(Διήγημα του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου) Εξαρτημένοι απόλυτα σήμερα από διάφορες «πτυχές» του πολιτισμού, μία εκ των οποί...
Εξαρτημένοι απόλυτα σήμερα από διάφορες «πτυχές» του πολιτισμού, μία εκ των οποίων και ο ηλεκτρισμός, μου ’ρχονται πολλές φορές στο μυα-λό χρόνια τελείως διαφορετικά, που δεν είναι όμως καθόλου μακριά μας. Θυμάμαι δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε – και που σήμερα είναι τελείως άγνωστες στους νεότερους–, θυμάμαι όμως και ένα «σταθμό» στην ιστορία του χωριού μου και του πατρικού μου σπιτιού: την ηλεκτροδότηση!
Ήταν καλοκαίρι του 1969, μεσημέρι. Ήμουν μόλις 12 χρονών και είχα ξαπλώσει για λίγο στην «καμαρούλα» του σπιτιού μας. Ήταν μια ώρα που κανένας άλλος από την οικογένειάς μας δεν βρισκόταν εκεί και πάνω που σαν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, άκουσα κουβέντα στην αυλή, χωρίς να περιμένω κάποιον… Βγήκα έξω να δω ποιος είναι και αντικρίζω μόλις λίγα μέτρα από το βορειοανατολικό αγκωνάρι δυο αγνώστους. Ο ένας κράταγε στο ένα του χέρια ένα «κομμάτι» καδρόνι – έτσι μου φάνηκε –, που στη μια άκρη ήταν βαμμένο κόκκινο, στο άλλο ένα «μεγάλο σφυρί» και κοίταζε το έδαφος γύρο του κάπως «ανιχνευτικά». Ο άλλος, που ήταν λίγο μακρύτερα απ’ αυτόν, του έλεγε:
«Εκεί που είσαι βάλτο, ρε!... Εκεί που είσαι!...».
«Συγνώμη», λέω ξαφνιασμένος, και μάλλον κάπως φοβισμένος. «Τι κάνετε εκεί;»
Με κοιτάξανε και οι δυο μαζί, σαν να μη μου έδωσαν σημασία. Εκείνος που είχε το «καδρόνι», έσκυψε, να το βάλει στο έδαφος «εκεί που ήταν», με τη «βαμμένη» άκρη προς τα πάνω. Το χτύπησε με δύναμη με το «μεγάλο σφυρί», αλλά πού να «καρφωθεί» στο ξερό χώμα! Σηκώθηκε πάλι όρθιος, γύρισε προς το μέρος και μου είπε:
«Φίλε, φώναξέ μου τον πατέρα σου ή τη μάνα σου!».
«Δεν είναι εδώ κανείς…», απάντησα…
«Τότε, φέρε μας μια κανάτα νερό!».
Μη μπορώντας να κάνω κάτι άλλο, έκανα ό,τι μου είπε, γεμάτος α-πορία. Με το που το πιάνει στα χέρια του, το αδειάζει στο χώμα, να «μαλακώσει», για να βάλει το «καδρόνι». Μου το ξαναδίνει αμέσως και μου λέει:
«Άντε τώρα να μου φέρεις άλλο ένα!».
Από το δεύτερο ήπιε με λαχτάρα το μισό και το άλλο μισό το έδωσε στον άλλον, που είχε έλθει δίπλα του και ήπιε κι αυτός με την ίδια λαχτάρα το άλλο μισό! Ξανάσκυψε ο πρώτος και «κάρφωσε» στο «μαλακωμένο» χώμα το «καδρόνι». Αφού είχε μπει το μισό στη γη, δοκίμασε να δει αν ήταν πράγματι καλά βαλμένο και αφού βεβαιώθηκε γι αυτό, σηκώθηκε όρθιος. Λίγο πριν φύγουν, γυρίζει και μου λέει:
«Εδώ που μπήκε ο πάσσαλος, θα μπει κολώνα να πάρετε ρεύμα!»!!!
Έμεινα εμβρόντητος! Τουλάχιστον, εμβρόντητος! Είχε «ακουστεί» ότι θα ηλεκτροδοτηθεί το χωριό, αλλά δε μπορώ να πω ότι είχα καταλάβει τι ακρι-βώς θα γίνει… Πίστευα-πιστεύαμε όλοι στο σπίτι πως το ρεύμα «δεν θα ’ρθει σε μας», αφού είμαστε λίγο «έξω» από το χωριό! Κι επειδή δεν πίστε-υα στ’ αυτιά μου ρώτησα να δω αν θα ξανακούσουν τα ίδια λόγια!
«Αυτό που σου είπα!», μου απάντησε ορθά-κοφτά, ευχαριστώντας με μάλιστα και για το νερό και γυρίσανε να φύγουνε.
Που να με ξαναπάρει ο ύπνος από τη χαρά μου! Ξαπλωμένος στο κρε-βάτι κοίταζα το κέντρο του ταβανιού που θα «έμπαινε» η λάμπα, χωρίς ακόμα να έχω πιστέψει τι άκουσαν τ’ αυτιά μου πριν από λίγο!
Κοίταζα και γύρο-γύρο τον τοίχο, να δω που ήταν το καλύτερο σημείο να μπει το «κουμπί» (ο διακόπτης). Μετά σηκώθηκα και κοίταζα με τον ίδιο τρόπο όλα τα δωμάτια του σπιτιού, κάτι που έκανα συνέχεια και τις επόμε-νες μέρες! Τα βράδια μάλιστα, μ’ έπαιρνε ο ύπνος, «ατενίζοντας» το ση-μείο του ταβανιού που σε λίγο καιρό θα «κρεμόταν» και θα φώτιζε η λά-μπα!
Όταν λίγο αργότερα γύρισαν και οι γονείς μου με την αδελφή μου σπίτι, τους περίμενα με χοροπηδήματα και από τη χαρά μου και τις φωνές μου δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγα! Το βράδυ που γύρισε και ο παπ-πούς, άλλα χοροπηδήματα, άλλες χαρές! Μόλις κάτσαμε να φάμε, τσου-γκρίσαμε τα ποτήρια και ευχηθήκαμε: «καλορίζικο»!!!
«Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβάλαμε», είπε ο παππούς κοροϊδευτικά και με κάποια δυσπιστία για το αν, τελικά, θα «παίρναμε» ρεύμα!
Πέρασε κάμποσος καιρός και τα συνεργεία της ΔΕΗ «έστηναν» τις κολώ-νες και λίγο αργότερα «πέρασαν» και τα «σύρματα». Δυο – τρία άλλα συ-νεργεία ηλεκτρολόγων έκαναν τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στα σπίτια. Η μεγάλη στιγμή όλο και πλησίαζε!
Κάποιοι δεν θέλανε να «βάλουνε» ρεύμα, γιατί θα ήταν αντιοικονομικό ή κα επικίνδυνο! Είχε ειπωθεί και πως: «αυτά είναι δουλειές του διαβό-λου»! Συζητήσεις επί συζητήσεων στα μαγαζιά του χωρίου, στους δρόμους, στις γειτονιές, στις αυλές, στα σπίτια… Παντού! Ο καθένας που προσπαθούσε να επιχειρηματολογήσει στη δική του άρνηση, βομβαρδιζόταν από τα επιχειρήματα των άλλων για τις ευεργεσίες της τεχνολογίας και ο ένας μετά τον άλλον άλλαζαν γνώμη. Σε μια κουβέντα με συγχωριανούς, άκουσα τον πατέρα να λέει:
«Ο κόσμος αλλάζει κι εμείς έχουμε μικρά παιδιά που αύριο θα μεγαλώ-σουνε και πρέπει να ζήσουνε αλλιώς, καλύτερα από μας!... Κι εγώ με δανεικά θα το βάλω! Το ρεύμα είναι πολιτισμός! Πατάς ένα κουμπάκι και η νύχτα γίνεται ημέρα μέσα στο σπίτι! Άσε που ξενοιάζεις μια και καλή από τη μουτζούρα του πετρελαίου…».
Τελειώνοντας τα μαθήματα το Σάββατο του Λαζάρου, οι δάσκαλοι μάς ευχήθηκαν «Καλό Πάσχα», λέγοντάς μας πως μετά τις πασχαλινές διακοπές θα γύρναγαν στο χωριό, που θα το εύρισκαν ηλεκτροδοτημένο! H «μία μετά την άλλη» και οι συμβουλές τους, όπως και κάθε μεγαλύτερου, για το πόσο επικίνδυνο είναι, αν «βάλουμε το χέρι στη ‘‘μπρίζα’’», αν πιάσουμε το καλώδιο, αν αλλάξουμε λάμπα, χωρίς να έχουμε κλείσει το γενικό…
Τη Μεγάλη Τετάρτη είχαμε ενημερωθεί όλοι στο χωριό να έχουμε κλει-στό το γενικό, γιατί το απόγευμα θα «ερχόταν» το ρεύμα!!! Στη θέση τους και οι λάμπες από τον ηλεκτρολόγο, που ήταν ο μόνος που «ήξερε», περίμεναν κι αυτές την «ιστορική στιγμή»! Πόσοι όμως και πόσες φορές την ημέρα δεν ανοιγοκλείναμε το «κουμπί» από την πρώτη στιγμή που έγινε η εγκατάσταση, μήπως και «ήρθε» το ρεύμα, αφού «ηλεκτρικό» για μας σήμαινε «φωτισμός» και τίποτα άλλο!
Το τι έγινε, λίγο πριν νυχτώσει την μεγάλη εκείνη Μεγάλη Τετάρτη δεν περιγράφεται! Εγώ με την αδελφή μου ζεσταινόμαστε στο τζάκι, όταν μπήκε στο σπίτι ο πατέρας και πάτησε το «κουμπί»! Τα σπίτι αμέσως έλαμψε!!! Σαν ελατήρια τιναχτήκαμε επάνω και αρχίσαμε να ξεφωνίζουμε χοροπηδώντας! Ο πατέρας ήλθε μας αγκάλιασε και χοροπηδούσε κι αυτός μαζί μας! Σχεδόν αμέσως ο… χορός μεγάλωσε, αφού μπήκε και η μάνα, αναστατωμένη από τα ξεφωνητά μας!
Δοκιμάσαμε τα φώτα σε όλα τα δωμάτια και βγήκαμε στην αυλή. Ξεφω-νητά ευτυχίας και στα άλλα σπίτια, ξεφωνητά ευτυχίας και στους δρόμους και στα σοκάκια του χωριού, που φωτίστηκαν από τις κολώνες! Τρέχανε ό-λοι στα σπίτια τους, να δουν και να ζήσουν την αλλαγή, το «πέρασμα» στον πολιτισμό!
Στην «πρόσκληση» του παπα-Σωτήρη από την Ωραία Πύλη στους «λαμ-προφορεμένους» συγχωριανούς να «πάρουμε» το Άγιος Φως της Ανάστα-σης, λίγο πριν ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», οι πολυέλεοι έλαμψαν για πρώτη φορά!!! Κάτι πρωτόγνωρο και κάτι απερίγραπτο, που συνοδεύτηκε με επιφωνήματα χαράς, ενθουσιασμού και θαυμασμού! Κάποια – λίγα – βεγγαλικά, καλωσόρισαν και τη νέα αυτή αλλαγή!
Γυρίσαμε όλη η οικογένεια στο σπίτι, μετά την Ανάσταση. Μπήκαμε με τις λαμπάδες αναμμένες, όπως κάθε χρονιά, να ανάψουμε και το καντήλι. Ήταν η στιγμή που πάντα το σπίτι φώτιζε με το Αναστάσιμο Φως! Εκείνη τη χρονιά όμως, με το που ο πατέρας που μπήκε πρώτος και πάτησε το «κουμπί», το φως των λαμπάδων «χάθηκε» μπροστά στη ηλεκτρική λάμπα των «σαράντα κηρίων»!
«Δεύτε λάβε κι εσύ φως, σπίτι», είπε ο πατέρας! Αγκαλιαστήκαμε όλοι και ξαναείπαμε «Χριστός Ανέστη», τρισευτυχισμένοι!
Το λυχνάρι και η λάμπα πετρελαίου δεν… αποσύρθηκαν αμέσως! Τον πρώτο καιρό λειτουργούσαν… επικουρικά, για οικονομία! Μετά τον πρώτο μήνα όμως πήραν μόνιμα τη θέση τους στην «αστράχα1»! Αζήτητο και σχε-δόν ξεχασμένο ήταν πλέον και το πετρέλαιο!
Τη μεθεπόμενη χρονιά ένα θέμα έκθεσης στο γυμνάσιο του Σοποτού ή-ταν «Ένα βράδυ χωρίς ηλεκτρικό». Την επόμενη μέρα που η καθηγήτριά μας είχε διορθώσει τα γραπτά, μας είπε:
«Κάποιος που δεν σας ξέρει, θα νόμιζε πως αντιγράψατε ο ένας από τον άλλον, αφού λέτε όλοι το ίδιο πράγμα: κόπηκε το ρεύμα και κοιμηθήκαμε νωρίς!... Δεν σκέφθηκε κανείς σας να γράψει δυο λόγια για τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος σε μια πόλη! Πόσοι και πώς έψαχναν μέσα στο σκοτάδι, να μην παραπατήσουν στις σκάλες των πολυκατοικιών; …Τι επιπτώσεις έχει η διακοπή του ρεύματος σε ένα, έστω, εργοστάσιο;…».
Ποιος να πει και τι να πει… Σχεδόν αμέσως η ίδια συμπλήρωσε με ειρωνικό τρόπο, θέλοντας προφανώς να υπογραμμίσει και την «πρωτευουσιάνικη» προέλευσή της:
«…Και σε εξωγήινους να μίλαγα, το ίδιο θα αντιδρούσαν! Τι ξέρετε εσείς από τέτοια!...».
1Αστράχα: Το κενό «τριγωνικό» διάστημα, μεταξύ του τοίχου και της στέγης του σπιτιού (εσωτερικά), που πολύ συχνά χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος για μικροαντικείμενα.
--------------------------
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων και είναι υγειονομικός (Διπλωματούχος Νοσηλευτής).
Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε εδώ και αρκετά χρόνια, δημοσιεύοντας αρχικά άρθρα και κείμενά του στον Επαρχιακό – Καλαβρυτινό Τύπο, καθώς και σε διάφορα περιοδικά. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!» εξέδωσε το 2002. Δύο χρόνια αργότερα προχώρησε σε μια προσπάθεια μετάφρασης για «Τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και του Μεγάλου Σαββάτου», καθώς και άλλων περικοπών της Μεγάλης Εβδομάδος (περιορισμένος αριθμός αντιτύπων). Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Έμμετρα», το 2008, από τις Εκδόσεις «Άπειρος Χώρα». Το 2009 ολοκλήρωσε την ογκώδη έρευνά του με τίτλο «“Καταθέσεις” από την Νοσηλευτική μου διαδρομή». Το 2011 εκδόθηκαν τα βιβλία του «Η Φωτογραφία» και «Όταν η ελπίδα άρχισε ν’ ανατέλλει» («Άπειρος Χώρα»). Αναμένεται να εκδοθεί ακόμα και το σχεδόν ολοκληρωμένο βιβλίο του (μυθιστόρημα), με τίτλο «Αθόρυβοι εργάτες». Παράλληλα, συνεχίζει να δημοσιεύει πολύ συχνά άρθρα, κείμενα και ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά (έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος). Ακόμα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ομιλίες του για διάφορα λογοτεχνικά και κοινωνικά θέματα.
Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.