Σε πολύ λίγο καιρό μετά την έκδοση της ογκώδους ποιητικής συλλογής «Το ποιητικοάχτιδο», του Φυσικομαθηματικού, λογοτέχνη, ποιητή και λ...
Σε πολύ λίγο καιρό μετά την έκδοση της ογκώδους ποιητικής συλλογής «Το ποιητικοάχτιδο», του Φυσικομαθηματικού, λογοτέχνη, ποιητή και λαογράφου Γεωργίου Σιμιτζή, εκδόθηκε η επίσης ογκώδης ποιητική συλλογή του πνευματικού δημιουργού, με τίτλο: «Χρονοαγύριστες συγκινήσεις», (Έκδοση 2011).
«Αμετανόητος» πατριδολάτρης και φυσιολάτρης ο ποιητής, όπως και λάτρης κάθε άλλης Αξίας, προϊδεάζει τον αναγνώστη με τον τίτλο της συλλογής του! Ποιος, στ’ αλήθεια, δεν σκιρτά στο νοσταλγικό χτες! Μήπως όμως θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο το βιβλίο και στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, όταν τα «ανηφορικά σκαλοπάτια» του εξωφύλλου «πάνε μαζί» με το πράσινο της άνοιξης/της αισιοδοξίας; Το ίδιο εύκολα «βλέπει» και μέσα στο βιβλίο ο αναγνώστης να εναλλάσσεται το χτες, το σήμερα και το αύριο!
Τα ποιήματα και της νέας αυτής συλλογής σε συγκινούν και σε «μεθάνε»! Σε παίρνουν «από το χέρι» και σε ξαναπηγαίνουν στον τόπο που μεγάλωσες! Σε κάνουν να μην ξέρεις ποιό να αγαπήσεις περισσότερο! Σε κάνουν να μη μπορείς εύκολα να πεις κάτι γι’ αυτά, γιατί «φοβάσαι» ότι αυτό θα είναι πολύ λίγο!
Σκέφθηκα, λοιπόν, πως θα είναι πολύ περισσότερο, αντί για οποιονδήποτε άλλο λόγο «βιβλιοπαρουσίασης», να παραθέσω (όχι «στην τύχη») στίχους από πέντε ποιήματα, από τα 390 της συλλογής. Το «δείγμα» είναι πολύ μικρό, αλλά πολύ αντιπροσωπευτικό σε θέματα που σχετίζονται με ό,τι «κουβαλάει» μέσα του ο ποιητής από το «χτες». Είμαι βέβαιος πως έτσι δίνεται αμεσότερα η ευκαιρία στην «πρόσβαση» και στη «γεύση» συναισθημάτων που κυριεύουν τόσο τον ίδιο, όσο και σε κάθε νοσταλγό του «χτες»:
Σελ. 37
«Χέρια επιβάτη, ν’ αποχαιρετούν…
Όταν βλέπω επιβάτη, μέσα
σε λεωφορείο, τρένο ή πλοίο,
στο κάθισμά του, ν’ ανοίγει το τζάμι
και να βγάζει το χέρι του έξω
και ν’ αποχαιρετάει τόπους,
……
μια συγκίνηση ισχυρή μ’ απειλεί
και δακρύζω με άχτι και πόνο!
Θυμάμαι στιγμές μου προσωπικές!
………
Τότε σταματάνε και μιλάμε
και αναγόμαστε κι ανοιγόμαστε
σαν η βάρκα, μετά τον απόπλου,
σαν σε πελάγη θύμησης,
διάφανα, από λησμονιάς ομίχλη!».
***
Σελ. 44
«Αφήσαμε πίσω… γεροντικές υπάρξεις
Τους γέρους γονείς μας, αφήσαμε κάποτε,
αβοήθητους και μόνοι τους στο χωριό,
……….
Έμειναν μόνοι τους… στο έλεος των γηρατειών
……….
Τους αφήναμε μόνοι τους κι ερημικούς…
Κι όταν μας στερνοαποχαιρετούσαν,
μας εύχονταν εγκάρδια:
- Καλό σας ταξίδι! Καλό δρόμο!...
Πηγαίνετε εσείς στις δουλειές σας!
Σας περιμένουν, όπως το μαντρί τ’ απόβραδο,
τα γιδοπρόβατα κοντά του, να γυρίσουν!
Μη μαυροκεφαλάτε το δικό μας καταντιό!
Γεράσαμε και η χαρά, από μακριά, μας βλέπει!
Ότι έγραψε για μας, δεν ξεγράφει…
Η δική σας η προκοπή, δική μας ελπίδα,
και παρηγοριά, στα γέρικά μας χρόνια!
Κι αφήσαμε πίσω, γεροντικές υπάρξεις,
που πόναγαν και κρύβανε τους πόνους!
Όταν πόναγαν, θα κλείνανε την πόρτα,
ο αχός του πόνου τους, να μην ταξιδεύει
στα γειτονόσπιτα και στο μαχαλά!
……..
Και φεύγαμε τότε, ως νέοι και μεσόκοποι
αμέριμνοι, ήσυχοι, σαν να πράξαμε το χρέος,
τέλεια στους γερασμένους γονείς μας…
Αφήσαμε πίσω γεροντικές υπάρξεις
με το ’να πόδι στον τάφο, ή και τα δυο
και φεύγαμε άσκεποι και πράοι.
Τώρα που τα μαλλιά μας ασπρίσανε όλα,
βιώνουμε, τι αφήναμε πίσω στο χωριό!
Ας είναι αργά. Όταν ανάβουμε στο μνήμα τους,
το καντήλι τους, ζητάμε συγχώρεση γι αυτό.
Τώρα ξέρουμε… τι αφήσαμε πίσω στο χωριό!
Τώρα… και η νέμεση ασίγαστα μας ελέγχει,
σαν να κάνει σωματική έρευνα σχολαστική
στους πόθους και στα ενδιαφέροντά μας!
Αφήσαμε πίσω γεροντικές υπάρξεις!».
***
Σελ. 162
«Δεν σε χορταίνω… (2)
Των πατέρων μου γη!..
Των γονέων μου, ακριβή γη!
Δεν δε χορταίνω,
να σε σκέφτομαι,
…….
να σε βλέπω,
………
Δεν σε χορταίνω ,
Να σε ονειρεύομαι,
…..…
Να σε υμνολογώ,
σαν μεγαλειώδη, νίκη,
της πικρόχαρης ζωής μου.
Το χώμα σου το ιερό,
ξερό να ’ναι, σαν πέτρα
νοτισμένο… υγρό σαν λάσπη
ή αγκαθοφυτεμένο,
εγώ θα τ’ αγαπώ!
Των πάτερων μου, γη!
Με φορτίζεις έμμονα,
……..
Όταν με το χώμα σου, νίβομαι
συναισθηματικά αμείβομαι,
των πατέρων μου, γη,
που θα σ’ αγαπώ αιώνια!».
***
Σελ. 189
«Πρώτη Τρυγητή… σήμερα
Πρωτομηνιά σήμερα…
Πρώτη Τρυγητή, Σεπτέμβρη!
………
Στο ξέφωτο, ως, το ’λεγαν οι γειτόνοι,
μετά τις οχτώ το πρωί,
όταν ο δάσκαλος του χωριού,
βάρεγε για το σχολείο την καμπάνα,
μαζεύονταν γέροι, μεσόκοποι,
νιόπαιδα και γιαγιάδες,
…….
Να περιμένουν τα γειτονόπαιδα,
που θα πάνε για την εγγραφή,
πέρα στο σχολείο, στην πλατεία…
Όταν διαβαίναν τα μαθητόπαιδα,
όλοι σηκώνονταν όρθιοι και τους ’λεγαν:
- Καλή πρόοδο! Καλή Σχολική χρονιά!
Να μάθετε γράμματα πολλά!
Να τιμήσετε το σχολείο!
Το χωριό καρτερεί πολλά από σας!
…….
Τώρα το ξέφωτο… η ξυνοροδιά,
δεν βλέπουν δασκαλόπαιδα
και λυπούνται, σαν εκείνον,
που δεν έχει στο αύριο ελπίδες!
…….
Αμίλητα… βουβά καρτερούν,
όπως κάποτε οι μαθητές,
την πρώτη Τρυγητή… Σεπτέμβρη,
για εγγραφή στο σχολείο!
Εκεί είναι και νομίζεις
ότι παρακαλάνε τον ήλιο,
την πεισματάρικη βροχή,
να μη σβήσουν την πατημασιά,
εκείνων των χρυσοέλπιδων παιδιών,
που αναχωρούσαν ανταμωμένα κάποτε,
για εγγραφή στο σχολείο!».
***
Σελ. 344
«Ο γυρισμός…
Κι εμείς τα παιδιά,
τότε στο χωριό μας,
διψάγαμε γι’ αγάπη,
και την ειδή της μάνας μας,
που έλειπε απ’ το πρωί,
ως τ’ απόβραδο,
κάθε καματερή μέρα
και δούλευε στα χωράφια,
ή πήγαινε με τα ζώα!
Γυρίζαμε απ’ το σχολείο,
…….
και στο σπίτι μας,
δεν βρίσκαμε κανέναν!
…….
Βρίσκαμε ένα πιάτο,
αφημένο στη γωνιά,
σκεπασμένο με λιτό
και σκεπασμένο φαγητό!
Σ’ αυτό βλέπαμε
της μάνας μας τη στοργή
ανάγλυφα γραμμένη
και το φιλούσαμε πηγαία!
Ανοίγαμε τα παράθυρα,
στο φτωχόσπιτό μας
και ο αέρας ο βορεινός,
μας έφερνε ορμήνειες,
απ’ τη μάνα μας,
συμβουλές, υποδείξεις
απ’ τον πατέρα μας
και τα ζεστόπνοα λόγια,
από τις αδερφές μας!
Ακούγαμε τον αχό
απ’ το ποδοβολητό τους,
δουλεύοντας με πάθος,
στα χωράφια μακριά!
Τους βλέπαμε,
σαν σ’ απόσταση
ένα, ή δυο, μέτρων!
Περιμέναμε μετά
και δεν αποχρωματίζονταν,
νοηματικά η ελπίδα μας,
σαν, να ’ταν, αντίληψη ζωής μας,
μεστή και περιεκτική,
ότι έφτασε, το βράδυ,
και θα τους ξαναδούμε!
Θα ’ρθει στο σπίτι μας τότε
η άνοιξη της αισιοδοξίας
……».
«Αμετανόητος» πατριδολάτρης και φυσιολάτρης ο ποιητής, όπως και λάτρης κάθε άλλης Αξίας, προϊδεάζει τον αναγνώστη με τον τίτλο της συλλογής του! Ποιος, στ’ αλήθεια, δεν σκιρτά στο νοσταλγικό χτες! Μήπως όμως θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο το βιβλίο και στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, όταν τα «ανηφορικά σκαλοπάτια» του εξωφύλλου «πάνε μαζί» με το πράσινο της άνοιξης/της αισιοδοξίας; Το ίδιο εύκολα «βλέπει» και μέσα στο βιβλίο ο αναγνώστης να εναλλάσσεται το χτες, το σήμερα και το αύριο!
Τα ποιήματα και της νέας αυτής συλλογής σε συγκινούν και σε «μεθάνε»! Σε παίρνουν «από το χέρι» και σε ξαναπηγαίνουν στον τόπο που μεγάλωσες! Σε κάνουν να μην ξέρεις ποιό να αγαπήσεις περισσότερο! Σε κάνουν να μη μπορείς εύκολα να πεις κάτι γι’ αυτά, γιατί «φοβάσαι» ότι αυτό θα είναι πολύ λίγο!
Σκέφθηκα, λοιπόν, πως θα είναι πολύ περισσότερο, αντί για οποιονδήποτε άλλο λόγο «βιβλιοπαρουσίασης», να παραθέσω (όχι «στην τύχη») στίχους από πέντε ποιήματα, από τα 390 της συλλογής. Το «δείγμα» είναι πολύ μικρό, αλλά πολύ αντιπροσωπευτικό σε θέματα που σχετίζονται με ό,τι «κουβαλάει» μέσα του ο ποιητής από το «χτες». Είμαι βέβαιος πως έτσι δίνεται αμεσότερα η ευκαιρία στην «πρόσβαση» και στη «γεύση» συναισθημάτων που κυριεύουν τόσο τον ίδιο, όσο και σε κάθε νοσταλγό του «χτες»:
Σελ. 37
«Χέρια επιβάτη, ν’ αποχαιρετούν…
Όταν βλέπω επιβάτη, μέσα
σε λεωφορείο, τρένο ή πλοίο,
στο κάθισμά του, ν’ ανοίγει το τζάμι
και να βγάζει το χέρι του έξω
και ν’ αποχαιρετάει τόπους,
……
μια συγκίνηση ισχυρή μ’ απειλεί
και δακρύζω με άχτι και πόνο!
Θυμάμαι στιγμές μου προσωπικές!
………
Τότε σταματάνε και μιλάμε
και αναγόμαστε κι ανοιγόμαστε
σαν η βάρκα, μετά τον απόπλου,
σαν σε πελάγη θύμησης,
διάφανα, από λησμονιάς ομίχλη!».
***
Σελ. 44
«Αφήσαμε πίσω… γεροντικές υπάρξεις
Τους γέρους γονείς μας, αφήσαμε κάποτε,
αβοήθητους και μόνοι τους στο χωριό,
……….
Έμειναν μόνοι τους… στο έλεος των γηρατειών
……….
Τους αφήναμε μόνοι τους κι ερημικούς…
Κι όταν μας στερνοαποχαιρετούσαν,
μας εύχονταν εγκάρδια:
- Καλό σας ταξίδι! Καλό δρόμο!...
Πηγαίνετε εσείς στις δουλειές σας!
Σας περιμένουν, όπως το μαντρί τ’ απόβραδο,
τα γιδοπρόβατα κοντά του, να γυρίσουν!
Μη μαυροκεφαλάτε το δικό μας καταντιό!
Γεράσαμε και η χαρά, από μακριά, μας βλέπει!
Ότι έγραψε για μας, δεν ξεγράφει…
Η δική σας η προκοπή, δική μας ελπίδα,
και παρηγοριά, στα γέρικά μας χρόνια!
Κι αφήσαμε πίσω, γεροντικές υπάρξεις,
που πόναγαν και κρύβανε τους πόνους!
Όταν πόναγαν, θα κλείνανε την πόρτα,
ο αχός του πόνου τους, να μην ταξιδεύει
στα γειτονόσπιτα και στο μαχαλά!
……..
Και φεύγαμε τότε, ως νέοι και μεσόκοποι
αμέριμνοι, ήσυχοι, σαν να πράξαμε το χρέος,
τέλεια στους γερασμένους γονείς μας…
Αφήσαμε πίσω γεροντικές υπάρξεις
με το ’να πόδι στον τάφο, ή και τα δυο
και φεύγαμε άσκεποι και πράοι.
Τώρα που τα μαλλιά μας ασπρίσανε όλα,
βιώνουμε, τι αφήναμε πίσω στο χωριό!
Ας είναι αργά. Όταν ανάβουμε στο μνήμα τους,
το καντήλι τους, ζητάμε συγχώρεση γι αυτό.
Τώρα ξέρουμε… τι αφήσαμε πίσω στο χωριό!
Τώρα… και η νέμεση ασίγαστα μας ελέγχει,
σαν να κάνει σωματική έρευνα σχολαστική
στους πόθους και στα ενδιαφέροντά μας!
Αφήσαμε πίσω γεροντικές υπάρξεις!».
***
Σελ. 162
«Δεν σε χορταίνω… (2)
Των πατέρων μου γη!..
Των γονέων μου, ακριβή γη!
Δεν δε χορταίνω,
να σε σκέφτομαι,
…….
να σε βλέπω,
………
Δεν σε χορταίνω ,
Να σε ονειρεύομαι,
…..…
Να σε υμνολογώ,
σαν μεγαλειώδη, νίκη,
της πικρόχαρης ζωής μου.
Το χώμα σου το ιερό,
ξερό να ’ναι, σαν πέτρα
νοτισμένο… υγρό σαν λάσπη
ή αγκαθοφυτεμένο,
εγώ θα τ’ αγαπώ!
Των πάτερων μου, γη!
Με φορτίζεις έμμονα,
……..
Όταν με το χώμα σου, νίβομαι
συναισθηματικά αμείβομαι,
των πατέρων μου, γη,
που θα σ’ αγαπώ αιώνια!».
***
Σελ. 189
«Πρώτη Τρυγητή… σήμερα
Πρωτομηνιά σήμερα…
Πρώτη Τρυγητή, Σεπτέμβρη!
………
Στο ξέφωτο, ως, το ’λεγαν οι γειτόνοι,
μετά τις οχτώ το πρωί,
όταν ο δάσκαλος του χωριού,
βάρεγε για το σχολείο την καμπάνα,
μαζεύονταν γέροι, μεσόκοποι,
νιόπαιδα και γιαγιάδες,
…….
Να περιμένουν τα γειτονόπαιδα,
που θα πάνε για την εγγραφή,
πέρα στο σχολείο, στην πλατεία…
Όταν διαβαίναν τα μαθητόπαιδα,
όλοι σηκώνονταν όρθιοι και τους ’λεγαν:
- Καλή πρόοδο! Καλή Σχολική χρονιά!
Να μάθετε γράμματα πολλά!
Να τιμήσετε το σχολείο!
Το χωριό καρτερεί πολλά από σας!
…….
Τώρα το ξέφωτο… η ξυνοροδιά,
δεν βλέπουν δασκαλόπαιδα
και λυπούνται, σαν εκείνον,
που δεν έχει στο αύριο ελπίδες!
…….
Αμίλητα… βουβά καρτερούν,
όπως κάποτε οι μαθητές,
την πρώτη Τρυγητή… Σεπτέμβρη,
για εγγραφή στο σχολείο!
Εκεί είναι και νομίζεις
ότι παρακαλάνε τον ήλιο,
την πεισματάρικη βροχή,
να μη σβήσουν την πατημασιά,
εκείνων των χρυσοέλπιδων παιδιών,
που αναχωρούσαν ανταμωμένα κάποτε,
για εγγραφή στο σχολείο!».
***
Σελ. 344
«Ο γυρισμός…
Κι εμείς τα παιδιά,
τότε στο χωριό μας,
διψάγαμε γι’ αγάπη,
και την ειδή της μάνας μας,
που έλειπε απ’ το πρωί,
ως τ’ απόβραδο,
κάθε καματερή μέρα
και δούλευε στα χωράφια,
ή πήγαινε με τα ζώα!
Γυρίζαμε απ’ το σχολείο,
…….
και στο σπίτι μας,
δεν βρίσκαμε κανέναν!
…….
Βρίσκαμε ένα πιάτο,
αφημένο στη γωνιά,
σκεπασμένο με λιτό
και σκεπασμένο φαγητό!
Σ’ αυτό βλέπαμε
της μάνας μας τη στοργή
ανάγλυφα γραμμένη
και το φιλούσαμε πηγαία!
Ανοίγαμε τα παράθυρα,
στο φτωχόσπιτό μας
και ο αέρας ο βορεινός,
μας έφερνε ορμήνειες,
απ’ τη μάνα μας,
συμβουλές, υποδείξεις
απ’ τον πατέρα μας
και τα ζεστόπνοα λόγια,
από τις αδερφές μας!
Ακούγαμε τον αχό
απ’ το ποδοβολητό τους,
δουλεύοντας με πάθος,
στα χωράφια μακριά!
Τους βλέπαμε,
σαν σ’ απόσταση
ένα, ή δυο, μέτρων!
Περιμέναμε μετά
και δεν αποχρωματίζονταν,
νοηματικά η ελπίδα μας,
σαν, να ’ταν, αντίληψη ζωής μας,
μεστή και περιεκτική,
ότι έφτασε, το βράδυ,
και θα τους ξαναδούμε!
Θα ’ρθει στο σπίτι μας τότε
η άνοιξη της αισιοδοξίας
……».
Υγειονομικός – Ερευνητής – Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.