Ο Τάφος του Χριστού (εντός του ιερού κουβουκλίου). φώτο. Νίκος Παπακωνσταντόπουλος Ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος Ὕ...
Ο Τάφος του Χριστού (εντός του ιερού κουβουκλίου). φώτο. Νίκος Παπακωνσταντόπουλος |
Ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος
Ὕμνοι στὸ πρωτότυπο καὶ σὲ μετάφραση Ἀνδρέα Θεοδώρου
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος»,
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας
Μεγάλη Δευτέρα
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σὲ ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς». Ἀλληλούϊα.
Ἀπὸ τὴν προχωρημένη νύχτα εἶναι ξάγρυπνο τὸ πνεῦμα μου, στραμμένο σ' ἐσένα ὁ Θεός, γιατί τὰ προστάγματά σου εἶναι φῶς καθοδηγητικὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν ἐπάνω στὴ γῆ. Δοξολογεῖτε τὸ Θεό.
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα• ἀνάξιὸς δὲ πάλιν, ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε, οὗν ψυχή μου μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς• ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα• Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, προστασίαις τῶν Ἀσωμάτων, σῶσον ἡμᾶς».
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει• ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας• Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς• σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
«Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ• Χριστὸς γὰρ ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι• ὁ τὰ σύμπαντα ἐν τῇ δρακὶ περιέχων καταδέχεται ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον».
Τὰ πάθη (τοῦ Κυρίου) τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα (ἡ Μ. Δευτέρα) προβάλλει μὲ λαμπρότητα στὸν κόσμο σὰν φῶτα σωτήρια καὶ λυτρωτικά. Διότι ὁ Χριστὸς σπεύδει πρόθυμα νὰ ὑποστεῖ τὸ πάθος ἀπὸ ἀγαθότητα. Αὐτός, ποὺ περικλείει τὰ σύμπαντα στὴν παλάμη του, καταδέχεται νὰ κρεμαστεῖ στὸ ξύλο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὗν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ἄσμασιν• ὁ γὰρ κτίστης ἔρχεται σταυρὸν καταδέξασθαι, ἐτασμοὺς καὶ μάστιγας, Πιλὰτῳ κρινόμενος• ὅθεν καὶ ἐκ δούλου ραπισθεὶς ἐπὶ κόρρης, τὰ πάντα προσίεται, ἵνα σώση τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο βοήσωμεν• Φιλάνθρωπε Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων δώρησαι τὴν ἄφεσιν τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τὰ ἄχραντα πάθη σου».
Τὴν ἔναρξη τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ σημερινὴ ἡμέρα προβάλλει μὲ λαμπρότητα. Ἐλᾶτε, λοιπόν, ὅσοι ἀγαπᾶτε τὶς γιορτές, νὰ προϋπαντήσουμε μὲ ᾄσματα (τὸν Κύριο). Διότι ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων ἔρχεται νὰ ὑποστεῖ τὸ σταυρικὸ θάνατο, νὰ ἀνακριθεῖ (σὰν κακοῦργος) καὶ νὰ μαστιγωθεῖ, δικαζόμενος ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο. Ἔτσι, δεχτεῖς ράπισμα στὸ πρόσωπο ἀπὸ δοῦλο, ὅλα τὰ ὑπομένει γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Γιαυτὸ ἂς φωνάξουμε• φιλάνθρωπε Χριστὲ ὁ Θεός, χάρισε τὴν ἄφεση τῶν πταισμάτων σ' αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη προσκυνοῦν τὰ ἄχραντα πάθη σου.
«Διακονῆσαι αὐτὸς ἐλήλυθα, οὗ τὴν μορφὴν ὁ Πλαστουργὸς ἑκὼν περίκειμαι, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδάμ, ὁ πλουτῶν θεότητι, θεῖναι ἐμήν τε αὐτοῦ ψυχὴν ἀντίλυτρον ὁ ἀπαθὴς θεότητι».
Ἐγώ, ὁ τέλειος Θεός, ἔχω ἔλθει στὴ γῆ γιὰ νὰ ὑπηρετήσω αὐτόν, τοῦ ὁποίου τὴ μορφὴ φέρω ὡς Πλαστουργὸς μὲ τὴ θέλησή μου, δηλαδὴ τὴ μορφὴ τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ πτώση τοῦ πτώχευσε ἀπὸ τὰ θεῖα του χαρίσματα. Παρόλο ποὺ εἶμαι ἀπαθὴς Θεός, ἦλθα γιὰ νὰ προσφέρω τὴ ζωή μου ὡς λύτρο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ παραβάτη.
«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ• λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».
Τὸ νυφικό σου θάλαμο βλέπω, Σωτῆρα μου, στολισμένο καὶ δὲν ἔχω ἔνδυμα γιὰ νὰ εἰσέλθω σ' αὐτόν• κάνε σύ, Κύριε, ποὺ χορηγεῖς τὸ φῶς, λαμπρὴ τὴ στολὴ τῆς ψυχῆς μου καὶ σῶσε μὲ (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία).
Μεγάλη Τρίτη
«Τί ραθυμεῖς, ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; Τί ἀσχολῇ πρὸς τὰ ρέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπάρτι καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα• ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα• Ἡμάρτηκά σοι, Σωτὴρ μου• μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ' ὡς εὔσπλαγχνος, Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν• Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Γιατὶ εἶσαι ὀκνηρὴ καὶ ἀδιάφορη, ἀθλία μου ψυχή; Γιατί φαντάζεσαι ἄκαιρα μέριμνες ἀνόητες καὶ μάταιες; Γιατί ἀσχολεῖσαι μὲ πράγματα ποὺ ρέουν καὶ χάνονται; Σὲ λίγο φθάνει ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας καὶ πρόκειται νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό, σύνελθε ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία, κράζουσα• Ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, Σωτῆρα μου• μὴ μὲ κόψεις ὅπως τὴν ἄκαρπη συκή, ἀλλὰ ὡς σπλαχνικὸς Πατέρας, Χριστέ, δεῖξε συμπάθεια σὲ μένα, ποὺ κραυγάζω• νὰ μὴ μείνουμε ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅσοι πήρατε τάλαντο ἀπὸ τὸ Θεό, ν' αὐξήσετε τὴν ἰσοδύναμη χάρη, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὴ δώρησε, ψάλλοντας: Εὐλογεῖτε τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριο.
«Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ• νέμει, γὰρ τοῖς δούλοις τὸν πλοῦτον καὶ ἀναλόγως ἕκαστος, πολυπλασιάσωμεν τὸ τῆς χάριτος τάλαντον• ὁ μὲν σοφίαν κομιείτω δι' ἔργων ἀγαθῶν• ὁ δὲ λειτουργίαν λαμπρότητας ἐπιτελείτω• κοινωνείτω δὲ τοῦ λόγου πιστὸς τῷ ἀμυήτῳ καὶ σκορπιζέτω τὸν πλοῦτον πένησιν ἂλλος• οὕτω γὰρ τὸ δάνειον πολυπλασιάσομεν καὶ ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν• αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος».
Ἐλᾶτε, πιστοί, νὰ δουλέψουμε πρόθυμα στὸ Δεσπότη• διότι μοιράζει ἀπὸ ἀγαθότητα τὸν πλοῦτο στοὺς δούλους, καὶ ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς δυνατότητές του ἄς πολλαπλασιάσουμε τὸ τάλαντο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας ἂς παρουσιάσει σοφία μὲ ἔργα ἀγαθά, ὁ ἄλλος ἂς προσφέρει (στὸ σύνολο) ὑπηρεσίες λαμπρές• ὁ πιστὸς ἂς μεταδίδει τὸ θεῖο λόγο σ' αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγνοεῖ καὶ ὁ ἄλλος ἂς σκορπίζει τὸν ὑλικὸ πλοῦτο του στοὺς φτωχούς. Διότι ἔτσι, ὡς πιστοὶ οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θ' ἀξιωθοῦμε νὰ λάβουμε τὴ δεσποτικὴ θεία χαρά. Αὐτὴ ἀξίωσέ μας ν' ἀποκτήσουμε, Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος.
Μεγάλη Τετάρτη
«Πόρνη προσῆλθέ σοι μύρα σὺν δάκρυσι κατακενούσά σου ποσί, φιλάνθρωπε, καὶ δυσωδίας τῶν κακῶν λυτροῦται τῇ κελεύσει σου• πνέων δὲ τὴν χάριν σου μαθητὴς ὁ ἀχάριστος ταύτην ἀποβάλλεται καὶ βορβόρῳ συμφύρεται, φιλαργυρίᾳ ἀπεμπολῶν σέ. Δόξα, Χριστέ, τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου».
Μιὰ πόρνη γυναίκα σὲ πλησίασε, φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ ἄδειασε στὰ πόδια σου ἀρώματα ἀνακατεμένα μὲ δάκρυα. Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη λυτρώθηκε μὲ τὸ πρόσταγμά σου ἀπὸ τὴ δυσωδία τῶν ἁμαρτημάτων της. Ἀντίθετα ὁ Ἰούδας, ὁ ἀχάριστος μαθητής, ἂν καὶ ἀνέπνεε τὴν εὐωδία της χάριτός σου, ἀπέβαλε αὐτὴ καὶ ἀναμίχτηκε μὲ τὴν ἀναθυμίαση τοῦ βορβόρου τῆς ἁμαρτίας, πουλώντας σε ἀπὸ φιλαργυρία. Δόξα, Χριστέ, στὴν εὐσπλαχνία σου!
«Ὑπὲρ τὴν πόρνην, ἀγαθέ, ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα• ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοί, πόθῳ ἀσπαζόμενος τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης, παράσχῃς τῶν ὀφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ• Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ρῦσαί με».
Ἀγαθὲ Κύριε, ἂν καὶ ἁμάρτησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν πόρνη ὅμως δέ σοῦ πρόσφερα (ὅπως ἐκείνη) βροχὴ δακρύων μετανοίας• ἀλλὰ πέφτω στὰ πόδια σου, σιωπηλὰ δεόμενος καὶ ἀσπαζόμενος τὰ ὁλοκάθαρα πόδια σου, νὰ μοῦ χορηγήσεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μου, κράζοντας Σωτῆρα μου: Λύτρωσέ με ἀπὸ τὸν ἠθικὸ βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων μου καὶ σῶσε με.
«Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον, τότε ὁ μαθητὴς συνεφώνει τοῖς παρανόμοις• ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον• αὕτη τὸν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο• αὕτη ἠλευθεροῦτο, καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ. Δεινὸν ἡ ρᾳθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια! ἥν μοι δώρησαι, Σωτήρ, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ σῶσον ἡμᾶς».
Ὅταν ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα πρόσφερε τὸ μύρο, τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ μαθητὴς (ὁ προδότης) συμφωνοῦσε τὴν προδοσία μὲ τοὺς παρανόμους• ἐκείνη μὲν ἔχαιρε, ἀδειάζοντας τὸ πολύτιμο (μύρο), αὐτὸς δὲ βιαζόταν νὰ πουλήσει ἐκεῖνον, ποὺ δὲν ἔχει τιμή• αὐτὴ ἀναγνώριζε τὴ θεότητα τοῦ Δεσπότη, αὐτὸς δὲ ἀποχωριζόταν ἀπ' αὐτόν• αὐτὴ ἐλευθερωνόταν (ἀπὸ τὸ δεσμὸ τῆς ἁμαρτίας) καὶ ὁ Ἰούδας γινόταν δοῦλος τοῦ ἐχθροῦ. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ ἀμέλεια! Μεγάλη ἡ ἀξία τῆς μετάνοιας! Τὴν ὁποία χάρισέ μου, Σωτῆρα, ἐσὺ ποὺ πέθανες γιά μᾶς, καὶ σῶσε μας.
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὓδωρ• κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις• ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φὸβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τὶς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδης, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».
Κύριε, ἡ γυναῖκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες, ἀφοῦ συναισθάνθηκε τὴ Θεότητά σου, ἀναλαμβάνει τάξη (ἔργο) μυροφόρου καί, κλαίοντας, σοῦ προσφέρει μύρα πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ σου. Ἀλίμονο σὲ μένα, λέγουσα, ὅτι ζῶ σὲ μιὰ νύχτα ζοφερὴ καὶ ἀσέληνη, ὅτι μὲ τρυπᾶ τὸ κεντρὶ τῆς ἀκολασίας, μὲ πνίγει ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας. Δέξε, Κύριε, τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μου, ἐσὺ ποὺ ἀνυψώνεις σὲ νεφέλες τὸ θαλάσσιο ὕδωρ. Λύγισε πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς μου, ἐσὺ ποὺ μὲ τὴν ἄφατή σου κένωση (ταπείνωση), ἔκανες ν' ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ (γιὰ νὰ κατέβεις στὴ γῆ). Θὰ γεμίσω τὰ ἄχραντα πόδια σου μὲ φιλιά, κατόπιν θὰ τὰ σκουπίσω μὲ τὶς κυματοειδεῖς τρίχες τῆς κεφαλῆς μου (τὰ πόδια σου). Τὸν κρότο τῶν ὁποίων ἡ Εὔα, ἀφοῦ ἄκουσε τὸ δειλινὸ στὸν παράδεισο, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε. Τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ τὶς ἀβύσσους τῶν κρίσεών σου, ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτῆρα μου; Μή με τὴ δούλη σου παραβλέψεις, ἐσὺ ποὺ ἔχεις ἀμέτρητο ἔλεος.
Μεγάλη Πέμπτη
«Ὁ λίμνας καὶ πηγὰς καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντὶῳ ζωννύμενος ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας καὶ ὑψῶν ἡμᾶς ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος».
Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὶς θάλασσες, θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν πιὸ τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τὸ λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπὸ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνία, καὶ ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
«Μαθηταῖς ὑποδεικνύει ταπεινώσεως ὁ Διδάσκαλος τύπον• ὁ νεφέλαις δὲ τὸν πόλον περιβάλλων ζώννυται λέντιον καὶ κάμπτει γὸνυ δούλων ἐκπλῦναι πόδας, οὗ ἐν τῇ χειρὶ πνοὴ πάντων τῶν ὄντων».
Ὁ Διδάσκαλος παρέχει στοὺς μαθητὲς του παράδειγμα ταπεινώσεως• αὐτὸς δέ, ποὺ ντύνει τὸν οὐρανὸ μὲ σύννεφα, ζώνει τὴ μέση του μὲ λέντιο (ποδιά) καὶ γονατίζει, γιὰ νὰ διακονήσει τοὺς μαθητές, ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κρατεῖ στὰ χέρια του τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων.
Ἐλᾶτε πιστοὶ μὲ φρόνημα ὑψηλό, στὸ ὑπερῷο (τῆς Ἱερουσαλήμ), γιὰ ν' ἀπολαύσουμε δεσποτικὴ δεξίωση (φιλοξενία) καὶ τράπεζα παρεκτικὴ ἀθανασίας, ἀφοῦ μάθουμε τὸ λόγο (τὴ διδασκαλία) ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Λόγος, τὸν ὁποῖο μεγάλως δοξάζουμε.
Σήμερα συνεκλήθη τὸ πονηρὸ συνέδριο κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποφάσισε πράγματα ἀστήρικτα ἐναντίον του, νὰ παραδώσει δηλαδὴ τὸν ἀνεύθυνο (ἀθῶο) στὸν Πιλάτο γιὰ νὰ θανατωθεῖ. Σήμερα ὁ Ἰούδας δένει στὸ λαιμὸ του τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης καὶ στερεῖται τὴ ζωὴ καὶ στὶς δυό της μορφὲς (τὴν ἐπίγεια καὶ τὴν ἐπουράνια). Σήμερα ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας προφητεύει ἄθελά του, λέγοντας ὅτι συμφέρει νὰ θανατωθεῖ ἕνας ὑπὲρ τοῦ λαοῦ• διότι ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο μὲ σκοπὸ νὰ πάθει, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου), ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Κύριε, θέλοντας νὰ μυήσεις τοὺς μαθητὲς στὸ θεῖο σου μυστήριο, τοὺς δίδασκες, λέγοντας: Ὢ φίλοι μου, προσέχετε κανένας φόβος νὰ μή σᾶς χωρίσει ἀπὸ ἐμένα• γιατί ἂν πάσχω, τὸ κάνω γιὰ τὸν κόσμο• νὰ μὴ σκανδαλίζεστε μὲ τὴ διαγωγή μου, ἐπειδὴ δὲν ἦλθα νὰ ἐξυπηρετηθῶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ὑπηρετήσω καὶ νὰ δώσω τὴ ζωή μου λύτρο ἐξαγορᾶς τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (καὶ τὸ διάβολο). Ἐάν, λοιπόν, εἶστε φίλοι μου, νὰ μιμεῖσθε τὸ παράδειγμά μου• ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, ἂς εἶναι ὁ τελευταῖος• ὁ δεσπότης, ἂς εἶναι ὅπως ὁ διάκονος (ὄχι βέβαια μὲ λειτουργικὴ ἔννοια). Μείνετε, λοιπόν, μαζί μου, γιὰ νὰ καρποφορήσετε βότρυ (σταφύλι)• διότι ἐγὼ εἶμαι ἡ ἄμπελος τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Μεγάλη Παρασκευή
«Διὰ Λαζάρου τὴν ἔγερσιν, Κύριε, τὸ Ὡσαννὰ σοι ἐκραύγαζον παῖδες τῶν Ἑβραίων, φιλάνθρωπε• ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι».
Γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, Κύριε, τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων, σοῦ φώναζαν: Ὡσαννὰ (σῶσε μας), φιλάνθρωπε• ὁ παράνομος ὅμως Ἰούδας δὲ θέλησε νὰ ἐννοήσει, νὰ συνετιστεῖ.
Κύριε, ὅταν ἔφθασες στὸ ἑκούσιο πάθος σου, φώναξες στοὺς μαθητές σου: Ἀφοῦ δὲν μπορέσατε μιὰ ὥρα ν' ἀγρυπνήσετε μαζί μου, πῶς ὑποσχεθήκατε νὰ πεθάνετε γιὰ μένα; Τουλάχιστον κοιτάξτε τὸν Ἰούδα πὼς δὲν κοιμᾶται, ἀλλ' ἐνεργεῖ γρήγορα νὰ μὲ προδώσει στοὺς παρανόμους. Σηκωθεῖτε καὶ προσευχηθεῖτε, κανένας νὰ μὴ μὲ ἀρνηθεῖ, βλέποντάς με ἐπάνω στὸ σταυρό. Μακρόθυμε, δόξα σοι.
«Ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον γυμνὸς εἰς κρίσιν ἵστατο καὶ ἐν σιαγόνι ράπισμα ἐδέξατο ὑπὸ χειρῶν ὧν ἒπλασεν• ὁ δὲ παράνομος λαὸς τῷ σταυρῷ προσήλωσε τὸν Κύριον της δόξης• τότε τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη• ὁ ἥλιος ἐσκότασε, μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον, ὅν τρέμει τὰ σύμπαντα. Αὐτὸν προσκυνήσωμεν».
Αὐτός, ποὺ ντύνεται τὸ φῶς σὰν ἱμάτιο, στεκόταν γυμνὸς γιὰ νὰ δικαστεῖ καὶ στὸ σαγόνι του δέχτηκε ράπισμα ἀπὸ τὰ χέρια, ποὺ ὁ ἲδιος ἔπλασε• ὁ παράνομος ὅμως λαὸς κάρφωσε στὸ σταυρὸ τὸν Κύριο τῆς δόξης. Τότε τὸ παραπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε, καὶ ὁ ἥλιος σκοτίστηκε μὴ ἀνεχόμενος νὰ βλέπει Θεὸ ὑβριζόμενο, τὸν ὁποῖο τρέμουν τὰ σύμπαντα. Αὐτὸν ἂς προσκυνήσουμε.
Αὐτὸν ποὺ τρέμουν ὅλα τὰ ὄντα καὶ κάθε γλώσσα ὑμνεῖ, τὸ Χριστό, τὴ δύναμη καὶ σοφία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἱερεῖς ράπισαν καὶ τοῦ ἔδωσαν νὰ πιεῖ χολή. Καὶ ὅλα καταδέχτηκε νὰ τὰ πάθει, θέλοντας νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὶς ἀνομίες μας μὲ τὸ ἲδιο του τὸ αἷμα, ὡς φιλάνθρωπος.
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανον ἐν νεφέλαις. 'Ράπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τὰ πάθη, Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἒνδοξόν σου ἀνάστασιν».
Σήμερα κρεμᾶται ἐπάνω στὸ ξύλο Ἐκεῖνος ποὺ κρέμασε τὴ γῆ πάνω στὰ ὕδατα. Στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια φοράει στὴν κεφαλή, Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀγγέλων. Ντύνεται μὲ ψεύτικη πορφύρα (βασιλικὸ ἱμάτιο), αὐτὸς ποὺ περιβάλλει τὸν οὐρανὸ μὲ σύννεφα. Δέχτηκε ράπισμα, Ἐκεῖνος ποὺ στὸν Ἰορδάνη (διὰ τοῦ βαπτίσματός του) ἐλευθέρωσε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ δεσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Μὲ καρφιὰ καρφώθηκε ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ λόγχη κεντήθηκε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμε τὰ πάθη σου Χριστέ. Δεῖξε σέ μᾶς καὶ τὴν ἔνδοξή σου Ἀνάσταση.
«Τὸν νῶτόν μου ἔδωκα εἰς μαστίγωσιν, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπεστράφη ἀπὸ ἐμπτυσμάτων• βήματι Πιλάτου παρέστην καὶ σταυρὸν ὑπέμεινα διὰ τὴν τοῦ κόσμου σωτηρίαν».
Τὰ νῶτα μου ἔδωσα νὰ τὰ μαστιγώσουν, καὶ τὸ πρόσωπό μου δὲν ἀπόστρεψα, ὥστε ν' ἀποφύγει τὰ ἐμπτύσματα• στάθηκα κατηγορούμενος στὸ βῆμα τοῦ Πιλάτου καὶ ὑπέμεινα τὸ σταυρικὸ πάθος γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
«Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, σὲ τὸν πάντων κτίστην καὶ Θεὸν ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα, ἐβόα πικρῶς• Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἒδυ τῆς μορφῆς σου; οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον• σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἲδω κἀγὼ σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν».
Βλέποντάς σε, Χριστέ, τὸν Κτίστη καὶ Θεό, ἡ Μητέρα σου, ἡ ὁποία σὲ γέννησε χωρὶς σπορὰ ἀντρική, νὰ κρέμεσαι ἐπάνω στὸ σταυρό, φώναξε πικρά: Υἱέ μου, ποῦ ἔσβησε τὸ κάλλος τῆς μορφῆς σου; Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ σταυρώνεσαι ἂδικα• σπεῦσε λοιπὸν ν' ἀναστηθεῖς, γιὰ νὰ δῶ κι ἐγὼ τὴν τριήμερη ἐκ τῶν νεκρῶν σου Ἀνάσταση.
«Σήμερον ὁ Δεσπότης τῆς κτίσεως παρίσταται Πιλάτῳ καὶ σταυρῷ παραδίδοται ὁ κτίστης τῶν ἁπάντων ὡς ἀμνὸς προσαγόμενος τῇ ἰδίᾳ βουλήσει• τοῖς ἥλοις προσπήγνυται καὶ τὴν πλευρὰν κεντᾶται καὶ τῷ σπόγγω προσψαύεται ὁ μάννα ἐπομβρήσας• τὰς σιαγόνας ραπίζεται ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου καὶ ὑπὸ τῶν ἰδίων δούλων ἐμπαίζεται ὁ πλάστης τῶν ἁπάντων. Ὢ Δεσπότου φιλανθρωπίας! ὑπὲρ τῶν σταυρούντων παρεκάλει τὸν ἴδιον Πατέρα, λέγων• Ἄφες αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην• οὐ γὰρ οἴδασιν οἱ ἄνομοι, τί ἀδίκως πράττουσιν».
Σήμερα ὁ Δεσπότης τῆς κτίσης παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου καὶ παραδίδεται σὲ σταυρικὸ θάνατο ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων, ὡς ἀμνὸς (ἀρνίο) ποὺ ὁδηγεῖται σὲ σφαγὴ μὲ τὴ δική του βούληση• καρφώνεται μὲ καρφιὰ καὶ κεντᾶται τὴν πλευρὰ καὶ ἀγγίζεται (στὸ στόμα) μὲ σπόγγο, αὐτὸς ποὺ ἔβρεξε στὴν ἔρημο τὸ μάννα• δέχεται ράπισμα στὴ σιαγόνα ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς του δούλους ἐμπαίζεται ὁ Πλάστης τῶν ὅλων. Ὢ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Δεσπότη! Ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν παρακαλοῦσε τὸ δικό του Πατέρα, λέγοντας: Συγχώρησε σ' αὐτοὺς τὴν ἁμαρτία αὐτή• γιατί δὲ γνωρίζουν οἱ ἄνομοι πόσο ἄδικα εἶναι αὐτὰ ποὺ πράττουν.
Μεγάλη Σάββατο
«Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος• ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον• Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι».
Ὅταν κατέβηκες στὸ θάνατο, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατη, τότε νέκρωσες τὸν ᾅδη μὲ τὴν ἀστραπὴ τῆς θεότητάς σου• ὅταν λοιπὸν ἀνάστησες καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων (οἱ Ἄγγελοι) κραύγαζαν: Χριστὲ ὁ Θεός, ποὺ παρέχεις ζωή, δόξα σοι.
«Ἀνηρέθης, ἀλλ' οὐ διηρέθης, Λόγε, ἧς μετέσχες σαρκός• εἰ γὰρ καὶ λέλυταί σου ὁ ναὸς ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους, ἀλλὰ καὶ οὕτω μία ἦν ὑπόστασις τῆς Θεότητος καὶ τῆς σαρκὸς σου• ἐν ἀμφοτέροις γὰρ εἷς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος».
Θανατώθηκες, ἀλλὰ δὲ χωρίστηκες ἀπὸ τὴ σάρκα, τὴν ὁποία προσέλαβες• διότι, ἂν καὶ καταστράφηκε τὸ σῶμα σου κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ πάθους, ἀλλὰ καὶ ἔτσι μία ἦταν ἡ ὑπόσταση τῆς Θεότητος καὶ τῆς σαρκὸς σου• διότι καὶ στὰ δύο ἕνας ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος (Θεάνθρωπος).
Τὸ πταῖσμα τοῦ Ἀδὰμ (ἡ ἁμαρτία) ἦταν ἀνθρωποκτόνο καὶ ὄχι θεοκτόνο• διότι, ἂν καὶ ἔπαθε ἡ χωμάτινη οὐσία τῆς σάρκας σου, ἡ Θεότητά σου παρέμεινε ἀπαθής• τὴ φθαρτὴ ὅμως φύση σου μεταστοιχείωσες πρὸς ἀφθαρσία καί, διὰ τῆς Ἀναστάσεώς σου, τὴν ἔκανες πηγὴ ἄφθαρτης ζωῆς.
***
«Ἄφραστον θαῦμα! ὁ ἐν καμίνῳ ρυσάμενος τοὺς ὁσίους παῖδας ἐκ φλογὸς ἐν τὰφῳ νεκρὸς ἄπνους κατατίθεται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων• Λυτρωτά, ὁ Θεός, εὐλογητὸς εἶ».Τὸ θαῦμα εἶναι ἀνέκφραστο! Ἐκεῖνος ποὺ στὸ καμίνι (τῆς Βαβυλώνας) ἔσωσε τοὺς ὅσιους παῖδες ἀπὸ τὴ φλόγα, τώρα τοποθετεῖται στὸν τάφο νεκρὸς χωρὶς πνοὴ γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς, ποὺ μελῳδικὰ τραγουδᾶμε: Θεὲ Λυτρωτή, εἶσαι εὐλογημένος.
Νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου μὲ φρίκη, οὐρανέ, καὶ ἂς σαλευτοῦν τὰ θεμέλια τῆς γῆς• διότι, ἰδοὺ κατατάσσεται μεταξὺ τῶν νεκρῶν αὐτός, ποὺ κατοικεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανό, καὶ φιλοξενεῖται σ' ἕνα μικρὸ τάφο• αὐτὸν τὰ παιδιὰ νὰ εὐλογεῖτε, οἱ ἱερεῖς νὰ ἀνυμνεῖτε καὶ ὁ λαὸς νὰ ὑπερδοξάζει εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγὲν τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλὰτῳ καὶ καθικετεύει λέγων• Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὅς ὡς ξένος οὐκ ἔχει ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. Δός μοὶ τοῦτον τὸν ξένον, ὅν ἡ μήτηρ ὁρῶσα, νεκρωθέντα, ἐβόα• Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι καὶ καρδίαν σπαράττομαι νεκρὸν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὅ καὶ φὸβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνη κατέθετο ἐν τὰφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος».
Ἂς σιγήσει κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ ἂς σταθεῖ μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ τίποτε τὸ γήινο ἂς μὴ σκέπτεται μέσα της. Διότι ὁ Βασιλιὰς τῶν βασιλέων καὶ ὁ Κύριος αὐτῶν ποὺ ἄρχουν, προσέρχεται νὰ σφαγιαστεῖ καὶ νὰ δοθεῖ ὡς βρώση στοὺς πιστούς. Προπορεύονται αὐτοῦ οἱ χορεῖες τῶν Ἀγγέλων μαζὶ μὲ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία (ἀγγελική), τὰ πολυόμματα (ποὺ ἔχουν πολλοὺς ὀφθαλμούς) Χερουβὶμ καὶ τὰ ἔχοντα ἕξι πτέρυγες Σεραφίμ, καλύπτοντα τὰ πρόσωπα καὶ ψάλλοντα δυνατὰ τὸν ὕμνο: Ἀλληλούϊα (= αἰνεῖτε τὸ Θεό), ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα.