Σκέψεις πάνω σ’ ένα βιβλίο Χρίστου Α. Φωτεινόπουλου «Το Σχολείο στο Εκτελεστικό Απόσπασμα» της Παναγιώτας Π. Λάμπρη* «Η μνήμ...
Σκέψεις πάνω σ’ ένα βιβλίο
Χρίστου Α. Φωτεινόπουλου
«Το Σχολείο στο Εκτελεστικό Απόσπασμα»
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη*
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί»
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
Όταν πριν μερικά χρόνια ταξίδεψα στη Γερμανία, το Νταχάου ήταν ένας από τους σταθμούς μου. Χώρος με πολλαπλές αναφορές για το πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη θηριωδία, αλλά και χαραμάδες ελπίδας πως οι άνθρωποι θα θυμούνται όλα όσα συντελέστηκαν κάποτε εκεί, και όχι μόνο, όπως ρητά παρότρυνε σε μία από τις αίθουσες του μουσείου η πασίγνωστη φράση του φιλοσόφου George Santayana, «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει»!
Θαρρώ πως και το βιβλίο του Χρίστου Α. Φωτεινόπουλου εκεί κατατείνει, στο να διατηρηθεί δηλαδή η μνήμη μιας άλλης θηριωδίας, η οποία συντελέστηκε στον τόπο που γεννήθηκε, τα Καλάβρυτα. Στο προλογικό σημείωμα του συγγραφέα άλλωστε σημειώνεται με σαφήνεια αυτή του η επιλογή, αφού το πόνημά του «συνιστά ένα πνευματικό αφιέρωμα βαθύτατα ανθρώπινο, απόσταγμα ψυχής, που αποπειράται «να ανοίξει τα παράθυρα της μνήμης», για να αποτίσει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στη θυσία των πνευματικών ανθρώπων της πόλης των Καλαβρύτων, εκπαιδευτικών και μαθητών».
Τούτο το βιβλίο, βέβαια, μπορεί να προέκυψε από εσωτερική ανάγκη του συγγραφέα, αλλά απευθύνεται σε μας και μας καλεί μ’ έναν μυστηριακό τρόπο να «ζήσουμε» γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία και τη ζωή των Καλαβρύτων και κυρίως πολλά από ’κείνα που σχετίστηκαν με τη ζωή ή το θάνατο των τότε εκπαιδευτικών και των μαθητών τους. Και αν και αναφέρεται στο παρελθόν έχει πολλά να πει στο σήμερα και σ’ όσους με σεβασμό και σύνεση σκύψουν στα γραφόμενα, τα οποία ξυπνούν μνήμες που στην εποχή μας, μια εποχή που αναζητά καινούργιες γραμμές πλεύσης, υπογραμμίζουν το χρέος των συγχρόνων, το οποίο καλεί επιτακτικά σε καινούργιους αγώνες, άλλης φύσεως, αλλά αγώνες!
Διότι η μνήμη, όσο κι αν πολύ συχνά μας προκαλεί αναπόφευκτο πόνο, δεν μας δημιουργεί και το άλλοθι για λήθη. Διότι, αν λησμονήσεις όλα εκείνα τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την ιστορία κάθε τόπου κι όλους εκείνους που συμμετείχαν σ’ αυτά και στο μέτρο του δυνατού τα διαμόρφωσαν, έχεις κάνει ήδη το πρώτο μετέωρο βήμα στο μέλλον. Κι ένα μέλλον φτωχό από μνήμες, είναι ένα μέλλον αβέβαιο και ζοφερό.
Όταν λησμονήσεις τόσα παιδιά που αναίτια δέχθηκαν τη χαριστική βολή, όταν λησμονήσεις τόσους δασκάλους που οδηγήθηκαν μαζί τους στην αναπόφευκτη μοίρα, όταν λησμονήσεις το αίμα των νεκρών που έβαψαν τα χώματα της πατρικής γης, όταν λησμονήσεις όλους κι όλα εκείνα που έγιναν, για να απολαμβάνεις ελεύθερος τον ήλιο της πατρίδας, θα ’χεις κάνει πολλά μετέωρα βήματα στο μέλλον. Σ’ ένα μέλλον, που μπορεί να μην ακούς γύρω σου πολυβόλα, αλλά ακούς όλες εκείνες τις σειρήνες που βοούν για την αποτυχία πολλών επιλογών που οδήγησαν στη συρρίκνωση της εθνικής μνήμης και της εθνικής κυριαρχίας και στη γιγάντωση της αδιαφορίας και της υπέρμετρης προβολής του εγώ…
Πραγματικά, δεν ξέρω, αν τα λόγια με τα οποία επέλεξα να μιλήσω για το βιβλίο του Χρίστου Α. Φωτεινόπουλου, συνιστούν βιβλιοπαρουσίαση, βιβλιοκρισία ή κάτι άλλο. Ομολογώ πως αυτό λίγη σημασία έχει. Γνωρίζω πως σε πολλές από τις σελίδες του βιβλίου επανέρχομαι συχνά, όχι γιατί νιώθω ψυχική αγαλλίαση με τις συμφορές των ανθρώπων, αλλά επειδή τούτες τις τραγικές μέρες, οφείλουμε να νιώσουμε την ανάσα αυτών των ανθρώπων που θυσιάστηκαν, οφείλουμε να ανακαλύψουμε, αν δεν το έχουμε κάνει ήδη, το μέτρο των ευθυνών μας για όσα ζούμε σήμερα σ’ αυτό τον τόπο. Κι ομολογώ πως η ψυχή μου σκοτείνιασε, όταν εν όψει της θλιβερής επετείου των Καλαβρύτων έκανα αφιέρωμα στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας χρησιμοποιώντας αυθεντικές μαρτυρίες από το εν λόγω βιβλίο. Κι αυτό, όχι επειδή οι μαθητές μου δεν δέχθηκαν ευμενώς το μάθημα που γίνονταν με κείμενα εκτός του σχολικού βιβλίου, αλλά γιατί διαπίστωσα πως οι περισσότεροι, που είναι γέννημα και θρέμμα της αχαϊκής γης, δεν γνώριζαν, δεν είχαν ακούσει τίποτα για το ολοκαύτωμα! Αν αναζητήσουμε τις αιτίες, θα προσκρούσουμε σε πολλές παθογένειες της Ελληνικής οικογένειας, της Ελληνικής εκπαίδευσης, της Ελληνικής κοινωνίας. Αλλά, αν δεν κατανοήσουμε, κι αυτό χωρίς χρονοτριβή, πως μια κοινωνία που τα νεαρά της μέλη δεν γνωρίζουν βασικές παραμέτρους της ιστορίας του τόπου τους, άρα δεν έχουν μνήμη γι’ αυτόν τον τόπο, ας αναρωτηθούμε ποιο μέλλον θα έχει υπ’ αυτές τις συνθήκες ο τόπος.
Κλείνοντας, σημειώνω πως ο συγγραφέας έγραψε αυτό το βιβλίο ανταποκρινόμενος σ’ ένα εσωτερικό κάλεσμα· το έγραψε «…από βαθιά ευγνωμοσύνη προς την πόλη που τον γέννησε και τον ανέθρεψε, από αίσθημα οφειλής προς τους δασκάλους του και το Σχολείο του – το Γυμνάσιο Καλαβρύτων – που τον ενηλικίωσαν κι από χρέος τιμής στη θυσία των Εκτελεσθέντων Συναδέλφων του και μαθητών τους που "πέθαναν όρθιοι για να μη ζήσουμε εμείς γονατιστοί"…».
Στη μνήμη των νεκρών που θα τιμήσουν για άλλη μια χρονιά οι Καλαβρυτινοί, και όχι μόνο, σε λίγες μέρες, μήπως είναι ώρα να στραφούμε στο μέσα μας, για ν’ ακούσουμε το κάλεσμα των δικών μας εσωτερικών φωνών;
----------------------------------
* Η Παναγιώτα Λάμπρη γεννήθηκε στη Ροδαυγή Άρτας και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ένα μεγάλο «κομμάτι» της εκπαιδευτικής και πνευματικής προσφοράς της Συγγραφέως, έχει «επενδυθεί» στον τόπο μας: Υπηρετώντας στο Αίγιο (Β/βάθμια εκπαίδευση), έ-χει αναπτύξει πλούσια πνευματική και κοινωνική δράση στην περιοχή, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος του προεδρείου του Συνδέσμου Φιλολόγων περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων. Έχει οργανώσει εκδηλώσεις με λογοτεχνικό/πνευματικό περιεχόμενο και έχει συμμετάσχει σε παρουσιάσεις βιβλίων. Εκτός από τα βιβλία που έχει εκδώσει, αρθρογραφεί και δημοσιεύει βιβλιοπαρουσιάσεις στον τύπο καθώς και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά. Έχει βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει εκδώσει σε συνεργασία με τους μαθητές της τη μαθητική εφημερίδα «Κοιτάζοντας γύρω μας». Σήμερα υπηρετεί στην Πάτρα.