Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι ανακαλύπτουν στην σαλιγκαροτροφία το «μαγικό» αντίδοτο στη συρρίκνωση του εισοδήματός τους, ...
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι ανακαλύπτουν στην σαλιγκαροτροφία το «μαγικό» αντίδοτο στη συρρίκνωση του εισοδήματός τους, λόγω κρίσης, αλλά για ν’ ασχοληθεί σοβαρά κάποιος μαζί του θα πρέπει να έχει μεράκι και διάθεση για σκληρή δουλειά.
Το σαλιγκάρι και δη η καλλιέργειά του εδώ και μερικά χρόνια είναι από τις δημοφιλέστερες αναζητήσεις στο διαδίκτυο από ανθρώπους που αναζητούν «απάντηση» στο εργασιακό αδιέξοδο που έχει δημιουργήσει η κρίση.
Στο διαδίκτυο άρχισε να ψάχνει πληροφορίες για εναλλακτικές καλλιέργειες, πριν από μερικά χρόνια και ο 40χρονος σήμερα Παναγιώτης Παναγιωτίδης, ο οποίος «έπεσε» πάνω σε μία ιστοσελίδα για τα σαλιγκάρια κι από τότε άλλαξε όλη του η ζωή.
Εδώ και πολλά χρόνια, ο κ. Παναγιωτίδης ασχολείται με τη μεγάλη του αγάπη, την πληροφορική, και παρά το γεγονός ότι προέρχεται από αγροτική οικογένεια, όπως εξηγεί ποτέ δεν έτυχε να ασχοληθεί με τη γη. Αυτό μέχρι το 2010, οπότε και άρχισε τις διαδικτυακές αναζητήσεις για μία καλλιέργεια που θα τού επέτρεπε να συμπληρώσει το εισόδημά του.
Αρχή του 40χρονου σ’ αυτή την αναζήτηση, που διήρκεσε περίπου έναν χρόνο ήταν: «Αν δεν έχεις πού να δώσεις το προϊόν σου, μην ασχολείσαι!».
Επέλεξε τελικά τη σαλιγκαροτροφία και μιλώντας μ’ έναν συγχωριανό του για τα σχέδιά του βρήκε συνοδοιπόρο στο «ταξίδι» του. Μάλιστα, σε αντίθεση με τον ίδιο, ο συνέταιρός του διέθετε δικό του χωράφι, έκτασης 5,5 στρεμμάτων, ενώ η ενασχόλησή του σε εταιρεία ζωοτροφών, έβγαλε πολλές φορές τους δύο φίλους από τη δύσκολη θέση στα προβλήματα που ανέκυπταν κατά τη διάρκεια του στησίματος της κλειστού τύπου μονάδας που έφτιαξαν και τοποθέτησαν το 2011 τις μάνες σαλίγκαρους, βάρους 45 κιλών.
Ο κ. Παναγιωτίδης δεν βιάζεται και δεν είναι υπέρ του εύκολου και ευκαιριακού κέρδους και γι’ αυτό το λόγο ακολουθεί αργά, αλλά σταθερά βήματα στη νέα του προσπάθεια.
Δαπανώντας, μαζί με το συνέταιρο και φίλο του, συνολικά το ποσό των 1500 ευρώ περιόρισαν τη μονάδα τους σε έκταση 1200 μέτρων, την οποία και μελλοντικά φιλοδοξούν και θέλουν να επεκτείνουν.
Το εγχείρημά τους έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον συγχωριανών και φίλων, τους οποίους και προτρέπουν, όταν ερωτηθούν, να ασχοληθούν κι’ αυτοί με την εκτροφή σαλιγκαριών.
Εκτροφείς δύο «ταχυτήτων»
Υπάρχουν εκτροφείς που απογοητεύτηκαν από τις επιδόσεις των σαλιγκαριών τους κι άλλοι που τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση, καθώς βρήκαν στη συγκεκριμένη καλλιέργεια ένα σταθερό εισόδημα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως εξηγεί ο γεωπόνος Αβραάμ Νικολαϊδης, υπεύθυνος του κέντρου «Δήμητρα» στη Δράμα, δεν φταίνε τα σαλιγκάρια αλλά οι ίδιοι ο εκτροφείς, που δεν φρόντισαν να διαθέτουν την τεχνογνωσία που απαιτείται και δεν εισήγαγαν στις μονάδες τους, εκείνους τους γεννήτορες που θα απέδιδαν τα μέγιστα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της σαλιγκαροτροφίας στη χώρα μας παραμένει αμείωτο και πηγάζει από τη γενικότερη ανάγκη για ενασχόληση με καινοτόμες επενδύσεις και παραγόμενα προϊόντα με προοπτική τόσο στην εγχώρια, όσο και εξωτερική αγορά και μάλιστα σε ικανοποιητικές τιμές.
Παραθέτοντάς μας τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την πορεία της σαλιγκαροτροφίας στη χώρα μας το 2011, ο κ.Νικολαϊδης επισημαίνει ότι το Μάιο πέρυσι ήταν καταγεγραμμένες συνολικά 151 μονάδες, αν και ο ίδιος θεωρεί ότι υπερβαίνουν τις 220.
Από το σύνολο των καταγεγραμμένων μονάδων, οι 86 είναι ανοικτού τύπου που αντιστοιχούν σε 650 στρέμματα και οι 65 κλειστού, ήτοι 97 στρέμματα. Οι περιοχές στις οποίες εντοπίζονται οι περισσότερες μονάδες είναι σε Βόρεια και Κεντρική Μακεδονία και λίγες σε Πελοπόννησο.
Αναφερόμενος στα παραγωγικά αποτελέσματα που παρουσίασαν οι εκτροφείς την περίοδο 2010-2011, ο κ.Νικολαϊδης επισήμανε ότι η έρευνα βασίστηκε σε μονάδες στις περιοχές Έβρου, Ξάνθης, Κομοτηνής, Καβάλας, Δράμας και Σερρών.
Ειδικότερα, σε δείγμα 26 μονάδων ανοικτού τύπου, που αντιπροσωπεύουν 136 στρέμματα, από την έρευνα προέκυψε ότι οι αποδόσεις τους εμφάνιζαν υψηλή απόκλιση, που κυμαίνεται από 0-3 τόνους/στρέμμα για τα Helix Aspersa Muller και σε 0-400 κιλά/ στρέμμα για τα Helix Aspersa Maxima.
Από το δείγμα των 17 μονάδων κλειστού τύπου, που αντιπροσωπεύουν 17 στρέμματα και πάλι προέκυψε από την έρευνα ότι οι αποκλίσεις στις αποδόσεις ήταν πολύ μεγάλες.
Συγκεκριμένα, τα Helix Aspersa Muller, εμφάνισαν αποδόσεις που κυμαίνονταν από 0-7 τόνους/στρέμμα και τα Helix Aspersa Μaxima από 500 κιλά-2,5 τόνους/στρέμμα.
Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται αμέσως αντιληπτό, όπως μας επισήμανε ο κ.Νικολαϊδης, ότι το είδος Helix Aspersa Maxima εμφανίζει μία πιο σταθερή συμπεριφορά.
Πάντως, όπως έσπευσε να διευκρινίσει, «όλο το θέμα είναι κανείς να διαθέτει την αιτούμενη τεχνογνωσία, αλλά και να προμηθεύεται το γενετικό υλικό εκείνο που θα αποδώσει τα μέγιστα».
Υπενθύμισε, μάλιστα, ότι διαρκώς οργανώνονται εκπαιδευτικά σεμινάρια, μέσω των οποίων δίνεται και το σχετικό πιστοποιητικό στους συμμετέχοντες.
Συνολικά για την περίοδο 2010-2011, η παραγωγή στη χώρα μας ανήλθε σε 90 τόνους και οι κύριοι προορισμοί του προϊόντος, εκτός της εσωτερικής αγοράς, ήταν η Ιταλία και η Γαλλία.
Ως σημαντικότερο πρόβλημα της σαλιγκαροτροφίας στη χώρα μας, ο κ. Νικολαϊδης προέταξε την απουσία μεταποιητικών μονάδων του προϊόντος, γεγονός που αφαιρεί από τη δυναμική μας στις εξωτερικές αγορές, αφού «αυτοί που πληρώνουν αδρά για την προμήθεια του προϊόντος, τα προτιμούν μεταποιημένα και τυποποιημένα και σαφώς επώνυμα».
Όπως αποκάλυψε, πάντως, δεν αποκλείεται στο προσεχές διάστημα να λειτουργήσουν τουλάχιστον δύο μεταποιητικές μονάδες στη Βόρεια Ελλάδα και μία στην Κρήτη.
Το κόστος λειτουργίας
Σε ό,τι αφορά την ανοικτού τύπου μονάδα, η μέση έκταση που απαιτείται για να στηθεί είναι πέντε στρέμματα, με ετήσια απόδοση 1000 κιλά εμπορεύσιμο σαλιγκάρι και κόστος περί τις 20.000 ευρώ.
Για την περίπτωση κλειστού τύπου μονάδας, η απαιτούμενη έκταση είναι τουλάχιστον ένα στρέμμα, με το κόστος κατασκευής να ανέρχεται σε 27.000 ευρώ και την απόδοση να υπολογίζεται σε τέσσερις τόνους σαλιγκάρια, ετησίως.
Σε κάθε περίπτωση, η σαλιγκαροτροφία είναι μία ιδιαίτερη παραγωγή και κάθε μελλοντικός εκτροφέας θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει την υδροδότηση του χωραφιού του, να είναι οπλισμένος με διάθεση για δημιουργία και να έχει υπομονή, αφού το πρώτο εισόδημά του θα έρθει έπειτα από 18 μήνες.
Στο χωράφι πρέπει να υπάρχουν περίφραξη, λαμαρίνες, σύστημα τεχνικής βροχής καθώς και λίπανσης-απολύμανσης, πάσσαλοι, ενώ παράλληλα ο παραγωγός θα πρέπει να προμηθευτεί πιστοποιημένες μάνες, φυτά για διατροφή και πάχυνση, όπως μαρούλι, ηλίανθος, κοκκινογούλι, ιταλικό τριφύλλι, ειδικό δίκτυ εσωτερικής περίφραξης και απολυμαντικά.
Από το δεύτερο χρόνο και μετά, το μόνο που πληρώνει ο παραγωγός είναι τους σπόρους, ενώ το κύριο μέλημά του είναι το “δρόσισμα” των σαλιγκαριών: θα πρέπει καθημερινά να ποτίζει το εκτροφείο για 10 λεπτά της ώρας.
Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, η σημερινή, παγκόσμια τάση της αγοράς είναι συνδεδεμένη με την παραγωγή του είδους “Helix Aspersa Muller” που αντιπροσωπεύει τη νέα κατεύθυνση στη σαλιγκαροτροφία.
Πάνω από το 80% των εκτροφέων στην Ευρώπη παράγουν το συγκεκριμένο είδος, που είναι ιδιαίτερα κατάλληλο και ανθεκτικό για τις συνθήκες του εκτροφείου.
Διακρίνεται για την αναπαραγωγική του ικανότητα (έως 120 αυγά), προσαρμόζεται εύκολα σε συνθήκες εκτροφείου, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες και η τιμή του είναι η υψηλότερη παγκοσμίως σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη.
Επισημαίνεται ότι, βάσει ερευνών, το καθαρό εισόδημα ανά στρέμμα εντατικά καλλιεργούμενης έκτασης μπορεί να φτάσει τα 15.000 ευρώ από το δεύτερο χρόνο, σε ετήσια βάση.
Τα σαλιγκάρια πωλούνται περίπου προς 4,50 ευρώ το κιλό στη χονδρική, ενώ “αγγίζουν” ακόμα και τα 9 ευρώ το κιλό στη λιανική πώληση.
από: ΠΑΣΕΓΕΣ