(Όπως τα βιώσαμε στα παιδικά μας χρόνια-όπως πολλά τηρούνται ακόμα) Του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου Χριστούγεννα Η...
(Όπως τα βιώσαμε στα παιδικά μας χρόνια-όπως πολλά
τηρούνται ακόμα)
Χριστούγεννα
Η Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα αρχίζει να
αχνοφαίνεται από τ’ Αϊ-Φιλίππου, στις 14 του Νοέμβρη που αποκρεύουμε και πολλοί
είναι εκείνοι που κρατάνε όλη τη σαρακοστή. Στην τελική ευθεία θα έλεγε κανείς
πως μπαίνουμε μετά τ' «Α-Νικολοβάρβαρα», όταν ξεκινάνε και οι πρώτες ετοιμασίες: Σπάνε
τα καρύδια για το γλυκό, αρχίζουν τα ξεσκονίσματα, τα μαζέματα και τα
συγυρίσματα στα σπίτια. Εφημερίδες κομμένες και κεντημένες σε μορφή δαντέλας
έδιναν παλαιότερα ένα πολύ γιορτινό χρώμα στα φτωχόσπιτα, πάνω στα ράφια, στο
γείσο του τζακιού, στις πιατοθήκες κλπ. Οι άντρες έχουν φροντίσει ώστε όλες οι
δουλειές των χωραφιών να έχουν τελειώσει τις παραμονές και να μη μείνουν χωρίς
σανό τα ζωντανά, γιατί εκτός από τις χρονιάρες μέρες αγριεύει και ο χειμώνας. Αν
και οι ξενιτεμένοι που θα έλθουν από τις πόλεις δεν είναι πολλοί, γιατί το
«Πάσχα στο χωριό και Χριστούγεννα στην πόλη» είναι κανόνας, το καλοκαρτέρεμα
είναι ένας παραπάνω λόγος που επιβάλλει να βρίσκονται προς το τέλος τους οι
ετοιμασίες.
Παραδοσιακά γλυκά οι κουραμπιέδες και τα
μελομακάρονα, βεβαίως, αλλά ο μπακλαβάς είναι επισημότερο στον τόπο μας και αυτό
προτιμούν να φτιάχνουν με περισσή τέχνη και νοστιμιά οι νοικοκυρές στα
Καλαβρυτοχώρια. Είναι γλυκό που προορίζεται για τους επίσημους καλεσμένους και
επισκέπτες, ενώ για τους ίδιους και τα παιδιά φτιάχνουν και ένα δεύτερο (και
πρόχειρο), που συνήθως είναι ο χαλβάς.
Οι σχολικές γιορτές είναι πάντα το
επισφράγισμα των Χριστουγεννιάτικων διακοπών των μαθητών, που απέχει και μια
ανάσα από τη μεγάλη γιορτή. Την επόμενη μέρα κιόλας (παραμονή Χριστουγέννων) θα
ξεχυθούν κατά ομάδες για τα κάλαντα και
το χαρμόσυνο άγγελμα της Θείας Γέννησης θα ακουστεί σε κάθε σπιτικό. Πολλές
ήταν οι οικογένειες που δεν είχαν τη δύναμη να δώσουν σε όλα, ή έστω σε όλες
τις ομάδες, τη δραχμούλα ή το πενηνταράκι (ή ακόμα και τη δεκάρα, που πολλοί τη θυμόμαστε να μας τη βάζουν στο χέρι)
και αντί αυτού μας φίλευαν ένα χαλβά το καθένα. Στην «ιστορία» έχει μείνει ο
χαλβάς που έγινε... σοβάς στον εξωτερικό τοίχο ενός σπιτιού, στο Λειβάρτζι:
Χορτασμένα τα παιδιά από τα προηγούμενα φιλέματα, περίμεναν κάτι διαφορετικό
στο συγκεκριμένο σπίτι, που μάλλον ήταν αρχοντόσπιτο. Αφού, λοιπόν, οι ελπίδες
τους δε επαληθεύτηκαν, δεν απομακρύνθηκαν και με το που μπήκαν μέσα οι
νοικοκυραίοι και πέταξαν με δύναμη το χαλβά που κράταγαν στα χέρια τους στον
τοίχο, μέχρι που τον είδε αργότερα κάποιος από την οικογένεια!
Το χριστόψωμο είναι πολύ συνηθισμένο, που
μπορεί να περιέχει γλυκάνισο ή και λίγη ζάχαρη. Σίγουρα όμως είναι εντυπωσιακά
στολισμένο, για να διαφέρει από τα άλλα, τα καθημερινά ψωμιά: Στη μέση έχει ένα
μεγάλο (ζυμωτό) σταυρό και γύρω-γύρω στολίδια, ζυμωμένα και κεντημένα από τα
χέρια της νοικοκυράς και αυτά. Στο κέντρο και στις τέσσερις άκρες του σταυρού
βάζουνε άσπαστα καρύδια, ενώ είναι απαραίτητο και εδώ το σουσάμι, όπως και σε
όλα τα άλλα γιορτινά ψωμιά.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν ήταν τόσο συνηθισμένο
μέχρι και μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Θα λέγαμε ότι περισσότερο μέσω των
δασκάλων έγινε γνωστό από τις σχολικές γιορτές και τα παιδιά μετέφεραν το έθιμο
και στα σπίτια τους. Στολίδια όπως τα ξέρουμε σήμερα, σίγουρα δε μπορούσαν να
βρεθούν και αντί αυτών τυλίγαμε φελλούς ή άλλα ελαφριά αντικείμενα (π.χ.
βελανίδια, μικρά πελεκούδια) με σολοατόχαρτα και καραμελόχαρτα, τα δέναμε με
μια κλωστίτσα και τα κρεμάγαμε σε ένα μικρό κλωνάρι από κάποιο κωνοφόρο, σε περίοπτη
θέση του σπιτιού. Για φάτνη μάς ήταν αρκετή μια ευχετήρια κάρτα, πού πάντα μας
έστελναν οι θείοι από την πόλη.
Το βράδυ της παραμονής είναι όλα έτοιμα
και τελευταία δουλειά πριν κοιμηθούν είναι να κλείσουν καλά πόρτες και
παραθύρια, για να μην μπουν μέσα οι Καλικάτζαροι, που έχουν ξεκινήσει την…
επιδρομή τους. Η φωτιά καίει ενισχυμένη στο τζάκι, για να εμποδιστεί η είσοδός
τους από την καμινάδα. Σε κάποια χωριά βγάζουν έξω αναμμένα δαυλιά, για να τους
αποθαρρύνουν να πλησιάσουν τα σπίτια τους.
Από εκείνο το βράδυ μέχρι την πρωτάγιαση*
δεν τρώνε σπόρους (π.χ. παπαδέλες*), να μην βγάλουν σπυριά.
Ανήμερα τη μεγάλη γιορτή της
Χριστιανοσύνης πάνε όλοι στην εκκλησία ντυμένοι στα ζεστά και στο σπίτι μένουν
μόνο οι ανήμποροι και οι πολύ γέροντες. Με το σχόλασμα χαιρετούρες, ευχές,
εναγκαλισμοί, ενώ στους γονείς και στους παππούδες ο ασπασμός στο χέρι είναι
νόμος απαράβατος. Οι άντρες πιάνουν για
μια-δυο ώρες τα μαγαζιά και οι γυναίκες γυρνάνε να ετοιμάσουν το φαί, που
συνήθως στον τόπο μας είναι χοιρινό
(οικόσιτο τα προηγούμενα χρόνια) με ήμερο λάχανο ή ένας καλός κόκορας με
μανέστρα. Γιορτινό το τραπέζι το
μεσημέρι, μα το βράδυ που κλείνουν τα ζωντανά μέσα και μαζεύεται όλη η
οικογένεια είναι πανηγυρικό, με μεζέδες, γλυκά, κρασοκατάνυξη και ευχές. Κάνα
τραγουδάκι με το στόμα, δεν είναι ασυνήθιστο!
Τη Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σε πολλά
χωριά γιορτάζουν οι Παναγιώτηδες, που είναι και πολλοί και τα γλέντια σε Χριστουγεννιάτικο
χρώμα είναι ξακουστά.
Πρωτοχρονιά
Το χαλαρωμένο από τη δεύτερη-τρίτη μέρα
των Χριστουγέννων γιορταστικό κλίμα ξαναζωντανεύει πρωί-πρωί την παραμονή της
πρωτοχρονιάς, που τα παιδιά γεμίζουν και πάλι τις γειτονιές με το "αρχιμηνιά
κι αρχιχρονιά". Οι νοικοκυρές έχουν ξεβραχιονιστεί (έχουν σηκώσει τα
μανίκια) και ετοιμάζουν τη βασιλόπιτα και το βασιλόψωμο, με τα σπίτια και τις
γειτονιές να μοσχοβολάνε. Ένα ψεύτικο φλουρί πάντα είναι φυλαγμένο, αλλά και
χωρίς αυτό η δουλειά γίνεται με ένα μικρό νόμισμα, που για τον τυχερό έχει την
ίδια αξία με το αληθινό!
Η αλλαγή του χρόνου «γιορτάζεται», κυρίως,
από τους άντρες που χαρτοπαίζουν στα μαγαζιά, απ’ όπου φεύγουν ξημερώματα. Στα
σπίτια οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γεροντότεροι γιορτάζουν πιο απλά: με
τηγανίδες πριν πέσουν για ύπνο.
Ανήμερα τ’ Αϊ-Βασιλιού, που γυρίζουνε
σπίτι μετά την εκκλησία, ο νοικοκύρης κάνει μπουλαμά (μποναμά) στη γυναίκα του
και στα παιδιά του κι εκείνοι σκύβουν και του φιλάνε το χέρι. Μπουλαμά κάνουν
σχεδόν πάντα και όλοι οι μεγαλύτεροι στους μικρότερους κοντινούς συγγενείς
τους, κυρίως δε οι παππούδες στα εγγόνια.
Μετά το φαΐ, και συνήθως το βραδινό, ο
μεγαλύτερος άντρας του σπιτιού κόβει τη βασιλόπιτα με τις ανάλογες ευχές για
τον καινούριο χρόνο, την υγεία και την προκοπή όλων, καθώς και στον τυχερό που
κερδίζει το φλουρί.
Θεοφάνεια
Από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας
τα Θεοφάνεια, γιορτάζεται στον τόπο μας με μεγάλη ευλάβεια και κατάνυξη, όπως
και σε όλη την Ελλάδα, όπως και σε κάθε γωνιά της υφηλίου που υπάρχει
Ελληνισμός.
Το βράδυ της προπαραμονής, είναι και το
τελευταίο που οι «Κατσιντρέληδες» (οι Καλικάτζαροι) βρίσκονται πάνω στη γη, γι’
αυτό και πασχίζουν με κάθε τρόπο να κάνουν όσο περισσότερες ζαβολιές προλάβουν και
να βάλουν σε περιπέτειες τους ανθρώπους. Έτσι, μία από τις προτεραιότητες των
νοικοκυραίων είναι να μη μείνει δοχείο με νερό στο σπίτι, γιατί σίγουρα θα πάνε
να το… μαγαρίσουνε!
Από
το πρωί της πρωτάγιασης*, πάλι παιδικές φωνούλες λένε τα κάλαντα, αναγγέλλοντας
το χαρμόσυνο γεγονός της Θείας Βάφτισης. Σίγουρα όμως πάνε από σπίτι σε σπίτι αρκετά
λιγότερα παιδιά από εκείνα των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς. Λιγότερος
και ο εορταστικός ενθουσιασμός, αφού και οι γιορτές του 12ημέρου είναι λίγο
πριν την εκπνοή τους. Άλλως τε, σε λίγα μόνο 24ωρα τα σχολεία ξανανοίγουν και η
διάθεσή τους δεν είναι και στα καλύτερά της!
Οι
αυλές λάμπουν από καθαριότητα, γιατί όπου να ’ναι θα φανεί ο παπάς να μας
αγιάσει. Στο εικονοστάσι είναι αναμμένο το καντήλι και το λιβάνι που καίει
μοσχομυρίζει και σκορπίζει αγαλλίαση, ενώ στα κρεβάτια και στο πάτωμα έχουν
στρωθεί τα αλλού καλύτερα στρωσίδια. Το «παπαδάκι» κρατώντας το κανάτι με τον
αγιασμό ακολουθεί και ο ίδιος κρατάει την «αγιαστούρα» του, που συνήθως είναι
ένα καλοδεμένο ματσάκι ρίγανη, αφού ο βασιλικός δεν αντέχει στο κρύο των χωριών
μας. Μπαίνοντας στο σπίτι τη «βουτάει» στο κανάτι, αγιάζει το Εικόνισμα και ένα
γύρω και μετά ένα-ένα όλα τα μέλη της οικογένειας, ψέλνοντας το «εν Ιορδάνη». Η
συγκίνηση και τα θρησκευτικά συναισθήματα κορυφώνονται, βλέποντάς τον «εις
θέσιν» Χριστού», που μπήκε στο σπίτι μας. Οι κινήσεις του είναι βιαστικές, αφού
πρέπει να περάσει από όλα τα σπίτια. Διακριτικά, τάχα, τη στιγμή που η
νοικοκυρά σκύβει να του φιλήσει το χέρι, του δίνει φιλοδώρημα, το οποίο
θεωρείται «υποχρεωτικό». Γνωστό, άλλως τε, και το σχετικό ποιηματάκι-διάλογος
κάποιου παππά με το μικρό παιδί, το μοναδικό «εκπρόσωπο» της οικογένειας που
είχε μείνει στο σπίτι να τον περιμένει, όπως μας το έλεγαν οι μεγαλύτεροι,
θέλοντας να τονίσουν και την… αναγκαιότητα της συνήθειας:
«
- Πού ν’ η μαμά σου Γιάννη;
-
Στο ποτάμι πλένει!
-
Α, την καταραμένη!
-
Παππουλάκη, κάτου από το μαξιλαράκι έχει ένα ταλιράκι!
-
Α, την ευλογημένη! Ας είν’ καλά κι ας πλένει!».
Η αυστηρή νηστεία που έχει θεσπιστεί για
την ημέρα αυτή τηρείται απαρέγκλιτα, για να πιούμε την άλλη μέρα Μεγάλο Αγιασμό.
Ανήμερα των Θεοφανείων στην εκκλησία
γίνεται το «πατείς με πατώ σε»! Οι γεροντότεροι μπορεί και να θυμούνται ακόμα
πως στα μεγαλύτερα χωριά μας οι χωροφύλακες, με επικεφαλής τον αστυνόμο,
«κρατάγανε τη σειρά να αγιαστεί ο κόσμος και να μην πέσει ο ένας απάνου στον
άλλονε…», μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Περισσότερο ακόμα κατανυχτικός γίνεται ο
αγιασμός των υδάτων στα χωριά που έχουν ποτάμια και παππάς και εκκλησίασμα
πηγαίνουν εκεί εν πομπή με τη εικόνα της Αγίας Βάπτισης, το Σταυρό και τα
Εξαπτέρυγα, για το τελετουργικό της ημέρας.
Στη μικρή ποσότητα αγιασμού που παίρνουμε
από την εκκλησία προσθέτουμε νερό, που γίνεται κι αυτό αγιασμός και αγιάζουμε όσους από την οικογένεια δεν τους άφησαν οι υποχρεώσεις να
εκκλησιαστούν. Το όλο τελετουργικό γίνεται με μεγάλη ευλάβεια και κατάνυξη, σαν
να γινόταν από τον παππά. Από τον ίδιο πίνουμε όλοι σε ένα κυπελάκι, χωρίς «να
έχουμε βάλει τίποτα άλλο στο στόμα μας». Μέχρι το βράδυ πρέπει να αγιαστεί όλο
το σπίτι, τα κτήματα και τα ζωντανά, με εξαίρεση τις γάτες και τα σκυλιά.
Στο εικόνισμα του σπιτιού έχουμε πάντα ένα
μπουκαλάκι για φυλαχτό και ευλογία όλο το χρόνο. Δεν πρέπει να ανοιχτεί και να
μην πέσει ούτε σταγόνα κάτω, παρά μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις και αφού
ρωτήσουμε τον παπά. Αρκετοί έβαζαν ακόμα ένα μπουκαλάκι στο καλύβι, ή και το
«έθαβαν» στο χωράφι. Τον αγιασμό αυτό του σπιτιού, του καλυβιού και του
χωραφιού, θα τον αλλάξουμε του χρόνου την ίδια μέρα.
Ο Μεγάλος Αγιασμός, πέρα από τις
θαυματουργικές, θεωρείται να έχει και απολυμαντικές και μικροβιοκτόνες
ιδιότητες. Λίγες σταγόνες σε «μαγαρισμένο» από ζώο σκεύος της κουζίνας, είναι
αρκετές να το κάνουν ακίνδυνο και κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί και πάλι, αφού
μείνει τρεις μέρες και πλυθεί καλά.
Στο γιορτινό τραπέζι την πρώτη θέση έχει η
κότα, συνήθεια γνωστή και από το λαϊκό δίστιχο:
«Ήρθανε
τα Φώτα,
θα
σφάξουμε την κότα».
«Σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει»,
γι’ αυτό και τα γλυκά είναι έτοιμα από την παραμονή ή την προπαραμονή των
Θεοφανείων και τα κεράσματα στο αποκορύφωμά τους, αφού από «τ’ Α-Γιαννιού την
άλλη μέρα» μικροί και μεγάλοι επιστρέφουν στην καθημερινότητα.
*
Παραπέμπει στο «Καλαβρυτινό… Λεξικό»:
για το ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων και είναι υγειονομικός (Διπλωματούχος Νοσηλευτής).Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε εδώ και αρκετά χρόνια, δημοσιεύοντας αρχικά άρθρα και κείμενά του στον Επαρχιακό – Καλαβρυτινό Τύπο, καθώς και σε διάφορα περιοδικά. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!» εξέδωσε το 2002. Δύο χρόνια αργότερα προχώρησε σε μια προσπάθεια μετάφρασης για «Τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και του Μεγάλου Σαββάτου», καθώς και άλλων περικοπών της Μεγάλης Εβδομάδος (περιορισμένος αριθμός αντιτύπων). Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Έμμετρα», το 2008, από τις Εκδόσεις «Άπειρος Χώρα». Το 2009 ολοκλήρωσε την ογκώδη έρευνά του με τίτλο «“Καταθέσεις” από την Νοσηλευτική μου διαδρομή». Το 2011 εκδόθηκαν τα βιβλία του «Η Φωτογραφία» και «Όταν η ελπίδα άρχισε ν’ ανατέλλει» («Άπειρος Χώρα»). Αναμένεται να εκδοθεί ακόμα και το σχεδόν ολοκληρωμένο βιβλίο του (μυθιστόρημα), με τίτλο «Αθόρυβοι εργάτες». Παράλληλα, συνεχίζει να δημοσιεύει πολύ συχνά άρθρα, κείμενα και ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά (έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος). Ακόμα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ομιλίες του για διάφορα λογοτεχνικά και κοινωνικά θέματα.Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.