Ο μπαρμπα-Γιάννης, ο Τσουραπόγιαννης του Άγγελου Π. Σακκέτου ΧΕΙΜΩΝΑΣ του 1963!.. Το χιόνι έξω είχε αρχίσει να πασπαλίζει την βουνοκ...
Ο μπαρμπα-Γιάννης, ο Τσουραπόγιαννης |
του Άγγελου Π. Σακκέτου
ΧΕΙΜΩΝΑΣ του 1963!.. Το χιόνι έξω είχε αρχίσει να πασπαλίζει την βουνοκορφή του Άη-Λια, στη μέση του οποίου ήταν το χωριό μας, το Βεσίνι Καλαβρύτων!..
Δυο-τρία σπουργίτια έδιναν κι αυτά τον τόνο της ημέρας, καθώς τιτίβιζαν και χόρευαν σαν τρελά πάνω στο στροβίλισμα των νιφάδων του χιονιού! Ατάραχος δίπλα καθόταν ο σκύλος μας ο Πετράκης, που τουρτούριζε και γρύλιζε μέσα στο κρύο!..
Καθώς η μανούλα μου έστρωνε τα τραπέζι για να φάμε ένα μικρό αρνί ψημένο στη γάστρα του τζακιού με πατάτες, όλοι μαζί οικογενειακά, Κυριακή που ήταν, με τον πατέρα μου, που μόλις είχε έρθει από δρομολόγιο σαν ταχυδρομικός διανομέας και άνοιγε την παλάσκα του για να μας δώσει να διαβάσουμε τις όποιες ευχετήριες χριστουγεννιάτικες κάρτες, ακούμε έξω τη πόρτα να χτυπά:
--Πού είσαι, μωδή!.. ( = Που είσαι, μωρή!..), φώναξε ο γερο -Τσουραπόγιαννης, με την δωρική και λίγο «ψευδή» γλώσσα του, σπρώχνοντας σιγά-σιγά την πόρτα από φόβο μην ενοχλήσει κανέναν.
--Ώωω!.. Κόπιασε, κουμπάρε μου, μόλις βάλαμε να φάμε!.., του είπε πρόσχαρη η μανούλα μου και τον καλωσόρισε!
--Ο Παναγιώτης είναι μέσα;
--Εδώ είμαι, Τσουραπόγιαννη!.., είπε ο πατέρας μου και σηκώθηκε με χαρά να τον χαιρετήσει!.. Κάθισε να σε κεράσουμε ένα κρασί!.. Έχει βράσει καλά στο βουτσί!..
--Θα το πιω!.., είπε και κάθισε σ' ένα σκαμνί, αφού έβγαλε την κάπα του. Μπας κι έχω κανά γράμμα;
--Όχι, κουμπάρε!.. του απάντησε ο πατέρας μου και του έδωσε το πρώτο ποτήρι.
ΓΡΑΦΙΚΟΣ τύπος ο μπαρμπα-Γιάννης!.. Ο Τσουραπόγιαννης, όπως τον λέγαμε στο χωριό μας!.. (Ιωάννης Πανουτσακόπουλος, το πραγματικό ονοματεπώνυμό του). Χαρακτηριστικός τύπος του αμέριμνου τσοπάνη, που όλη τη ζωή του την πέρασε με τα πρόβατα στα βουνά και τα λαγκάδια!.. Ανέμελος τύπος!.. Και φιλόσοφος!.. Ό,τι του έλεγες το φιλοσοφούσε!.. Και κάθε κουβέντα που έβγαινε από το στόμα του ήταν βαθύτατα φιλοσοφημένη!..
-- Να σου βάλω κι άλλο ποτήρι; του λέει ο πατέρας μου.
-- Όχι!
-- Γιατί; Δεν σου αρέσει;
-- Μου αρέσει, αλλά θα πάω στο σπίτι να φάω!. Με περιμένει και μένα η δική μου φαμελιά!..
-- Τότε πάρε ένα κομμάτι ψαχνό!... Ψημένο είναι!.. Να, η σπάλα !..
-- Ευκαιρία να μας τη διαβάσεις!.., του λέει η γιαγιά μου, που ήξερε από αυτά!..
Ο ΓΕΡΟ-Τσουραπόγιαννης δεν αρνήθηκε. Έφαγε το κρέας από τη σπάλα, σφούγγισε τα χείλη του με το μανίκι του (συνηθιζόταν τότε από τους παλιούς γέροντες) και σηκώνοντας την σπάλα του αρνιού ψηλά, την γύρισε κι από τις δύο όψεις προς το φως του παραθύρου και μας έδωσε το … χρησμό του!
--Έρχονται!..
--Ποιοι έρχονται; ρωτάνε με αγωνία και η μάνα μου και ο πατέρας μου!
--Τα δύο σου παιδιά!..
--Μα εδώ τα έχω όλα!.. Ένα λείπει!.. Ο Ανδρέας!.. Αλλά αυτός είναι στρατιώτης!..
--Δεν ξέρω, αλλά η σπάλα μού λέει ότι έχεις δύο παιδιά, που λείπουν και έρχονται απόψε το βράδυ!..
Σκάει στα γέλια ο πατέρας μου, χαμογέλασε καλόκαρδα η μάνα μου, που τον βοήθησε να φορέσει την κάπα του και τον ξεπροβόδισαν κι οι δύο μέχρι την πόρτα!..
--Στο καλό, κουμπάρε μου, και να μας ξανάρθεις, του λέει η μανούλα μου!
--Καλώς να τα δεχθείτε τα παιδιά!.., επέμενε ο Τσουραπόγιαννης φεύγοντας, ενώ ο Πετράκης, το σκυλί μας, γαύγισε μια ή δυο φορές τουρτουρίζοντας από το κρύο μέσα στο κουμάσι του!..
ΟΛΗ την ώρα η συζήτηση περιστρεφόταν στο κατά πόσο ο Τσουραπόγιαννης είχε «τετρακόσια» τα λογικά του αφού δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι από τα οκτώ παιδιά που είχαν οι γονείς μου, μόνο ένα έλειπε, ο Ανδρέας!
--Αυτά κάνουν τα γεράματα, έλεγε η γιαγιά μου!
--Σώπα, μάνα, της έλεγε ο πατέρας μου! Εσύ γιατί τα έχεις «τετρακόσια»;
--Ξέρω εγώ, που σου μιλάω!..
--Ρε, γυναίκα, έλεγε χαμογελώντας ο πατέρας μου στη μάνα μου, μπας και έχεις «αφήσει» πουθενά κανένα άλλο … παιδί και δεν το ξέρουμε;
Σκάσαμε όλοι στα γέλια, σκάει στα γέλια η μάνα μου, σκάει στα γέλια κι η γιαγιά μου και μακαρίζαμε όλοι τη στιγμή, που ήρθε και μας έκανε παρέα ο γερο-Τσουραπόγιαννης, αφού όλοι μιλούσαμε για την γεροντική αθωότητα του γραφικού αυτού γέροντα τσοπάνου, που πίστευε περισσότερο στη … σπάλα του αρνιού, παρά στα ίδια του τα μάτια!...
ΝΑ ΜΗ τα πολυλογούμε, συζήτηση στη συζήτηση, αφού στο μεταξύ προτέθηκαν στην παρέα μας και άλλοι δύο συγγενείς, που διακρίνονταν για το πηγαίο χιούμορ τους, κόντευαν μεσάνυχτα και –όπως πάντα- ήρθε και η συζήτηση στους ... διαβόλους!
--Εγώ είδα έναν με τα μάτια μου, έλεγε ο ξάδελφός μας ο Χρήστος Χριστόπουλος.
--Και τι έκανε; τον ρώτησε χαμογελώντας ο νουνός του αδελφού μας Δημήτρη, ο πασίγνωστος Αβράμης.
--Πελεκούσε τις σόλες δυο παπουτσιών πάνω στο καλαπόδι!
--Και γιατί δεν μου το είπες; Θα πήγαινα κι εγώ σ’ αυτόν!..
--Να κάνεις τι στον διάβολο;
--Θα του πήγαινα τα παπούτσια μου και θα του έλεγα: «Μπάρμπα, φτιάξε και τα δικά μου!»!..
ΤΟ ΓΕΛΙΟ πήγαινε σύννεφο, ώσπου το σκυλί έξω άρχισε να γαυγίζει τόσο δυνατά, που ανησυχήσαμε όλοι μας!.. Ήταν εμφανές ότι κάποιος ξένος ήθελε να έρθει στο σπίτι, αλλά τον εμπόδιζε το σκυλί!
--Βρε τι να συμβαίνει; λέει ο πατέρας μου και τρέχοντας σχεδόν βγαίνει έξω!.. Ανδρέα μου, λέει και όλοι μας καταχαρήκαμε!.. Δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε!.. Τα δάκρυά μας τρέχανε βροχή από συγκίνηση, ενώ η μάνα μου με τη γιαγιά μου φορούσαν δακρυσμένες από χαρά τη μαντήλα τους για να τον υποδεχθούν!..
--Καλώς τον δέχθηκες, κουμπάρα, λέει ο Αβράμης στη μάνα μου!
--Καλώς τους δεχθήκαμε, να λέτε, είπε ο πατέρας μου και γελούσαν ακόμη και τα μουστάκια του από την πολλή χαρά!.. Είχε δίκιο ο Τσουραπόγιαννης!.. Ήρθαν δύο παιδιά και όχι ένα!!..
Κάνουμε έτσι και τι να δούμε!.. Ο Ανδρέας είχε έρθει με την ... μνηστή του (τη νύφη μας, πλέον, Σπυριδούλα) και ήθελε να μας κάνει έκπληξη!...
Άντε τώρα να πεις κουβέντα στον γερο –Τσουραπόγιαννη, τον άνθρωπο που διάβαζε τη σπάλα του αρνιού!..
Η κορυφή του Άη-Λιά χιονισμένη!.. Και μέσα στα δέντρα χωμένο το χωριό μας το Βεσίνι Καλαβρύτων!.. (Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από το διπλανό χωριό, Νάσια Καλαβρύτων). |
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS επιτρέπεται η αναδημοσίευση με υποχρέωση αναφοράς πηγής προέλευσης
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.