Η δουλειά του χτίστη ξεκινάει από τα βάθη των αιώνων, όταν ο άνθρωπος των σπηλαίων αναζήτησε μια καλύτερη κατοικία. Εύκολα μπορεί να κατ...
Η δουλειά του χτίστη ξεκινάει από τα βάθη των αιώνων, όταν ο άνθρωπος των σπηλαίων αναζήτησε μια καλύτερη κατοικία. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς πως τα πρώτα σπίτια κτίστηκαν με «τη μια πέτρα πάνω στην άλλη», όπως συνηθίζουμε να λέμε για κάθε πρόχειρη κατασκευή, και με σκεπές να κρατάνε το περισσότερο νερό της βροχής. Στις επόμενες μεγάλες χρονικές περιόδους έγινε τόσο αξιόλογη τέχνη, που έχτισε μέχρι και θαύματα του αρχαίου κόσμου, για να δώσει στις μέρες μας τη θέση της στο τσιμέντο, το σίδερο και στη σύγχρονη τεχνολογία.
Βασικά υλικά τους ήταν η πέτρα και το χώμα με τον ασβέστη και πολύ αργότερα ο άμμος και το τσιμέντο, που χρησιμοποιούνται για τον αρμό. Στα γεφύρια πρόσθεταν και ασπράδι αυγού ή τρίχες ζώων για καλύτερο δέσιμο. Πολλά και τα εργαλεία τους, κυριότερα των οποίων το καλέμι, το σφυρί, το σκεπάρνι, το πηλοφόρι, το μυστρί, το νήμα της στάθμης.
Πρόσωπα ηλιοκαμένα, κορμιά αδυνατισμένα μα σκληραγωγημένα, δάχτυλα χοντρά και πολλές φορές τραυματισμένα ήταν η περισσότερο συνηθισμένη εικόνα ενός μάστορα. Η στερημένη ζωή, η δουλειά από το ξημέρωμα μέχρι το νύχτωμα και μακριά από τα αγαπημένα του πρόσωπα και τη ζεστασιά του δικού του σπιτιού, το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, δεν τού έδινε πολλά περιθώρια για μια κάποια ποιότητα ζωής. Το μεροκάματο έπρεπε να μείνει, για να πάει στην οικογένεια να ζήσει.
Θα έλεγε κανείς πως η στιγμή που ξεκίναγε το μπουλούκι στην αρχή της άνοιξης από τα μαστοροχώρια για το πολύμηνο ταξίδι, δεν διέφερε πολύ από το ξεκίνημα των σφουγγαράδων για το δικό τους αγώνα. Βαριά η ατμόσφαιρα στο σπίτι και οι ευχές για «καλό γύρισμα» βγαίνανε από τα στόματα όλων,αφού μέχρι λίγο πριν τα Χριστούγεννα που θα γύριζαν το διάστημα ήταν μεγάλο.
Η τέχνη τους και η προσφορά τους το ίδιο πολύτιμη για τα σπίτια των φτωχών και απλοϊκών ανθρώπων, μέχρι τους μεγαλοπρεπέστατους ναούς θρησκευτικής λατρείας, τα παλάτια των βασιλιάδων και τα κάστρα που υπερασπίζονταν πόλεις.
Πόσο, στ’ αλήθεια, θαυμάζουμε ένα σύγχρονο μεγάλο έργο, π.χ. τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, που έγινε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Πόσο όμως μάς κυριεύουν μεγαλύτερα και εντονότερα συναισθήματα, βλέποντας ένα πέτρινο πολύτοξο γεφύρι, πραγματικό μουσείο, που κτίστηκε χωρίς γερανούς και τα άλλα σημερινά μέσα, χωρίς τσιμέντο, χωρίς μηχανήματα εξόρυξης της πέτρας και με τους πετροπελεκητές να τη σμιλεύουν με το καλέμι και την υπομονή, μέχρι να την κάνουν να μιλήσει! Ηδυσκολία μάλιστα ενός τέτοιου έργου έκανε πολλές φορές τους κοινούς θνητούς να πιστεύουν πως ο αρχιμάστορας θυσίασε πολύ οικείο του πρόσωπο για να στεριώσει ή συνεργάστηκε με υπερφυσικές δυνάμεις.
«Οι μαστόροι δεν γράφουν βιβλία», διαβάζουμε σε άρθρο του Αργύρη Πετρονώτη στην εφημερίδα «Αυγή» και δεν χρειάζεται να το καλοσκεφθεί κανείς ότι η τέχνη του πετροπελεκητή και του χτίστη δεν διδάσκεται στα θρανία. Με λίγα γράμματα και καθόλου μηχανικές γνώσεις, η θέληση,όμως, το τροχισμένο μυαλό,η παρατηρητικότητα και το μάτι που κόβει είναι αρκετά για το μαθητευόμενο να μάθει καλά την τέχνη. Ιδιαίτερα γνωστή και η απλοϊκότητά τους, με την ιστορία των Λαγκαδινών μαστόρων, που περνώντας από την Αθήνα πήγαν στο συντοπίτη τους, τον τότε πρωθυπουργό Θεόδωρο Δεληγιάννη και του ζήτησαν να τους βρει κατάλυμα για τους ίδιους και τα ζωντανά τους.
Συντονιστής μιας οργανωμένης ομάδας μαστόρων είναι ο αρχιμάστορας, που έχει γνώση και άποψη για το κάθε τι του έργου που αναλαμβάνει. Αυτός παζαρεύει και κλείνει τις δουλειές, εργάζεται και παράλληλα επιβλέπει μέχρι την αποπεράτωση. Απαραίτητο και το αστείο ή κάποιες φορές και το χοντρό πείραγμα την ώρα της δουλειάς και του διαλείμματος, για να διώξει λίγο την κούραση.
Σημαντική στιγμή το ξεκίνημα και τα θεμέλια με το σφάξιμο του κόκορα, κεράσματα και ευχές, μα περισσότερο σημαντική η παράδοση του έργου, τόσο για το νοικοκύρη, όσο και για τους μαστόρους που αμείβονται ηθικά και υλικά για τους κόπους τους. Τα χρήματα πάντα δίνονται στον αρχιμάστορα κι εκείνος με τη σειρά του πληρώνει τον καθένα, ανάλογα με την ειδικότητά του και τη δουλειά που έκανε.
Όταν έχουν μαστόρους οι νοικοκυραίοι, φροντίζουν να τους εξασφαλίσουν πολύ και καλό για να δουλέψουν και καλά. Το φαΐ φανερώνει και την αξιοσύνη της νοικοκυράς και θα έλεγε κανείς πως το σιωπηλό διαγωνισμό από σπίτι σε σπίτι βαθμολογούν οι ίδιοι οι μαστόροι, όχι απαραίτητα σιωπηλά!
Οι άγονες περιοχές γένναγαν πάντα περισσότερους και καλύτερους μαστόρους, όπως η Ήπειρος και τα Λαγκάδια της Πελοποννήσου. Πολλά σπίτια στην επαρχία Καλαβρύτων είναι από χέρια Ηπειρωτών, μα και «εφτά ολόκληρους αιώνες - από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας του 13ου αιώνα ως το 1940 - το Λαγκαδινό σφυρί χτύπαγε ρυθμικά σ’ όλο το Μοριά», αναφέρει χαρακτηριστικά ο λογοτέχνης Χρήστος Νικήτας.
Ούτε όμως και τα Καλαβρυτοχώρια στερήθηκαν τα ικανά χέρια των ντόπιων μαστόρων, από τον καιρό των χωριών της αρχαίας Νωνάκριδος μέχρι τις μέρες μας, που οι σμιλευτές της πέτρας έχουν δέσει αρμονικά την παράδοση με υλικά της ίδιας της φύσης με τη φύση.
(στη φώτο ο τεχνίτης Παναγιώτης Κυριαζής - Λεχούρι Καλαβρύτων)
Συνεχίζετε με επόμενο θέμα το σιδερά.
Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.