Έξω από το σχολείο της Κερασιάς του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου Χαράς ευαγγέλια το Σάββατο στα παιδικά μας χρόνια! Έφτανε η Κυριακή...
Έξω από το σχολείο της Κερασιάς |
του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου
Χαράς ευαγγέλια το Σάββατο στα παιδικά μας χρόνια! Έφτανε η Κυριακή, που ήταν «η μέρα του Θεού»! Ήταν όμως και η μοναδική της εβδομάδας που δεν είχαμε σχολείο κι από δουλειές, μόνο εκείνες που δε μπορούσανε να μείνουνε καθόλου πίσω.
Είχε «μαζέψει» η μέρα την ώρα που χτύπαγε η καμπάνα για εσπερινό και ο ζευγολάτης άφηνε το όργωμα, ξέζευε το ζευγάρι1 και γύριζε σπίτι. Οι γυναίκες παρατάγανε το πλεχτό ή το γνέσιμο και αφιερώνονταν στις ετοιμασίες για την άλλη μέρα: Όλα έπρεπε να είναι συμμαζεμένα, γιατί πάντα κάποιος θα πέρναγε να του «ψήσουνε» καφέ, μετά την εκκλησία. Η μάνα έπρεπε να ζεστάνει νερό στη φωτιά για να μας λούσει και να μας πλύνει στην «τσίγκινη» σκάφη και μετά να μας αλλάξει. Και τι δεν μηχανευόμαστε να αποφύγουμε εκείνο το λούσιμο, αλλά πού να μας πέρναγε! Ποιος μπορεί να ξεχάσει και τη μοσχοβολιά που είχε αφήσει το πράσινο σαπούνι στα ρούχα, την ώρα που τα φοράγαμε! Μετά το λούσιμο και το άλλαγμα, η απαγόρευση να βγούμε από το σπίτι ήταν ρητή: «Θα μας βαρέσει τ’ απόξω2»!
Την Κυριακή θα πηγαίναμε στην εκκλησία, χωρίς άλλο. Ο εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτικός και οι μαθητές που «απείχαν» από την υποχρέωση αυτή, έπρεπε να απολογηθούν στους δασκάλους τους και ενώπιον όλων των άλλων παιδιών τη Δευτέρα το πρωί!
Σαν η μοναδική μέρα της εβδομάδας που δεν είχαμε σχολείο, μας έδινε και την εντύπωση πως η Δευτέρα δεν θα έλθει ποτέ! Ευκαιρία, λοιπόν, για ξενοιασιά, ευκαιρία για «ξεσάλωμα»! Και όταν λέμε «ξεσάλωμα», μη φανταστεί κανείς πως ξενυχτάγαμε στις καφετέριες ή στα νυχτερινά κλαμπ! Όλο κι όλο το δικό μας «ξεσάλωμα» ήταν περισσότερη ώρα παιχνίδι στα σοκάκια και στις πλατείες του χωριού, κι αυτό μέχρι να νυχτώσει καλά, γιατί μετά δεν βλέπαμε τη «μύτη» μας! Αυτό, βέβαια, ήταν «δώρο» μόνο των μικρών παιδιών, γιατί τα χέρια των μεγαλύτερων ήσαν απαραίτητα στις δουλειές του σπιτιού και της οικογένειας, που δεν μπορούσαν να μείνουν πίσω.
Μετά το νύχτωμα η μάνα άναβε το καντήλι και λιβάνιζε πρώτα το εικόνισμα, ύστερα καθέναν μας ξεχωριστά και μετά όλο το σπίτι. Όλοι όρθιοι την ιερή εκείνη ώρα, κάναμε το σταυρό μας σε θέση υπόκλισης, όταν «πέρναγε» από μπροστά μας το λιβανιστήρι. Η μάνα σιγοψυθίριζε κάποιες αυτοσχέδιες προσευχές και ένοιωθες την ίδια κατάνυξη και την ίδια ευλάβεια, σαν να ήσουν στην εκκλησία, στον εσπερινό. Το φως του καντηλιού που έκαιγε μέχρι το πρωί και αχνοφώτιζε όλο το σπίτι, σηματοδοτούσε την ημέρα που ξημέρωνε.
Στην εκκλησία φοράγαμε όλοι τα αλλού καλύτερά μας ρούχα, που μπορεί να ήσαν και λίγο μπαλωμένα, οπωσδήποτε όμως καθαρά. Τα παιδιά, σε «παράταξη» με το σχολείο πάντα, περιμέναμε με πολύ μεγάλη λαχτάρα να πει ο παπάς το «δι’ ευχών», να «λακίσουμε», για να έχουμε περισσότερη ώρα στη διάθεσή μας για παιχνίδι. Μελίσσι που έβγαινε από τη κυψέλη ο κόσμος και βόμβος η κουβέντα τους, πλημύριζε το γύρω χώρο και τους δρόμους. Πολλοί είχανε να ειδωθούνε μια ολόκληρη βδομάδα και πιάνανε για τα καλά την κουβέντα, γιατί μπορεί να κάνανε άλλο τόσο να ξαναβρεθούνε! Οι άντρες συνέχιζαν την κουβέντα τους, απολαμβάνοντας τον καφέ τους στα μαγαζιά, τα παιδιά στις δικές τους «ασχολίες» και οι γυναίκες γύρναγαν κατ’ ευθείαν στο σπίτι να «μαζέψουν» τις κυριακάτικες δουλειές και να ετοιμάσουν το φαΐ.
Το «καλό φαΐ» της Κυριακής ήταν ένας ακόμα λόγος που μας έκανε να την περιμένουμε με λαχτάρα. Αν και εξαιρετικά σπάνια ήταν κρέας και ακόμα σπανιότερα ψάρι, είχε μια άλλη χάρη! Ήταν γιορτινά προσεγμένο, «επέχοντας θέσιν» πασχαλινής απόλαυσης! Μόνο το φρέσκο σπιτικό βούτυρο να σκεφθεί κανείς που μοσχομύριζε όλο το μαχαλά με το που έμπαινε στην κατσαρόλα, φτάνει!
Στους δρόμους και τις πλατείες του χωριού δεν έβλεπες ζα, αφού η μέρα ήταν και «δική» τους να ξεκουραστούν! Έβλεπες μόνο κόσμο καλοντυμένο και με ζωγραφισμένη τη χαλάρωση στα πρόσωπα. Η γιορτινή ατμόσφαιρα φαινόταν παντού και της έδιναν περισσότερο χρώμα τα μεγάλα ραδιόφωνα που είχαν κυρίως τα μαγαζιά και που τα έβγαζαν στο παράθυρο, βάζοντάς τα δυνατά, να ακούνε όλοι τα δημοτικά τραγούδια που κυριαρχούσαν στο πρόγραμμα της Κυριακής.
Η λίγη ξεκούραση για πολλούς μετά το μεσημεριανό φαγητό σφράγιζε την ημέρα, αφού όλες τις άλλες ήταν ανεπίτρεπτη.
Η Κυριακάτικη ξενοιασιά άρχιζε να χάνεται από το απόγευμα της ημέρας, που έπρεπε τα παιδιά να στρωθούνε για διάβασμα και οι μεγάλοι να αρχίσουνε τις ετοιμασίες. Τη Δευτέρα το πρωί όλα έπρεπε να είναι έτοιμα, για το ξεκίνημα της εβδομάδας.
Οι ευκαιρίες που «ψάχνουμε» να «πεταχτούμε» έστω και για τις δυο μέρες του Σαββατοκύριακου στον τόπο μας, αφού αναζητήσαμε μακριά του την τύχη μας, δείχνουν πόσο δεμένοι είμαστε με τα αγιασμένα χώματά μας. «Υποχρεωτικό» θεωρούμε και τον εκκλησιασμό, όταν είμαστε στο χωριό την Κυριακή. Τα καλοκαίρια όμως που τα χωριά μας ξαναγεμίζουν κόσμο και το σχόλασμα της εκκλησίας θυμίζει στους μεγαλύτερους το «μελίσσι» της Κυριακής των παιδικών μας χρόνων, αυτό και μόνο είναι «εις οιωνός άριστος» και μήνυμα για τις επόμενες γενιές.
-------------------------
1 Το ζευγάρι των ζώων που όργωναν.
2 Κάθε τι που έχει να κάνει με νεράιδες, ξωτικά και γενικώς με «σατανικά».
--------------------------
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων και είναι υγειονομικός (Διπλωματούχος Νοσηλευτής).Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε εδώ και αρκετά χρόνια, δημοσιεύοντας αρχικά άρθρα και κείμενά του στον Επαρχιακό – Καλαβρυτινό Τύπο, καθώς και σε διάφορα περιοδικά. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!» εξέδωσε το 2002. Δύο χρόνια αργότερα προχώρησε σε μια προσπάθεια μετάφρασης για «Τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και του Μεγάλου Σαββάτου», καθώς και άλλων περικοπών της Μεγάλης Εβδομάδος (περιορισμένος αριθμός αντιτύπων). Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Έμμετρα», το 2008, από τις Εκδόσεις «Άπειρος Χώρα». Το 2009 ολοκλήρωσε την ογκώδη έρευνά του με τίτλο «“Καταθέσεις” από την Νοσηλευτική μου διαδρομή». Το 2011 εκδόθηκαν τα βιβλία του «Η Φωτογραφία» και «Όταν η ελπίδα άρχισε ν’ ανατέλλει» («Άπειρος Χώρα»). Αναμένεται να εκδοθεί ακόμα και το σχεδόν ολοκληρωμένο βιβλίο του (μυθιστόρημα), με τίτλο «Αθόρυβοι εργάτες». Παράλληλα, συνεχίζει να δημοσιεύει πολύ συχνά άρθρα, κείμενα και ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά (έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος). Ακόμα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ομιλίες του για διάφορα λογοτεχνικά και κοινωνικά θέματα.Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.