του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου Ποιος απ’ όσους μεγαλώσαμε στα πανέμορφα και καταπράσινα χωριά μας – τότε ίσως να μη βλέπαμε τις ομορφ...
του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου
Ποιος απ’ όσους μεγαλώσαμε στα πανέμορφα και καταπράσινα χωριά μας – τότε ίσως να μη βλέπαμε τις ομορφιές τους – δεν θυμάται τη ζωή εκείνη! Ζωή δύσκολη, σκληρή, αλλά σήμερα όλοι την νοσταλγούμε και την αναζητούμε. Γεμάτοι κόσμο οι δρόμοι τότε, τα σοκάκια, οι αυλές… Γεμάτα και ορθάνοιχτα και τα σπίτια, γεμάτες και οι καρδιές από αγάπη και ορθάνοιχτες κι αυτές στη χαρά και στον πόνο για το συγγενή, το γείτονα, το συγχωριανό, τον κοντοχωριανό, τον ξένο. Κι αν ένα «ωχ» ακουγότανε στη μια άκρη του χωριού, την ίδια στιγμή έφτανε στην άλλη, χωρίς κινητά ή σταθερά τηλέφωνα. Κανένα σπίτι δεν αμπάρωνε τα βράδια (ούτε κλείδωνε, φυσικά,) και το καλοκαίρι πολλοί κοιμόντουσαν στην αυλή, για περισσότερη δροσιά. Παντού ζωντάνια, παντού ζωή, νιάτα, κίνηση, φωνές, φασαρία και οι μεγαλύτεροι δε μπορούσαν να ησυχάσουν από το παιχνίδι των παιδιών. Το «καλημέρα» πάντα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, χειμώνα – καλοκαίρι, άνοιξη και χινόπωρο. Τα πλάγια αντιλαλούσαν από τις φωνές των τσοπάνηδων, που κουβέντιαζαν, ο ένας στο ένα βουνό κι ο άλλος στο άλλο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το τι γινότανε και τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, μέσα και έξω από την εκκλησία, που ο εκκλησιασμός ήταν νόμος απαράβατος! Ποιος μπορεί να ξεχάσει το τι γινότανε και όταν κάποιος γιόρταζε. Αληθινό πανηγύρι! Τι μεγαλείο έκρυβε και η φιλοξενία! Οι συγχωριανοί «μάλωναν» μεταξύ τους στους δρόμους και τα μαγαζιά, για το ποιος θα πάρει τον ξένο στο σπίτι του να φάει και να κοιμηθεί, στο δικό του κρεβάτι και ο ίδιος να κοιμηθεί «χάμου».
Σήμερα, μόλις δυο – το πολύ τρεις – δεκαετίες μετά, ελάχιστα από όλα αυτά «κρατάνε» ακόμα, κι αυτά στην εκπνοή τους!
Τα πιο πολλά σπίτια των χωριών μας είναι ερμητικά κλειστά και ανοίγουν μόνο για λίγες μέρες το καλοκαίρι, άντε και το Πάσχα. Τα λίγα που είναι ακόμα ανοιχτά, διπλο-αμπαρώνουν τα βράδια, για να νοιώθουν ασφάλεια εκείνοι που «φυλάνε Θερμοπύλες», χωρίς η ασφάλειά τους να είναι πάντα βέβαιη. Στο δρόμο σπάνια συναντάς άνθρωπο κι ακόμα σπανιότερα κάποιο συμπαθητικό «βασταγούρι1»! Οι χωριανοί (και όλοι μας) «κουμπώνονται» στη θέα κάποιου αγνώστου που τους πλησιάζει, «μην είναι κάνας κακοποιός». Είναι, ίσως, η πιο ανάγλυφη επαλήθευση της φράσης του Ευαγγελιστού Ματθαίου για τους «εσχάτους καιρούς»: «Ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» (κεφ. 24, εδάφ. 12). Τα περισσότερα χωριά είναι χωρίς παπά και ίσως ακόμα πιο «δύσκολος» να είναι και ο ψάλτης. Στις εκκλησιές πάνε οι ελάχιστοι που έχουν απομείνει, κι αυτοί με λαγούσα2! Οι μαχαλάδες και τα πλάγια «μουγκαθήκανε», αφού τα κινητά τηλέφωνα έχουν δώσει τη θέση τους στην… αθόρυβη επικοινωνία.
Τα καλοκαίρια όμως τα χωριά μας, γεμίζουν κόσμο, τα σπίτια ανοί-γουν, «ζωντανεύουν», σφύζουν από ζωή! …Και ας ελπίζουμε αυτό να είναι το «προζύμι» ότι θα «δουν» κάτι από την παλιά τους αίγλη!...
-----------------------
1 Το συμπαθητικό γαϊδουράκι (το λέμε και «βασταγό»)
2 Μαγκούρα.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS επιτρέπεται η αναδημοσίευση με υποχρέωση αναφοράς πηγής προέλευσης
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.