίνθιος δάσκαλος και συγγραφέας, Δημήτρης Αυγέρης, που «έφυγε» πρόσφατα. Εδώ έρχονταν και εύρισκαν γιατρειά, όχι μόνο ντόπιοι, αλλά και ασθενείς από τους γειτονικούς νομούς!
Και να ποιος ήταν ο «Λευίτης» γιατρός Γεώργιος Θούας.
«Οι ασθενείς του ήταν η παρηγοριά του και η ελπίδα του. Ήταν η χαρά και η ικανοποίηση που ένοιωθε ο γιατρός, όταν ο γεροντάκος ή η γριούλα που τους θεράπευσε, σταμάταγαν το σκάψιμο στον κήπο με το ξινάρι, όταν τον έβλεπαν να περνάει το δρόμο, καβάλα με τη Μούσκα, τη σταχτιά Ζακυνθινή γαϊδούρα και του λέγανε: «Καλό δρόμο γιατρέ μας! Ο Θεός να σ’ έχει καλά!». Ήταν το καλημέρισμα, ήταν η υπόκλιση και η έκφραση της ευγνωμοσύνης της νεαρής μητέρας που είχε δύσκολο τοκετό και που υποδήλωνε με την κίνησή της αυτή, ότι χάρη σ’ εκείνον κράταγε από το χεράκι τη συνέχιση της ζωής, που ήταν το ξανθόμαλλο, το αγγελοπρόσωπο κοριτσάκι της… Ακόμη και την κοντότα δεν έπαιρνε, από τις φτωχές οικογένειες. Ήταν, τέλος, η αθρόα προσέλευση των αρρώστων από τους γειτονικούς νομούς, της Μεσσηνίας και της Ηλείας και της Αρκαδίας, που κατάφταναν με όποιον τρόπο εύρισκαν στο σπίτι του, που είχε μετατρέψει σε …ασκληπιείο».
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου αυτού, ο Αρίστος, ήταν το πρώτο από τα πέντε του Γεωργίου Θούα.
Λίγο πριν τον πόλεμο του 40, είχε πάρει το πτυχίο της Ιατρικής και είχε ειδικευτεί στην παθολογία, τη χειρουργική και την γυναικολογία. Ονειρευόταν να μείνει στο τόπο του. Όχι γιατί δεν θα βρίσκονταν γιατροί να κουράρουν τους ανθρώπους του τόπου του, αλλά ένοιωθε γι αυτούς μια απέραντη αγάπη. Τον μάγευε η ομορφιά των συναισθημάτων του κόσμου αυτού, όπως τον μάγευαν και οι ομορφιές της φύσης. Για αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο του πατέρα του, αρνήθηκε την πρόταση που του έκανε ο καθηγητής Κόκκαλης να μείνει βοηθός του και αργότερα να τον κάνει Υπουργό Υγείας. Για τον ίδιο λόγο δεν δέχθηκε να γίνει διευθυντής κλινικής στην Αθήνα, που του είχε προτείνει ο πατέρας του. Είχε δεθεί για τα καλά με τον τόπο του ο Αρίστος, μπολιασμένος με τις μεγάλες Αξίες των γονιών του.
Και ο κόσμος που πραγματικά αγάπησε, ανταποκρίθηκε σ’ αυτά του τα συναισθήματα.
Η φήμη του, τόσο ως άνθρωπος απλοϊκός, όσο και ως καταξιωμένος επιστήμονας, ξεπέρασε πολύ γρήγορα τα όρια του νομού Αχαΐας, γιατί «ακτινοβολούσε τη σιγουριά και την ελπίδα» στον πονεμένο.
«Η είδηση της επανόδου του Αρίστου μεταδόθηκε αστραπιαία στην ορεινή επαρχία και έφτασε και στους γειτονικούς νομούς. Καραβάνια ολόκληρα με αρρώστους πάνω σε κάθε λογής υποζύγιο και αρκάτους συνοδούς καταφθάνανε στην κλινική – αναρρωτήριο των φημισμένων γιατρών: του βουλευτή, που ήταν ειδικός μαιευτήρας για εκείνη την εποχή και δεν… λάθευε σε καμιά γέννα και του γιού του, του χειρουργού, που είχε παρακολουθήσει τα “καινούργια συστήματα”. Θρύλος είχε γίνει ο Αρίστος στην υπόθεση με την υφαρπαγή του παιδιού από την κοιλιά της μάνας του με τη μέθοδο της καισαρικής τομής. Γιατί οι δυστυχισμένοι γονείς της κοπέλας και ο τραγικός πατέρας ρίχτανε κλήρο και όποιον πάρει ο χάρος: “Τη μάνα ή το παιδί;”».
***
Και η αμοιβή του Αρίστου από τους αρρώστους που παρακολουθούσε, ήταν σαν κι εκείνη του πατέρα του:
«Το ντόμπρο, το γνήσιο, το ανυστερόβουλο «ευχαριστώ», που άκουγε από το στόμα τους. Συχνά έλεγε πως δεν χρειάζεται να στερήσουν το ψωμί των παιδιών τους οι φτωχοί άνθρωποι για να το δώσουν στους γιατρούς, και να πληρώνουν εκείνοι που έχουν. Οι πλούσιοι και οι εύποροι. Κι εκείνος από του εύπορους ήταν. Επομένως έπρεπε να πληρώσει αυτούς που δεν έχουν».
«Γιατρό των φτωχών και των γενναίων» τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας. «Γιατρό των γενναίων», γιατί δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που πήρε το πτυχίο του, που κλήθηκε από την Πατρίδα να παρουσιαστεί στα βουνά της Αλβανίας, με την εισβολή της Ιταλίας στη χώρα μας. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της ιατρικής του καριέρας, το πέρασε ως έφεδρος υπίατρος στο Μέτωπο, και μετά στα μετόπισθεν, πολεμώντας με την επιστήμη του, γιατρεύοντας και ανακουφίζοντας τους γενναίους, που τραυματίζονταν ή αρρώσταιναν στον πόλεμο. Και πολλοί από αυτούς τους «γενναίους», που γνώρισαν τον ίδιο και τα θαυματουργά του χέρια εκεί, τον έψαξαν και τον βρήκαν μετά τον πόλεμο εδώ, για να δουν νέα ανακούφιση και νέα γιατρειά.
Και για το «Γιατρό των φτωχών», να τι μας λέει, μεταξύ πολλών άλλων, ο συγγραφέας και όλα τα Καλαβρυτοχώρια μαζί:
«Είναι ο ένας ο Αρίστος, από τους πολλούς που πέρασαν από την επαρχία Καλαβρύτων, λένε εκείνοι που τον γνώρισαν. Που ψυχοπόνεσε πιο πολύ τον ταλαίπωρο, τον άξουρο, τον μισοξυπόλητο, τον πεντάφτωχο χωριάτη. Που λυπήθηκε και συμμερίστηκε την αγουρογερασμένη μαυροφόρα με τα ορφανά τσορομπίλια. Που κοντά στον άτυχο σύντροφό της που έμεινε στο Μέτωπο, έκλαιγε τη μοίρα της που της ψόφαγαν τα ζωντανά. Ράγισε η καρδιά του ανθρώπου, του φιλάνθρωπου γιατρού, όταν περνώντας να πάει στις επισκέψεις του στα χωριά, είδε έξω από το χαμηλό καλύβι τη μαυροφορεμένη γυναίκα να …μαδιέται και να κλαίει απαρηγόρητα. Πέντε χρόνια κόντευε σκοτωμένος ο άντρας της, μα τώρα δεν έκλαιγε για κείνον. Έκλαιγε γιατί της ψόφαγε η γουρούνα, που ήταν ένα στήριγμα, μια απαντοχή στη φτώχεια και στην αρφάνεια. Δυο φορές το χρόνο γένναγε το προκομμένο ζωντανό, από 12 μέχρι 14 γουρουνόπουλα. Βλέποντας σ’ αυτή την κατάσταση απελπισίας την άτυχη γυναίκα ο Αρίστος, νόμιζε στην αρχή ότι κάποιο παιδί της έπαθε κάτι, αλλά από τα λόγια της κατάλαβε ότι ήταν η γουρούνα μέσα στο στάβλο. Ο Θρύλος που ακολούθησε τον ήθελε κατάδικό του: ότι είχε γεννηθεί και είχε σπουδάσει μόνο για το λαό. Ότι ήταν γιατρός για όλα. Ακόμα και σήμερα διηγιέται ο λαός των Καλαβρύτων ότι ο Αρίστος ξεπέζεψε και προχώρησε σκύβοντας να μπει στο χαμηλό καλύβι. Είδε το δύστυχο ζωντανό στην άκρη του στάβλου να βογκάει και να τανιέται, χωρίς από την κοίτη του να φαίνεται κανένα γουρουνόπουλο και κατάλαβε ότι υπάρχει στένωση και εμπλοκή στο σύστημα.
Και ο λαός που κουβαλάει πείρα και εμπειρίες από “πρακτική ιατρική”, για ανθρώπους και για ζωντανά, τον όπλισε με θάρρος και με δύναμη να …εφαρμόσει και στο ζωντανό την “καισαρική τομή”!...».
Τι μεγαλείο Ανθρωπιάς!
***
Η μοίρα όμως φέρθηκε σκληρά και άδικα στον Αρίστο, όπως φέρθηκε το ίδιο σκληρά και άδικα και τον τόπο, που του τον στέρησε. Σάμπως δε φέρθηκε άδικα και σκληρά η μοίρα και στην αρραβωνιαστικιά του, την υπολοχαγό του Υγειονομικού, τη Στέλλα, που τον στέρησε κι απ’ αυτήν; Σάμπως δε φέρθηκε σκληρά και άδικα η μοίρα στο όνειρο και των δυο τους, που ποτέ δεν το είδαν να πραγματοποιείται; Σάμπως δε φέρθηκε άδικα και σκληρά η μοίρα και στον «αγουρογερασμένο» και τραγικό πατέρα του, που ο συγγραφέας τον χαρακτηρίζει «τραγικότερο από το βασιλιά Πρίαμο», που πριν τον Αρίστο είχε χάσει άλλους δυο λεβέντες, μέσα σε ένα μήνα; Το Λάμπη και το Δημήτρη. Φοιτητής της Νομικής ο ένας και του Πολυτεχνείου ο άλλος. Και ένα ακόμα αγγελούδι, πριν κλείσει χρόνο. Το 1945 έχασε και τη γυναίκα του, τη Μαρία Τσαβλήρη. Και δυο χρόνια αργότερα, χάνει και το μεγαλύτερο αποκούμπι του, τον Αρίστο! Σάμπως, ακόμα, δεν φέρθηκε σκληρά η μοίρα και στο χωριό μας και στον τόπο μας που τον στέρησε κι απ αυτόν;
Ένα τραγικό ατύχημα συνέβη στον Αρίστο στην Κόρινθο, όπου είχε κληθεί να υπηρετήσει για δεύτερη φορά στο στρατό, ως έφεδρος υπίατρος και εννιά μέρες μετά «υπέκυψε»! Στην δημιουργικότερη ηλικία του, στα 32 του χρόνια! Ήταν Δεκέμβρης του 1947…
«Έξι μήνες μετά το θάνατό του, οι αδελφοί Ζαφειρακόπουλοι, ο Γιώργης με το Γιάννη, περάσανε από το νεκροταφείο της Κορίνθου, δίπλα στο Στρατόπεδο και ζήτησαν από το φύλακα να τους δείξει τον τάφο του Αρίστου. Βρήκανε στο μαρμάρινο σταυρό γραμμένο το όνομά του. Ο χρόνος είχε σταματήσει ανήμερα Χριστούγεννα του 1947. Συγκινημένοι άναψαν ένα κεράκι και γονάτισαν ευλαβικά οι δυο Λειβαρτζινοί. Φεύγοντας εκφράσανε την απορία τους, που το καντηλάκι ήταν αναμμένο και γεμάτο λάδι. Βρήκαν επίσης και μερικά φρέσκα κόκκινα τριαντάφυλλα, και ρωτήσανε το φύλακα ποιος τάχα τα έβαλε, αφού ο Αρίστος δεν ήταν κορίνθιος.
»Μα τι λέτε ρε παιδιά, τους απάντησε ο φύλακας. Ολόκληρη η Κόρινθος ήξερε το γιατρό. Όλη η φτωχολογιά παρακολούθησε την κηδεία του. Κάποιοι από εκείνους που γιάτρεψε τα παιδιά τους, έρχονται και του ανάβουν το καντήλι. Εκείνο, όμως, που μου κάνει εντύπωση, είναι μια πεντάμορφη ξανθιά μαυροφόρα, που έχω δει να στέκεται γονατιστή, σκυμμένη με τις ώρες πάνω από το μνήμα. Δεν έχει ποτέ μιλήσει σε κανέναν και όσοι την έχουν ιδεί, λένε ότι δεν είναι κορίνθια. Μπορεί εκείνη ν’ άναψε το καντήλι και ν’ άφησε και τα τριαντάφυλλα. Τι να σας πω κι εγώ!».
Και σήμερα…
«Μελαγχολία και προβληματισμούς προκαλούν σ’ αυτόν που επισκέπτεται την κλινική του Αρίστου του Θούα και του πατέρα του, τα ενθύμια και τα εργαλεία …παραγωγής και σωτηρίας της ζωής. Εμβρυουλκοί, «κουτάλες» που κρέμονται και σκουριάζουν στους τοίχους των υπογείων, νυστέρια, νάρθηκες, είναι μερικά από τα αδιάψευστα πειστήρια της ιεροτελεστίας του ιατρικού έργου. Της ζωής, που άλλοτε σώθηκε χάρη σ’ εκείνα τα σιδερικά, χάρη στην επιστήμη, χάρη στα ξενύχτια και την αγωνιώδη πάλη του επιστήμονα, και που άλλοτε δεν μπόρεσε να την κρατήσει και φτερούγισε σαν χελιδόνι, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην ψυχή του!».
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.