του Άγγελου Σακκέτου Είδα σε μία φωτογραφία ένα παλιό λεωφορείο του ΚΤΕΛ και συγκινήθηκα!.. Για άλλη μια φορά ήρθαν στο μυαλό μου θύμησες...
Είδα σε μία φωτογραφία ένα παλιό λεωφορείο του ΚΤΕΛ και συγκινήθηκα!.. Για άλλη μια φορά ήρθαν στο μυαλό μου θύμησες παλιές!.. Θύμησες, που σε γυρίζουν πίσω ακριβώς πενήντα χρόνια! Μισό αιώνα!.. Θύμησες που σου δίνουν το δικαίωμα να λες ότι είσαι άνθρωπος!...
Τα χρόνια εκείνα τα παλιά (μιλάμε για δεκαετία του ’50) όταν έκανες ένα ταξίδι, για παράδειγμα, από το χωριό μας το Βεσίνι Καλαβρύτων στην Αθήνα, ήταν μια ολόκληρη …. τελετουργία! Εκινείτο ένας ολόκληρος μηχανισμός από οικείους, συγγενείς και φίλους, που αναλάμβανε ο καθένας από μια αποστολή μέχρι την ολοκλήρωση του πολυσυζητημένου ταξιδιού!..
Πρώτα-πρώτα όλες οι οικογένειες του χωριού, που είχαν κάποιο παιδί τους στην Αθήνα, ετοίμαζαν το δικό τους καλάθι με κουλούρια, μπουγάτσες, αυγά, πετιμέζι, χωριάτικους μπακλαβάδες, ζωντανές κι όχι σφαγμένες κότες, που κακάριζαν σε όλη τη διαδρομή (όπως ακριβώς βλέπετε στην κινηματογραφική ταινία «Ο Μήτρος κι ο Μητρούσης στην Αθήνα» με τον Θανάση Βέγγο και τον Φραγκίσκο Μανέλη!) και, φυσικά, το απαραίτητο γράμμα του πατέρα ή της μάνας προς το παιδί τους, που μιλούσε για τον δικό τους καημό…
Μόλις ξημέρωνε, με το λάλημα του πετεινού δηλαδή, οι πάντες φορτώναμε στα «ζα» (=ζώα), όλα τα πράγματα και κατηφορίζαμε προς τον κάμπο, τον Άγιο Ανδρέα, που βρισκόταν η στάση του λεωφορείου, στη «δημοσιά» δηλαδή του δρόμου της Νέας Πάου, που θα περνούσε το «ελεωφορείον», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο μακαρίτης ο πατεράκος μου!...
Κάναμε τόση ησυχία ν’ ακούσουμε τη βοή του λεωφορείου, που κάποιοι από τους συγγενείς μας γονάτιζαν και έστηναν κυριολεκτικά το αυτί τους στο χώμα μήπως και το ακούσουν να έρχεται, ενώ τα αλυχτίσματα των σκύλων, που μας ακολουθούσαν, λιγόστευαν κι αυτά από την πρωϊνή αγωνία!...
Κάποια στιγμή έφθανε το λεωφορείο!... Και μόνο που το έβλεπες να έρχεται με τη μηχανή του να «μουγκρίζει» μέσα στα δέντρα, σε κυρίευε ένα μεγάλο δέος, ενώ την ίδια στιγμή γινόντουσαν «χαρές και πανηγύρια», αλλά και κλάματα πολλά για τον αποχωρισμό μας από τους δικούς μας, που άλλοι μας έδιναν το χέρι και άλλοι φορτώνανε στη σχάρα του λεωφορείου ό,τι επισκευές είχαμε μαζέψει για την Αθήνα!..
Καθώς ξεκινούσε το λεωφορείο ακούγαμε τη γνωστή φωνή του εισπράκτορα: «Εισιτήριο, παρακαλώ!..» ή πιο κάτω ξανά μια άλλη -πιο χοντρή- φωνή να επαναλαμβάνει την ίδια φράση. Ήταν ο ελεγκτής, που έλεγχε μήπως υπήρχε κανείς λαθρεπιβάτης μέσα στο λεωφορείο, μετρώντας έναν προς έναν τους επιβάτες και σημειώνοντάς τους στον ειδικό κατάλογο επιβατών.
Θα γελάσετε που το λέω, αλλά, επειδή ήμουν μικρός, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί την ώρα που έφευγε το λεωφορείο, έφευγαν προς τα πίσω όλα τα … δέντρα (!), ενώ ακόμη και τώρα βλέπω μπροστά μου τις ρεματιές να κατεβάζουν με ορμή τα νερά που έλιωναν από το χιόνι και κυλούσαν γάργαρα κι αστραφτερά στις ρίζες των πλατάνων!...
Κάποια στιγμή κάναμε τη λεγόμενη «ανταπόκριση» στον Πριόλιθο (κοντά στα Καλάβρυτα), όπου συναντιόντουσαν δύο λεωφορεία και άλλαζαν επιβάτες, μέχρι να φτάσουμε στα Καλάβρυτα. Εκεί υπήρχε άλλη διαδικασία: Φορτώναμε τις επισκευές σε μικρά τροχοφόρα αμαξάκια (κάτι σαν μεγάλα καρότσια) που τα τραβούσαν οι ίδιοι οι φορτωτές και μας πήγαιναν στον οδοντωτό, το τρενάκι που έκανε τη διαδρομή: Καλάβρυτα – Διακοφτό, με την εξαιρετικής μαγείας διαδρομή του (Βουραϊκός ποταμός, γαλαρίες, πανύψηλα δέντρα κλπ).
Περιττό να σας πω, ότι μόλις αντίκρισα για πρώτη φορά από ψηλά την απέραντη θάλασσα να μαυρίζει μπροστά μου (ήταν χειμώνας), με έπιασε ένα σύγκρυο τόσο ισχυρό που δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο για τα δικά μου μάτια, που είχαν συνηθίσει μέχρι τότε να βλέπουν μόνο πανύψηλα βουνά, αγέρωχα καταράχια και περήφανες αετοφωλιές!..
Αφού φτάναμε στο Διακοφτό, όπου τρώγαμε για πρώτη φορά λαχταριστά σουβλάκια, φορτώναμε τις επισκευές μας στο τρένο των ΣΠΑΠ για τους Αγίους Αναργύρους Αττικής και ξεκινούσαμε μια νέα μαγευτική διαδρομή! Νέοι έλεγχοι εισιτηρίων με ελεγκτές, που τρυπούσαν με ένα ειδικό μηχάνημα τα εισιτήρια, ειδικά τραπεζάκια, όπου αδειάζαμε τις πετσέτες με τα φτωχικά είδη του κολατσιού μας (ψωμάκι, τυράκι, καμιά ελιά) και κάποια στιγμή, ενώ το τρένο αγκομαχούσε και σφύριζε κάθε τόσο, έβλεπα στις πλαγιές των λόφων τις πρώτες διαφημίσεις της ζωής μου («Μακαρόνια Μέλισσα», «Μακαρόνια Μίσκο», «Ηλεκτρικά είδη Σούλης» κ.α).
Καθώς άρχιζε να σκοτεινιάζει κι ενώ πλησίαζε το βράδυ, έβλεπες από μακριά να αναβοσβήνουν ψηλά τα κόκκινα φώτα στις μεγάλες κεραίες του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, στα Νέα Λιόσια, κάτι που γίνεται ακόμη και σήμερα (!!) , ενώ τα φώτα από τα σπίτια της Αθήνας σού δημιουργούσαν μια άλλη αίσθηση γοητείας και μεγαλείου στην παιδική σου ψυχή!..
Περιττό να σας πω την χαρά των ανθρώπων, που μας περίμεναν!.. Άλλοι με δάκρυα στα μάτια και άλλοι με σφιχτές αγκαλιές μάς χαιρετούσαν και έπαιρνε ο καθένας το καλάθι του, ενώ εμείς επιβιβαζόμασταν σε ένα «πειρατικό» ταξί, που μας πήγαινε τελικά στον προορισμό μας από ένα χωματόδρομο στα Νέα Λιόσια, που ήσαν οι θείοι μου!
Δεν θα σας πω περισσότερα για την επιστροφή, η οποία γινόταν με τον ίδιο σχεδόν τελετουργικό τρόπο, για να καταλήξουμε και πάλι στα Καλάβρυτα, όπου μπαίναμε εκ νέου στο παλιό λεωφορείο του ΚΤΕΛ, που θα μας οδηγούσε στο τόπο της επιστροφής μας ακούγοντας συνεχώς τον οδηγό να φωνάζει δυνατά: «Μέσα τα χέρια!... Μέσα τα χέρια!..».
Σαν παλιό λεωφορείο, βρε παιδιά!
Σαν παλιό λεωφορείο!..
Ο ΄Αγγελος Παν. Σακκέτος γεννήθηκε το έτος 1950 στο χωριό Βεσίνι Καλαβρύτων. Σπούδασε δημοσιογραφία, δημοσιολογία και κοινωνικές επιστήμες. Συνέχισε τις σπουδές του στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά γνωστών δημοσιογραφικών οργανισμών και συγκροτημάτων, την ίδια στιγμή, που συνεργαζόταν με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά του επαρχιακού Τύπου. www.sakketosaggelos.gr
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS επιτρέπεται η αναδημοσίευση με υποχρέωση αναφοράς πηγής προέλευσης
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.