Στο βιβλίο «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», τόμος A΄, του Νικολάου Ι. Πολίτη*, εκδόσεις «Γράμματα», 1994, διαβάζουμε στον πρόλογο, σελίδα 7: «Οι Παραδό...
«Οι Παραδόσεις, κορυφαίο έργο του Ν. Ι. Πολίτη, πρωτοεκδόθηκαν το 1904…».
Παρακάτω διαβάζουμε:
ΣΕΛ. 40
«ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑΣ Η ΠΛΑΚΑ
Στην ανατολική άκρη του κάστρου των Καλαβρύτων είναι ένας βράχος ψηλός και ίσιος. Εκεί εκαθόταν μια βασιλοπούλα και περίμενε τον αγαπητικό της, και επειδή δεν εφάνη, εγκρεμίσθη από κει και σκοτώθηκε.
Άλλοι πάλι λεν πως η βασιλοπούλα έπεσε για να γλιτώσει, όταν πήραν το κάστρο οι Τούρκοι και πως την ήβραν και τη σκότωσαν εκεί που είναι η πλάκα.
(ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ)».
Σελ. 78
«ΟΙ ΓΥΦΤΟΙ
Οι γύφτοι είν’ αφορισμένοι από το Χριστό, γιατ’ εφτιάσανε τα περόνια που τον εσταυρώσανε. Και γι’ αυτό όσα έχουνε μια τη ώρα, η άλλη δεν τα βρίσκει, και ποτέ δε μαλλιάζουνε.
(ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ)»
Σελ. 146
«Ο ΓΚΙΩΝΗΣ
Ήσαντε μια φορά δυο αδέρφια, κι είχανε πολλά πρόβατα. Εκεί που εκοιμόσαντε ένα βράδυ και τα δυό τους μαζί με τα πρόβατα, τα πρόβατα επρογκίξανε κι εφεύγανε, γιατί κάτι θα είδανε. Τότε το μεγαλύτερο αδέρφι μιλάει του μικρότερου να σηκωθεί απάνου να τα μαζώξει τα πρόβατα, τίποτε. Αυτό εκοιμότανε ξερό και δεν εσηκωνότανε. Του ξαναμιλάει, τίποτε. Τότε κι αυτό, το μεγαλύτερο αδέρφι, θυμώνει, και μια μπιστολιά του δίνει του μικρότερου στο κεφάλι και το εσκότωσε. Στη στιγμή όμως εκατάλαβε τι φοβερό κακό έκαμε, και εζήτησε από το Θεό να τον κάμει πουλί για να κλαίει τον αδερφό του. Κι ο Θεός τον έκαμε γκιώνη και κάθεται τώρα και κλαίει τον αδερφό του με το κεφάλι κατά τη γη, για να τον βλέπει που ήτανε σκοτωμένος.
(ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ)»
Σελ. 157
Ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Προτού να γίνει το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, ήταν ο τόπος άγριος, κι έβοσκε εκεί τα γίδια του ένα κορίτσι από ’να χωριό κοντά. Το κορίτσι αυτό ήταν πολύ καλό και θεοφοβούμενο και με τη χάρη της Παναγίας άγιασε και το λεν Αγία Κόρη. Ένα μεσημέρι που καθότανε εκεί που είναι η εκκλησιά των Αγίων Πάντων, βλέπει ένα από τα τραγιά της και ξεκόπη από τα άλλα, και προχώρησε στο γκρεμό, κει που φαινότανε η τρύπα της σπηλιάς. Μπήκε μέσα, ύστερα βγήκε με το γένι του βρεγμένο και ήρθε και στάθη μπροστά της. Δεν έδωσε καμία προσοχή, αλλά και πάλι, το άλλο μεσημέρι, το τραγί έκαμε το ίδιο, και τρίτη φορά πάλι το ίδιο.
Έγινε τότε περίεργη και το ακολούθησε. Και μπήκε μέσα στη σπηλιά, που ήταν όλη κρυμμένη από τα βάτα και τους κισσούς και τ’ άλλα φυτά, κι εκεί βλέπει μια βρύση να βγαίνει από το βράχο, και ψηλά την εικόνα της Παναγίας, που την είχε ιστορημένη με μαστίχα ο ευαγγελιστής Λουκάς. Και άκουσε να της φωνάζει η χάρη της, και να της λέει πως θα ’ρθούν δυο καλόγεροι – και είπε τα ονόματά τους – και να τους δείξει σ’ αυτούς την εικόνα, για να χτίσουν μοναστήρι.
Εβγήκε η Αγία Κόρη και πραγματικώς, σε λίγο είδε τους δυο καλογέρους, κι ήσαν οι άγιοι πο’ χτισαν το μοναστήρι, τους είπε τι είδε και τους οδήγησε και πήγαν και πήραν την εικόνα. Και εσκέφτηκαν να βάλουν φωτιά να κάψουν αυτό το λόγγο και να καθαρίσουν το σπήλαιο. Αλλά μέσα βαθιά στο σπήλαιο, εκεί που είναι τώρα το μεγάλο βαγένι του μοναστηριού, ήταν ένας φοβερός δράκοντας. Αυτός, όταν άναψε η φωτιά, πήγε να βγει, μον’ από την εικόνα, που την κρατούσαν οι άγιοι, βγήκε μια αστραπή και τον έκαψε και τον έκαμε στάχτη. Και μόνο λίγα κόκαλά του έμειναν και τα είχαν στο μοναστήρι, όσο που έγινε η μεγάλη φωτιά που έκαψε το μοναστήρι, πάνε πολλά χρόνια τώρα, και τα ’καψε κι αυτά.
(ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ)»
Σελ. 209
«ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
Στους παλιόπυργους και στα παλιόσπιτα κρατεί στοιχειό. Γιατί στους παλιόπυργους έχουνε σκοτώσει παλιότουρκους. Και άμα σκοτωθεί άνθρωπος σ’ ένα μέρος, εκεί το μέρος στοιχειώνει και γι’ αυτό φωνάζει και το αίμα τη νύχτα. Και όπου είναι χωμένα χρήματα, κρατεί στοιχειό. Στο Σοποτό μάλιστα λένε πως κρατεί στοιχειό και όπου είναι καρυδιά.
(ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ)»
Σελ. 232
«Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΔΙΑ
Ο διάβολος μπαίνει τη νύχτα εκεί που κοιμούνται τα γίδια, γίνεται κι αυτός τραγί και τα μαρκαλάει και ψοφάνε. Για να τα γλιτώσει εκείνος που τα ’χει, τους βάζει στο λαιμό τα τσοκάνια, τα φέρνει τρεις φορές γύρω σ’ ένα ερημοκλήσι, και ύστερα από τον τρίτο γύρο ρίχνει τρεις ντουφεκιές. Έπειτα τα γυρίζει πάλι τρεις φορές ολόγυρα από ’να χαλασμένο μύλο και κάθεται και τα φυλάει ο ίδιος, χωρίς δηλαδή να τα δώσει σε τσοπάνη μισθωτό, ώσπου να πάψει ο ψόφος. Έτσι δεν τα βρίσκει ο διάβολος, γιατί δεν ακούει τα τσοκάνια. Ύστερα από ’να μήνα απάνου κάτου, τους βάνει καινούρια τσοκάνια και τα παραδίδει στον τσοπάνη που φυλάει και τ’ άλλα γίδια του χωριού.
Πολλές φορές πηγαίνει ο διάβολος και στο μαντρί και βγάζει τα γίδια να τα νυχτοβοσκήσει. Αυτό το κάνει μόνο για να κάμει κακό στο νοικοκύρη, γιατί τον αναγκάζει ν’ ακολουθήσει για να ιδεί πού πηγαίνουν τα γίδια, και έτσι να βρει περίσταση να τον βλάψει.. Για τούτο μια φορά, ο Ασημάκης Διαμαντόπουλος από τη Βελλά εβγήκε να ιδεί πού παν’ τα γίδια μοναχά τους, και σαν τα είδε και πήγαιναν κατά το γκρεμό, και άκουσε σούριγμα τσοπάνη χωρίς να τον βλέπει, ηθέλησε να τα γυρίσει πίσω, και εστραβώθη. Τον βάρεσε το ξωτικό.
(ΕΠΑΡΧΙΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ)»
Σελ. 314
«ΤΟ ΝΕΡΑΪΔΟΒΟΥΝΙ
Οι νεράιδες, άμα απαντήσουνε τον άνθρωπο, τον αρχίζουνε στους μπάτσιους και τον κάνουνε να μην ηξέρει πού βρίσκεται ολότελα. Νεράιδες πολλές είναι στο Νεραϊδοβούνι, που ’ναι πάνω στο Χιαλμό.
(ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ)»
Σελ. 460
«ΠΩΣ ΣΚΟΡΠΙΣΑΝΕ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ
Παλαιότερα, τα ψέματα ήσαντε στο Σοποτό μοναχά, κλεισμένα μέσα σ’ εκείνη τη λάκκα. Αλλά μια φορά ανεβήκανε κάμποσοι Σοποτινοί σε μια ράχη κι άλλοι κάμποσοι στην άλλη ράχη, κι αρχίσανε και λέγανε ψέματα συνατοί τους. Αλλά τότε ο αέρας εκείνα τα ψέματα τα πήρε και τα σκόρπισε σ’ ούλα τα χωριά.
(ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ)»
* Νικόλαος Ι. Πολίτης: 1852 Καλαμάτα, 1921 Αθήνα. Στα δεκατρία του χρόνια άρχισε να δημοσιεύει λαογραφικά μελετήματα στα Αθηναϊκά περιοδικά και στα δεκατέσσερά του έγινε συνεργάτης της «Πανδώρας», με το πρώτο επιστημονικό του άρθρο. Στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου σπούδασε, επέστρεψε έπειτα από μια υποτροφία στη Γερμανία, αρχικά ως Υφηγητής της Ελληνικής Μυθολογίας (1882) και έπειτα ως Καθηγητής (1890) και Πρύτανης (1907-1908). Ενεργό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» από τα φοιτητικά του χρόνια, ιδρυτικό μέλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας και Διευθυντής του περιοδικού «Εστία» μαζί με τον Γ. Δροσίνη, εγκαινίασε τη διδασκαλία των Νέων Ελληνικών στα σχολεία και ίδρυσε το 1908 τη Λαογραφική Εταιρία και το 1918 το Λαογραφικό Αρχείο, που προσαρτήθηκε αργότερα στην Ακαδημία Αθηνών. Το μνημειώδες έργο του που περιέλαβε τη μελέτη της νεοελληνικής μυθολογίας (1871-1874) και συλλογές παροιμιών (1899-1902), λαϊκών παραδόσεων (1904) και δημοτικών τραγουδιών (1914), του εξασφάλισε δικαιωματικά τον τίτλο του «πατέρα της ελληνικής λαογραφίας». (Το κείμενο είναι από το οπισθόφυλλο βιβλίου «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», τόμος Α΄) .
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος