HIDE

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

HIDE_BLOG

Breaking News

latest

ΜΑΖΕΪΚΑ - Ζωοκτονία εξ αμελείας (Εύθυμη αληθινή ιστορία, σε μορφή μικρού θεατρικού)

Του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου     Αρχές Ιουνίου του 1976 και το σκηνικό εκτυλίσσεται στο προαύλιο του εξαταξίου, τότε, γυμνασίου Κλειτορ...

Του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου   
Αρχές Ιουνίου του 1976 και το σκηνικό εκτυλίσσεται στο προαύλιο του εξαταξίου, τότε, γυμνασίου Κλειτορίας. Η έκτη τάξη γράφει γεωμετρία, το δεύτερο μάθημα τη συγκεκριμένη ημέρα, και είναι η μόνη που παραμένει εκεί, σε σχέση με τις άλλες τάξεις που έχουν τελειώσει και το σχολείο μοιάζει να έχει ερημώσει. Έξι-επτά τελειόφοιτοι που παρέδωσαν το γραπτό τους, έχουν κάνει πηγαδάκι στη σκιά που σχηματίζει το κτίριο και συζητάνε προβληματισμένοι για το αν τα πήγαν καλά, αφού δεν βρήκαν και τόσο εύκολα τα θέματα. Κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα της τάξης, βγαίνει και ένας μαθητής ή μια μαθήτρια, κατσούφηδες πάντα, και το πηγαδάκι στο προαύλιο μεγαλώνει. Εποχή της σχολικής ποδιάς ακόμα και μπορείς να διακρίνεις τη μικρή αριθμητική υπεροχή του ασθενούς φύλου.
Όσο περνάει η ώρα το πηγαδάκι εξακολουθεί να μεγαλώνει και η κουβέντα συνεχίζει να μονοπωλείται στο ίδιο θέμα, με ορισμένες διαφωνίες ως προς τη λύση στης άσκησης. Κάποια στιγμή, ο Τάκης απλώνει τα δυο του χέρια στους ώμους της Αντιγόνης και του Σπύρου, που ήσαν δεξιά του κι αριστερά του:
 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 

ΤΑΚΗΣ (Με ύφος μαθητή που είναι βέβαιος για την «επιτυχία» του): Εγώ, ρε μάγκες, ένα τεσσάρι που θέλω να περάσω και να μην ξανάρθω το Σεπτέμβρη, πιστεύω να το έπιασα!
ΣΠΥΡΟΣ (Δείχνοντας με την παλάμη του τον Τάκη): Τι λέει τώρα ο άνθρωπος! Κανένας μας δεν πιστεύω να ξανάρθει το Σεπτέμβρη… Σκοπός είναι να γράφαμε κάτι παραπάνω, μπας και ο γενικός βαθμός του απολυτηρίου ξεπεράσει το… δέκα!
Οι περισσότεροι χαμογελάνε.
ΠΟΠΗ: Ρε, σεις, καθίστε καλά, γιατί θα τρελαθώ! Η άσκηση δεν άρχιζε με το εμβαδόν του παραλληλογράμμου; Το εμβαδόν του παραλληλόγραμμου δεν είναι «βάση επί ύψος δια δύο»;
ΚΩΣΤΑΣ (Δίνοντας μια μούντζα στην Πόπη, που το χέρι του φτάνει στα μαλλιά της και της σπρώχνει το κεφάλι): Τι λες, μωρή! Τέλειωσες την έκτη γυμνασίου και δεν ξέρεις το εμβαδόν του παραλληλογράμμου; «Βάση επί ύψος» είναι! Όχι δια δύο! Μόνο του τριγώνου είναι «δια δύο»!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: (Συμπληρώνει τον Κώστα): Ξεκίνησες λάθος, φιλενάδα, και σου βγήκε όλη η άσκηση λάθος…
ΑΓΓΕΛΟΣ (Με χαμόγελο, και για να πειράξει την Πόπη): …Αν έκανε τα υπόλοιπα σωστά!...
ΑΝΔΡΙΑΝΑ (Διστακτικά): Κι εγώ, ρε παιδιά, «δια δύο» το έβαλα! …Και γιατί του τριγώνου μόνο το εμβαδόν είναι «δια δύο»;
ΚΩΣΤΑΣ: Γεια σου κι εσένα, σαΐνι μου!
Οι περισσότεροι ξαναχαμογελάνε, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Κώστα.
Ο Βλάσης, ένα «μαθηματικό κεφάλι», κάνει δυο βήματα, κόβει ένα ξυλαράκι από την ανθισμένη πικροδάφνη και σχηματίζει το παραλληλόγραμμο στο χώμα, εξηγώντας στους συμμαθητές του γιατί είναι του τριγώνου μόνο το εμβαδόν «δια δύο». Την ώρα εκείνη ανοίγει η πόρτα της αίθουσας και βγαίνει ο Πάνος, που έρχεται τρέχοντας και φωνάζοντας δυνατά από την αγωνία του. Με τη φόρα που είχε πέφτει επάνω στους άλλους συμμαθητές του και το πηγαδάκι μετακινείται.
ΚΩΣΤΑΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ, ΑΝΔΡΙΑΝΑ: (Πολύ φωναχτά): Σιγά, ρεεεε!
ΠΑΝΟΣ: Ρε, σεις, πείτε μου κι εμένα πώς λύνεται η άσκηση! Μου φαίνεται τα έκανα θάλασσα! Δεν είμαι να πάω σπίτι! Θα με αποκληρώσει ο γέρος μου, αν δεν περάσω!
Οι περισσότεροι του κάνουν νόημα με το δάχτυλο στην μύτη να σωπάσει, για να παρακολουθήσουν τη λύση της άσκησης από το Βλάση. Μόλις ο Πάνος σηκώνεται στα δάχτυλα των ποδιών και τεντώνει το λαιμό του, βλέπει στο κέντρο του πηγαδιού το Βλάση σκυμμένο να «γράφει», τον πιάνει μεγαλύτερη υστερία και απευθύνεται απεγνωσμένα στον ίδιο:
ΠΑΝΟΣ: Πες μου κι εμένα, ρε!... Αν δεν έχω γράψει χάθηκα… …Να δω κι εγώ ρε, λέει στους άλλους και τους σπρώχνει με τα χέρια του, δεξιά κι αριστερά. Προσπαθώντας ο Βλάσης να μη χάσει τον ειρμό του, του λέει με πολύ στόμφο και με φαινομενική σοβαρότητα:
ΒΛΑΣΗΣ: Μη μου τους όρχεις ζάλιζε!!!
Όλοι γελάνε με την καρδιά τους και δυνατά!
Η κουβέντα για τα γραπτά αλλάζει σε λίγο και το μεγάλο πηγαδάκι που αποτελούσαν οι κάπου σαράντα πέντε μαθητές και μαθήτριες της τάξης αρχίζει να διαλύεται σε άλλα μικρότερα, ανάλογα με τις προτάσεις που ακούγονται για το τι θα κάνουν αμέσως μετά. Λίγα λεπτά αργότερα οι περισσότεροι έχουν φύγει ένας-ένας και μένει ένα μικρό πηγαδάκι των 13-15 μαθητών και μαθητριών.
ΑΡΤΕΜΙΣ: Ρε παιδιά, ό,τι γράψαμε, γράψαμε! Από δω τελειώνουμε… και μου φαίνεται πως τώρα αρχίζουν τα δύσκολα!... Πάμε να κάνουμε κάνα περίπατο στην αγορά;…
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι να τον κάνουμε τον περίπατο στην αγορά; Δεν πάμε ν’ ανεβούμε σε καμιά κερασιά, να φάμε κάνα κεράσι;
ΑΡΤΕΜΙΣ: Και ποιος θ’ ανεβεί στην κερασιά;
ΑΓΓΕΛΟΣ (Χαμογελώντας πονηρά): Εσύ με την Πόπη!
ΑΡΤΕΜΙΣ: Είναι ανάγκη να μας ανεβάσετε στην κερασιά να σας… γυαλίσουμε;
ΑΓΓΕΛΟΣ: Όπα, όπα!!!
ΘΑΝΑΣΗΣ: Πάμε στα ποδοσφαιράκια, ρε;
ΑΓΓΕΛΟΣ: Ποια ποδοσφαιράκια, ρε; Εδώ έχουμε άλλα… ενδιαφέροντα!
ΛΕΩΝΙΔΑΣ («ΛΕΩΝ»): Άσε, ρε, με τα ποδοσφαιράκια! Δεκαπέντε-είκοσι δραχμές που μου έχουν μείνει, δεν τολμάω να τις αγγίξω. Με φτάνουνε – δε με φτάνουνε να πάω το Σαββάτο στο χωριό! Και συνεχίζει μονολογώντας: …Μου φαίνεται πάλι στα δανεικά θα καταλήξω… Σάμπως έχω δώσει κι αυτά που χρωστάω;… Και ποιόν να βρω να με δανείσει πάλι; …Κι εσύ μου λες για ποδοσφαιράκια;
Συνεχίζουν να το παζαρεύουν χαμηλόφωνα για λίγη ώρα και κάποιοι (κορίτσια τα περισσότερα) ακλουθούν την Άρτεμις για περίπατο στην αγορά. Εφτά αγόρια, ο «Λέων», ο Θανάσης, ο Νίκος, ο Σπύρος, ο Πάνος, ο Άγγελος και ο Λευτέρης μένουν ακόμα εκεί, χωρίς να αποφασίζουν πού να πάνε. Ξαφνικά, του Λευτέρη του έρχεται μια ιδέα:
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ρε σεις, σήμερα έχει δικαστήριο! Δεν πάμε να κάνουμε λίγο χαβαλέ; Έχει έλθει μια νέα και όμορφη δικαστίνα από την Αθήνα, όλο λούσο και κούνημα!
Όλοι τον κοιτάζουν κατάματα.
ΘΑΝΑΣΗΣ (Χαμογελώντας): Είναι όμορφη, ρε; Την έχεις δει;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Γκομενάρα, ρε! Αστέρι σας λέω! Δεν περνάει εύκολα τέτοιο θηλυκό από την Κλειτορία! Προχτές την είδαμε με τον Αντώνη που έκανε βόλτα με δυο-τρεις καθηγήτριες και πάθαμε!...
ΠΑΝΟΣ: Μμμμ! Σιγά, ρε! Για τα δόντια μας είναι!...
Όλοι χαμογελάνε.
ΑΓΓΕΛΟΣ: …Και να μην πάμε για κεράσια;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Άσε ρε! Θες να μας τρέχουνε στο αστυνομικό τμήμα πάλι; Εμένα και του Αχιλλέα ένα μήνα έχουνε που μας διορθώσανε τη διαγωγή από «κοσμία» σε «κοσμιωτάτη», απ’ όταν μας πιάσανε πρόπερσι που τρώγαμε κεράσια στης Κάπαινας και μάς έγινε μάθημα! …Απολυτήριο περιμένουμε, για να βγούμε στη ζωή!...
Φαίνεται όλοι να συμφωνούν μαζί του.
ΣΠΥΡΟΣ (Κλίνοντας προς την πρόταση του Λευτέρη): Και τι δικαστήριο έχει; …Έτσι κι αλλιώς αύριο δε γράφουμε…
ΘΑΝΑΣΗΣ: Δεν καταλαβαίνεις; Τα συνηθισμένα: Πήγανε δυο-τρεις προβατίνες του τάδε και φάγανε τις φασολιές του τάδε!... Σε δουλειά να βρισκόμαστε και να τρέχουμε στα δικαστήρια!...
ΝΙΚΟΣ (Με δισταγμό): Πάμε…
Κάνα δυο διαφωνούν και θέλουν να γυρίσουν σπίτι τους για διάβασμα, συνεχίζουν όμως να το συζητάνε. Στο τέλος νικάει η πλειοψηφία και ο Λέων με τον Πάνο που διαφωνούσαν κάθετα από την αρχή, ακολουθούν διστάζοντας.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Σκηνικό στην αίθουσα του Ειρηνοδικείου, που βρίσκονται καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι καθιστοί, άνδρες και γυναίκες, και συζητάνε μόνο ψιθυριστά. Οι επτά τελειόφοιτοι έχουν καθίσει στις τελευταίες θέσεις, «γαλαρία». Γύρω στους τοίχους βλέπεις κορνιζαρισμένα αποφθέγματα, όπως «Μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσης», «Μέγιστον κοινωνικόν αγαθόν το δίκαιον» και ένα σκίτσο με το σήμα της δικαιοσύνης, το ζυγό. Η δικαστίνα (ειρηνοδίκης) και η γραμματέας έχουν διακόψει για διάλειμμα και η έδρα είναι κενή. Πάνω ακριβώς από την πλάτη της δικαστίνας είναι η εικόνα του Χριστού και μπροστά της η Καινή Διαθήκη, σε μια ξύλινη βάση με προστατευτικό πηχάκι γύρω, να μην πέφτει. Κάνα δυο από την παρέα των τελειόφοιτων μπαίνουν για πρώτη φορά σε αίθουσα δικαστηρίου και τους πιάνει δέος, το οποίο ενισχύει και η σιωπή του ακροατηρίου. Δεν περνάνε λίγα λεπτά, ανοίγει μια πλαϊνή πόρτα και μπαίνουν πρώτη η γραμματέας, μια μπασμένη αλλά περιποιημένη σαρανταπεντάρα και η ειρηνοδίκης, μια ψηλή κοπέλα με τέλειες αναλογίες, που πρέπει να έχει περάσει τα τριάντα, φαίνεται όμως έξι-εφτά χρόνια μικρότερη. Το πολύ προσεγμένο ανοιχτόχρωμο ντύσιμό της το υποστηρίζει μια κόκκινη κομψή τσάντα, που την κρατάει με χάρη στο αριστερό χέρι. Οι έξι τελειόφοιτοι κάνουν ταυτόχρονα την ίδια σκέψη: «Σαν να είχε δίκιο ο Λευτέρης!». Εκείνος, ο Λευτέρης, εκφράζει το θαυμασμό του με ένα χαμηλόφωνο «φφφ», ρουφώντας τον αέρα. Το τακούνι της ακούγεται δυνατά στο ξύλινο πάτωμα και με το που κάθεται ανοίγει την τσάντα της, βγάζει κάμποσα χαρτιά κι ένα στυλό, χτυπάει το κουδούνι και φωνάζει δύο ονόματα: Τον «ενάγοντα» και την και την «εναγομένη». Σηκώνονται από το ακροατήριο μια γυναίκα πενηνταπεντάρα με μαντήλι σκούρων χρωμάτων στο κεφάλι και ένας άντρας πάνω-κάτω συνομήλικός της, που πριν κάνει το πρώτο βήμα, αφήνει το καπέλο του στο κάθισμά του. Τα μαλλιά του μένουν «όρθια», αλλά δε μπορεί να τα δει. Το ντύσιμο και των δυο τους δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι προσεγμένο.
Απευθυνόμενη πρώτα στον ενάγοντα η δικαστίνα, τον ρωτάει ένα-ένα τα στοιχεία της ταυτότητάς του και αφού παίρνει τις απαντήσεις, συνεχίζει:
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Βλέπω εδώ πως ζητάτε χρηματική αποζημίωση από την κατηγορουμένη. Για πείτε μας τι ακριβώς θέλετε και γιατί.
ΕΝΑΓΩΝ: Ο βασταγός της, κυρία ειρηνοδίκα…
Ακούγονται γέλια από κάποιους, που προφανώς γνώριζαν το θέμα της αντιδικίας.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Σσσσσσσ! (χτυπώντας το κουδούνι). Ποιός είναι ο βασταγός;
«Το γαϊδούρι», της απαντάει χαμηλόφωνα η γραμματέας. Η δικαστίνα κάνει μια γκριμάτσα, προφανώς εκφράζοντας την απορία της για την ονομασία αυτή του ζώου, που μάλλον την άκουγε για πρώτη φορά.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Ο βασταγός της, τι;
ΕΝΑΓΩΝ (Κάπως διστακτικά): Να, μού έπνιξε το δικό μου, που ήτανε θηλυκό!
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ (Όλο απορία προς στη γραμματέα και χαμηλόφωνα, που όμως ακούγεται): Δηλαδή;… Δεν κοίταξα καθόλου και τη δικογραφία... Είδα μόνο το θέμα και την αξίωση του ενάγοντος, στο τέλος. Ξέρεις περί τίνος πρόκειται; Εκείνη χαμογελάει πονηρά και η ειρηνοδίκης φαίνεται ότι έχει μεσάνυχτα.
ΕΝΑΓΩΝ: Είχα δέσει το βασταγούρι μου να βοσκήσει κι εγώ έσκαβα στο χωράφι. Θηλυκό και μικρό ήτανε κι από εκεί που ήμουνα δεν το έβλεπα. Κατά το μεσημέρι ακούω δυνατά γκαρίσματα και φωνές από τους γειτόνους. Δεν είχε δέσει καλά το δικό της η κατηγορούμενη, ή δεν ήταν γερό το σχοινί, έφυγε και πήγε κι έπνιξε το δικό μου!
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Δηλαδή, πώς το έπνιξε;
ΕΝΑΓΩΝ (Έντονα συνεσταλμένος και κοιτώντας στο πάτωμα. Θα έλεγε κανείς πως εκείνη τη στιγμή αναρωτιόταν: «Ήταν ανάγκη να πέσω σε γυναίκα δικαστή;»): Την ώρα που τη βάτευε, κυρία ειρηνοδίκα! …Μου έκοψε τα χέρια! Δεν έχω με τι να κάνω τις δουλειές μου τώρα… Με τι θα αγοράσω άλλο, αν δεν πάρω την αποζημίωση… Είπαμε για ένα χρηματικό ποσό είκοσι χιλιάδες δραχμές, αλλά η κατηγορουμένη δε δέχεται να μου το δώσει.
Ακούγονται γέλια, περισσότερο από την επτάδα των τελειοφοίτων, από τη γαλαρία της αιθούσης. Η ειρηνοδίκης δείχνει να μην ξέρει πώς να χειριστεί το θέμα και να χάνει τον έλεγχο. Τους ρίχνει μια άγρια ματιά, που μάλλον ήταν και προειδοποιητική. Ύστερα γύρισε πάλι προς τη γραμματέα και αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα, προσπαθώντας να συγκρατήσει και η ίδια το χαμόγελό της: «Γίνονται αυτά τα πράγματα;». Εκείνη, με μια διακριτική κίνηση του κεφαλιού της προς τα κάτω, της επιβεβαιώνει πως «ναι, μπορεί να συμβεί!» και σκύβει πάνω από την κόλα το χαρτί που έγραφε τα πρακτικά, να κρύψει και αυτή το χαμόγελό της. Σταμάτησαν και τα δυνατά γέλια του ακροατηρίου, αλλά διέκρινε κανείς πόσο εύκολα μπορούσαν να ξαναρχίσουν.
Θέλοντας η ειρηνοδίκης να αποφορτίσει λίγο το κλίμα, δίνει εντολή στον ενάγοντα να καθίσει και καλεί την κατηγορουμένη να «εγερθεί», πιστεύοντας, ίσως, πως και σαν γυναίκα θα μπορούσε να μιλήσει κάπως ευπρεπέστερα.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Εγερθείτε, παρακαλώ, κατηγορουμένη.
Εκείνη δεν καταλαβαίνει το «εγερθείτε» και μένει στη θέση της. Η δικαστίνα την κοιτάζει κατάματα και το βλέμμα της δείχνει να τη φοβίζει. Πίσω της ακούγεται χαμηλόφωνα μια ανδρική φωνή, επαναλαμβανόμενη δυο φορές: «Σήκω όρθια! Σήκω όρθια!».
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Δεν είχατε λάβει τα μέτρα σας, δηλαδή δεν είχατε δέσει καλά το ζώο σας;
ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: Εγώ, κυρία ειρηνοδίκα,…
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ (Σκύβει το κεφάλι της και κρατάει το μέτωπό της με την αριστερή παλάμη, μονολογώντας: Ωχ! Χριστέ μου! Θα λαλήσω σήμερα, με τούτους εδώ που έμπλεξα! Αμέσως μετά, με μια απότομη κίνηση σηκώνει το κεφάλι της και τη διακόπτει, έντονα εκνευρισμένη: Σταματήστε, επί τέλους, αυτό το ειρηνοδίκα και ερηνοδίκα! Κυρία πρόεδρε θα με λέτε, λέει αυστηρά!
Η ήδη συνεσταλμένη κατηγορουμένη δείχνει όλο και περισσότερο ανήσυχη και φοβισμένη, κάτι που αντιλαμβάνεται η δικαστίνα και προτρέπει χαμηλόφωνα: «Συνεχίστε».
ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ (Με κινήσεις αμηχανίας φτιάχνει με τα δυο της χέρια το μαντήλι στο κεφάλι της και με κάπως τρεμάμενη φωνή): Εγώ, κυρία πρόεδρε, το έδεσα καλά, όπως το έδενα κάθε μέρα. Εκείνο το ρημαδιασμένο είδε το θηλυκό στο παραπέρα χωράφι και φαίνεται τραβήχτηκε πολύ. Το σχοινί ήταν καινούργιο και δεν περίμενα πως θα μπορούσε να το κόψει.
Θέλοντας προφανώς η δικαστίνα να επισπεύσει την ακροαματική διαδικασία και να βγάλει την απόφαση μελετώντας τη δικογραφία περισσότερο, δίνοντας τέλος και στη δική της αμηχανία, καλεί τη μάρτυρα, μια γυναίκα σαράντα πέντε με πενήντα χρονών. Αφού τη ρώτησε και αυτή τα στοιχεία της ταυτότητάς της, τη βάζει να ορκιστεί στην Καινή Διαθήκη.
ΜΑΡΤΥΣ: Ορκίζομαι.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Είδατε εσείς πώς έγινε το επεισόδιο; Θέλω να πω, το ζώο της κατηγορουμένης ήταν δεμένο, ή ήταν ελεύθερο;
ΜΑΡΤΥΣ: Δεμένο ήταν, κυρία ειρην… κυρία πρόεδρε! Το είχα δει που τραβιότανε και γκάριζε, αλλά που να φανταστώ. Μου περνάει κι από το μυαλό πως μπορεί κάποιος να πήγε και να έκοψε το σχοινί, για να κάνει πλάκα. (Τη διακόπτουν γέλια και η δικαστίνα χτυπάει πάλι το κουδούνι. Η μάρτυς συνεχίζει): Κάποια στιγμή το είδα που βάτευε το θηλυκό και το δάγκωνε στο λαιμό και έβαλα τις φωνές… Μέχρι να φτάσουνε εκεί δυο άντρες, την είχε πνίξει!
Τα γέλια συνεχίζονται και διακόπτουν πάλι τη μάρτυρα.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: (Επιβάλλοντας ησυχία και προσπαθώντας να ανακτήσει το χαμένο έλεγχο και την ψυχραιμία της): Καλά, και δεν ντραπήκατε άνθρωποι κάποιας ηλικίας να φτάσετε στο δικαστήριο για ένα τέτοιο θέμα; Δε μπορούσατε να τα βρείτε μόνοι σας;… Τι άλλο έχετε να μας πείτε, μάρτυς; Ορίστε… Σύντομα και με ευπρέπεια, παρακαλώ!
ΜΑΡΤΥΣ: Εγώ, κυρία πρόεδρε, γνωρίζω και τους δύο. Γειτόνοι είμαστε. Ορκίστηκα, και δε θα πω ψέματα. Κρατιέται το νέο σερνικό βασταγούρι με τίποτα, άμα δει θηλυκό; Και της Ντίνας (δείχνοντας την κατηγορουμένη) νέο ήτανε και το θηλυκό του Παναγιώτη (δείχνοντας τον κατήγορο) στο παραδιπλανό χωράφι μικρό και πρωτάρικο. Πολύ ήθελε;…
Τη διακόπτει ομοβροντία γέλιου, ενώ η επτάδα χτυπιέται κυριολεκτικά, τόσο, που το υπόλοιπο ακροατήριο γυρίζει να τους κοιτάξει! Σχεδόν αμέσως όμως η πολύ δυνατή και διαπεραστική φωνή της δικαστίνας υπερισχύει και τα γέλια κόβονται απότομα.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ (Κινώντας έξαλλη τα χέρια της και με πρόσωπο κατακόκκινο από το θυμό, απευθύνεται μόνο στους επτά): Σας κοίταξα μία, σας κοίταξα δύο χωρίς να σας μιλήσω και πίστεψα πως καταλάβατε ότι πρέπει να σοβαρευτείτε! Περάστε αμέσως έξω!
Σταματάει απότομα την κίνηση των χεριών της και τους δείχνει επιτακτικά με το δεξιό δείχτη την πόρτα, επαναλαμβάνοντας πιο δυνατά τη λέξη «αμέσως».
Σηκώνονται και οι επτά με κατεβασμένο το κεφάλι και, προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους, βαδίζουν γρήγορα προς την έξοδο. Πριν ακόμα φτάσουν στην πόρτα ο δικαστίνα συμπληρώνει, στον ίδιο αυστηρό τόνο, απευθυνόμενη στο υπόλοιπο ακροατήριο:
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ: Περάστε όλοι έξω, πλην του ενάγοντος, της εναγομένης και της μάρτυρος! Εκκενώνω την αίθουσα!

Έτσι, κανείς από τους επτά, συμπεριλαμβανόμενου και του γράφοντος, δεν έμαθε την έκβαση της δίκης!





Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων και είναι υγειονομικός (Διπλωματούχος Νοσηλευτής).Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε εδώ και αρκετά χρόνια, δημοσιεύοντας αρχικά άρθρα και κείμενά του στον Επαρχιακό – Καλαβρυτινό Τύπο, καθώς και σε διάφορα περιοδικά. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!» εξέδωσε το 2002. Δύο χρόνια αργότερα προχώρησε σε μια προσπάθεια μετάφρασης για «Τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και του Μεγάλου Σαββάτου», καθώς και άλλων περικοπών της Μεγάλης Εβδομάδος (περιορισμένος αριθμός αντιτύπων). Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Έμμετρα», το 2008, από τις Εκδόσεις «Άπειρος Χώρα». Το 2009 ολοκλήρωσε την ογκώδη έρευνά του με τίτλο «“Καταθέσεις” από την Νοσηλευτική μου διαδρομή». Το 2011 εκδόθηκαν τα βιβλία του «Η Φωτογραφία» και «Όταν η ελπίδα άρχισε ν’ ανατέλλει» («Άπειρος Χώρα»). Αναμένεται να εκδοθεί ακόμα και το σχεδόν ολοκληρωμένο βιβλίο του (μυθιστόρημα), με τίτλο «Αθόρυβοι εργάτες». Παράλληλα, συνεχίζει να δημοσιεύει πολύ συχνά άρθρα, κείμενα και ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά (έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος). Ακόμα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ομιλίες του για διάφορα λογοτεχνικά και κοινωνικά θέματα.Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Ακολουθήστε το kalavrytanews.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Ακολουθήστε το ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS σε Instagram, Facebook και Twitter.