Μια μικρή κατάθεση καρδιάς, αλλά και ψυχής (διότι εδώ χρειάστηκαν πολλές … ψυχικές αντοχές, για να ξεπεραστεί μια δοκιμασία) καθώς το βέλ...
Μια μικρή κατάθεση καρδιάς, αλλά και ψυχής (διότι εδώ χρειάστηκαν πολλές … ψυχικές αντοχές, για να ξεπεραστεί μια δοκιμασία) καθώς το βέλος της μνήμης στράφηκε θεαματικά στο παρελθόν, τον καιρό που το καρναβάλι στα χωριά μας το έκαναν οι γνωστές «Μπούλες», ενώ ο γράφων, που ήταν παιδί, είχε τη δική του αγωνία για μια άλλη, πιο περίεργη «Μπούλα»!..
Το σπίτι μας, στο Βεσίνι Καλαβρύτων, όπου ξετυλίγονται συχνά οι προσωπικές μου αναμνήσεις!... (Στην πάνω φωτογραφία: Τ’ αδέλφια του γράφοντος, Θεόδωρος και Ανδρέας Σακκέτος, που σέρνει το χορό!.. Θύμησες και αναμνήσεις!...)
… ΕΚΕΙΝΟ το γουδί κόντευε να τρυπήσει από το πολύ χτύπημα με το γουδοχέρι!... Και δεν «στούμπαγα» (= χτυπούσα) τίποτε άλλο, παρά κομμάτια ολόκληρα από αλατόπετρες (= χοντρό αλάτι), που έπρεπε να γίνουν κι αυτές με το στούμπισμα αλάτι ψιλό! Το ήθελε η μάνα μου γρήγορα γιατί έφτιαχνε τυρόπιτες και χυλό με το οποίο θα γίνονταν οι λουκουμάδες, που θα προσφέραμε στις «Μπούλες», οι οποίες όπου νάναι θα έφθαναν στο σπίτι!
--Αγγελή, δεν κρυώνεις; Έλα πάνω στη φωτιά, γιατί στη σάλα θα πουντιάσεις!
--Όχι, μάνα, μια χαρά είμαι εδώ!..
--Και γιατί … δυσκολεύεσαι να μιλήσεις;
-- Τρώω τώρα..
--Και τι τρως; … αλάτι;
--Το δοκιμάζω, ρε μάνα, να δω αν είναι … αρμυρό!
--Γλυκό πάντως… αποκλείεται!.., έλεγε η μάνα μομισογελώντας, διότι είχε καταλάβει το λόγο!
--Αγγελή, δεν κρυώνεις; Έλα πάνω στη φωτιά, γιατί στη σάλα θα πουντιάσεις!
--Όχι, μάνα, μια χαρά είμαι εδώ!..
--Και γιατί … δυσκολεύεσαι να μιλήσεις;
-- Τρώω τώρα..
--Και τι τρως; … αλάτι;
--Το δοκιμάζω, ρε μάνα, να δω αν είναι … αρμυρό!
--Γλυκό πάντως… αποκλείεται!.., έλεγε η μάνα μομισογελώντας, διότι είχε καταλάβει το λόγο!
Τι να της πω τώρα!.. Παρά λίγο να προδοθώ!.. Εγώ, όντας μικρός μαθητής, έκανα από μόνος μου την επιλογή να πάρω το γουδί με τις αλατόπετρες και να τις στουμπίσω στη σάλα, διότι εκεί ακριβώς ήταν η … κασέλα της γιαγιάς μου, που είχε μέσα λαχταριστό κοκκινάπιδο, το περίφημο γλυκό, που γινόταν με κόκκινα απίδια (= αχλάδια) και κάθε τόσο, επειδή η κασέλα ήταν κλειδωμένη, έσπρωχνα μέσα από μια σχισμάδα το λεπτό μου χεράκι και έβγαζα συνεχώς από ένα αχλάδι!..
Ήταν τόση μεγάλη βουλιμία που το σιρόπι έτρεχε πάνω μου και είχα λερώσει όχι μόνο τα χέρια μου, που κολλούσαν πάνω στο γουδοχέρι, αλλά και στα ρούχα μου!..
--Αγγελή, κοντεύεις;
--Σε λίγο, μάνα! Τελειώνω!..
--Άντε, γιατί χρειάζομαι το αλάτι!... Της Τυρινής σήμερα!.. Πρέπει να φτιάξουμε και λουκουμάδες και τυρόπιτες!.. Κακό που έπαθα!.. Πέρασε η ώρα και όπου νάναι θάρθουν οι «Μπούλες»…
Ήταν τόση μεγάλη βουλιμία που το σιρόπι έτρεχε πάνω μου και είχα λερώσει όχι μόνο τα χέρια μου, που κολλούσαν πάνω στο γουδοχέρι, αλλά και στα ρούχα μου!..
--Αγγελή, κοντεύεις;
--Σε λίγο, μάνα! Τελειώνω!..
--Άντε, γιατί χρειάζομαι το αλάτι!... Της Τυρινής σήμερα!.. Πρέπει να φτιάξουμε και λουκουμάδες και τυρόπιτες!.. Κακό που έπαθα!.. Πέρασε η ώρα και όπου νάναι θάρθουν οι «Μπούλες»…
Εγώ δεν είχα τελειώσει ακόμη την … αποστολή μου, δηλαδή να … ρημάξω ολόκληρο το βάζο με τα κοκκινάπιδο της γιαγιάς και την είχα βρει ωραία!.. Πέντε στουμπίσματα, ένα κομμάτι γλυκό!.. Πέντε στουμπίσματα, δεύτερο γλυκό!.. Πέντε στουμπίσματα, τρίτο γλυκό!.. Βρισκόμουν σε τέτοιο σημείο … ευδαιμονίας, που κάποια στιγμή, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα η ίδια η γιαγιά μου, βλέποντάς με να καταπίνω το μασημένο γλύκό!.. Τα χάνω, αλλά διατηρώ την ψυχραιμία μου και συνέχιζα δήθεν ατάραχος το στούμπισμα με το γουδοχέρι, που από την ταραχή μου δεν μπορούσα να το πιάσω διότι κόλλαγε το ρημάδι από το παχύρρευστο σιρόπι!
--Αγγελάκο μου, γιατί μού είσαι λερωμένος;
--Δεν ξέρω, ρε γιαγιά, οι αλατόπετρες, που στουμπάω, δεν είναι καλές και πετάνε … λάσπες!
--Άααα!.... Αυτός είναι ο λόγος!.. Τώρα πετάνε και οι αλατόπετρες λάσπες; Καλά!.. Για να δω μήπως μπήκε κανένα μουσούδι μέσα στην κασέλα!..
--Αγγελάκο μου, γιατί μού είσαι λερωμένος;
--Δεν ξέρω, ρε γιαγιά, οι αλατόπετρες, που στουμπάω, δεν είναι καλές και πετάνε … λάσπες!
--Άααα!.... Αυτός είναι ο λόγος!.. Τώρα πετάνε και οι αλατόπετρες λάσπες; Καλά!.. Για να δω μήπως μπήκε κανένα μουσούδι μέσα στην κασέλα!..
Ανοίγει την κασέλα και δήθεν τραβάει τα μαλλιά της!
--Κακό, που έπαθα!.. Κανέλλα, έλα να δεις που ξαναμπήκε ποντικός στη κασέλα μου!..., λέει η γιαγιά μου στη μάνα μου, που έφθασε δήθεν έκπληκτη, για να ρωτήσει κι αυτή με τη σειρά της:
--Πού τον είδες, ρε μάνα, τον ποντικό; Εδώ μόνο ο Αγγελής είναι, λέει, κλείνοντας το μάτι στην γιαγιά μου, που έκανε πως έψαχνε δήθεν με μεγάλη αγωνία κάτω από το κρεβάτι και τα ρούχα στο γιούκο μπας και βρει τον ποντικό!
--Αμ! Θα στον πιάσω εγώ τον ποντικό και θα στον συγυρίσω για τα καλά!.. Τώρα όπου νάναι έρχονται οι Μπούλες!..
--Λοιπόν: Αγγελή, ένα κι ένα κάνουν δύο: Για να μη σε φάνε οι Μπούλες, τώρα που θα έρθουν, πες μου αν έφαγες εσύ το κοκκινάπιδο ή ο ποντικός!
-- Ο .. ο… ο ποντικός!
--Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;
--Σίγουρος!
--Φίλα σταυρό!
--Δεν μπορώ, κολλάνε τα χέρια μου!..
--Κι από τι κολλάνε τα χέρια σου;
--Μωρ’ Κανέλλα και συ, άστο το παιδί ήσυχο, οι αλατόπετρες … πετάνε λάσπη από το πολύ στούμπισμα!.. λέει η γιαγιά μου κλείνοντας με νόημα το μάτι στη μάνα μου!
--Καλά, δώσε μου τώρα το αλάτι και θα δούμε τι θα γίνει το βράδυ, που θάρθει ο πατέρας σου από το Δεχούνι, όπου μοιράζει την Κυριακή τα γράμματα!..
--Κακό, που έπαθα!.. Κανέλλα, έλα να δεις που ξαναμπήκε ποντικός στη κασέλα μου!..., λέει η γιαγιά μου στη μάνα μου, που έφθασε δήθεν έκπληκτη, για να ρωτήσει κι αυτή με τη σειρά της:
--Πού τον είδες, ρε μάνα, τον ποντικό; Εδώ μόνο ο Αγγελής είναι, λέει, κλείνοντας το μάτι στην γιαγιά μου, που έκανε πως έψαχνε δήθεν με μεγάλη αγωνία κάτω από το κρεβάτι και τα ρούχα στο γιούκο μπας και βρει τον ποντικό!
--Αμ! Θα στον πιάσω εγώ τον ποντικό και θα στον συγυρίσω για τα καλά!.. Τώρα όπου νάναι έρχονται οι Μπούλες!..
--Λοιπόν: Αγγελή, ένα κι ένα κάνουν δύο: Για να μη σε φάνε οι Μπούλες, τώρα που θα έρθουν, πες μου αν έφαγες εσύ το κοκκινάπιδο ή ο ποντικός!
-- Ο .. ο… ο ποντικός!
--Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;
--Σίγουρος!
--Φίλα σταυρό!
--Δεν μπορώ, κολλάνε τα χέρια μου!..
--Κι από τι κολλάνε τα χέρια σου;
--Μωρ’ Κανέλλα και συ, άστο το παιδί ήσυχο, οι αλατόπετρες … πετάνε λάσπη από το πολύ στούμπισμα!.. λέει η γιαγιά μου κλείνοντας με νόημα το μάτι στη μάνα μου!
--Καλά, δώσε μου τώρα το αλάτι και θα δούμε τι θα γίνει το βράδυ, που θάρθει ο πατέρας σου από το Δεχούνι, όπου μοιράζει την Κυριακή τα γράμματα!..
Τι ήταν να μου πει ότι θα το πει στον πατέρα μου!... Κρύος ιδρώτας μ’ έπιασε!... Τρόμος και μόνο στη σκέψη ότι θα μου έκανε παρατήρηση ο πατέρας μου, που ήταν τόσο αυστηρός, ώστε να μην περιγράφεται με λόγια σε μια κόλλα χαρτί!..
Να μην τα πολυλογούμε κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές, όργανα, νταούλια, πίπιζες και κλαρίνα!... Μπροστά οι «Μπούλες» και πίσω όλοι οι χωριανοί, που είχαν βάλει στη μέση μια νύφη να είναι καθισμένη ανάποδα πάνω σε ένα γάϊδαρο (προφανώς από το έθιμο του Καδή) και τον γαμπρό, με μουτζουρωμένη τη μούρη του, να τραβάει την ουρά του, ικετεύοντας την νύφη να κατέβει κάτω, που τους περιμένει ο παπάς με το πετραχήλι έξω από την εκκλησία!.. Να σημειωθεί εδώ ότι τον γάϊδαρο τον έκανε ένας άντρας, που φορούσε ένα μεγάλο σάσμα (είδος μαύρης κουβέρτας από μαλλί γίδας), που δεν ήξερες ποιος είναι, μέχρι το βράδυ που θα γινόταν το τρικούβερτο γλέντι!
Κάποια στιγμή, λοιπόν, λίγο πριν φθάσουν οι Μπούλες στο σπίτι, έξω ακριβώς στην αυλή, τραγουδούσαν το γνωστό σκωπτικό τραγούδι:
«Πως το τρι, άντε βρε παιδιά, ΄
πώς το τρίβουν το πιπέρι,
πώς το τρίβουν το πιπέρι,
του διαβόλου οι καλογέροι…»
Κάποια στιγμή, λοιπόν, λίγο πριν φθάσουν οι Μπούλες στο σπίτι, έξω ακριβώς στην αυλή, τραγουδούσαν το γνωστό σκωπτικό τραγούδι:
«Πως το τρι, άντε βρε παιδιά, ΄
πώς το τρίβουν το πιπέρι,
πώς το τρίβουν το πιπέρι,
του διαβόλου οι καλογέροι…»
Πέφτουν και κανά δυο τουφεκιές, οι πίπιζες και τα νταούλια των Λιαραίων κάνουν συνεχώς το γύρω των ανθρώπων, που χορεύουν ασταμάτητα και κολλάνε στο μέτωπό τους χαρτονομίσματα, κοντολογίς μια πραγματική «κόλαση», μέχρι που η πρώτη Μπούλα φθάνει στην πόρτα (που ήμουν εγώ με τη γιαγιά μου και τη μάνα μου, που τους περίμενε με μια νταμιζάνα κόκκινο κρασί) και ρωτάει το «γάϊδαρο» με αλλοιωμένη φωνή για να μην τον καταλάβω:
--Ποιον να ρωτήσουμε, γάϊδαρε;
--Τον Αγγελή!..
--Και τι να τον ρωτήσουμε;
--Αν έφαγε το κοκκινάπιδο!...
--Ποιον να ρωτήσουμε, γάϊδαρε;
--Τον Αγγελή!..
--Και τι να τον ρωτήσουμε;
--Αν έφαγε το κοκκινάπιδο!...
Άλλος αιφνιδιασμός!.. « Ώστε και οι γάϊδαροι μιλάνε;», αναρωτήθηκα!.. Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου!..
--Για λέγε, Αγγελάκο, ποιος έφαγε το κοκκινάπιδο; ρωτάει η Μπούλα!
--Ο… ο… ο ποντικός!..
--Ο ποντικός, λέει γάϊδαρε! Λέει αλήθεια;
--Όχι!
--Και τι πρέπει να του κάνουμε τώρα;
--Να του κόψουμε τη …
--Για λέγε, Αγγελάκο, ποιος έφαγε το κοκκινάπιδο; ρωτάει η Μπούλα!
--Ο… ο… ο ποντικός!..
--Ο ποντικός, λέει γάϊδαρε! Λέει αλήθεια;
--Όχι!
--Και τι πρέπει να του κάνουμε τώρα;
--Να του κόψουμε τη …
Εκεί να δεις κλάμα!.. Βάζω κι εγώ τα σκουσμάρια, τα κλάματα δεν σταματούσαν με τίποτε, μέχρι που η Μπούλα, που με ρώταγε, με σηκώνει ψηλά και με παίρνει στην αγκαλιά της και συνέχισε να χορεύει μαζί με τους άλλους που έμπαιναν ένας –ένας μέσα στο σπίτι ξεκαρδισμένοι στα γέλια και λέγοντας «χρόνια πολλά» στους «νοικοκυραίους»!...
Η Μπούλα κάνει να με φιλήσει, νέα σκουσμάρια, νέα κλάματα, διότι φοβόμουν το πρόσωπο που έβλεπα, μέχρι που η Μπούλα αναγκάζεται να βγάλει μια … κάλτσα που φορούσε στο πρόσωπο για να δω, έντρομος, αλλά και με μια ανακούφιση, το … πρόσωπο του πατέρα μου (!!!)
Η Μπούλα κάνει να με φιλήσει, νέα σκουσμάρια, νέα κλάματα, διότι φοβόμουν το πρόσωπο που έβλεπα, μέχρι που η Μπούλα αναγκάζεται να βγάλει μια … κάλτσα που φορούσε στο πρόσωπο για να δω, έντρομος, αλλά και με μια ανακούφιση, το … πρόσωπο του πατέρα μου (!!!)
«Με το γο, άντε βρε παιδιά,
με το γόνατο το τρίβουν,
με το γόνατο το τρίβουν,
και το ψιλοκοπανίζουν.
με το γόνατο το τρίβουν,
με το γόνατο το τρίβουν,
και το ψιλοκοπανίζουν.
Με τη μυ, άντε βρε παιδιά,
με τη μύτη τους το τρίβουν,
με τη μύτη τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν…» (!!)
με τη μύτη τους το τρίβουν,
με τη μύτη τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν…» (!!)
μπούλα
μπούλα, ἡ (Μ)· 1. γυναίκα με σκεπασμένο το πρόσωπο· 2. Τουρκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαμπούλα, με ανομοιωτική αποβολή. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μπόλια].
μπούλα, ἡ (Μ)· 1. γυναίκα με σκεπασμένο το πρόσωπο· 2. Τουρκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαμπούλα, με ανομοιωτική αποβολή. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μπόλια].
(Πάπυρος, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας)
---------------------------------------------
Ο Άγγελος Παν. Σακκέτος γεννήθηκε το έτος 1950 στο χωριό Βεσίνι Καλαβρύτων. Σπούδασε δημοσιογραφία, δημοσιολογία και κοινωνικές επιστήμες. Συνέχισε τις σπουδές του στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά γνωστών δημοσιογραφικών οργανισμών και συγκροτημάτων, την ίδια στιγμή, που συνεργαζόταν με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά του επαρχιακού Τύπου. http://www.sakketosaggelos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.