Του Χρήστου Μπουτάτου* Ο Ευστάθιος Λάμψας υπήρξε ο άνθρωπος που ανέδειξε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» στο πολυτελέστερο ξενοδοχεί...
Του Χρήστου Μπουτάτου*
Ο Ευστάθιος Λάμψας υπήρξε ο άνθρωπος που ανέδειξε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και εγγύς Ανατολής της εποχής του. Χάρις την άνευ προηγουμένου χλιδή του, το απαστράπτον αυτό ξενοδοχείο κατάφερε να γίνει σχεδόν έμβλημα της πόλης της Αθήνας, προσελκύοντας πλήθη επωνύμων τουριστών. Η επιχειρηματική δεινότητα του Ευστάθιου Λάμψα προήγαγε χωρίς καμία κρατική μέριμνα τον ανύπαρκτο, μέχρι τότε, ελληνικό τουρισμό, ενώ η φήμη του ξενοδοχείου στηρίχθηκε επίσης στη μαγειρική του ικανότητα.
Τα πρώτα του βήματα
Ο πατέρας του Ευστάθιου Λάμψα, Δημήτριος, καταγόταν από το Βεσίνι Καλαβρύτων. Αναζήτησε εργασία στη ξενιτιά και έτσι έφυγε μικρός για την Σεβαστούπολη της Ρωσίας, όπου εργάστηκε στον πεθερό του ο οποίος ήταν εφαπλωματοποιός. Μετά τον θάνατο του πεθερού του, αποφάσισε να επιστρέψει με τη σύζυγό του και τον μικρό του γιο, Στάθη, στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και άνοιξε ένα μικρό παπλωματάδικο.
Ο Ευστάθιος Λάμψας, δεκατεσσάρων χρόνων τότε, έπιασε δουλειά σ’ ένα μπακάλικο επί της Ερμού, κάνοντας τις διανομές τροφίμων στα βασιλικά ανάκτορα και τα σπίτια εύπορων Αθηναίων. Κάθε πρωί ο μικρός Στάθης πήγαινε στο παλάτι τις παραγγελίες ενός γάλλου αρχιμάγειρα. Ο Γάλλος συμπάθησε τον Στάθη και αποφάσισε να τον προσλάβει ως βοηθό του στη βασιλική κουζίνα. Έτσι κι έγινε. Μόνο που ο Στάθης δεν αρκέστηκε στις χειρωνακτικές του εργασίες, προς τις οποίες έδειξε μεγάλη επιμέλεια, αλλά προσπάθησε να μυηθεί και στις λεπτομέρειες της μαγειρικής τέχνης. Ώσπου μια μέρα παρουσιάστηκε στον προϊστάμενο της βασιλικής αυλής και τον παρακάλεσε να τον στείλει στο Παρίσι, ώστε να ειδικευθεί στη μαγειρική και επανερχόμενος να αντικαταστήσει τον γάλλο σεφ.
Ο δρόμος της ξενιτιάς
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ενέκρινε την παράκληση του Στάθη και τον έστειλε στην ελληνική πρεσβεία του Παρισιού, παρέχοντάς του μηνιαίο επίδομα 100 γαλλικών φράγκων. Έτσι, ο Ευστάθιος Λάμψας σύντομα βρέθηκε υπάλληλος στο καλύτερο εστιατόριο του Παρισιού, το “Maison Doree”, όπου καταρτίστηκε πλήρως στη μαγειρική, αλλά και γενικότερα στην ξενοδοχειακή τέχνη. Μάλιστα, το γεύμα που είχε επιμεληθεί για τον Armando Oppenheim, έναν μεγαλοτραπεζίτη της εποχής, τόσο πολύ τον κατέπληξε, που ζήτησε τον Λάμψα ως αρχιμάγειρα στο μέγαρό του. Ο Λάμψας όμως δεν μπορούσε να δεχθεί την πρόταση του πλούσιου Γάλλου, εφόσον είχε δεσμευτεί να επιστρέψει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τον βασιλιά. Ο Oppenheim, όμως, προθυμοποιήθηκε να δώσει τα χρήματα προκειμένου να αποδεσμεύσει τον Λάμψα. Τελικά, ο Λάμψας πήρε την άδεια να μείνει κι άλλο στο Παρίσι και δούλεψε επί τέσσερα χρόνια ως «μετρ ντ’ οτέλ» στο μέγαρο Oppenheim. Από το μεγάλο του μισθό κατάφερε να κάνει την πρώτη του περιουσία.
Αξίζει να σημειωθεί πως όταν απεβίωσε ο Oppenheim, άφησε στη διαθήκη του 20.000 γαλλικά φράγκα στον Λάμψα. Ο Λάμψας, καθώς ήταν πλέον ευκατάστατος, αποφάσισε να διαθέσει όλο το ποσό για τη διακόσμηση της εκκλησίας στο Fontainebleau του Tousson της Γαλλίας, το χωριό στο οποίο γεννήθηκε η σύζυγός του. Το 1883, ο Λάμψας παντρεύτηκε σε ρωσική εκκλησία του Παρισιού την ανιψιά του ιδιοκτήτη του γαλλικού ξενοδοχείου “Lanterne”, την Παλμύρα Παλφρουά. Η συμβολή της Παλμύρας στα πρώτα βήματα του Λάμψα στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ήταν καθοριστική, καθώς διέθετε βαθιά γνώση της ξενοδοχειακής τέχνης.
Η μεγάλη επιστροφή
Το 1878 ο Λάμψας επέστρεψε στην Αθήνα δίχως πλέον καμία υποχρέωση να εργαστεί στη βασιλική κουζίνα. Λήγοντος του έτους 1878 και αρχομένου του 1879, συνεταιρίστηκε με τον Σάββα Κέντρο, ο οποίος διέθετε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», συμβάλλοντας ουσιαστικά στη μεγάλη ανακαίνιση που έγινε μέσα στο 1879. Ήδη από το 1874 ο Σάββας Κέντρος είχε μετεγκαταστήσει το ξενοδοχείο του στο Μέγαρο Δημητρίου, μια πολυτελέστατη κατοικία που είχε κτίσει το 1842 ο Αντώνης Δημητρίου, λήμνιος καπνέμπορος με έδρα την Τεργέστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σάββας Κέντρος, αγρότης από το Αργυρόκαστρο, ξεκίνησε ως βοηθός παντοπώλη στο Αγρίνιο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο ζώων. Αργότερα προσελήφθη στην υπηρεσία του Αλέξανδρου Νένου ως σωματοφύλακας. Με την οικονομική στήριξη αυτού, ο Σάββας ίδρυσε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» σε ενοικιαζόμενες εγκαταστάσεις στη γωνία των οδών Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας. Το 1874 αποφάσισε να αναπτύξει το ξενοδοχείο του και μετακόμισε στη θέση όπου βρίσκεται ώς σήμερα.
Το 1885 ο Κέντρος και ο Λάμψας προέβησαν από κοινού στην αγορά του μεγάρου αντί του ποσού των 800.000 δραχμών. Το 1888 ο συνεταίρος του απεβίωσε και ο Λάμψας αποφάσισε να αγοράσει από τη χήρα γυναίκα του Κέντρου το υπόλοιπο μερίδιο, κίνηση που τον κατέστησε μοναδικό ιδιοκτήτη του κτιρίου και της ξενοδοχειακής επιχείρησης. Στη συνέχεια το ξενοδοχείο ανακαινίστηκε ξανά και αναδείχθηκε ως το πρώτο ελληνικό ξενοδοχείο πολυτελείας. Ήταν μάλιστα από τα πρώτα κτίρια της Αθήνας, μετά το παλάτι της πλατείας Συντάγματος, που ηλεκτροδοτήθηκαν το 1888. Ο Λάμψας επεξέτεινε το ξενοδοχείο του προς την οδό Πανεπιστημίου, αποκτώντας το διπλανό σπίτι, όντας την πρώτη από μια σειρά προσαρτήσεων γειτονικών κτιρίων που θα ακολουθούσαν στις επόμενες δεκαετίες. Ο δε Ευστάθιος Λάμψας καταξιώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους κοινωνικούς παράγοντες των Αθηνών. Ως ενθουσιώδης πατριώτης, χρημάτισε δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων. Στη δύση της ζωής του ανέγειρε και χρηματοδότησε το ίδρυμα «Ευγηρίας Πρόνοια», στο οποίο αρχικά στεγάστηκαν είκοσι άποροι.
Η διάδοχος κατάσταση
Ο Ευστάθιος Λάμψας είχε μία μόνο κόρη, τη Μαργαρίτα. Για τη συνέχεια της ιστορίας, η «Μεγάλη Βρεταννία» πέρασε στα χέρια του γαμπρού του Λάμψα, Θεόδωρου Πετρακόπουλου, ο οποίος είχε σπουδάσει δημοσιογραφία στη Ρώμη. Έτσι, έχοντας αναλάβει από το 1909 τη διεύθυνση του ξενοδοχείου, ίδρυσε το Δεκέμβριο του 1919 την «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΛΑΜΨΑ Α.Ε.». Εν τω μεταξύ, κατά το 1911, ο Θ. Πετρακόπουλος αγόρασε από κοινού με τον πεθερό του την επιχείρηση του αθηναϊκού ξενοδοχείου «Αγγλία», καθότι ο ιδιοκτήτης, Γεράσιμος Λειβαδάς, είχε πεθάνει και δεν υπήρχε διάδοχος κατάσταση.
Πρώτοι μέτοχοι της ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΛΑΜΨΑ Α.Ε. υπήρξαν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Λαϊκή Τράπεζα, η Τράπεζα Εθνικής Οικονομίας, η Τράπεζα Βιομηχανίας, η Γενική Τράπεζα της Ελλάδος, η Αθηναϊκή Εταιρία, ο Μιχαήλ Εμπειρίκος και ο Θεόδωρος Πετρακόπουλος. Το 1991 η οικογένεια Πετρακόπουλου πούλησε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών στο διεθνή όμιλο ξενοδοχείων CIGA, ο οποίος το 1995 εξαγοράστηκε από την αμερικανική πολυεθνική εταιρία SHERATON, η οποία εν συνεχεία το 1998 εξαγοράστηκε από τη πολυεθνική STARWOODS HOTELS & RESORTS WORLDWIDE, INC.
*O κ. Μπουτάτος είναι Επιχειρηματίας, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και στη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE
α΄δημοσίευση reporter.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.