ο Μύλος του Θεόδωρου Γ. Θανόπουλου Το χιόνι στη ζωή μας. Κι οι χειμώνες έμοιαζαν με το φετινό. Άσπριζαν τα Καλάβρυτα ∙ κι ήταν η χαρά μ...
ο Μύλος |
του Θεόδωρου Γ. Θανόπουλου
Το χιόνι στη ζωή μας. Κι οι χειμώνες έμοιαζαν με το φετινό. Άσπριζαν τα Καλάβρυτα ∙ κι ήταν η χαρά μας πίσω απ’ το τζάμι, να απολαμβάνεις τις λευκές νιφάδες, που στροβιλίζοντας στον αέρα και κάνοντας τα δικά τους τρελά παιχνίδια, να πέφτουν στη γη και σιγά-σιγά να τη σκεπάζουν.
Άσπριζε η αυλή, άσπριζε ο δρόμος, άσπριζε και το ״χωράφι״. Άσπριζαν όλα!
Θόλωνε το τζάμι, χουχούλιζες τα χέρια σου κι έτρεχες στο τζάκι να ζεσταθείς.
Στο τζάκι! Η μόνη πηγή θέρμανσης, τότε, στα σπιτικά μας. Που σήμερα μαζί με την κεντρική θέρμανση, τη ζεστασιά του βέβαια προσφέρει, όχι όμως τόσο, όσο το ρομαντισμό του.
Και μετά το τζάκι ήρθε να ζεστάνει τα φτωχικά δωμάτιά μας η σόμπα ∙ που είτε με ξύλα, είτε με κάρβουνα αποτελούσε την κύρια εστία θέρμανσης. Με ξύλα, που κόβαμε από τα δάση ή από τα δέντρα των χωραφιών μας μετά το κλάδεμά τους. Με κάρβουνο, που παραγγέλναμε από τα δικά μας κοντινά λιγνιτωρυχεία.
Το χιόνι, λοιπόν, που ομόρφαινε με το δικό του τρόπο, τη χειμωνιάτικη ζωή μας. Και που το περιμέναμε. Να το χαρούμε, να παίξουμε μαζί του, έτσι όπως εμείς ξέραμε.
Στους δρόμους, στις αυλές, στο σχολείο, ״μπουμπουλωμένοι״ με τα βαριά παλτά, με τις κουκούλες, φορώντας τις αδιάβροχες γαλότσες, τα κασκόλ και τα γάντια, αρχίζαμε το χιονοπόλεμο.
Γέλιο, κακό, φασαρία, γλιστρήματα, χιονιές στο κεφάλι, στο σβέρκο και στο τέλος η κατασκευή του χιονάνθρωπου, με το μουστάκι, το σκούφο του και το παραδοσιακό του τσιμπούκι. Κι ο συναγωνισμός στη μέση. Ποιος θα φτιάξει το μεγαλύτερο. Ποιος θα φτιάξει τον καλύτερο ∙ με ιδέα, με φαντασία, με πρωτοτυπία. Και γέμιζαν, έτσι, οι γειτονιές με φωνές παιδικές και χιονάνθρωπους.
…Τώρα, στα Καλάβρυτα χαίρονται το χιόνι ξένα παιδάκια, πολλά, από διάφορα μέρη και μαθαίνουν σκι στο χιονοδρομικό του Χελμού, τη γνωστή δημοτική μας επιχείρηση. Εκεί, πάνω στις όμορφες πλαγιές του βουνού, που πάντα με καμάρι βλέπαμε κι αντικρίζαμε, αλλά και που για μας τόσο απρόσιτο ήταν αυτή την περίοδο, εκείνη την εποχή.
Το «χωράφι», όπως είναι σήμερα |
…Όμως μέσα από του παιχνιδιού την ανησυχία δεν έλειπε η φαντασία. Δούλευε το ״πανούργο״ παιδικό μυαλό και κει κοντά στο «Μύλο», το μικρό γήλοφο, που σήμερα ο δρόμος στη μέση έχει κόψει και πιάνει από το σπίτι του Τσαβαλά ως του Κουτρουμάνη, παιδιά μικρά, μεγάλα, κάθε ηλικίας, μαζευόμαστε και κάναμε ״σκι״. Κυλιόμαστε στο χιόνι και παραβγαίναμε στην ταχύτητα και την ισορροπία. Με δικά μας εφευρήματα και ιδέες, που έρχονταν και υλοποιούνταν απ’ τα πρόχειρα μέσα που βρίσκαμε, είτε απ’ τα νοικοκυριά των σπιτιών μας, είτε απ’ τη γύρω φύση. Κι έβλεπες το Φώτη, το Νίκο, το Θόδωρο, το Γιάννη, το Γιώργη, το Μήτσο, τον Κώστα, το Λεωνίδα, τον Τάκη, τον Πέτρο, το Θύμιο, τον Αντώνη… και τόσα άλλα παιδιά, το καθένα να κουβαλά τη σκάφη απ’ το πλυσταριό της μάνας του, να μπαίνει μέσα και να γλιστρά στο παγωμένο χιόνι απ’ την κορυφή του «Μύλου» και να καταλήγει στους φράχτες των σπιτιών του Τσαβαλά και του Γουζούαση.
Γέλια, χαχανητά, πειράγματα, τούμπες, ανασκελώματα, μικροτραυματισμοί… Όλα αυτά κύρια χαρακτηριστικά του παιχνιδιού μας με το χιόνι.
Κάνοντας πάνω στις χοντρές τάβλες ή στα σκαφίδια το δικό μας ״σκι״, στο «Μύλο», στο δικό μας, τότε, χιονοδρομικό κέντρο!
Ας είναι πάντα τούτη η αναθυμιά ζεστή στου μυαλού τη σκέψη ∙ αντίδοτο ανακούφισης στην παγερή ανηφόρα της ζωής μας!!!
(Πρώτη δημοσίευση : Φ.τ.Κ., Γενάρης 1995, σελ. 3)
Ο Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος είναι από τα Καλάβρυτα, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, τ. Σχολικός Σύμβουλος Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.