του Άγγελου Σακκέτου Μια μικρή κατάθεση ψυχής από ένα περιστατικό, που συνέβη ανήμερα της Πρωτάγιας (της Πρωτάγιασης ή Φώτισης, όπω...
Μια μικρή κατάθεση ψυχής από ένα περιστατικό, που συνέβη ανήμερα της Πρωτάγιας (της Πρωτάγιασης ή Φώτισης, όπως λένε κάποιοι άλλοι), στο χωριό του γράφοντος, το Βεσίνι Καλαβρύτων, κι ενώ οι Καλικάντζαροι ετοιμάζονταν να φύγουν και έπρεπε να χυθούν όλα τα νερά από το σπίτι!...
ΕΚΕΙΝΟ τα άσπρο σαπούνι, που φτιάχναμε οι ίδιοι στα σπίτια μας από τα απομεινάρια του σφαγμένου χοιρινού και το λίπος του, μαζί με την ποτάσα, που ρίχναμε μέσα, έκανε τα μάτια μου να τσούζουν πολύ.
--Ρε μάνα!... Τούτο το σαπούνι δεν βγάζει καθόλου αφρό, αλλά «πονάει» πολύ!..
--Μη μιλάς πολύ και σ’ ακούσουν οι Καλικάντζαροι!.. έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά μου για να με φοβίσει λίγο μιας και σ’ αυτά ήμουν πολύ δεκτικός, όπως με όλα τα ξωτικά που διηγούνταν τα βράδια με το χιόνι, που σκέπαζε τις σκεπές και την ίδια ώρα τα κάστανα έσκαγαν στη φωτιά!
--Να πλυθώ κι άλλο; Έλεγα και ξανάλεγα, περιμένοντας μάταια να μου πει η μανούλα μου το περιπόθητο «εντάξει».
--Συνέχισε!... Τώρα που θα ρθει ο παπάς να μας αγιάσει θέλω να είσαι καθαρός γιατί αλλιώς τα καλικαντζάρια θα κάτσουν επάνω σου!..
Τι ήταν να το πει αυτό!... Κάθε τόσο και λιγάκι έψαχνα το σώμα μου μπας και … έκατσε πουθενά κανένα καλικαντζαράκι, διότι, όπως μου έλεγε η γιαγιά μου, οι καλικάντζαροι δεν κάνουν μόνο πολλά κακά, αλλά αφήνουν παντού τις ακαθαρσίες τους!.. Κι όχι μόνο!... Βουλώνουν –λέει- τ’ αυτιά και δεν ακούμε τι «διαβάζει» ο παπάς την ώρα που αγιάζει με την αγιαστούρα του!
Τι περίεργο!.. Τ’ αυτιά μου είχαν βουλώσει από το σαπούνι και δεν άκουγα τίποτα (ή νόμιζα πως δεν άκουγα τίποτα, επηρεασμένος από τα παραμύθια της γιαγιάς μου). Μόνο που… Μόνο που…
… Μόνο που το στομάχι μου ήταν μια χαρά. Λίγο πιο πέρα είδα ένα ολόκληρο τενεκέ με κόκκινο τυρί, που έστελναν τότε οι Αμερικανοί με τη βοήθεια, λίγο μετά τον πόλεμο! (Προφανώς θα ήταν ολλανδικό τυρί)!.. Αν και νηστεύαμε τη μέρα αυτή, εγώ κόβω ένα ολόκληρο κομμάτι και το έβαλα μόνος μου στο τηγάνι μαζί με ένα αυγό να το φάω:
--Σήμερα, Αγγελάκο –έλεγε η γιαγιά μου- δεν επιτρέπεται να φας τυρί κι αυγό!.. Θα μας κάψει ο Θεός!.. Δεν το βλέπεις ότι νηστεύουμε όλοι μας; Εσύ γιατί να φας; Θα σε δουν τα καλικαντζαράκια και δεν θα φεύγουν με τίποτε από το σπίτι!..
-- Άστο, ρε μάνα, το παιδί, να φάει!, έλεγε η μανούλα μου στη γιαγιά μου!... «Αστενής και οδοιπόρος συχωρούνται», λέει ο παπάς (με τη δική της προφορά).
--Κάντε ό,τι νομίζετε, είπε η γιαγιά μου!.. Εγώ πάντως την αμαρτία δεν τη βάζω στο στόμα μου!.., και συνέχιζε να γνέθει με τη ρόκα της, ενώ έξω ο καιρός είχε αγριέψει και άρχισαν τα μπουμπουνητά.
ΚΑΠΟΙΑ στιγμή κι ενώ το τυρί ήταν καλά ψημένο και μύριζε όλο το δωμάτιο από την τσίκνα του, μπαίνει μέσα ο παπάς με την αγιαστούρα στο χέρι, χωρίς να προλάβει η μάνα μου να τον υποδεχθεί με το θυμιατό αναμμένο έξω στην πόρτα, όπως ήταν το έθιμο, και αρχίζει ν’ αγιάζει όλο το σπίτι ψέλνοντας: «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι…», αλλά πάνω στο ψάλσιμο, βλέπει ότι κάτι λείπει από το σπίτι και βάζει τις φωνές στη μάνα μου η οποία –σημειωτέο- ήταν αδελφή του και, ασφαλώς, θείος του γράφοντος:
--Μωρ’ Κανέλλα, πού είναι η λεκάνη με το καθαρό νερό και το βασιλικό;
--Βασιλικό δεν έχω, παπά μου!
--Δεντρολίβανο, καημένη κι εσύ!.... Φέρε και δυο εικόνες, μια του Χριστού και μια της Παναγίας, και βάλ’τες δεξιά κι αριστερά του καντηλιού.!.. Και συνέχισε να ψέλνει: «…αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου το ασφαλές...», αλλά παρακολουθεί τη μάνα μου που δεν έχει όλα τα τελετουργικά στη θέση τους και ξαναβάζει τις φωνές:
-- Καλά, το θυμιατήρι του σπιτιού το ξέχασες, το καντήλι, μωρ’ Κανέλλα!
--Συχώρα με, παπά μου!.. Τα έφερα κιόλας!..
Ήσυχος ο παπάς συνεχίζει το ψαλτήρι: « ... Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι». Χρόνια Πολλά και του χρόνου!..
--Νάσαι καλά, παπά μου, κάτσε να σε φιλέψω κάτι!...
--Δεν θα κάτσω να φάω διότι έχω τόσα σπίτια ν’ αγιάσω. Ο Αγγελής τι τρώει;
-- Την αμαρτία!... φωνάζει η γιαγιά μου!.. Εγώ του είπα να μην αρτηθεί σήμερα!..
--Τι τρώει το παιδί, Κανέλλα; Ξαναρωτάει ο παπάς.
-- Τίποτα, παπά μου, του λέει η μάνα μου και του κλείνει το μάτι. Να… λίγο τυρί κόκκινο, με λίγο αυγό…
--Κακό που μάθαμε!.. Μωρ’ Κανέλλα θα μας κάψει ο Θεός… Θα ρίξει αστραπή!..
Τι ήταν να το πει; Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του και μια μεγάλη αστραπή φωτοβόλησε όλο το σπίτι, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν πέφτει ο κεραυνός και ταρακούνησε συνθέμελα το σπίτι!..
Όλοι, με πρώτον εμένα, σταυροκοπηθήκαμε και πέταξα το πιρούνι από το χέρι μου!... Ο φόβος με είχε κάνει να μην ξέρω πώς να αντιδράσω.
--Εγώ σας τό’πα, λέει η γιαγιά μου και σταυροκοπιόταν συνέχεια, ενώ ο παπάς με κοίταζε σαν να μην πιστεύει ούτε ο ίδιος στα μάτια του!
--Ο Θεός είναι μεγάλος!.. Καλή αυριανή!.. Μη ξεχάσετε να αδειάσατε όλα τα νερά στο νεροχύτη το βράδυ!.. Να μη βρουν να πιουν τίποτε τα καλικαντζάρια και να μας αδειάσουν τη γωνιά αύριο!... Έτσι είπε και σηκώθηκε να φύγει, ενώ ακόμη και σήμερα θυμάμαι το περιστατικό που έγινε «της Πρωτάγιας» και από τότε ούτε που ξανά-δοκίμασα … ολλανδικό τυρί!!