του Νίκου Κωνσταντακόπουλου Έβλεπες τον γεροβοσκό που αντίκριζε τον ήλιο πρώτος σα σκαρφάλωνε στον ουρανό, βουφάγε αχόρταγα δροσιά, μί...
Έβλεπες τον γεροβοσκό που αντίκριζε τον ήλιο πρώτος σα σκαρφάλωνε στον ουρανό, βουφάγε αχόρταγα δροσιά, μίλαγε με τα κλαριά άκουγε το γλυκόλαλο αηδόνι ,που σκορπάγε της μεθυστικές του νότες φρόντιζε μέρα νύχτα το κοπάδι του και με τα σφυρίγματα και τα σαλαγάτε του οδηγούσε τα κοπάδι του κατά το βουνό πάνω στα καταράχια σε τόπους αβόσκητους.
Αναγνώριζε το καθένα από το βέλασμα του και αν κάπιο αποκοβότανε από την στάνη το καλούσε με το όνομα του. Κυνηγούσε τις μπολιάρες προβατίνες και (ψωριάρες ).
έτσι αποκαλούσε κάτι στερφόγιδες που πέφτανε στα φύτρα, Της σαλαγάγε και της πετροβολούσε. Την άνοιξη κωλοκούριζε με το τραγοψάλιδο τα γιδοπρόβατα του και σα ζύγωνε το καλοκαίρι αφαιρούσε από την ράχη τους και το υπόλοιπο Μαλί .
Πολλές φορές αφαιρούσε και τα τσέπια για να μην τραυματίζει το ένα το άλλο και έβλεπες τα ζωντανά κουρεμένα αλλά με πολλές ψαλιδιές και αλλά με λίγες ανάλογα με την επιδεξιότητα του του προβατάρη κουρέα!!!
Φρόντιζε ιδιαίτερα το κριάρι του με τα χοντρά τσέπια και το ορθοκέρατο τραγί με τα μουσκεμένα γένια το ακριβό γκεσέμι του. Έπρεπε να είναι δυνατοί τούτοι οι "σπορίτες" για να τα βγάλουν περά με τόσες συζύγους!!!!
Φρόντιζε τα λιανότατα τα κατσικάρνια και άλλα τα γκαστρωμένα πρόσεχε τα διπλάρια και της πρωτόγεννες που δυσκολευόταν να γεννήσουν. πολλές φόρες, της ξεγεναγε πάνω στο βουνό αφαιρούσε το κύτταρο κι έφερνε στην αγκαλιά το νεογέννητο με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.
Με γκόρτσα τρυπούσε τα πρησμένα ρουθούνια της προβατίνας που την είχε χτυπήσει φίδι.
Απόλαμπρα ,έβγαινε στα βουνά κι έστηνε το γρέκι του , το τυροκομίο του.
έφτιαχνε με το σέμπρο του βορό, μαντρί ζωσμένο με ξερολίθι , στρούγκα παγανιά κακαβόστρα φούρκες και λεβετόξυλα κι έπηζε τυρί στην τσαντίλα με πυτιά που φύλαγε ο και διατηρούσε μέσα σε πάνινη σακούλα χτύπαγε το γάλα και έβγαζε το βούτυρο.
Με συντρόφια το γοργοπόδαρο σκυλί του, την κάπα τη γλίτσα ,την πουλιά τα’ αστέρι της αυγής και την Ερμή μοναξιά του, έβγαινε κάτω από το φως του αποσπερίτη , το κοπάδι για νυχόοβοσκι και χουχουλιζόταν γιατί τα χεριά του που ποτέ δεν είχαν φοβηθεί δουλεία πάγωναν .
Πούντιαζαν τα πόδια μέχρι το γόνατο στο δροσόπαγο της κονταυγής απάγκιαζε σε βράχους ρούφαγε αχόρταγα δροσιά βουνίσια και για προσκέφαλο είχε μια παλιά χλαίνη "από το αλβανικό" απλωμένη σε μια χοντρόπετρα.
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού οδηγούσε το ζηλευτό μπουλούκι του για πότισμα στη ρεματιά κι αυτά ροβολάγανε μέσα στης άβαθες λούμπες τον ποταμών και στης ποτίστρες στάλιζαν στα πλατύφυλλα αιωνόβια πλατάνια και αναχάραζαν . Ο ίδιος πλάι στη βρύση ακουμπισμένος στης ρίζες του πλατάνου με την αρίδα του απλωμένη έβγαζε από το τράστο λίγο τυρί ένα κρεμμύδι και μια ντομάτα κι έτρωγε το λιγοστό φαγάκι του αφού πρώτα έριχνε στον κούτουλα το ξεροκόμματο για να μαλακωσιά και ο σκύλος ο φύλακας της στάνης είχε το στόμα ανοιχτό και κρεμασμένη τη γλώσσα από τη ζεστή να παρειβ κ ’αυτός το μερδικό του!!!
Αυτός ήταν ο κερτέζιτης ο βοσκός ο κερτέζιτησ ο τσοπάνης που πάντα πρώτος στον χορό πρώτος και στο τραγούδι .Σήκωναν ποτήρια και έλεγαν τραγούδια του τραπεζιού και τις ταβλάς .νάνε καλά οι τσοπαναραίοι μας κι εμείς να τους χαιρόμαστε
Νίκος Κωνσταντακόπουλος
Κέρτεζη