γράφει ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος Γνωστό περισσότερο σαν «ραποσίτι» (ή αραποσίτι) το καλαμπόκι στον τόπο μας, είναι μια σημαντική...
γράφει ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Γνωστό περισσότερο σαν «ραποσίτι» (ή αραποσίτι) το καλαμπόκι στον τόπο μας, είναι μια σημαντική συνέμπαση* για ανθρώπους και ζωντανά, γι αυτό και η συλλογή του (θερισμός) είναι ένας ακόμα ξεσηκωμός της ξωμαχιάς.
Η σπορά του γίνεται το Μάη, ακολουθούν το άργεμα* και ο σκάλος* ένα με ενάμισι μήνα μετά, η φροντίδα του όλο το καλοκαίρι με το τακτικό πότισμα, το κορφάδισμα* προς το τέλος Αυγούστου, για να ακολουθήσουν μετά τον τρύγο ο θερισμός με το φλούδο.
Σχεδόν πάντα ανάμεσα στο ραποσίτι φυτεύουν και άλλα προϊόντα, όπως φασόλια, κολοκυθιές, καλαμπόκι*, ενισχύοντας με αυτά το νοικοκυριό τους. Περίοπτες θέσεις μέσα και γύρω από το χωράφι από τον καιρό που αρχίζει η ωρίμανση, έχουν οι σκιάζαροι*, στους οποίους εύκολα βλέπει κανείς τις έξυπνες επινοήσεις κάθε νοικοκύρη, να γλιτώσει τη σοδειά του από τα άγρια πτηνά και τα ζούδια*. Τη νύχτα δε, για «να φυλάξουν τον ασβό», που προκαλεί και τη μεγαλύτερη ζημιά, ένας εκ περιτροπής από την οικογένεια έμενε στο χωράφι, χτυπώντας συνέχεια έναν τενεκέ, ο ήχος του οποίου φόβιζε το άγριο ζώο και δεν πλησίαζε!
Ο θερισμός δεν ξεκίναγε πολύ πρωί, μέχρι να φύγει κάπως η χινοπωριάτικη υγρασία. Οι νοικοκυραίοι από τα γειτονικά χωράφια δούλευαν όλοι μαζί στο χωράφι του ενός και, τελειώνοντας συνέχιζαν στο άλλο, μέχρι και το τελευταίο. Άλλοι μαζεύαμε και γεμίζαμε σακιά και άλλοι κουβαλάγανε με τα ζα στο σπίτι, στο χωριό, με μοναδικό διάλειμμα το μεσημεριανό φαγητό, κάτω από τον παχύ ίσκιο.
Οι καλαμιές που έμεναν στο χωράφι κόβονταν αργότερα και ήταν πολύ καλή τροφή για τα καματερά* το χειμώνα. Ήταν ακόμα πολύ κατάλληλες για τα νεογέννητα αρνοκάτσικα, που στρώνονταν κάτω και τα κρατάγανε στεγνά στον τσάρκο*.
Όλη η ποσότητα του θερισμένου ραποστιού συγκεντρωνόταν στο σπίτι, συνήθως σε κάποια αποθήκη, κάνοντας ένα μικρό «βουνό». Το δε μεγάλο πανηγύρι ξεκίναγε όταν άρχιζε ο φλούδος, που ήτανε και δουλειά ξεκούραστη: Γείτονες, συγγενείς και νοικοκυραίοι, καθιστοί όλοι γύρο από το «βουνό» το ραποσίτι με το που άρχιζε να νυχτώνει, κατάφερναν να το «γκρεμίσουν» μέσα σε λίγες ώρες, για να πάρουν σειρά τα επόμενα σπίτια. Για περισσότερο φωτισμό είχαν επιστρατευτεί λάμπες πετρελαίου και λυχνάρια από τη γειτονιά. Δουλειά και ψυχαγωγία μαζί, με αστεία, πειράγματα, τραγούδια, άκρως δε απαραίτητη και η «τοπική εφημερίδα»!
Γνωστό περισσότερο σαν «ραποσίτι» (ή αραποσίτι) το καλαμπόκι στον τόπο μας, είναι μια σημαντική συνέμπαση* για ανθρώπους και ζωντανά, γι αυτό και η συλλογή του (θερισμός) είναι ένας ακόμα ξεσηκωμός της ξωμαχιάς.
Η σπορά του γίνεται το Μάη, ακολουθούν το άργεμα* και ο σκάλος* ένα με ενάμισι μήνα μετά, η φροντίδα του όλο το καλοκαίρι με το τακτικό πότισμα, το κορφάδισμα* προς το τέλος Αυγούστου, για να ακολουθήσουν μετά τον τρύγο ο θερισμός με το φλούδο.
Σχεδόν πάντα ανάμεσα στο ραποσίτι φυτεύουν και άλλα προϊόντα, όπως φασόλια, κολοκυθιές, καλαμπόκι*, ενισχύοντας με αυτά το νοικοκυριό τους. Περίοπτες θέσεις μέσα και γύρω από το χωράφι από τον καιρό που αρχίζει η ωρίμανση, έχουν οι σκιάζαροι*, στους οποίους εύκολα βλέπει κανείς τις έξυπνες επινοήσεις κάθε νοικοκύρη, να γλιτώσει τη σοδειά του από τα άγρια πτηνά και τα ζούδια*. Τη νύχτα δε, για «να φυλάξουν τον ασβό», που προκαλεί και τη μεγαλύτερη ζημιά, ένας εκ περιτροπής από την οικογένεια έμενε στο χωράφι, χτυπώντας συνέχεια έναν τενεκέ, ο ήχος του οποίου φόβιζε το άγριο ζώο και δεν πλησίαζε!
Ο θερισμός δεν ξεκίναγε πολύ πρωί, μέχρι να φύγει κάπως η χινοπωριάτικη υγρασία. Οι νοικοκυραίοι από τα γειτονικά χωράφια δούλευαν όλοι μαζί στο χωράφι του ενός και, τελειώνοντας συνέχιζαν στο άλλο, μέχρι και το τελευταίο. Άλλοι μαζεύαμε και γεμίζαμε σακιά και άλλοι κουβαλάγανε με τα ζα στο σπίτι, στο χωριό, με μοναδικό διάλειμμα το μεσημεριανό φαγητό, κάτω από τον παχύ ίσκιο.
Οι καλαμιές που έμεναν στο χωράφι κόβονταν αργότερα και ήταν πολύ καλή τροφή για τα καματερά* το χειμώνα. Ήταν ακόμα πολύ κατάλληλες για τα νεογέννητα αρνοκάτσικα, που στρώνονταν κάτω και τα κρατάγανε στεγνά στον τσάρκο*.
Όλη η ποσότητα του θερισμένου ραποστιού συγκεντρωνόταν στο σπίτι, συνήθως σε κάποια αποθήκη, κάνοντας ένα μικρό «βουνό». Το δε μεγάλο πανηγύρι ξεκίναγε όταν άρχιζε ο φλούδος, που ήτανε και δουλειά ξεκούραστη: Γείτονες, συγγενείς και νοικοκυραίοι, καθιστοί όλοι γύρο από το «βουνό» το ραποσίτι με το που άρχιζε να νυχτώνει, κατάφερναν να το «γκρεμίσουν» μέσα σε λίγες ώρες, για να πάρουν σειρά τα επόμενα σπίτια. Για περισσότερο φωτισμό είχαν επιστρατευτεί λάμπες πετρελαίου και λυχνάρια από τη γειτονιά. Δουλειά και ψυχαγωγία μαζί, με αστεία, πειράγματα, τραγούδια, άκρως δε απαραίτητη και η «τοπική εφημερίδα»!
Το κόκκινο ραποσίτι έφερνε τύχη! |
Γυναικεία χέρια δένανε τις κρεμαντάλες*, ενώ το κοτσόκολο* το έβαζαν χωριστά και καταναλωνόταν πρώτο. Τις κρεμαντάλες τις κρέμαγαν σε αποθήκη, μέχρι το Γενάρη-Φλεβάρη, που με το κοπάνημα1 απελευθερωνόταν ο καρπός από το κότσαλο. Ο σπόρος ραντιζόταν με θειικό χαλκό (γαλαζόπετρα ή «αλογόπετρα») για να μη «ζωντανέψει», ενώ κατ’ άλλους το ράντισμα απέτρεπε την πιθανότητα να καταναλωθεί.
Από τις πιο «μεγάλες» στιγμές του φλούδου ήταν αυτή που κάποιος θα εύρισκε κόκκινο ραποσίτι, κάτι που δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο. Αυτός ήταν πολύ τυχερός, γιατί είχε το δικαίωμα να φιλήσει όποια ελεύθερη κοπέλα της παρέας ήθελε και αυτή ήταν «υποχρεωμένη» να δεχθεί το φιλί του, ενώπιον όλων!!! Φαντάζεται κανείς τι γινότανε!
Επισφράγισμα της «γιορτής» αυτής ήταν το σφαχτό, βρασμένο στο κακκάβι από τη νοικοκυρά ή το μάγερα, που ήταν και ξαργοτιμάρικος* γι’ αυτή τη δουλειά. Ο μούστος στα βουτσά* που είχε αρχίσει να «τσούζει», «βάραγε στο κεφάλι» και αν ο χορός δεν είχε αρχίσει ακόμα, τα ένα-δυο ποτηράκια έκαναν την αρχή και τα επόμενα γινόταν πολύ συχνά η αιτία να το «διαλύσουνε» με το που έβγαινε ο ήλιος!
Σειρά στις γεωργικές εργασίες μετά το φλούδο έχει η σπορά των σιτηρών (στάρι, βρώμη, σίκαλη, κριθάρι), όταν και η γη έχει πιεί αρκετό νεράκι.
===============
*
Παραπέμπει στο «Καλαβρυτινό… λεξικό»:
1
Χτύπημα με ξύλα στο σωρό του καλαμποκιού
Σκιάζαρος |
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων και είναι υγειονομικός (Διπλωματούχος Νοσηλευτής).Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε εδώ και αρκετά χρόνια, δημοσιεύοντας αρχικά άρθρα και κείμενά του στον Επαρχιακό – Καλαβρυτινό Τύπο, καθώς και σε διάφορα περιοδικά. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!» εξέδωσε το 2002. Δύο χρόνια αργότερα προχώρησε σε μια προσπάθεια μετάφρασης για «Τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και του Μεγάλου Σαββάτου», καθώς και άλλων περικοπών της Μεγάλης Εβδομάδος (περιορισμένος αριθμός αντιτύπων). Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Έμμετρα», το 2008, από τις Εκδόσεις «Άπειρος Χώρα». Το 2009 ολοκλήρωσε την ογκώδη έρευνά του με τίτλο «“Καταθέσεις” από την Νοσηλευτική μου διαδρομή». Το 2011 εκδόθηκαν τα βιβλία του «Η Φωτογραφία» και «Όταν η ελπίδα άρχισε ν’ ανατέλλει» («Άπειρος Χώρα»). Αναμένεται να εκδοθεί ακόμα και το σχεδόν ολοκληρωμένο βιβλίο του (μυθιστόρημα), με τίτλο «Αθόρυβοι εργάτες». Παράλληλα, συνεχίζει να δημοσιεύει πολύ συχνά άρθρα, κείμενα και ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά (έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος). Ακόμα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ομιλίες του για διάφορα λογοτεχνικά και κοινωνικά θέματα.Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.