της Παναγιώτας Π. Λάμπρη, φιλολόγου - συγγραφέως* Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της συλλογής αφηγημάτων του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου ...
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη, φιλολόγου - συγγραφέως*
Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της συλλογής αφηγημάτων του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου με τον τίτλο «Η φωτογραφία» (Άπειρος χώρα, Αθήνα 2011), κρατώ στα χέρια μου το καινούργιο του πόνημα, το «Όταν η ελπίδα άρχισε ν’ ανατέλλει» (Άπειρος χώρα, Αθήνα 2011). Με αλληγορικό τίτλο και αλληγορική εικονογράφηση του εξωφύλλου, ο συγγραφέας έρχεται αυτή τη φορά να μας «αποκαλύψει» πτυχές μιας όχι και πολύ γνωστής διαδρομής πασχόντων ανθρώπων που ειδικά σε παλιότερες εποχές η ασθένειά τους δεν προκαλούσε απλά φόβο, αλλά καθιστούσε τους πάσχοντες αποδιοπομπαίους από κάθε οργανωμένη κοινωνική δομή. Η ασθένεια είναι η λέπρα ή άλλως νόσος του Χάνσεν και φυσικά οι λεπροί ή χανσενικοί είναι οι πάσχοντες απ’ αυτή, ή καλύτερα, είναι οι άνθρωποι εκείνοι που, όχι αδίκως, χαρακτηρίζονταν από τους συγχρόνους τους ζωντανοί νεκροί!
«Κάποιες δεκαετίες πριν […]», σημειώνει ο συγγραφέας, «Από τη στιγμή της διατύπωσης υποψίας για τη νόσο, ο στιγματισμός του «πάσχοντα» ήταν τέτοιος, που έπαιρνε τη μορφή δημόσιας διαπόμπευσης! Θεωρείται ότι οι κατάδικοι και οι εγκληματίες είχαν πολύ πιο ανθρώπινη αντιμετώπιση από το περιβάλλον τους, από τους συγγενείς τους, από την κοινωνία, ακόμα και από την πολιτεία! Αν ανατρέξουμε και στο λίγο μακρινότερο παρελθόν, με το που έφευγε ο ασθενής (τον έδιωχναν) για τον τόπο της ισόβιας απομόνωσης και καταδίκης, στον τόπο απ’ τον οποίον αποπέμπονταν του γίνονταν η νεκρώσιμη ακολουθία, επίσημα και με όλους τους τύπους!!! Τελευταία «πράξη», ήταν η διαγραφή του από τα μητρώα του Δήμου ή της Κοινότητάς του!»!!!
Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, έρχεται να μας μιλήσει το βιβλίο σε μια εποχή που, αν και η ασθένεια έχει περιοριστεί στο ελάχιστο, ο απόηχος της ζωής αυτών των ανθρώπων σε συνάρτηση με τον κοινωνικό τους αποκλεισμό, εκτός που προκαλεί το ιστορικό ενδιαφέρον, έχει να στείλει πολλαπλά μηνύματα στους συγχρόνους μας. Εξ άλλου, δεν είναι τυχαίο πως τέτοια ζητήματα κινούν το ενδιαφέρον των λογοτεχνών, των καλλιτεχνών, των ερευνητών και των συγγραφέων χρόνια μετά.
Βέβαια, το εν λόγω βιβλίο, εκτός από τα ανωτέρω, φέρει τη σφραγίδα του συγγραφέα του, ο οποίος είναι λειτουργός στο χώρο της υγείας και γνωρίζει από πολύ κοντά τον πάσχοντα άνθρωπο, τον οποίο «υπηρετεί», και επομένως έρχεται σε καθημερινή επαφή και συχνά σε βαθύτερη επικοινωνία μαζί του.
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος, λοιπόν, μας παρουσιάζει με ιδιαίτερη ευαισθησία το αποτέλεσμα της επιμελούς έρευνας και καταγραφής στοιχείων που αφορούν τη λέπρα ή νόσο του Χάνσεν, καθώς επίσης την ανθρώπινη συμπεριφορά των υγιών έναντι των ασθενών, τις παρεμβάσεις της Πολιτείας στο θέμα, αλλά και πολλών φιλανθρωπικών οργανώσεων ή μεμονωμένων ατόμων που προσέφεραν και προσφέρουν ηθική και υλική συμπαράσταση στους ασθενείς, τους αγώνες πολλών ασθενών, αλλά και επιστημόνων για τη βελτίωση της ζωής τους, αλλά και την πολυετή προσπάθεια για κατάρριψη του μύθου για την επικινδυνότητα της νόσου και φυσικά πλήθος μαρτυριών ανθρώπων που ασθένησαν, οι οποίες ενταγμένες μέσα σ’ ένα βιβλίο σαν κι αυτό δεν αποτελούν απλά ατομικές μαρτυρίες, αλλά γίνονται η μαρτυρία μιας εποχής για μια αρρώστια που δεν κατάστρεφε τη ζωή μόνο των πασχόντων, αλλά και των οικογενειών που είχαν την «τύχη» να ασθενήσει κάποιο μέλος τους.
Και φυσικά, μέσα στις σελίδες του βιβλίου διακρίνεται καθαρά πως πίσω από τις ζωές αυτών των ανθρώπων και τις συμπεριφορές των συγχρόνων τους, ορθώνεται κάστρο απόρθητο η άγνοια! Διότι η αποκρουστική εικόνα που αποκτούσαν πολλοί απ’ τους ασθενείς με τα «αλλοιωμένα» μέλη του σώματός τους, κινητοποιούσε αμέσως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και τη συνακόλουθη απάνθρωπη στάση ακόμα και πολύ οικείων σ’ αυτούς ανθρώπων.
Βέβαια, η άγνοια, ο φόβος και η ατολμία φαίνεται πως καθόριζε για πολύ καιρό και τις επιλογές της Πολιτείας, όπως αποδεικνύεται από τους εκάστοτε ψηφιζόμενους νόμους. Αλλά και η διοίκηση και οι εργαζόμενοι στα κατά τόπους νοσοκομεία που νοσηλεύονταν λεπροί, φαίνεται πως, πέραν των κρατικών νόμων, δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στο επαγγελματικό τους χρέος και η μέριμνα των ασθενών πολύ συχνά σχετίζονταν με την ανθρωπιά και την επαγγελματική συνείδηση ενός εκάστου, για τη στάση των οποίων παρατίθενται στο βιβλίο φωτεινά αλλά και επαχθή παραδείγματα, για να βεβαιώνουν την πανάρχαια αποστροφή του Μενάνδρου «Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ (πόσο χαριτωμένο πράγμα είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος)»!
Αλλά κι εκεί στη μικρή κοινωνία των ασθενών, όπου λόγω της «κοινής» μοίρας θα περίμενε κανείς να υπάρχει περισσότερη κατανόηση και αλληλεγγύη, με τον καιρό εκδηλώνονταν από κάποιους παρασιτικές συμπεριφορές σαν κι αυτές που συναντούμε στην κοινωνία των «υγιών» πολιτών!
Σε μια από τις αφηγήσεις που παραθέτει ο συγγραφέας διαβάζουμε: «Οι διοικήσεις είχανε κάποιους δικούς τους εδώ, από τους αρρώστους και κάνανε αυτοί κουμάντο. Αυτοί, από τις διοικήσεις, σπάνια πατάγαν’ εδώ. Μόνο αν έρχονταν κανένας από το υπουργείο, τρέχαν’ από δίπλα του, μπας και τον πιάσει κανείς από μας στο δρόμο και του καταγγείλει κάτι! Και όλα «ήτανε καλά», και για τις διοικήσεις και για τους δικούς μας, που κάνανε το κουμάντο! Αυτοί εδώ, οι δικοί μας, με κάθε διοίκηση ήτανε στα πράγματα! Μ’ όλους ήτανε φίλοι! Χούντα ήτανε; Μέσα αυτοί! Καραμανλής ήτανε; Πάλι μέσα! Πώς να το κάνουμε, που σε κάθε κοινωνία υπάρχουνε χαφιέδες!...». Και τελείωσε την κουβέντα του: «Βγάλε και συ τα συμπεράσματά σου!»!!! (Αφήγηση Δεσ. Γ.).
Σε μια άλλη διαβάζουμε επίσης: «Αυτός ο διευθυντής, επί χούντας, ερχότανε και έπινε καφέ μαζί μας, στα φλιτζάνια και τα ποτήρια που πίναμε κι εμείς. Ούτε είπε ποτέ ότι δεν επιτρέπει την έξοδο στους «θετικούς». Δε ρώταγε τέτοια πράγματα, ούτε φοβότανε αυτός ο άνθρωπος… Σάμπως οι άλλοι φοβότανε; Έτσι το κάνανε, για να μη μας δίνουνε πολύ αέρα! Είχε ακουστεί ότι πολύ πριν απ’ αυτόν, ένας άλλος Διευθυντής με τη γυναίκα του δεν είχανε παιδιά. Ερχόταν η γυναίκα του κι έπαιζε με τα παιδιά του παιδικού σταθμού, τους έφερνε χρώματα να ζωγραφίζουν, τετράδια, μολύβια, παιχνίδια, γλυκά και άλλα πράγματα. Ερχότανε κι άλλες φορές και μάθαινε τα κορίτσια πλεκτό και κέντημα. Στο τέλος, πριν κλείσει ο παιδικός σταθμός, υιοθετήσανε ένα παιδάκι από εκεί!» (Αφήγηση Γ.Μ., Κ.Μ.).
Αν μια βιβλιοπαρουσίαση έδινε τη δυνατότητα να παρατεθούν κι άλλες τέτοιες αφηγήσεις – μαρτυρίες από το παρουσιαζόμενο βιβλίο, δεν θα συγκινούσαν απλά τον αναγνώστη, αλλά θα τον οδηγούσαν ίσως σε αναγκαστική ενδοσκόπηση και επαναπροσδιορισμό πιθανών προκαταλήψεων για σωματικά ή ψυχικά πάσχοντες συνανθρώπους μας. Διότι, πιστεύω βαθιά, πως βιβλία σαν και το «Η ελπίδα άρχισε να ανατέλλει» του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου, δεν προσφέρουν μόνο γνώσεις για το θέμα που πραγματεύονται, αλλά αγγίζουν υπνώτουσες συχνά χορδές της ψυχής μας και κινητοποιούν για αλλαγή στάσης ζωής σε πολλά ζητήματα του ανθρώπινου βίου.
Το εν λόγω μάλιστα βιβλίο, έχει επίσης το πλεονέκτημα να έχει γραφεί από έναν άνθρωπο που λόγω της επαγγελματικής του ενασχόλησης κουβαλά στις ψυχικές και πνευματικές του αποσκευές πολλή βιωμένη εμπειρία και γνώση για το θέμα. Αυτά βέβαια θα είχαν μικρή αξία, αν ο συγγραφέας δεν αναζητούσε με επίμονη έρευνα τα προς τεκμηρίωση απαραίτητα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των εικόνων στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, τα οποία παραθέτοντάς τα με γλαφυρή – λογοτεχνική γλώσσα, δίνει στον κάθε ενδιαφερόμενο ένα βιβλίο ευχάριστο στην ανάγνωση και ταυτόχρονα πολλαπλά χρήσιμο. Και κυρίως, στις δύσκολες μέρες που μας ξημέρωσαν, διαλαλεί με τον τρόπο του ένα αισιόδοξο μήνυμα σαν κι αυτό που πολύ εύστοχα μας διδάσκει ο μύθος του Αισώπου που παραθέτει στην αρχή του βιβλίου: «Κάποτε δυο ποντικοί πέσανε μέσα σ’ ένα καρδάρι με γάλα. Ο ένας, αφού κολύμπησε λίγο, πίστεψε πως δεν υπάρχει ελπίδα, χαλάρωσε την προσπάθειά του και πνίγηκε. Ο άλλος δεν το έβαλε κάτω. Κολύμπησε, κολύμπησε κι από το πολύ το χτύπημα με τα πόδια του, το γάλα έγινε βούτυρο. Περπάτησε πάνω στο στερεό πλέον σώμα και σώθηκε!»!!!
----------------------------------
* Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη γεννήθηκε στη Ροδαυγή Άρτας όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Φοίτησε στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει πάρει μέρος ως εισηγήτρια σε συνέδρια κι έχει παρακολουθήσει σεμινάρια και ημερίδες με επιστημονικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος του προεδρείου του Συνδέσμου Φιλολόγων περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων. Έχει οργανώσει εκδηλώσεις με λογοτεχνικό /πνευματικό περιεχόμενο και έχει συμμετάσχει σε παρουσιάσεις βιβλίων. Παράλληλα με το εκπαιδευτικό της έργο, ανέπτυξε και κοινωνική δράση ως μέλος κοινωνικών φορέων. Υπήρξε πρόεδρος των επιτροπών των βραβείων Balzarini-Landolt και Γιάννη Λάμπρη (ετήσια βραβεία τα οποία απονέμονταν σε Ροδαυγιώτες και Αρτινούς που είχαν διακριθεί για τις επιδόσεις τους). Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος, της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων καθώς και άλλων επιστημονικών και πολιτιστικών σωματείων. Αρθρογραφεί και δημοσιεύει βιβλιοπαρουσιάσεις στον τύπο καθώς και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά. Έχει βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει εκδώσει σε συνεργασία με τους μαθητές της τη μαθητική εφημερίδα «Κοιτάζοντας γύρω μας». Το 2006 εξέδωσε τη λαογραφική μελέτη «Ροδαυγή, το ρόδο της αυγής» (ιδιωτική έκδοση) που είναι καρπός της αγάπης της για την ιδιαίτερη πατρίδα της και αποτέλεσμα πολύχρονης συλλογής υλικού και για το οποίο βραβεύτηκε από το Δήμο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης. Το 2009 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Το χάσικο ψωμί» (εκδόσεις Μαλλιάρης – Παιδεία). Εντός του καλοκαιριού θα κυκλοφορήσει το καινούργιο της βιβλίο με τίτλο «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης ο ιστορητής».
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS επιτρέπεται η αναδημοσίευση με υποχρέωση αναφοράς πηγής προέλευσης