Tου Δημ. Σταθακόπουλου Εισήγηση στην ημερίδα ( Αχαρναί , 25.05.2013 ) με θέμα την Άλωση της Κων/πολης το 1453, σύμφωνα με τις οθωμανικ...
Tου Δημ. Σταθακόπουλου
Εισήγηση στην ημερίδα ( Αχαρναί , 25.05.2013 ) με θέμα την Άλωση της Κων/πολης το 1453, σύμφωνα με τις οθωμανικές πηγές
TO ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΠΡΩΙΜΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗ M. ΑΣΙΑ
Όπως συμπεραίνει ο Σπ. Βρυώνης, στο έργο του "Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μ. Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού, ": ... μετά την κατάρ-ρευση του Βυζαντίου στην Ανατολή, η χριστιανική κοινωνία αναγκάστηκε να προσαρμοστεί με τη διακυβέρνηση και τον πολιτισμό των μουσουλμάνων, ήδη από το 1071. Παραδοσιακά, ο αναπροσανατολισμός αυτός θα έπρεπε να είχε γίνει μέσα στα πλαίσια των εκκλησιαστικών θεσμών, αλλά αυτοί είχαν τελείως αποδυναμωθεί λόγω του συγκεκριμένου χαρακτήρα της τουρκικής κατάκτησης..."
Έτσι λοιπόν οι χριστιανικές κοινότητες υπέκυψαν στις δυνάμεις του Ισλάμ. Τα διάφορα τουρκικά κράτη και η κοινωνία που αναπτύχθηκε στα εδάφη της Ανατολής, ήταν απομιμήσεις των αντίστοιχων στα παλαιότερα εδάφη που ήδη κατείχε το Ισλάμ, ενώ διάφορες ιστορικές περιστάσεις και συγκυρίες, οδήγησαν στη συνεχή μετανάστευση μουσουλμάνων θεολόγων και δερβίσηδων στην Ανατολή.
Οι σουλτάνοι απαλλοτρίωσαν την πλειονότητα των εδαφών, των εσόδων και των κτιρίων των χριστιανών, παραχωρώντας τα στους μωαμεθανούς κοσμικούς και θρη-σκευτικούς οπαδούς. Αποτέλεσμα ήταν, η εμφάνιση τζαμιών, θεολογικών σχολών, νοσοκομείων και παρόμοιων ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Ανατολή, συχνά στα ίδια κτίρια και στα ίδια εδάφη που ανήκαν προηγουμένως στην Ελληνική Εκκλησία. Τόσο τα ιδρύματα αυτά, που ήταν επανδρωμένα με ένθερμους ιεραποστόλους, όσο και η μουσουλμανική κοινωνία -που θρησκευτικά ήταν επίσης επιθετικά διατεθειμένη-
εύκολα αφομοίωσαν τους αποθαρρημένους και εγκαταλελειμμένους από την κεντρική Βυζαντινή διοίκηση χριστιανούς.
Όπως αναφέρει στο σχετικό ένθετο ενός cd, με θέμα την συναυλία του Ελληνο-τουρκικού συγκροτήματος "Βόσπορος" στο Ηρώδειο, ο Νικηφόρος Μεταξάς: "... εάν η ilm-i-musiki (Τέχνη της μουσικής) αντικατοπτρίζει, -μέσω των αυστηρών πυθαγορικών συστημάτων και της υποταγής σε μια ουράνια ιεραρχία-, την αιωνιότητα της αρμονικής συνύπαρξης της βυζαντινής ελληνικής ψυχής και της οθωμανικής τουρκικής ψυχής στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, ο Μπεκτασισμός και ο Αλεβισμός από την άλλη, αντικατοπτρίζουν τις αυτόχθονες δυνάμεις της Ανατολικής γης που εκφράζονται ποικιλόμορφα στη μουσική την ποίηση και τους χορούς τους. Οι Τούρκοι είναι "εξω-γήινοι" ως σωματικά νομάδες, απίστευτα σταθεροί στο πνεύμα, προσκολλώνται πνευματικά στον ουράνιο κεραυνό-Θεό Τβητί. Οι πρωτότουρκοι μετά δυσκολίας πατούν στη γη και συχνά υποφέρουν από ατροφία των ποδιών. Έφιπποι πληρούν τις περισσότερες βιοτικές τους ανάγκες. Η επαφή τους με την ύλη είναι λαφυραγωγική, αρπακτική βίαιη. Η διανυκτέρευση στην κυκλική γιουρτ είναι γεμάτη όνειρα φυγής από τη γη, σαν τον καπνό που δραπετεύει μέσω του κεντρικού της άξονα κι από το άνοιγμα της οροφής προς τον πολικό αστέρα. Δεν γεωμετρούν...".
Έτσι λοιπόν φαίνεται πως η πραγματική προσγείωση των Τούρκων γίνεται στη χώρα των Ρωμαίων-Rum, στη Μικρά Ασία, όπου και συναντούν τις υπόγειες ενέρ-γειες της Πελασγίας Θεάς Κυβέλης, που σαν σύμβολο της είχε μια μαύρη πέτρα, σφραγισμένη τώρα στην Καάμπα της Μέκκα.
Ο Μπαμπαϊσμός του 12ου-13ου αιώνα φανερώνει ήδη την ενσωμάτωση του Σαμανισμού, στα αυτόχθονα υπόγεια ρεύματα της ψυχικής ιδιοσυστασίας της Μικράς Ασίας.
Η Ανατολία, χοάνη διδασκαλιών, τόπος θρησκευτικών ανταλλαγών, συγχώνευσης και μερικές φορές σύγχυσης των πιο διαφορετικών δοξασιών, εικόνα χρονολογημένη από την βαθιά αρχαιότητα.
Από τη Φρυγία προέρχεται η λατρεία της Μεγάλης Θεάς-Μητέρας που λατρεύτηκε σε όλον τον Ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο με την μορφή μιας μαύρης πέτρας, την οποία η ρωμαϊκή Σύγκλητος διέταξε να μεταφέρουν στον Παλατίνο λόφο το 204 μ.Χ.
Η Άρτεμις της Εφέσου, Παρθένος και Μητέρα γόνιμη ταυτόχρονα, έγινε σεβαστή με την μορφή ενός αγάλματος που κατέβηκε από τον ουρανό, στον ίδιο τόπο όπου ορισμένες παραδόσεις τοποθετούν την κοίμηση της Παρθένου Μαρίας.
3. Ελληνοσαβαϊσμός, Διονυσιακή λατρεία, Ορφισμός, Παυλικιανοί, Κέλτες-Γαλάτες, ακόμα και Χριστιανοί άγιοι που μέσω των σπηλαίων ενσωματώθηκαν στη γη αυτή.
Στην Ανατολή άνθισαν οι πιο διαφορετικοί μεταξύ τους μυστικοί, - αιρετικοί για τους μεν, εμπνευσμένοι προφήτες για τους δε.
Ο Κήρινθος που διεφώνησε με τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή στην Έφεσο (1ος αιώνας), ή ο Μαρκίων του οποίου την διδασκαλία καταπολεμούσε τον 2ο αιώνα ο Ειρηναίος της Δυών, ήταν από την Μικρά Ασία όπως και ο σοφός πυθαγόρειος Απολλώνιος ο Τυανεύς.
Η πόλη της Πεπούζα στην Φρυγία ήταν η "Ιερουσαλήμ των Μοντανιστών, ή των Κατά αιρετικών, ομάδας που έδρασε από τον 2ο μέχρι τον 8ο αιώνα, διακηρύσσοντας πως ο Μελχισεδέκ ήταν ανώτερος από τον Χριστό και της οποίας ορισμένες ιδέες ξαναβρίσκουμε στους Ισμαηλίτες. Ομοίως στην Αντολή εμφανίστηκαν και οι Νεο-πλατωνικοί, ιδιαίτερα στην Αφροδισία. Εκεί βρίσκουμε και τον Χριστιανισμό, τους "Υψιστάριους" της Καππαδοκίας οι οποίοι παρατηρούνται μέχρι τον 9ο αιώνα, καθώς και τους Αθιγγάνους του Αμορίου, που έλεγαν πως μέλος τους ήταν και ο αυτο-κράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ ο 2ος (820-829 μ.Χ.).
Η εικονοκλαστική κίνηση στην Ανατολική Εκκλησία, η οποία τάραξε το Βυζάντιο για περισσότερο από έναν αιώνα (711-843), ξεκίνησε στη Φρυγία. Οι ιδέες της συναντιόντουσαν φαίνεται με τις ιδέες των Μουσουλμάνων, των Μανιχαϊστών και των Παυλικιανών όσον αφορά μια δυσπιστία απέναντι στη λατρεία των Εικόνων. Μανιχαϊστές προερχόμενοι από το Ιράν, δυϊστές Παυλικιανοί από την Αρμενία, καταδιωγμένοι από το Βυζάντιο και σύμμαχοι των Αράβων, Σαμάνοι από την Κεντρική Ασία, που ήρθαν μαζί με τους Τούρκους τον 11ο αιώνα, Βουδιστές που έφθασαν μαζί με τους Μογγόλους τον 13ο αιώνα και τέλος Μουσουλμάνοι που τελικά μέσω των αράβων πολεμιστών κατ' αρχήν και μεταγενέστερα μέσω των εξισλαμισθέντων τουρκικών φύλων, έκαναν την θρησκεία του Μωάμεθ να θριαμβεύσει.
Όλα αυτά τα διαδοχικά κύματα σίγουρα άλλαξαν την Ανατολία, χωρίς όμως να την ομοιομορφοποιήσουν. Οι τελευταίοι που έρχονταν έφερναν και την αυθεντικότη- τά τους, αλλά γνώριζαν πάντοτε να αποκομίζουν κέρδος από όσα είχαν συνεισφέρει οι προκάτοχοι τους, σύμφωνα με μια συγκρητιστική διαδικασία χάρη στην οποία πολ-λές πνευματικές σταθερές επεβίωσαν παρά τις διαδοχικές πολιτικές εξουσίες.
Η επίσημη έκφραση της τουρκικής κοινωνίας (Kochkultur), ήταν μουσουλμανική, η λαϊκή της όμως μορφή , είχε έντονα βυζαντινά χαρακτηριστικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, οι ηττημένοι υπήκοοι των Τούρκων ήταν οι χριστιανοί Μικρασιάτες.
Η οικονομική ζωή των Σελτζούκων και των Οθωμανών καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τους χριστιανούς αγρότες και αστούς. Η βυζαντινή επίδραση ήταν ιδιαίτερα έντονη στην αγροτική ζωή, αλλά και στις πόλεις που είχαν τις δικές τους παραδόσεις των τεχνών και του εμπορίου. Στις αστικές όμως αυτές παραδόσεις σημειώθηκε σημαντική επιμιξία με μουσουλμανικά αστικά στοιχεία, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί από τους Αββασίδες της Βαγδάτης.
Η επιβίωση της οικονομικής ζωής του Βυζαντίου, είχε επίσης σημαντικές επιπτώ-σεις στη διαμόρφωση του τουρκικού φορολογικού συστήματος και της διοίκησης και τελικά, η πλατιά αυτή απορρόφηση και η μερική επιβίωση των χριστιανικών πληθυ-σμών, άφησε έντονα τα ίχνη της, τόσο στην οικογενειακή ζωή, όσο και στη λαϊκή θρησκευτικότητα των Τούρκων.
Ποιες ήταν όμως οι επιπτώσεις των τουρκικών κατακτήσεων και των θεσμών στη βυζαντινή κοινωνία και τον βυζαντινό πολιτισμό;
Οι απαιτήσεις των τουρκικών πολιτικών, οικονομικών, φεουδαλικών και θρησκευτικών θεσμών κατέστρεψαν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική βάση του βυζαντινού πολιτισμού στην Μικρά Ασία (και στα Βαλκάνια), έτσι ώστε ο πολιτισμός αυτός περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε Volkskultur (λαϊκό πολιτισμό).
Όμως, χάρις στην επιβίωση της έστω και εξασθενημένης Εκκλησίας και την άνοδο της τάξης των Φαναριωτών, δημιουργήθηκε κάποια αναλαμπή του παλαιού βυζαντινού πολιτισμού , σε περιορισμένη όμως κλίμακα και περισσότερο στα Βαλκάνια παρά την Μικρά Ασία, ωστόσο, η πιο ουσιαστική προσφορά της Εκκλησίας ήταν το ότι λειτούργησε ως στήριγμα -μέχρις ενός σημείου βέβαια- του χριστιανικού λαϊκού πολιτισμού.
Οπωσδήποτε, όμως, όπως επισημαίνει ο Σπ. Βρυώνης και ο καθηγ. Ν. Σαρρής, η πιο σημαντική επίπτωση των τουρκικών κατακτήσεων, ήταν η αφομοίωση του μεγα-λύτερου μέρους του βυζαντινού πληθυσμού με τον θρησκευτικό προσηλυτισμό και τον γλωσσικό εκτουρκισμό.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η παλιά βυζαντινή κοινωνία έπαιξε ταυτόχρονα και δυναμικό και παθητικό ρόλο στην ιστορία της Μικράς Ασίας, επιβεβαιώνοντας έτσι το "συναμφότερον". Παθητικό ρόλο έπαιξε, όσον αφορά την εξαφάνισή της από το επίπεδο της γλώσσας και της επίσημης θρησκευτικής έκφρασης, αλλά η αφομοιωμένη αυτή βυζαντινή κοινωνία, αποτέλεσε το βασικό συστατικό στοιχείο της διαμόρφωσης του λαϊκού πολιτισμού της τουρκικής Ανατολής και ειδικά σε όσες πλευρές της κοινωνίας αυτής, δεν είχε το Ισλάμ τον απόλυτο έλεγχο.
Από αυτή την άποψη λοιπόν, η βυζαντινή κοινωνία αποτέλεσε δυναμικό στοιχείο στην ιστορική εξέλιξη της Μικράς Ασίας.
Είναι πασιδήλως γνωστό, πως η εξάπλωση των πολιτισμικών ορίων της Ελλάδας πέρα από τα σύνορά της, είχε ξεκινήσει ήδη από την πρώιμη εποχή και αφού κατέκλυσε την ανατολική Μεσόγειο, κατά την Ελληνιστική περίοδο, ρίζωσε βαθιά στα μέρη αυτά, κατά τους τρεις αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κυριαρχίας.
Επομένως ο Εξελληνισμός, ήταν πλήρης σε μεγάλο μέρος της αστικής και της αγροτικής Ανατολής τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Έκτοτε, τα γεωγραφικά σύνορα του μεσαιω-
νικού Ελληνικού πολιτισμού στην ανατολική Μεσόγειο καθορίζονταν από την έκβαση των στρατιωτικών αναμετρήσεων με διάφορα Ισλαμικά κράτη.
Τον 7ο αιώνα, οι κατακτήσεις των Αράβων της Αυτοκρατορίας των Ουμαγιαδών, επέβαλαν την πρώτη μεγάλη συρρίκνωση των πολιτικών και πολιτισμικών ορίων του Βυζαντίου, αλλά μετά την απώλεια της Συρίας και της Αιγύπτου επήλθε ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Ισλάμ. Στα πλαίσια της ισορροπίας αυτής σημαντικό μέρος της Μικράς Ασίας παρέμεινε γλωσσικά και θρη-σκευτικά Ελληνικό.
Οι εισβολές των Τούρκων μουσουλμάνων, τον 11ο αιώνα, ανανέωσαν την διαδικασία εξάπλωσης των μουσουλμάνων, σε βάρος της Ελληνικής χριστιανικής κοινωνίας, ενώ η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε τον 15ο αιώνα. Την εποχή εκείνη, οι Τούρκοι, είχαν πια συντρίψει την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα "βυζαντινοποιημένα" σλαβικά κράτη των Βαλκανίων, ενώ με τον εξισλαμισμό και τον εκτουρκισμό της Μικράς Ασίας είχαν περιορίσει τον Ελληνικό κόσμο κυρίως στα νότια Βαλκάνια. Ο κύκλος της επέκτασης και της συρρίκνωσης, του Ελληνισμού, που διήρκεσε πάνω από δύο χιλιετίες, τελικά έκλεισε, καταλήγοντας στον ίδιο χώρο από όπου είχε ξεκινήσει.
Τα βασικά συμπεράσματα των παραπάνω διαπιστώσεων, εμπεριέχονται στα ακό-λουθα αλληλένδετα αποτελέσματα, τα οποία με σαφήνεια εκθέτει ο καθηγ. Σπ. Βρυώνης:
1. Ο μικρασιατικός Ελληνισμός, ή το μεσαιωνικό Ελληνικό μικρασιατικό στοιχείο, ήταν ποσοτικά και ποιοτικά σημαντικό κατά τη βυζαντινή περίοδο. Έτσι, η τουρκική κατάκτηση και ο εξισλαμισμός της Μικράς Ασίας αποτελούν κάτι περισσότερο από ένα αρνητικό ιστορικό γεγονός, εφόσον οι εισβολείς έπρεπε να υποτάξουν και να αφομοιώσουν μια ακμάζουσα κοινωνία. Βέβαια, επ' αυτού υπάρχουν και πάμπολλες αντίθετες απόψεις, κυρίως από σύγχρονους Τούρκους και όχι μόνον ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι η Βυζαντινή κοινωνία της Μ. Ασίας, δεν ήταν πλέον ακμάζουσα, αλλά έχοντας κάνει τον κύκλο της, μεταλλάχθηκε σε οθωμανική με τον ερχομό του νέου και δυναμικού τουρκικού στοιχείου. (Χ. Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 101 επ. )
2. Ο χαρακτήρας της κατάκτησης και της εγκατάστασης των Τούρκων, επέφερε σε μεγάλο βαθμό την εξάρθρωση και την καταστροφή της βυζαντινής κοινωνίας. Η τουρκική κατάκτηση κράτησε σχεδόν τέσσερεις αιώνες, κατά τους οποίους ο ενοποιημένος, σταθερός βυζαντινός διοικητικός μηχανισμός, αντικαταστάθηκε από αμέτρητες, μικρότερες και ασταθείς πολιτικές οντότητες που βρίσκονταν σε σχεδόν συνεχή εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους. Μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας μετατράπηκε έτσι σε πεδίο διαρκούς πολέμου. Οι συνθήκες αυτές και η μουσουλμανική ηγεμονία, επέδρασαν διαβρωτικά στους δεσμούς και τα συναισθήματα που συνέδεαν τις χριστιανικές κοινότητες μεταξύ τους, και προλείαναν έτσι το έδαφος για τον θρησκευτικό προσηλυτισμό των μελών τους. Παρόλο που
μαρτυρούνται πολυάριθμοι προσηλυτισμοί χριστιανών στην πρώιμη εποχή, κατά τα μέσα του 13ου αιώνα, οι χριστιανοί Μικρασιάτες εξακολουθούσαν να αποτελούν μεγάλο μέρος του πληθυσμού - πιθανόν και την πλειοψηφία του ακόμη.
3. Τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα της τουρκικής κατάκτησης της Μικράς Ασίας κατέστρεψαν τον ρόλο της Ελληνικής Εκκλησίας ως αποτελεσματικού κοινωνικού, οικονομικού και θρησκευτικού θεσμού. Η θρησκεία πραγματικά επηρέαζε και διαμόρφωνε όλες τις πλευρές της μεσαιωνικής κοινωνίας, και έτσι η οξεία παρακμή της Εκκλησίας, ήταν απόλυτα καταστροφική για την επιβίωση του βυζαντινού χαρακτήρα της Μικράς Ασίας, ο οποίος επομένως εξαφανίστηκε.
4. Οι τουρκικές εισβολές επέφεραν τεράστια αναστάτωση και εξάρθρωση στη χριστιανική κοινωνία, η οποία απομονώθηκε από το κέντρο του πολιτισμού της, την Κωσνταντινούπολη, ενώ στερήθηκε και την εκκλησιαστική ηγεσία των επαρχιών και επομένως ήταν έτοιμη να απορροφηθεί από τη νέα κοινωνία του Ισλάμ. Αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της δράσης των μουσουλμανικών θεσμών, στους οποίους οι τουρκικές ηγεμονίες πρόσφεραν πολιτική και οικονομική υποστήριξη. Οι μουσουλμανικοί αυτοί θεσμοί -με σημαντικότερο θεσμό τα τάγματα των δερβίσηδων- ήταν σταθερά θεμελιωμένοι στις περιουσίες και τα εισοδήματα που προηγουμένως ανήκαν στη χριστιανική Εκκλησία, και ολοκλήρωσαν την πολιτισμική αλλαγή με τον προσηλυτισμό των χριστιανών στον μωαμεθανισμό.
5.Οι χριστιανοί Μικρασιάτες προσπάθησαν να εξηγήσουν τις καταστροφικές τους ήττες με διάφορες εκλογικεύσεις. Ορισμένοι θεώρησαν ότι οι κατακτήσεις των Τούρ-κων απέδειξαν τη θρησκευτική υπεροχή του μωαμεθανισμού σε σχέση με τον χριστιανισμό. Άλλοι είδαν τις βυζαντινές ήττες ως σημείο θείας τιμωρίας μιας αμαρτωλής κοινωνίας, ως προμήνυμα του χιλιαστικού τέλους του κόσμου, ή ως ενέργεια της απρόσωπης Τύχης που αυθαίρετα ανέβαζε και κατέβαζε αυτοκρατορίες. Πολλοί άλλοι, κινούμενοι από ιστορική πειθώ, θρησκευτική ή μη, βρήκαν ανακούφιση στην πεποίθηση ότι την υποδούλωση των Ελλήνων θα την ακολουθούσε, με το πέρασμα του χρόνου, η παλιγγενεσία της Ελληνικής χριστιανική αυτοκρατορίας. Πάλι με χρόνια με καιρούς !!!
6. Ο βυζαντινός πολιτισμός στη Μικρά Ασία, μολονότι εξαφανίστηκε σε επίσημο επίπεδο από το ισλαμικό Kochkultur, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση μεγάλου μέρους του λαϊκού πολιτισμού των Τούρκων.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε, ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο φαινό-μενο. Παρόλο που, τόσο η Ανατολή, όσο και τα Βαλκάνια, κατακτήθηκαν και έμειναν υπό τους οθωμανούς για πολλούς αιώνες, τα τελευταία, διατήρησαν βασικά την πίστη τους, σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία που σχεδόν την έχασε. Είναι βέβαια οφθαλμοφανές ότι, η τουρκική εξουσία κράτησε τέσσερεις περίπου αιώνες στα Βαλκάνια, ενώ στην Μικρά Ασία συνεχίζεται επί εννέα αιώνες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο εξισλαμισμός της Ανατολής ήταν περισσότερο εκτεταμένος επειδή τα στοιχεία της μεταλλαγής, έδρασαν για μακρύτερο χρονικό
διάστημα. Αυτή όμως κατά τον Σπ. Βρυώνη, δεν φαίνεται να είναι η πραγματική εξήγηση, εφόσον ο μαζικός εξισλαμισμός των Μικρασιατών χριστιανών είχε ήδη συμπληρωθεί τον 15ο αιώνα και η ποσοστιαία αναλογία των χριστιανών σε σχέση με τους Τούρκους της Μικράς Ασίας παρέμεινε έκτοτε σχετικά σταθερή (αν και από τον 19ο αιώνα η αναλογία τους είχε αυξηθεί).
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη έναν συνδυασμό διαφόρων παραγόντων. Η τουρκική κατάκτηση των Βαλκανίων, που ξεκίνησε το 1345 και κορυφώθηκε κατά τη βασιλεία του Μωάμεθ Β', δεν ήταν διαδικασία τόσο μακρόχρονη, ή επαναλαμβανόμενη όσο στη Μικρά Ασία και ο τουρκικός εποικισμός (ιδιαίτερα από τους Τουρκομάνους) ήταν πιο περιορισμένος. Οι κατακτήσεις και ο εποικισμός έγιναν από μία ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, η οποία κατέβαλε κάθε προσπάθεια να επαναφέρει την τάξη στις κατακτημένες επαρχίες και να επιβάλει την πειθαρχία στους Τουρκομάνους, ώστε το κράτος να μπορεί να δρέψει όσο το δυνατό περισσότερους καρπούς από μία οικονομικά αποδοτική αυτοκρατορία. Μεγάλη σημασία είχε επίσης το γεγονός ότι, οι χριστιανικές κοινότητες των Βαλκανίων, δεν είχαν αποκοπεί από την ηγεσία και την πειθαρχία της Εκκλησίας τους για μια μεγάλη χρονική περίοδο. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ επέτρεψε την επανασύσταση του ορθόδοξου Πατριαρχείου, το οποίο έθεσε ως επικεφαλής, όλων των Ορθόδοξων χριστιανών, στις βαλκάνιες και μικρασιατικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας του. Έτσι, το 1454 το Πατριαρχείο, και επομένως η Ορθόδοξη Εκκλησία, απέκτησαν πολύ πιο σταθερή και συστηματοποιημένη δύναμη στα τουρκικά εδάφη, απ' όσο προηγουμένως.
Μέχρι την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον Μωάμεθ, το Πα-τριαρχείο και η Εκκλησία ταυτίζονταν με τους εχθρούς των τουρκικών κρατών, και έτσι οι κληρικοί και οι περιουσίες της Εκκλησίας στα κατεκτημένα τουρκικά εδάφη θεωρούνταν δικαιωματική λεία για τους Τούρκους. Παρά τις πολύ ευνοϊκότερες όμως συνθήκες, που δημιουργήθηκαν μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, αναφορικά με το Πατριαρχείο και τις εκκλησίες, πολλοί ήταν οι χρι-στιανοί των Βαλκανίων, που προσηλυτίστηκαν στον μωαμεθανισμό, τόσο πριν, όσο και μετά το 1453.
Ο Σπ. Βρυώνης αναφέρει, πως οι τελευταίες μεγάλες πολιτισμικές μεταλλαγές στη λεκάνη της Μεσογείου σημειώθηκαν ταυτόχρονα, στις δυτικές και τις ανατολικές εσχατιές -τις δύο παραμεθόριες δηλαδή περιοχές- μεταξύ χριστιανικού και μουσουλ-μανικού κόσμου.
Φαίνεται, πως και στις δύο περιπτώσεις διάφορα πολιτικο-στρατιωτικά γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής εξέλιξης, στην Ιβηρική και στη μικρασιατική χερσόνησο. Η ισπανική επανάκτηση (reconquista), όχι μόνο εξάλειψε το μουσουλμανικό πολιτικό κράτος, από την Ιβηρική, αλλά επέφερε τον εκχριστιανισμό και τον εξισπανισμό του πληθυσμού.
Από την άλλη, η τουρκική κατάκτηση προκάλεσε τον εξισλαμισμό και τον εκτουρκισμό των μικρασιατικών πληθυσμών και την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εξάλειψη της Ελληνικής γλώσσας στη Μικρά Ασία και της Αραβικής στην Ισπανία, συνοδεύτηκε από την απόπειρα να αποδοθούν τα Ισπανικά με Αραβικούς χαρακτήρες και τα Τουρκικά με το Ελληνικό αλφάβητο (Καραμανλήδικα).
Πρόσφυγες από τις δύο περιοχές (δυτική και ανατολική μεσόγειο), έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμάχη μεταξύ του μωαμεθανισμού και του χριστιανισμού στη Μεσόγειο τον 15ο και τον 16ο αιώνα, ενώ έγιναν και φορείς ανταλλαγής, πάμπολλων πολιτιστικών και ειδικά μουσικών στοιχείων, όπως επί παραδείγματι τα σεφαραδίτικα τραγούδια των από την Ισπανία προερχομένων/εκδιωγμένων (1492) Εβραίων της Θεσ/νίκης.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε Έλληνες που εγκατέλειψαν τον τόπο τους μετά τις τουρκι-κές εισβολές και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, ή άλλα μέρη της Δύσης, συχνά να πα-ροτρύνουν τους ηγεμόνες της Δύσης, να διοργανώσουν σταυροφορίες με σκοπό την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την άλλη πάλι βλέπουμε, Ισπανούς μουσουλμάνους και Εβραίους, γεμάτους πικρία για τα δεινά που πέρασαν στην Ισπανία, να μεταναστεύουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ειδικά στην Θεσ/νίκη, η δε παρουσία τους εκεί, να συμβάλλει, στην καλλιέργεια του αντιχριστιανικού χαρακτήρα που προσέλαβε τελικά η οθωμανική επέκταση στην κεντρική Ευρώπη.
Όπως προαναφέρθηκε, κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, μεγάλο μέρος της βυζαντινής κοινωνίας της Ανατολής, είχε ήδη ζήσει κάτω από τους Τούρκους επί δύο αιώνες, με αποτέλεσμα την ενσωμάτωση του ελληνοχριστιανικού στοιχείου στη νέα ισλαμική κοινωνίας της Ανατολής.
Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί πως, σημαντική μερίδα του ελληνοχριστιανι-κού αυτού στοιχείου, είχε μεταβληθεί πολιτισμικά, παρόλο που η μεταβολή αυτή δεν είχε ακόμα, κατά τον 13ο αιώνα τουλάχιστον, αποφασιστική σημασία. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι οι περισσότερες παραθαλάσσιες περιοχές της δυτικής και βόρειας Μ. Ασίας, βρίσκονταν ακόμα κατά μεγάλο μέρος στα χέρια των Χριστιανών, πράγμα που βοήθησε την υποστήριξη και την ενδυνάμωση του χριστιανικού στοιχείου στις περιοχές αυτές.
Εν τούτοις, μεγάλο γεωγραφικό μέρος της Μικράς Ασίας βρισκόταν, είτε υπό τον άμεσο έλεγχο του Ικονίου των Σελτζούκων, ήδη επί δύο σχεδόν αιώνες, είτε υπό τουρκικό έλεγχο, ενώ μεγάλο μέρος της χριστιανικής κοινωνίας είχε υποστεί τις θύελλες του πολέμου, των εισβολών και της πολιτικής υποταγής.
Η σημαντική αυτή αναταραχή διευκόλυνε πολύ τη διαδικασία της πολιτισμικής μεταβολής. Η μουσουλμανική θρησκεία είχε το αναντίρρητο πλεονέκτημα να είναι η θρησκεία των κατακτητών, ενώ ο χριστιανισμός έγινε η θρησκεία των ηττημένων. Οι
παραδοσιακοί ισλαμικοί διοικητικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί θεσμοί και οργανισμοί, ήταν επίσημα αποδεκτοί και ενισχύονταν οικονομικά, και καθώς η διοίκηση των Σελτζούκων, τα ισλαμικά τζαμιά, οι μεντρεσέδες, τα ζαβίγια και τα χάνια εξαπλώθηκαν σε όλα τα εδάφη των Σελτζούκων, επηρέασαν και άρχισαν να διαμορφώνουν βαθμιαία την κοινωνία της Ανατολής σύμφωνα με τα ισλαμικά πρότυπα. Ο πλούτος που πήραν οι κατακτητές από τους ηττημένους χριστιανούς λειτούργησε σαν βάση, ενίσχυση και τροφή στην ανάπτυξη όλων αυτών των θεσμών.
Οι χριστιανοί, απορροφήθηκαν στην ισλαμική κοινωνία με τον παραδοσιακό τρό-πο. Έπρεπε, να πληρώνουν φόρο για τα προϊόντα της γης τους, ή για τα κέρδη του μα-γαζιού τους, και έπρεπε επίσης να πληρώνουν τον τζίζιε, ή κεφαλικό φόρο.
Επιπλέον, πρέπει ν' αναφερθεί ότι, οι χριστιανοί αποτελούσαν την πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού στα εδάφη των Σελτζούκων κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Η τακτική της επανεποίκησης των τουρκικών εδαφών με χριστιανούς αγρότες ήταν ιδιαίτερα σημαντική τον 12ο αιώνα. Τον 13ο αιώνα οι έγγειες περιουσίες των χριστιανών μεγαλογαιοκτημόνων, αλλά και των απλών αγροτών, αναφέρονται στα βακουφικά έγγραφα, όπου καθορίζονται τα όρια των έγγειων ιδιοκτησιών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά συχνά αναφέρουν τα αμπέλια των χριστιανών και αυτό γιατί πράγματι, τα κρασιά της Καππαδοκίας και της Κιλικίας ήταν πολύ γνωστά κατά τη δεύτερη πενηνταετία του 13ου αιώνα, και το ίδιο φαίνεται να ίσχυε για τα κρασιά των χριστιανικών χωριών της περιοχής του Μπεησεχίρ τον 15ο αιώνα.
Πολλοί Έλληνες χρησιμοποιούνταν ως οικιακοί δούλοι και υπάρχουν ενδείξεις ότι χρησιμοποιούνταν επίσης για να εκτελούν διάφορες εργασίες για λογαριασμό των κυρίων τους.
Η εξέλιξη της αφομοίωσης εκφραζόταν όμως συμβολικά στα υψηλότερα κοινωνι-κά στρώματα, με τις επιγαμίες μελών της ελληνοχριστιανικής αριστοκρατίας, με μέλη της βασιλικής οικογένειας των Σελτζούκων. Ο Κιλίτζ Β' Αρσλάν μάλιστα, παντρεύτηκε μία χριστιανή, την μετέπειτα μητέρα του σουλτάνου, Γκιγιάτ αλ Ντιν Α' Καϊχουσράου. Ο σουλτάνος αυτός παντρεύτηκε επίσης Ελληνίδα, μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Μαυροζώμηδων, ενώ ο Αλά αλ-Ντιν Α' Καϊκουμπάντ πήρε στο χαρέμι του, την κόρη του χριστιανού κυβερνήτη του Καλονόρους-Αλάγια, κυρ Φαρίντ. Το χριστιανικό στοιχείο στην οικογένεια των σουλτάνων αυξήθηκε κατά τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν δύο τουλάχιστον από τους γιους του Γκιγιάτ αλ-Ντιν Β' Καϊχουσράου είχαν Χριστιανές μητέρες. Η μητέρα του Ιζ αλ-Ντιν, ήταν Ελληνίδα και η μητέρα του Αλά αλ-Ντιν Καϊκουμπάντ, ήταν Γεωργιανή. Όσο για τον αδελφό τους, τον Ρουκν αλ-Ντιν Κιλίτζ Αρσλάν Δ', παρόλο που η μητέρα του ήταν, όπως φαίνεται, Τουρκάλα, ο ίδιος παντρεύτηκε χριστιανή.
Οι γνώσεις μας σχετικά με τους μικτούς γάμους μεταξύ Σελτζούκων σουλτάνων και χριστιανών γυναικών είναι ελλιπείς, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτό το έκαναν ήδη, οι Οθωμανοί σουλτάνοι, οι εγκατεστημένοι στη Βιθυνία, καθώς και μέλη της
δυναστείας των Καραμανίδων και των Ντουλγαντιρογουλλαρί, καθώς και των Τούρκων πριγκίπων που είχαν στενές σχέσεις με το Ελληνικό κράτος της Τραπεζούντας. Υπάρχουν σκόρπιες αναφορές για μικτούς γάμους μεταξύ μελών της μουσουλμανικής και της χριστιανικής αριστοκρατίας. Ο Τατζ αλ-Ντιν Χουσεΐν, γιος του Σαχίμπ Φαχρ αλ-Ντιν Αλί, παντρεύτηκε την κόρη του Κιρχάνη (Κυργιάννη;) του Έλληνα θείου του Ιζ αλ- Ντιν Καϊκάους Β'. Ο ανιψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β' Κομνηνού, ο Ιωάννης Κομνηνός, παντρεύτηκε την κόρη του σουλτάνου και έγινε μουσουλμάνος. Τον 13ο αιώνα ο γιος του Περβανέ παντρεύτηκε μία νόθα κόρη του βασιλιά της Αρμενίας Χετούμ. Υπολογίζουμε ότι οι μικτοί γάμοι μεταξύ μελών της αριστοκρατίας ήταν κοινότερο φαινόμενο από ό,τι αποκαλύπτουν οι πηγές.
Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι μικτοί γάμοι, γίνονταν σε αρκετά μεγάλη κλίμακα, ήδη από τις αρχές της τουρκικής κατοχής της Ανατολής και για αρκετούς αιώνες κατόπιν. Η Άννα Κομνηνή αναφέρεται στα παιδιά τέτοιων γάμων με το επίθε-το "μιξοβάρβαροι", ενώ τον 12ο αιώνα, ο Βαλσαμών, αναφέρεται στα περίεργα έθιμά τους. Όταν ο Έλληνας ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς, πέρασε από τη Βιθυνία, πη-γαίνοντας στη Νίκαια, κατά τα μέσα του 14ου αιώνα -μία γενιά δηλαδή μετά την κα-τάκτηση της Νίκαιας- παρατήρησε ότι τον πληθυσμό αποτελούσαν Έλληνες, μιξοβάρβαροι (Ελληνότουρκοι), και Τούρκοι. Έτσι, οι μικτοί γάμοι μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη συγχώνευση και την απορρόφηση του ελληνοχριστιανικού στοιχείου από τη μουσουλμανική κοινωνία, η οποία όμως γενεολογικά, άρχισε σιγά σιγά, να χάνει τα σκληρά μογγολικά χαρακτηριστικά της.
Όταν οι Σελτζούκοι κατέλαβαν την Ανατολή, πήραν ουσιαστικά τα εδάφη όπου κατοικούσε και είχε την κύρια βάση της η βυζαντινή (Ελληνική και Αρμενική) αριστοκρατία των μεγαλογαιοκτημόνων. Σημαντικότατη, σε σχέση με τη μοίρα της βυζαντινής κοινωνίας, ήταν η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης από τη μεγαλογαιοκτημονικη αυτή αριστοκρατία. Αναμφίβολα πολλοί εκπρόσωποι της τάξης αυτής έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη δυτική Μικρά Ασία, ή στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η παρουσία όμως μελών των αριστοκρατικών οικογενειών της Ανατολής στην υπηρεσία των Τούρκων κατά τους αιώνες της εξουσίας των Σελτζούκων και των Οθωμανών φανερώνει ότι, σημαντικό μέρος της Ελληνικής αριστοκρατίας συμβιβάστηκε λόγω αμοιβαίων συμφερόντων με τους Τούρκους.
Οι κοσμικοί άρχοντες της ελληνοχριστιανικής κοινωνίας, ή έφυγαν από τη μου- σλουμανική Ανατολή, ή συμβιβάστηκαν με τους κατακτητές, δίνοντας έτσι παράδειγ-μα προς μίμηση σε όλες τις τάξεις της βυζαντινής κοινωνίας. Από τους αριστοκράτες που έμειναν στη μουσουλμανική Ανατολή, πολλοί παρέμειναν χριστιανοί για αρκετό καιρό, ενώ άλλοι γρήγορα εξισλαμίστηκαν. Οι χριστιανοί αυτοί κατέλαβαν θέσεις στις υπηρεσίες των μουσουλμάνων με διάφορους τρόπους.
Άλλοι πάλι, εγκατέλειψαν τις πόλεις, ή τα φρούρια που είχαν αναλάβει να υπερα-σπιστούν και σε ανταλλαγή αυτής της πράξης, πήραν εκτάσεις γης και θέσεις από
τους Τούρκους. Ο κυβερνήτης του Καλονόρους-Αλάγια, ο Κυρ Φαρίντ, παρέδωσε την πόλη στον σουλτάνο Αλά αλ-Ντιν Καϊκουμπάντ Α', ο οποίος σε ανταμοιβή του έδωσε το εμιράτο του Ακσεχίρ μαζί με την κατοχή αρκετών χωριών.
Ένας Έλληνας κυβερνήτης των περιοχών του Πόντου, ο Κασσιανός, παρέδωσε κι αυτός τα φρούριά του στους Δανισμένδες, με αντάλλαγμα μια θέση στην επικράτειά τους. Πιο συχνά αναφέρονται από σύγχρονους ιστορικούς περιπτώσεις Ελλήνων, που έφυγαν για να γλιτώσουν από την οργή των διαφόρων αυτοκρατόρων, ή απλά στασία-σαν κατ' αυτών και έτσι ζήτησαν -και βρήκαν τελικά- καταφύγιο, σε Τούρκους σουλ-τάνους ή πρίγκιπες.
Ορισμένοι απ' αυτούς παρέμειναν στην υπηρεσία των Τούρκων προσωρινά μόνο, ενώ άλλοι, όπως ο Ιωάννης Κομνηνός, ή η οικογένεια των Γαβράδων, εγκαταστάθη-καν μόνιμα στα εδάφη των Σελτζούκων. Ο πρώτος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αυτο-μόλησε στους Τούρκους λόγω της προστριβής του με τον θείο του, αυτοκράτορα Ιωάννη Β' Κομνηνό. Έγινε μουσουλμάνος και παντρεύτηκε την κόρη του σουλτάνου. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει η ιστορία της οικογένειας των Γαβράδων, μέλη της οποίας ήταν στενά συνδεδεμένα με την υπεράσπιση της Τραπεζούντας και των περιχώρων της, εναντίον των Τούρκων εισβολέων τον 11ο αιώνα. Ένας Γαβράς μάλιστα μαρτύρησε για την πίστη του. Όταν όμως η οικογένεια έγινε η ισχυρότερη στην Τραπεζούντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α', ο αυτοκράτορας δεν της είχε πια εμπιστοσύνη. Γι' αυτό, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι τελικά, μέλη της οικογένειας υπηρετούσαν στους Σελτζούκους τον 12ο αιώνα. Ο Κίνναμος μάλιστα γράφει ότι, κατά τη διάρκεια μιας από τις πρώτες εκστρατείες του Μανουήλ Κομνηνού κατά των Τούρκων, σκοτώθηκε κάποιος Γαβράς, που είχε μεγάλη θέση στο στρατό του σουλτάνου. Ήταν Έλληνας αλλά είχε μεγαλώσει με τους Τούρκους που τον είχαν κάνει εμίρη. Η οικογένεια εξακολούθησε να είναι σημαντική μέχρι τα τέλη της βασιλείας του Κιλίτζ Β' Αρσλάν. Μέλος της στην αυλή του σουλτάνου πρότεινε τους όρους της συμφωνίας ειρήνης με τον Μανουήλ Κομνηνό μετά τη μάχη στο Μυριοκέφαλο το 1176. Ο Γαβράς αυτός ήταν πιθανόν ο αμίρ-ι-χατζίμπ του σουλτάνου, ο Ιχτιγιάρ αλ-ντιν Χασάν ιμπν Γαβράς. Λόγω του εμφύλιου πολέμου που ο Γαβράς προκάλεσε μεταξύ του Κιλίτζ Αρσλάν και του γιου του σουλτάνου που κυβερνούσε τη Σεβάστεια, ο σουλτάνος τον έδιωξε από την υπηρεσίας του. Ο Γαβράς συγκέντρωσε τους γιους, τους συγγενείς, τους υπηρέτες του και 200 έφιππους στρατιώτες και αποσύρθηκε στην πεδιάδα του Κανγιούκχ. Ο γιος του σουλτάνου έστειλε του Τουρκομάνους να τους επιτεθούν, και έτσι σκοτώθηκαν ο Γαβράς και οι γιοι του. Ο Βαρεβραίος, κατέγραψε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του επεισοδίου:
"Και κατακρεούργησαν τα άκρα του, και τον κάρφωσαν στις μύτες των κονταριών, και τον περιέφεραν στη Σεβάστεια την ημέρα της εορτής του Σταυρού".
Λόγω των διαφόρων αυτών συγκυριών, αρκετοί Έλληνες χριστιανοί και Έλληνες αποστάτες, τάχτηκαν πλάι-πλάι με τους Τούρκους, τους Άραβες και τους Πέρσες, στην αυλή των Τούρκων, στη διοίκηση και τον στρατό. Είναι πολύ δύσκολο να
υπολογίσουμε τον ρόλο που έπαιξαν και την επιρροή που είχαν, επειδή οι πληροφορίες που μας δίνουν οι πηγές κάθε άλλο παρά αρκετές είναι. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η ομάδα αυτή των Ελληνοχριστιανών και αποστατών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των κατακτητών και των ηττημένων, μπορεί μάλιστα να έπαιξε και κάποιο ρόλο στην εξοικείωση των κατακτητών με τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας της Ανατολής.
Είναι, και πάλι, δύσκολο να καταλήξουμε σε λεπτομερή συμπεράσματα, όχι μόνο επειδή τέτοια είναι η φύση των πηγών αλλά και επειδή με το πέρασμα του καιρού τα χαρακτηριστικά της ισλαμικής κοινωνίας που επικράτησε στη κοινωνία της Ανατολής επικάλυψαν ό,τι άλλο σχετικό μπορεί να προϋπήρχε.
Στον κυβερνητικό και τον στρατιωτικό τομέα, οι χριστιανοί απορροφήθηκαν αμέ-σως -αν και σε μικρότερη κλίμακα- με τον θεσμό αρχικά του γκιουλάμ των Σελτζού-κων και κατόπιν του παιδομαζώματος/γυρίσματος (devsirme) των Οθωμανών, που είχε σαν συνέπεια, την πρόσληψη προσήλυτων δούλων στον στρατό, τη γραφειοκρατία και την Αυλή των διαφόρων μουσουλμανικών κρατών της Ανατολής. Η εφαρμογή του γκιουλάμ- devsirme από τους Σελτζούκους και τους οθωμανούς καθιερώθηκε επειδή κληρονόμησαν τις παραδοσιακές μουσουλμανικές μορφές διακυβέρνησης, αλλά και επειδή έβρισκαν πληθώρα διαθέσιμων χριστιανών νέων στην Ανατολή, είτε στα δικά τους εδάφη, είτε στις γειτονικές περιοχές των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι, η λογική της εκπαιδεύσεως των νέων, των κατεκτημένων λαών, προκειμένου να ενταχθούν στον στρατό και την γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας, δεν ήταν άγνωστος, ούτε στους βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν τόσο τους Νεωτέρους, όσο και τους εκχριστιανισμένους Τούρκους, τους γνωστούς Τουρκόπουλους, ( π.χ ο τούρκος χριστιανός Κουτλουμούς κτήτωρ της μονής Κουτλουμουσίου αγ. Όρους ) αλλά ούτε και παλαιότερα στους Ρωμαίους, με τους Juniors.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Τούρκοι στρατολογούσαν αγόρια και νέους από τους χριστιανούς της Ανατολής καθ' όλο το διάστημα, από τον 11ο έως και τον 17ο αιώνα. Κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, οι Τούρκοι άρπαζαν τ' αγόρια από τις ελληνικές πό-λεις, μεταξύ του Δορυλαίου κα του Ικονίου, και την ίδια εποχή ο εμίρης των Σαμοσά- των, ο Μπαλντούχ πήρε επίσης τα παιδιά των χριστιανών κατοίκων της πόλης. Μετά την κατάκτηση της Αντιόχειας (το 1085), οι Τούρκοι, είχαν ελλείψεις στο στρατό τους και γι' αυτό χρησιμοποίησαν Αρμένιους και Έλληνες νέους που τους ανάγκασαν να εξισλαμιστούν. Από τον 13ο αιώνα εφαρμόζονταν οι παραδοσιακές μέθοδοι στρατολόγησης, που εμφανίζονται πια με μεγαλύτερη σαφήνεια στις σύγχρονες μαρτυρίες. Η κύρια πηγή νέων φαίνεται να ήταν η "εμπόλεμος περιοχή", επειδή οι Σελτζούκοι έκαναν σε μεγάλη έκταση πόλεμο και επιδρομές κατά των Ελλήνων της Τραπεζούντας και της Νίκαιας, κατά των Αρμενίων της Κιλικίας, κατά των Γεωργιανών του Καυκάσου και κατά των κατοίκων της Κριμαίας. Κατά τις επιδρομές
και τις εκστρατείες αυτές, οι σουλτάνοι ασκούσαν το δικαίωμά τους επί του ενός πέμπτου των λαφύρων, σύμφωνα με τον νόμο του γκανιμάτ.
Τα γκιουλάμ σχηματίζονταν από νέους που τους έπαιρναν ως δώρο, η που πιθα-νόν τους αγόραζαν, η με εκούσια αποστασία νέων, η ομήρων που έπαιρναν οι Τούρκοι από τους εχθρούς. Τέτοιο παράδειγμα έχουμε κατά τη βασιλεία του Αλά αλ-Ντιν Α' Καϊκουμπάντ όταν, μετά την κατάληψη της Σουδαίας στην Κριμαία, οι Τούρκοι πήραν ομήρους τους γιους των αρχόντων. Τον 14ο αιώνα οι Τουρκομάνοι, στις επιδρομές τους σε βυζαντινά εδάφη της δυτικής Μικράς Ασίας, άρπαζαν τα παιδιά των Ελλήνων χριστιανών, ενώ στην ανατολική Μικρά Ασία, η Σεβάστεια (Σίβας) είχε σημαντικό σκλαβοπάζαρο όπου πουλούσαν νέους. Αίτηση του 1456, που απεύθυναν οι Έλληνες της δυτικής Μικράς Ασίας στους Ιππότες της Ρόδου, φανερώνει ότι οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να αρπάζουν τα παιδιά των χριστιανών:
"... Εμείς, οι φτωχοί δούλοι σας... που κατοικούμε στην Τουρκία... πληροφορούμε την αφεντιά σας ότι ο Τούρκοι μας ενοχλούν πάρα πολύ και ότι αρπάζουν τα παιδιά μας και τα κάνουν μουσουλμάνους... Γι' αυτό, σας ικετεύουμε να συμβουλέψετε τον αγιότατο Πάπα να στείλει τα πλοία του να μας πάρουν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά μας μακριά από εδώ, γιατί υποφέρουμε πάρα πολύ από τους Τούρκους. [Κάντε το] για να μη χάσουμε τα παιδιά μας, και επιτρέψετέ μας να έρθουμε στα δικά σας εδάφη, να ζήσουμε και να πεθάνουμε εκεί ως υπήκοοί σας. Αλλά αν μας αφήσετε εδώ, θα χάσουμε τα παιδιά μας και εσείς θα πρέπει να δώσετε λόγο στον Θεό γι' αυτό.".
Μετά την κατάκτηση της Τραπεζούντας από τον Μωάμεθ B' το 1461, οι Τούρκοι πήραν αρκετούς Έλληνες νέους για το σώμα των Γενιτσάρων, αλλά και για υπηρεσίες στο παλάτι, ενώ κατά την ίδια εποχή πήραν αγόρια από τη Νέα Φώκαια στη δυτική Μικρά Ασία. Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα το οθωμανικό παιδομάζωμα φαίνεται ότι εφαρμοζόταν εκτεταμένα στην Ανατολή, και ο κατάλογος των περιοχών από τις οποίες οι Τούρκοι έπαιρναν παιδιά είναι εντυπωσιακός, αφού περιελάμβανε, την Τρα-πεζούντα, το Μαράς, την Προύσα, τη Λεύκη, τη Νίκαια (Ιζνίκ), το Καΐσερι (Καισά- ρεια), το Τοκάτ (Ευδοκιάδα), το Μιχαλίτς, το Εγριντίρ, το Γκεμλίκ, το Κοτζαϊλί, το Μπολού, την Κασταμώνα, τα Ευχάιτα (Τσόρουμ), την Σαμψούντα, τη Σινώπη, την Αμάσεια, τη Μελιτηνή (Μαλάτια) το Καραχισάρ, το Αραπκίρ, το Ντζεμισκεζέκ, το Ντζίζρι, τη Σεβάστεια (Σίβας), τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), την Άμιδα (Ντιγιαρ- μπακίρ), το Κεμάχ, το Μπαϊμπουρτ, τη Νίγδη, το Μπεησεχίρ, το Καραμάν, το Ζουλ- καντριγιέ, το Μπιλετζίκ, το Μπατούμ, το Σις, την Κιουτάχεια, το Μανιάς και βεβαίως την Βαλκανική, επειδή δε εξαιρούσαν τα παιδιά των εξισλαμισθέντων Βοσνίων, οι Βόσνιοι διαμαρτυρήθηκαν, ζητώντας να παίρνουν και τα παιδιά τους, προκειμένου αυτά να τύχουν κάποιας καλύτερης τύχης, μέσα από τις τάξεις των αξιωματικών του στρατού των γενιτσάρων.
Οι νέοι αυτοί απομακρύνονταν από το γνώριμο τους πολιτισμικό και οικογενεια-κό περιβάλλον, προσηλυτίζονταν στον μουσουλμανισμό, συχνά μορφώνονταν σε ειδικά σχολεία, και κατόπιν εγγράφονταν σε ειδικές στρατιωτικές μονάδες, η έπαιρναν θέσεις στην Αυλή, ή τη γραφειοκρατία. Υπάρχουν όμως και πολλά
παραδείγματα νέων, που διατηρούσαν έντονες μνήμες και σχέσεις με το παρελθόν τους, συχνά δε έπαιρναν και τους γονείς τους μαζί, προκειμένου να τους αποκαταστήσουν σε καλύτερα σπίτια κ.λπ.17
Το σύστημα αυτό, των σκλάβων-διοικητικών λειτουργών και σκλάβων-στρατιω- τών, φαίνεται ότι εξακολούθησε να εφαρμόζεται αδιάσπαστα στην Ανατολή από την πρώτη εμφάνιση των Τούρκων μέχρι την Οθωμανική εποχή. Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε πόσοι χριστιανοί αποτέλεσαν μέρος του συστήματος και έγιναν έτσι μουσουλμάνοι. Οπωσδήποτε ο αριθμός ήταν μικρός, αν εξετάσουμε την κάθε εποχή ξεχωριστά, όμως το σύστημα στο σύνολο του, πρέπει να επηρέασε κάπως τους χριστιανούς στο θέμα του προσηλυτισμού τους κατά το διάστημα των αιώνων.
Σε σύγχρονη πηγή διαβάζουμε ότι, μετά την πτώση του Χλιάτ (περίπου το 1231), στρατιωτικό σώμα που το αποτελούσαν 1.000 βασιλικοί γκιουλάμ, έμεινε στην πόλη για να επιβλέπει την κατάσταση εκεί, ενώ αλλού βρίσκουμε αναφορά για 500 σερχένκ. Οι Τούρκοι πήραν 800 νέους Έλληνες από την Τραπεζούντα μετά την πτώση της, και άλλους 100 από τη Νέα Φώκαια. Από τους πιο διάσημους ελληνικής καταγωγής γκιουλάμ του 13ου αιώνα, ήταν ο Τζαλάλ αλ-Ντιν Καρατάι ιμπν Αμπντουλάχ, ο Αμίν αλ-Ντιν Μικαήλ, και ο Σαμς αλ-Ντιν Χας Ογούζ. Ο Καρατάι εμφανίζεται ως σημαντικό πρόσωπο στις σελίδες του Ιμπν Μπίμπι, του Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούντ και του Εφλακί, που διηγούνται ότι παρά την Ελληνική καταγωγή του, ήταν προικισμένος με ασυνήθιστα χαρίσματα. Σε διάφορες εποχές, κατά τη βασιλεία του Αλά αλ-Ντιν Α' Καϊκουμπάντ και των διαδόχων του, κατείχε τις σημαντικές θέσεις του ναίμπ, του αμιρί νταβέτ, του αμιρί ταστχανέ και του χιζνενταρί χας. Ήταν δηλαδή, ένας από τους τέσσερεις στύλους του κράτους και έπαιζε έτσι σημαντικό ρόλο, στη λήψη αποφάσεων σχετικά με θέματα διαδοχής στο σουλτανάτο και του διορισμού βεζύρηδων και άλλων αξιωματούχων.
Ο τίτλος του (ατάμπεης) φανερώνει ότι ήταν δάσκαλος των πριγκίπων, και ορι-σμένες σκόρπιες πληροφορίες αποκαλύπτουν τη στενή σχέση του με τους σουλτάνους. Ήταν πολύ θρήσκος (ο περίφημος σείχης Σουχραβάρντι τον μύησε για να γίνει μουρίντ (δερβίσης), και στενά συνδεδεμένος με τον κύκλο του Τζαλάλ αλ-ντιν Ρουμί. Ζούσε ασκητικά (λέγεται ότι δεν έτρωγε κρέας και ότι απείχε απ' τις χαρές του γάμου), ήταν γενναιόδωρος, ευεργέτης μουσουλμανικών ιδρυμάτων και κτισμάτων και επιχορήγησε το χτίσιμο του περίφημου μεντρεσέ στο Ικόνιο και του καραβανσαράι 50 χιλιόμετρα ανατολικά της Καισάρειας (Κάισερι).
Άλλος σημαντικός αξιωματούχος προέλευσης γκιουλάμ ήταν ο Αμίν αλ-Ντιν Μι- καήλ, που υπηρέτησε ως ναίμπ αλ χάντρα του σουλτάνου Ρουκν αλ-Ντιν κατά τη δεύτερη πενηνταετία του 13ου αιώνα. Οι λίγες πληροφορίες των σύγχρονων πηγών, είναι εν τούτοις αρκετές, για να φανερώσουν ότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην οικονομική διοίκηση των Σελτζούκων. Ήταν μουσουλμάνος, Ελληνικής καταγωγής, δούλος του Σαντ αλ-Ντιν Αμπού Μπακρ αλ-Αρνταμπίλι. Ο Αμίν αλ-Ντιν ευθύνεται για την μεταρρύθμιση στον οικονομικό μηχανισμό του σελτζουκικού κράτους στην Ανατολή, ήταν δε γενικά γνωστός για την πολυμάθειά του. Σκοτώθηκε όταν ως
ναίμπ, υπερασπίστηκε το Ικόνιο εναντίον του Τζιμρί και των Τουρκομάνων Καραμανίδων του 1278.
Από το σύστημα των γκιουλάμ αναδείχθηκε επίσης τον 13ο αιώνα ο Σαμς αλ-Ντιν Χας Ογούζ. Ο Ιμπν Μπίμπι γράφει ότι, ήταν δούλος Ελληνικής καταγωγής, ότι είχε λαμπρό λογοτεχνικό ύφος, και ότι τα καλλιγραφήματά του έλαμπαν σαν περιδέραιο με πολύτιμους λίθους.
Ως αποτέλεσμα του γκιουλάμ και του devsirme, οι νέοι αυτοί είχαν εντελώς προ-σαρμοσθεί στη ζωή της Ανατολής, πράγμα που φανερώνεται και από την τεράστια προσφορά τους στη στρατιωτική, διοικητική, θρησκευτική και πολιτισμική ζωή της. Παρόλο που δεν είχαν μουσουλμανική προέλευση, -αν αφαιρέσουμε τους Βόσνιους-, είχαν εντούτοις πλήρως αφομοιωθεί, και στο διάστημα πολλών αιώνων συνέβαλαν στην ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των μουσουλμάνων εις βάρος των χριστιανών, παρότι οι πηγές αναφέρουν ότι είχαν συνείδηση της καταγωγής και της προελεύσεώς τους, αυτοαποκαλούντο με τα χριστιανικά τους ονόματα, συχνά δε έπαιρναν μαζί και τους γονείς τους, προκειμένου να τους εγκαταστήσουν σε αρχοντικά σπίτια στις μεγάλες πόλεις που υπηρετούσαν.
Εκτός από τους γκιουλάμ και τους γενιτσάρους, πρέπει να πούμε, ότι αρκετοί Έλληνες εμφανίζονται με τον τίτλο του Εμίρη, όπως προείπαμε μάλιστα, κάποιος Γα-βράς, είχε τον τίτλο αυτό στις αρχές του 12ου αιώνα, όπως και ο Μαυροζώμης που αργότερα πήρε την ύψιστη θέση στο βασίλειο τον 13ο αιώνα. Ο γιος του Μαυροζώμη είχε επίσης κάποια θέση (άγνωστο ακριβώς ποια) στην Αυλή των Σελτζούκων. Ένας εμίρης, με το όνομα Κωνσταντίνος, στο Ισκιλίμπ, και ένας άλλος, με το όνομα Ασάντ αλ-Ντάουλα Κωνσταντίνος, στην Καισάρεια (Καΐσερι), αναφέρονται στα βακούφια του 13ου αιώνα.
Το έγγραφο σχετικά με τα θρησκευτικά ιδρύματα του Σαμς αλ-Ντιν Αλτούν Αμπά καταγράφει τα ονόματα Ελλήνων αριστοκρατών που είχαν κτηματική περιουσία στην περιοχή του Ικονίου. Ενδιαφέρον είναι ότι δύο απ' αυτούς είχαν βυζαντινούς τίτλους. Ο γιος του Μαύρου, πατρίκιος Μιχαήλ, και ο γιος του πατρίκιου Ιωάννη.
Ένας εμίρης επίσης, ονόματι Τορνίκ του Τοκάτ, που μπορεί να ήταν μέλος της βυζαντινής οικογένειας των Τορνίκηδων, αναφέρεται τον 13ο αιώνα. Ο Κυρ Φαρίντ διοικούσε το εμιράτο του Ακσεχίρ. Στην ίδια Αυλή ο Ιχτιγιάρ αλ-Ντιν Χασάν ιμπν Γαβράς ήταν αμίρ-ι-χατζίμπ κατά τη βασιλεία του Κιλίτζ Β' Αρσλάν, όπως προείδαμε. Τον επόμενο αιώνα ο Κυρ Κεντίντ, Έλληνας θείος του Ιζ αλ-Ντιν B' Καϊκάους, ήταν σαραμπσαλάρ, και παρόλο που ο άλλος θείος του έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην Αυλή, δεν έχουμε ενδείξεις σχετικά με την επίσημη θέση του. Φαίνεται ότι υπήρχε ελληνική Υπηρεσία στην Αυλή του σουλτάνου, όπως βέβαια θα περίμενε κανείς, εφόσον ήταν σημαντικές οι εξωτερικές και εσωτερικές σχέσεις με τους ελληνόφωνους. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας αυτής, γνωστοί με τον βυζαντινό τίτλο νοταράν, ήταν υπεύθυνοι για τη σύνταξη των όρων της συνθήκης μεταξύ του σουλτάνου και του ηγέτη της Τραπεζούντας όταν κατακτήθηκε η Σινώπη το 1214.
H ελληνική αυτή Υπηρεσία, ή τουλάχιστον οι Έλληνες νοτάριοι, διατηρήθηκαν όχι μόνο κατά τη διάρκεια της διοίκησης των Σελτζούκων, αλλά και σε ορισμένα από τα εμιράτα που διαδέχθηκαν το κράτος των Σελτζούκων. Τα λιγοστά έγγραφα που έχουν διασωθεί από την ελληνική αυτή Υπηρεσία των Σελτζούκων αναφέρονται κυρίως στον καθορισμό των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Κύπρου και Ανατολής. Κατά καιρούς εμφανίζονται επίσης Έλληνες και ως πρέσβεις των σουλτάνων. Στις εμπορικές συναλλαγές με την Κύπρο, ως Σελτζούκος πρέσβης, εμφανίζεται κάποιος κυρ Αλέξιος, ενώ πριν την περίφημη επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη τον 12ο αιώνα, ο Κιλίτζ Αρσλάν, έστειλε τον χριστιανό καγκελάριο του, Χριστόφορο, να προετοιμάσει το έδαφος.
Επίσης, στις πηγές νημονεύεται κι ένας Έλληνας, φορολογικός υπάλληλος και δι-κηγόρος, στη Μελιτηνή του 1190, ο λεγόμενος Παπα-Μιχαήλ, ο οποίος ήταν υπεύθυ-νος για την είσπραξη των φόρων, καθώς και δύο Έλληνες μουσικοί από την Ρόδο, στην Αυλή του σουλτάνου.
Επ' ευκαιρία της παραπάνω αναφοράς, στους Ροδίτες μουσικούς, πρέπει ν' ανα-φέρουμε πως η μουσική ετιμάτο ιδιαιτέρως, ήδη από την αρχαιότητα στην Μ. Ασία, ως θύρα πνευματικής έμπνευσης, όπως εξάλλου και ο χορός, ως πηγή έκστασης και θεϊκής κατάληψης. Ο Όλυμπος της Μυσίας υπήρξε ο πατέρας της λυδικής αρμονίας και ο Μαρσύας του φρυγικού τρόπου και των δίδυμων αυλών. Οι Καππαδόκες χειρι-ζόντουσαν την έγχορδη "Νάβλα", εκεί που πολύ αργότερα ήχησε ο αυλός των Μεβλεβί δερβίσηδων (το νέυ η νάυ). Οι Μεσσαλιανοί, οι οποίοι εξαπλώθηκαν στην Ανατολία καθ' όλον τον Μεσαίωνα, ονομαζόντουσαν και Χορευτές, επειδή ασκούνταν σ' ένα είδος τελετουργικού χορού πυθαγορικής λογικής, όπως έκαναν και οι "Περιστρεφόμενοι Μεβλεβί Δερβίσηδες".
Βυζαντινοί εμφανίζονται επίσης ως αξιωματικοί στον στρατό του σουλτάνου, ενώ ο εμίρης Μαυροζώμης, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εκστρατείες κατά της αρμενικής Κιλικίας, στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο Ιμπν Μπίμπι επίσης, αναφέρεται σε πέντε αδελφούς από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, τους Αουλάντ-ι-Φερνταχλί, σε μία από τις εκστρατείες του σουλτάνου στη Συρία.
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, υπηρέτησε ως κοντόσταυλος, υπεύθυνος για τα χριστια-νικά στρατεύματα του σουλτάνου, μετά τη φυγή του από το βασίλειο των Λασκάρεων. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι Σελτζούκοι ηγεμόνες συχνά χρησιμοποιούσαν χριστιανικά στρατεύματα, και συγκεκριμένα αναφέρονται Έλληνες, Φράγκοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι, Ρώσοι και Γερμανοί. Υπήρχε σώμα που αποτελούνταν από 3.000 Φράγκους και Έλληνες στον στρατό του σουλτάνου στο Κιοσέ Νταγ το 1243. Τα χριστιανικά στρατεύματα προέρχονταν όμως, από δύο κυρίως περιοχές, από τα εδάφη του Βυζαντίου και από τα εδάφη του σουλτάνου.
Όταν ο Ιζ αλ-Ντιν Β' Καϊκάους, γλύτωσε από τις εισβολές των Μογγόλων, ζήτησε καταφύγιο στα εδάφη των Λασκαρέων. Αφού οι Μογγόλοι αποσύρθηκαν, βρήκε την ευκαιρία και στρατολόγησε 400 Έλληνες και ξαναπήρε το Ικόνιο. Όταν οι συνθήκες
στη Βιθυνία επιδεινώθηκαν κατά τη δεύτερη πενηνταετία του 13ου αιώνα, οι Ακρίτες προσέφεραν τις υπηρεσίες του στους Τούρκους. Επίσης φαίνεται, πως σύνηθες φαινό-μενο ήταν, η στρατολόγηση Ελλήνων χριστιανών, υπηκόων του σουλτάνου, είναι δε αρκετά πιθανόν οι στρατιώτες αυτοί, με τον καιρό να εξισλαμίζονταν.
Επειδή η Βυζαντινή Ανατολή ήταν σχετικά ανεπτυγμένη, με ανθηρό εμπόριο, βιο-τεχνία και γεωργία, δεν μας παραξενεύουν οι σκόρπιες, αλλά σημαντικές αναφορές σε Έλληνες, Σύρους και Αρμένιους, σε σχέση με την οικονομική ζωή της Ανατολής. Καθώς το κράτος των Σελτζούκων αναπτυσσόταν και εξελισσόταν, κατά τα τέλη του 12ου και τον 13ο αιώνα, οι χριστιανοί αγρότες, έμποροι και τεχνίτες που είχαν παρα-μείνει στην Ανατολή, έπαιζαν όλο και πιο δυναμικό ρόλο στην αναπτυσσόμενη οικο-νομική ζωή των μουσουλμάνων της χερσονήσου. Αυτή την πραγματικότητα απεικονίζουν οι αναφορές του Μάρκο Πόλο τον 13ο αιώνα:
"Τις άλλες δύο τάξεις αποτελούν οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, που ζούνε ανάμικτοι με τους άλλους (δηλαδή του Τουρκομάνους) σε πόλεις και χωριά, και που ασχολούνται με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. "
Παρόλο που δεν υπάρχουν ειδικές πηγές, σχετικά με την οικονομική ζωή των χρι-στιανών στη μουσουλμανική Ανατολή, εν τούτοις, κάποιες σκόρπιες αναφορές, φανερώνουν ότι οι χριστιανοί, είχαν ενεργά αφομοιωθεί με την οικονομική ζωή της σελτζουκικής Ανατολής στα τέλη του 12ου και κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα, ενώ οι Έλληνες έμποροι του Ικονίου, διέσχιζαν τις περιοχές από την πρωτεύουσα των Σελτζούκων ως την Κωνσταντινούπολη συνεχώς. Οι Έλληνες έμποροι της λίμνης Πουσγούση, διατηρούσαν στενούς οικονομικούς δεσμούς με το Ικόνιο και πιθανόν να συμμετείχαν στο εμπόριο μεταξύ Ικονίου και Χώνων, κατά τη μεγάλη εμποροπανήγυρη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Όπως αναφέρει και ο Σ. Βρυώνης, καραβάνια χριστιανών ταξίδευαν από το Ικόνιο στην Κιλικία μέχρι και το 1276.
Επικουρικά πρέπει να σημειωθεί, πως υπάρχουν μαρτυρίες, ότι μαζί με τους μου-σουλμάνους αρχιτέκτονες, εργάζονταν και χριστιανοί αρχιτέκτονες, καθώς και εξισλαμισμένοι. Ο γνωστότερος ίσως χριστιανός αρχιτέκτονας, ήταν ένας Έλληνας από το Ικόνιο, ο Καλογιάν αλ-Κουνεβί, που εργάστηκε στο Ιλγκίν Χαν το 1267-1268 και που τρία χρόνια αργότερα, έχτισε το Γκιούκ Μεντρεσέ στη Σεβάστεια (Σίβας), το 1271.
Το 1222, ο Έλληνας αρχιτέκτονας Θυριανός, έκτισε το τζαμί στο χωριό Νιντίρ Κιόι, κοντά στο Ακσεχίρ (Φιλομήλιο). Κάποιος Σεβαστός επίσης, πήρε μέρος στην ανοικοδόμηση των τειχών της Σινώπης το 1215, μετά την κατάκτησή της από τους Έλληνες. Ο δε Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί, προσέλαβε Έλληνα αρχιτέκτονα για να χτίσει ένα τζάκι στο σπίτι του. Μάλιστα, μία από τις ιστορίες του μυθικού έργου, του Χατζή Μπεκτάς, Βιλαγετναμέ, έχει για κεντρικό ήρωα έναν Έλληνα αρχιτέκτονα, τον Νικομηδιανό, που ήταν φαίνεται φημισμένος στην Αυλή του οθωμανού σουλτάνου Ορχάν Α'.
Στις επιγραφές σε πολλά τζαμιά, χάνια, τούρβες και άλλα παρόμοια κτίρια, τα ονόματα φανερώνουν ότι ορισμένοι αρχιτέκτονες ήταν εξισλαμισμένοι. Τέτοιος ήταν ο διάσημος Κελούκ ιμπν Αμπντουλλάχ (πιθανόν αρμενικής καταγωγής), που έχτισε τον Ιντζέ Μιναρέ, το Ναλίντζι Τουρβέ, και το τζαμί κοντά στην πύλη των Λαράνδων στο Ικόνιο.
Έλληνες χτίστες επίσης, εμφανίζονται στα ανέκδοτα που καταγράφει ο Εφλακί για τον Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί. Έλληνες εργάτες μάλιστα έφτιαξαν το πλακόστρωτο της αυλής του, και σ' ένα άλλο επεισόδιο, ο Ρουμί εξηγεί γιατί είναι προτιμότερο να έχει κανείς Έλληνες αντί για Τούρκους χτίστες.
Υπήρχαν ακόμα Έλληνες ζωγράφοι, όπως φανερώνουν τα παραδείγματα του διάσημου Καλογιάννη και του Αιν αλ-Ντάουλα Ρουμί, που ήταν στενά συνδεδεμένοι με τον κύκλο του Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί και την σουλτανική Αυλή. Ο Εφλακί περιγράφει τον Αιν αλ-Ντάουλα (που προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ από τον Ρουμί) ως δεύτερο Μάνη.
Η γυναίκα του σουλτάνου, η Γκουρντζί Χατούν, του ζήτησε να ζωγραφίσει πολλά πορτραίτα του Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί, ώστε να έχει την εικόνα του μαζί της ακόμα και όταν εκείνη ταξίδευε μακριά από το Ικόνιο. Η παράδοση της εικονογρα-φίας επιβίωσε μεταξύ των Ελλήνων Χριστιανών της Μικράς Ασίας μέχρι τις σχετικά πρόσφατες μέρες, ενώ πάμπολλοι ήταν οι εξισλαμισμένοι που ασχολήθηκαν με την τεχνοτροπία της ισλαμικής μινιατούρας (ζωγραφιάς), όπου σε πολλές απεικονίσεις, παρουσιάζονται οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ως μουσουλμάνοι, ενώ δεν λείπουν και μουσικές απεικονίσεις, που δείχνουν μουσικά όργανα, ορχήστρες και χορούς. Μάλιστα οι απεικονίσεις αυτές, της τεχνοτροπίας της μινιατούρας, αποτελούν και πηγές για την μελέτη της κλασσικής οθωμανικής μουσικής.
Αναφερθήκαμε ήδη στην παρουσία Ελλήνων μουσικών στην Αυλή του Ικονίου τον 13ο αιώνα. Υπήρχαν επίσης Έλληνες γιατροί των σουλτάνων και της αριστοκρατίας, παρόλο που φαίνεται ότι οι Σύριοι της Έδεσσας και της Μελιτηνής διέπρεψαν περισσότερο στον τομέα αυτό.
Εξάλλου, Έλληνες, Αρμένιοι και Σύριοι εξακολούθησαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στον τομέα της υφαντικής, όπως και στους βυζαντινούς χρόνους. Μάλιστα, ο Μάρκο Πόλο γράφει ότι, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υφαίνουν τα πιο ωραία χαλιά στον κόσμο, καθώς και πάρα πολλά λεπτά και πλούσια μεταξωτά σε κρεμεζί (κόκκινο) και άλλα χρώματα, καθώς και πολλά άλλα υφαντά.
Ο Βαρεβραίος αναφέρει στα κείμενά του, τους χριστιανούς υφαντουργούς στη Μελιτηνή τον 13ο αιώνα. Η βυζαντινή Ανατολή εξακολούθησε να αποτελεί σημαντικό κέντρο μεταξουργίας και υφαντουργίας τον 13ο και τις αρχές του 14ου αιώνα μέχρι την τουρκική κατάκτηση, και οι τεχνίτες της ίσως έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη της οθωμανικής υφαντουργίας που σημειώθηκε εκεί.
Φαίνεται ότι οι Αρμένιοι και οι Έλληνες συνέχισαν την παραδοσιακή εξόρυξη με-τάλλων και τη μεταλλουργία, εφόσον η Ανατολή ήταν σημαντική πηγή μετάλλων κατά την αρχαία και τη βυζαντινή εποχή, όπως επίσης και κατά την περίοδο των Σελτζούκων και των Οθωμανών αργότερα.
Οι Αρμένιοι της Κελτζινής (Ερζιντζιάν), ασχολούνταν με την εξόρυξη χαλκού και με την κατασκευή χάλκινων σκευών. Οι Ελληνικές κοινότητες μεταλλωρύχων της Ανατολής, ήταν αρκετά ακμαίες κατά την εποχή των Οθωμανών και σύμφωνα με μία παράδοση ένας Έλληνας χρυσοχόος από την Τραπεζούντα, δίδαξε την τέχνη της κοσμηματοποιίας στον σουλτάνο Σελίμ Α'.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως, επί πάρα πολλά χρόνια, οι Τούρκοι διδάσκονταν τη ναυτική τέχνη από τους Έλληνες. Υπάρχει μάλιστα πλήθος αναφορών στη μακρό-χρονη αυτή επίδραση των Ελλήνων, στον πρώτο τουρκικό στόλο που κατασκευάστηκε από Σμυρνιούς τον 11ο αιώνα, έως την εγκαθίδρυση του πρώτου οθωμανικού ναυτικού οπλοστασίου στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα.
Το 1873, ανακαλύφθηκε από τον Έλληνα λόγιο Ιωαννίδη, στην Παναγία Σουμελά, στην Τραπεζούντα του Πόντου, το πρώτο χειρόγραφο του ποιήματος του Διγενή, ενώ συγχρόνως διαπιστώθηκε πως οι Έλληνες της Καππαδοκίας, τραγουδούσαν Ελληνικά τραγούδια του ακριτικού κύκλου, ακόμα και κατά τον 19ο, αλλά και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Εύλογα λοιπόν γεννήθηκε το ερώτημα, του κατά πόσο, αυτή η επική παράδοση, ενσωματώθηκε στη λαϊκή παράδοση των οθωμανών κατακτητών. Ο Ιωαννίδης παρατήρησε πως, μία καραμανλήδικη διασκευή του τουρκικού έπους του Κιόρογλου περιείχε τα ίδια στοιχεία του έρωτα, του αγώνα και της περιπέτειας που βρίσκονταν στην ιστορία του Διγενή.
Οι μελέτες του Στύλπωνα Κυριακίδη τείνουν στο συμπέρασμα πως, μέρη του τουρκικού έπους πιθανόν να φανερώνουν επίδραση του βυζαντινού έπους. Το δεύτερο μέρος της μικρασιατικής διασκευής του έπους του Κιόρογλου, περιλαμβάνει την ιστορία της αρπαγής της αγαπημένης και τον αγώνα του ήρωα κατά της ισχυρής οικογένειας της κόρης.
Οι λεπτομέρειες είναι παρόμοιες με το κομμάτι στον Διγενή Ακρίτα, όπου ο Βυζαντινός ήρωας κλέβει την αγαπημένη του και κατόπιν αποκρούει στην μανιασμένη επίθεση των συγγενών της.
Ο Στ. Κυριακίδης επισήμανε ότι το επεισόδιο αυτό στο δεύτερο μέρος του έπους του Κιόρογλου, εμφανίζεται στη μικρασιατική διασκευή του ποιήματος αλλά όχι στις διασκευές του Ατζερμπαϊτζάν. Στα δύο αυτά στοιχεία στήριξε το επιχείρημά του πως, το τουρκικό έπος επηρεάστηκε από το βυζαντινό.
Εάν κάποιες λεπτομερέστερες έρευνες αποδείξουν την ορθότητα της άποψης αυ-τής, τότε θα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η συμβίωση των Τούρκων με τους
Έλληνες μετά την οθωμανική κατάκτηση της Ανατολής οδήγησε στην αλληλεπίδραση των λαϊκών επών των δύο πληθυσμών.
Τέλος αναφερόμενοι σε επαφές Οθωμανών με τις τελετουργίες τις Βυζαντινής αυλής, θα μνημονεύσουμε μια περιγραφή του Ιωάννη Καντακουζηνού, σύμφωνα με την οποία, Οθωμανοί αξιωματούχοι παραβρέθηκαν σε βυζαντινή αυλική γαμήλια τελετή -την πρόκυψη- στο γάμο της κόρης του Βυζαντινού αυτοκράτορα με τον Ορχάν στη Σηλυβρία:
"Διέταξε να χτιστεί ξύλινη πρόκυψη (εξέδρα) στην πεδιάδα έξω από την πόλη της Σηλυβρίας, έτσι ώστε η κόρη του αυτοκράτορα που επρόκειτο να παντρευτεί να σταθεί εκεί πάνω για να μπορούν να τη βλέπουν όλοι εύκολα. Διότι αυτό συνηθίζουν να κάνουν οι αυτοκράτορες όταν δίνουν τις θυγατέρες τους σε γάμο. Την επόμενη μέρα, η αυτοκράτειρα παρέμεινε στη σκηνή με τις άλλες δύο της κόρες, ενώ η Θεοδώρα, που θα παντρευόταν, ανέβηκε στην πρόκυψη. Ο αυτοκράτορας μόνο ήταν καβάλα στο άλογο, και όλοι οι άλλοι ήταν πεζοί. Όταν σηκώθηκαν τα παραπετάσματα (η πρόκυψη ήταν καλυμμένη από όλες τις πλευρές με μεταξωτά και χρυσοκέντητα υφάσματα) φάνηκε η νύφη, τριγυρισμένη από ευνούχους που κρατούσαν αναμμένες δάδες γονατισμένοι, έτσι ώστε να μην είναι ορατοί. Σάλπιγγες, αυλοί, πίπιζες και όλα τα μουσικά όργανα που εφευρέθηκαν για να δίνουν ευχαρίστηση στους ανθρώπους έπαιζαν δυνατά. Όταν έπαυαν τα όργανα, η χορωδία έψαλλε εγκώμια που είχαν συνθέσει για τη νύφη διάφοροι σοφοί. Όταν όλες οι τελευτές αυτές, που επιβάλλονται στους αυτοκράτορες όταν παντρεύουν τις θυγατέρες τους, τελείωσαν, ο αυτοκράτορας ψυχαγώγησε επί πολλές μέρες τον στρατό και όλους του έλληνες και βάρβαρους αξιωματούχους...".
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Στις αρχές του δεκάτου τετάρτου αιώνα, οι μεγάλες αυτοκρατορίες ανάμεσα στον Ώξο και στον Δούναβη -η αυτοκρατορία των Ιλχαμιδών στο Ιράν, η Χρυσή Ορδή στην Ανατολική Ευρώπη και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια και τη Δυτική Μικρά Ασία- συγκλονίζονταν από βίαιες εσωτερικές αναστατώσεις.
Κατά τα τέλη του αιώνα οι απόγονοι του Οσμάν, ενός παραμεθόριου γαζή και αρ- χηγέτη της δυναστείας των Οθωμανών, είχαν δημιουργήσει μια καινούργια αυτοκρα-τορία, που απλωνόταν από τον Δούναβη ώς τον Ευφράτη. Κυρίαρχος της ήταν ο Μπαγιαζήτ Α' (1389-1402), γνωστός με το όνομα Γιλντιρίμ, "ο Κεραυνός".
Το 1396 είχε συντρίψει στη Νικόπολη μια σταυροφορία των πιο περήφανων ιππο-τών της Ευρώπης είχε αψηφήσει το σουλτανάτο των Μαμελούκων, το ισχυρότερο ισλαμικό κράτος της εποχής του, και είχε κυριέψει τις πόλεις του στις όχθες του Ευ-φράτη, τέλος, τόλμησε να τα βάλει και με τον παντοδύναμο Ταμερλάνο, τον νέο ηγέτη της κεντρικής Ασίας και του Ιράν.
Το κύριο πρόβλημα μελέτης της πρώτης αυτής περιόδου της Οθωμανικής ιστορίας, είναι το πως αυτή η μικρή, συνοριακή ηγεμονία του Οσμάν γαζή, ξεκινώντας αρχικά από τον ιερό πόλεμο ενάντια στο χριστιανικό Βυζάντιο, τελικά κατέληξε να γίνει μια ισχυρή και εκτεταμένη.
Σύμφωνα με μια θεωρία, ο ελληνικός πληθυσμός της λεκάνης του Μαρμαρά, προσχωρώντας στο Ισλάμ και συμμαχώντας με τους Μουσουλμάνους, κατόρθωσε να ξαναχτίσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως κράτος ισλαμικό.
Αντιθέτως ο καθηγ. Χ. Ιναλτζίκ, πιστεύει πως, όσοι μελετητές γνωρίζουν καλά τις ιστορικές πηγές της Ανατολής, έχουν πειστεί πλέον ότι, μια τέτοια άποψη είναι απλή φαντασιολογία. Οι ιστορικοί αυτοί, κατά τον καθηγ. Ιναλτζίκ, υπογραμμίζουν πως οι απαρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πρέπει να αναζητηθούν στις πολιτικές, πνευματικές και δημογραφικές εξελίξεις του δεκάτου τρίτου και δεκάτου τετάρτου αιώνα στη Μικρασία.
Το πρώτο στάδιο αυτών των εξελίξεων σημαδεύτηκε από τις επιδρομές των Μογγόλων κατά των ισλαμικών χωρών της Μέσης Ανατολής. Ύστερα από τη μογγολική νίκη στο Κιοσεντάγ, το 1243, το σελτζουκικό σουλτανάτο της Μικρασίας μετατράπηκε σε υποτελή των Ιλχανιδών του Ιράν. Άμεσο επακόλουθο των μογγολικών εισβολών ήταν να μεταναστεύσουν προς τα δυτικά τα ισχυρά νομαδικά φύλα των Τουρκομάνων. Τα τουρκικά αυτά φύλα που είχαν πρωτοέρθει στο Ιράν και στην Ανατολική Μικρασία από την Κεντρική Ασία, άρχισαν και πάλι να κινούνται προς τα δυτικά, ώσπου συγκεντρώθηκαν κοντά στα σύνορα του Βυζαντίου με το σελτζουκικό σουλτανάτο, στην ορεινή περιοχή της δυτικής Μικρασίας. Το 1277 η Μικρασία ξεσηκώθηκε ενάντια στους Μογγόλους ειδωλολάτρες. Τα ισλαμικά στρατεύματα των Μαμελούκων μπήκαν στη χώρα για να ενισχύσουν τους επαναστάστες, αλλά οι Μογγόλοι κατέστειλαν ανελέητα την εξέγερση. Ωστόσο, μέσα στην επόμενη πεντηκονταετία παρατηρούνται συχνές εξεγέρσεις και συχνά μογγολικά αντίποινα. Οι παραμεθόριες περιοχές θ' αποτελέσουν το καταφύγιο των στρατευμάτων και των ηγετών που διώκονταν από το καθεστώς των Μογγόλων, και ταυτόχρονα τον τόπο όπου πολλοί εξαθλιωμένοι χωρικοί και αστοί αναζητούσαν ένα καινούργιο μέλλον. Ο πληθυσμός των συνοριακών διαμερισμάτων αυξήθηκε. Ζητώ-ντας αφορμή να εγκατασταθούν στους γόνιμους κάμπους της γειτονικής βυζαντινής επικράτειας, οι ανήσυχοι συνοριακοί νομάδες έσπρωχναν τον πληθυσμό στον δρόμο του Γαζά, του ιερού πολέμου δηλαδή ενάντια στους Βυζαντινούς. Διάφοροι αρχηγοί γαζήδων, με ποικίλη προέλευση, άρχισαν να συγκεντρώνουν γύρω τους πολεμιστές και οι επιδρομές τους κατά των βυζαντινών εδαφών, γίνονταν ολοένα και συχνότερες.
Ανάμεσα στο 1260 και 1320 οι γαζήδες αυτοί αρχηγοί και οργανωτές των φιλοπόλεμων Τουρκομάνων ίδρυσαν στη δυτική Μικρασία ανεξάρτητες ηγεμονίες, αποσπώντας τα εδάφη τους από το Βυζάντιο. Ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής Γεώργιος Παχυμέρης μαρτυρεί ότι, οι Παλαιολόγοι, ύστερα από την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα πράγματα των
Βαλκανίων και παραμέλησαν το ασιατικό σύνορο, διευκολύνοντας έτσι τις επιθέσεις των Τουρκομάνων.
Κατά την τελευταία δεκαετία του δεκάτου τρίτου αιώνα τα γιουρούσια των Τουρ-κομάνων γαζήδων στη Δυτική Μικρασία πήραν σχεδόν τον χαρακτήρα γενικής εισβολής. Από όλους αυτούς τους μπέηδες, ο Οσμάν γαζής κατείχε την πιο βορεινή επικράτεια, πλησιέστερα στο Βυζάντιο και τα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, γύρω στο 1302 ο Οσμάν πολιόρκησε τη Νίκαια, την πρώην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον τους δύο χιλιάδες μισθοφόρους, που έπεσαν σε ενέδρα και νικήθηκαν από τον Οσμάν στον Βαφέα το καλοκαίρι του 1302. Η νίκη του Οσμάν σε βάρος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων πολλαπλασίασε τη φήμη του. Οι οθωμανικές και βυζαντινές πηγές της εποχής περιγράφουν τη συρροή γαζήδων απ' ολόκληρη τη Μικρασία στο στρατόπεδο του.
Όπως και στις άλλες παραμεθόριες ηγεμονίες, όλοι οι παραπάνω πολεμιστές γα-ζήδες, έπαιρναν το όνομα του αρχηγού τους, ονομάζονταν δηλαδή Οσμανλήδες. Η προοπτική μιας εύκολης κατάκτησης και εγκατάστασης προσέλκυσε κύματα εποίκων από διάφορα μέρη της Μικρασίας, ύστερα δε και από τη νίκη του 1302, μπορούμε να πούμε ότι το Οθωμανικό πριγκιπάτο παγιώθηκε οριστικά6.
Στην ίδρυση και τη διαμόρφωση του οθωμανικού κράτους, η ιδέα του ιερού πολέμου, δηλαδή του Γαζά, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η κοινωνία των παραμεθόριων ηγεμονιών ανταποκρινόταν σ' ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό κλίμα, όπου δέσποζε το ιδανικό του αδιάκοπου ιερού πολέμου και της αδιάκοπης επέκτασης του ντάρου-λ-ισλάμ, της ισλαμικής επικράτειας, ως τη στιγμή που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Γαζά αποτελούσε θρησκευτικό καθήκον, και στο όνομα του αναλαμβάνονταν κάθε είδους εγχειρήσεις και θυσίες. Στη συνοριακή κοινωνία κάθε αναγνωρισμένη αρετή απηχούσε το ιδανικό του Γάζα. Ο προηγμένος πολιτισμός της ενδοχώρας, με τη θρησκευτική του ορθοδοξία, την ακαδημαϊκή του Θεολογία, την παλατιανή λογοτεχνία και την κατασκευασμένη λογοτεχνική της γλώσσα, και με το δίκαιο του σεριάτ, έδινε στα παραμεθόρια εδάφη τη θέση του σ' έναν κόσμο λαϊκότερο, όπου κυριαρχούσαν τα αιρετικά θρησκευτικά τάγματα, ο μυστικισμός, η επική λογοτεχνία και το εθιμικό δίκαιο.
Στις μικρασιαστικές μάλιστα ηγεμονίες, τα τουρκικά έγιναν για πρώτη φορά η γλώσσα της διοίκησης και της λογοτεχνίας. Η μεθοριακή κοινωνία ήταν ταυτόχρονα ανεκτική και πολύπλοκη.
Το κοινό περιβάλλον, έφερνε αναγκαστικά τους ακρίτες των συνοριακών βυζαντι-νών στρατευμάτων, σε στενή επαφή με τους Μουσουλμάνους γαζήδες. Ο Μιχάλ γαζής, ο Ρωμηός συνοριακός τοπάρχης που προσχώρησε στο Ισλάμ και συνεργάστηκε με τους πολεμιστές του Οσμάν, αποτελεί κλασσικό παράδειγμα της αφομοιωτικής αυτής διαδικασίας.
Ο ιερός πόλεμος δεν απέβλεπε στην καταστροφή, αλλά στην υποταγή του ντάρου- λ-χαρπ, του κόσμου των απίστων. Οι Οθωμανοί έχτισαν την αυτοκρατορία τους, έχοντας κάτω απ' το σκήπτρο τους, τη μουσουλμανική Μικρασία με τα χριστιανικά Βαλκάνια και παρόλο που ο αδιάκοπος ιερός πόλεμος αποτελούσε θεμελιώδη αρχή του κράτους, η αυτοκρατορία εμφανίστηκε ταυτόχρονα ως προστάτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εκατομμυρίων Ορθόδοξων Χριστιανών.
Το Ισλάμ εγγυόταν τη ζωή και την περιουσία Χριστιανών και Εβραίων, με τον όρο να μένουν υπάκουοι στο κράτος και να πληρώνουν έναν κεφαλικό φόρο. Τους επέτρεπε να ασκούν ελεύθερα τη θρησκεία τους και να ζουν σύμφωνα με το ιδιαίτερο θρησκευτικό τους δίκαιο.
Επιπλέον, η προστασία του χωρικού, με σκοπό την εξασφάλιση των φορολογικών εισοδημάτων του, που αποτελούσε και την παραδοσιακή τακτική του μεσανατολικού κράτους, ενθάρρυνε μια ανεκτικότερη συμπεριφορά προς τους υπόδουλους λαούς. Τα έσοδα του χαρατσιού αντιπροσώπευαν μεγάλο τμήμα των κρατικών οθωμανικών προσόδων, όπως δηλαδή συνέβαινε και στο πρώιμο ισλαμικό χαλιφάτο.
Με τον τρόπο αυτό η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναδείχτηκε σε μια "μεθοριακή αυτοκρατορία", σ' έναν κοσμοπολίτικο οργανισμό που αντιμετώπιζε κάθε θρήσκευμα και φυλή ξεχωριστά, αλλά και μαζί, ενώνοντας έτσι τα Ορθόδοξα χριστιανικά Βαλκά-νια και τη μουσουλμανική Ανατολή σε μια κοινή κρατική υπόσταση.
Βέβαια στο σημείο αυτό, πρέπει να ειπωθεί, πως ο καθηγ. Ν. Σαρρής, πιστεύει πως στην οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχε η λογική της "Πολυκατοικίας", δηλαδή της κοινής μεν συμβίωσης των λαών υπό την εξουσία της, αλλά συγχρόνως και της παντελούς ελλείψεως αλληλεγγύης, μεταξύ των λαών αυτών, οι οποίοι μάλιστα και δεν γνωρίζονταν ιδιαιτέρως μεταξύ τους, παρά μόνον στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κων/πολη, ή όταν οι οθωμανοί εφαρμόζοντας το διήρε και βασίλευε, τους έβαζαν να αλληλοσφαχτούν και επομένως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όπως τα παρουσιάζουν οι Τούρκοι ιστορικοί, ειδικά όταν υπήρχε και η δουλική φοβία.
Οι ηγεμονίες των γαζήδων της δυτικής Μικρασίας γρήγορα υιοθέτησαν τους θε-σμούς και τις παραδόσεις του σελτζουκικού σουλτανάτου. Η Κασταμονή, το Καρά- Χισάρ,το Ντενιζλί, πόλεις δηλαδή ιδρυμένες στις παλιές μεθοριακές επαρχίες των Σελτζούκων, μετατράπηκαν σε κέντρα του σελτζουκικού πολιτισμού. Ξεκινώντας από τα κέντρα αυτά και από τις πόλεις της κεντρικής Μικρασίας, αξιωματούχοι και λόγιοι μετέφεραν τα πρότυπα της ισλαμικής πολιτικής και πνευματικής ζωής στα Μύλασα, το Πυργί, τα Παλάτια, τη Σμύρνη, τη Μαγνησία και την Προύσα στις πρωτεύουσες δηλαδή των συνοριακών κρατιδίων που είχαν ιδρυθεί στα εδάφη της άλλοτε βυζαντινής επικράτειας. Κάθε ηγεμονία σχημάτισε και ένα μικρό σουλτανάτο .Έτσι ο γιος του Οσμάν, Οχράν, έκοψε το 1327 τα πρώτα του ασημένια νομίσματα στην Προύσα, και το 1331 ίδρυσε στη Νίκαια έναν μεντρεσέ.
Το 1340 δημιούργησε στην Προύσα ένα κέντρο συναλλαγών, χτίζοντας ένα παζάρι κι ένα μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά), για την πώληση των πιο ακριβών
εμπορευμάτων. Όταν ο Άραβας ταξιδευτής Ιμπν-Μπαττούτα επισκέφτηκε την Προύσα, γύρω στο 1333, τη χαρακτήρισε "μεγάλη με σπουδαία παζάρια και φαρδιούς δρόμους".
Τέτοιος ήταν ο γενικότερος κοινωνικός και πολιτισμικός περίγυρος κατά την ίδρυση της οθωμανικής ηγεμονίας και των άλλων συνοριακών κρατιδίων. Ο ιερός πόλεμος και ο εποικισμός αποτελούσαν τους δυναμικούς παράγοντες των Οθωμανικών κατακτήσεων. Τα διοικητικά και πολιτισμικά πρότυπα που υιοθετήθηκαν στις κατακτημένες περιοχές, προέρχονταν κυρίως από τη δημόσια ζωή και τον πολιτισμό της Μέσης Ανατολής, ενώ ο λαϊκός πολιτισμός, συνέχισε να είναι ο Μικρασιατικός-Βυζαντινός.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια λοιπόν και ειδικά μετά την κατάκτηση μεγάλων πόλεων, όπως η Προύσα, η Ανδριανούπολη και βεβαίως η Κων/πολη, άρχισαν να δημιουργού-νται τα πρώτα οθωμανικά αστικά κέντρα.
Ο Fatih Sultan Mehmet ( Μεχμέτ/ Μωάμεθ, ο Πορθητής σουλτάνος )
Είναι κοινό μυστικό πως ανάμεσα στους πολιορκητές της Κωνσταντινούπολης ( Απρίλιος - Μάιος 1453 ) βρισκόντουσαν περισσότεροι χριστιανοί ( καθώς και εξισλαμισμένοι και γενίτσαροι ) απ΄ όσους υπερασπιστές βρισκόντουσαν μέσα στα τείχη !
Ας δούμε όμως λίγα στοιχεία για τον Πορθητή της Πόλης και εμπνευστή χιλιάδων ανθρώπων ( Οθωμανών, εξισλαμισμένων, αλλά κυρίως χριστιανών ), που επέλεξαν να είναι με το μέρος του, παρά με τους αμυνόμενους .
Ως μητέρα του Μεχμέτ/ Μωάμεθ του Πορθητή, φέρεται η Β’ σύζυγος του Murad II, Huma Hatun, μάλλον γαλλίδα με το όνομα Στέλλα ή Εστέρ Nache de la Bazory, ενώ κατ’ άλλους η Δ’ σύζυγός του Mara – Despina, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Γ. Μπράνκοβιτς και προγονή της Ειρ. Κατακουζηνού, δισέγγονης του αυτοκράτορα Ιωαν. Καντακουζηνού, η οποία σε κάθε περίπτωση τον μεγάλωσε ως μητριά, τον έμαθε ελληνικά και το «πάτερ ημών» !!
Ένας Ιταλός στρατιώτης, πρώην αιχμάλωτος των Οθωμανών από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, έδωσε την περιγραφή του Πορθητή ως εξής: "Ήταν μέσου αναστήματος, παχύς και σωματώδης· είχε φαρδύ μέτωπο, μεγάλα μάτια με παχιές βλεφαρίδες και μια στρογγυλή, πλούσια κοκκινωπή γενειάδα.", ενώ ο χρονικογράφος Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, κυρίως την αστρολογία, ενώ διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες μεταξύ των οποίων και ελληνικά. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομόθρησκούς του λογίους.
Δάσκαλό του είχε τον Molla Gurani που τον δίδαξε το Iskendername του Ahmedi, δηλ. την ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου !! Τέλος, στο αρχείο του Βατικανού υπάρχει επιστολή του Πάπα Πίου Β’ προς τον Πορθητή που τον καλεί ν’ ασπαστεί τον καθολικισμό, προκειμένου ν’ ανακηρυχθεί αυτοκράτορας όλης της Ανατολής και της Ρωμανίας ( βλ. ΕΙΕ, Δημ. Αποστολόπουλος, Καθημερινή 22.01.2006, με ισχυρισμό πως η επιστολή αυτή δεν επιδόθηκε ποτέ στον πορθητή ).
Επίσης είναι γνωστό πως η σχέση του πορθητή ( Fatih Sultan Mehmet ) με τον ελληνισμό ήταν πολύ δυνατή και η Δ’ σύζυγός του Cicek Hatun , που γέννησε τον Cem, ίσως ήταν Ελληνίδα, ενώ η Ε’ σύζυγός του Ελένη, ήταν η κόρη του Δεσπότη του Μοριά Δημήτριου !!!
Εκείνο όμως που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι το άνοιγμα του τάφου του πορθητή επί σουλτάνου Abdü’l-Ḥamīd-i sânî, İkinci ( ΙΙ ) Abdülhamit, ( 1842 –1918), σύμφωνα με το περιοδικό Ακτουέλ ( 19.12.1991 ) με τίτλο, «μήπως ο Φατίχ ( πορθητής ) ήταν χριστιανός;»
Στο δημοσίευμα σημειώνεται πως το τέμενος του Πορθητή χτίστηκε επάνω στο ναό των 12 Αποστόλων στα θεμέλια του οποίου ενταφιάζονταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Όταν ανοίχτηκε ο μαρμάρινος τάφος, βρέθηκε ταριχευμένο το σώμα του Μεχμέτ ( πέθανε από δηλητηρίαση , μάλλον από τον εβραίο γιατρό του Γιακούμπ Πασά ) τοποθετημένο ως βυζαντινός αυτοκράτορας ( ίσως και με σταυρό !!), ενώ σύμφωνα με το περιοδικό Τέμπο ( 21.04.1993 ), το αίτημα του Elif Naci το 1965 να ξανανοίξει ο τάφος απορρίφθηκε ( βλ. Λ. Μυστακίδου: οι γυναίκες στην αυλή των οθωμανών, σελ. 53-54 ).
Τελικά η ιστορία είναι οι λεπτομέρειες που διαφεύγουν από την μεγάλη εικόνα ή είναι οι λεπτομέρειες που μπορούν ν’ αλλάξουν την μεγάλη εικόνα ;
Κάτι τέτοιο φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των θρύλων που την ακολουθούν.
ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Όσο και αν φανεί περίεργο , οι οθωμανικές πηγές για την Άλωση είναι ελάχιστες και δυστυχώς δεν μας δίνουν καμία επιπλέον πληροφορία από τις ήδη γνωστές των Βυζαντινών, δυτικών και μερικών βαλκανικών και Ρωσικών , αντιθέτως αγνοούν , δηλ. δεν εστιάζουν σε σημαντικά γεγονότα αναλισκόμενες σε Αραβοπερσικού τύπου ποιητικές επικές περιγραφές και πολυχρονέματα στον Πορθητή, απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον άπιστο Βασιλέα και τους υπερασπιστές της Πόλης , καταγγέλλουν τους ενδιάμεσους ειρηνοποιούς Οθωμανούς, που μετά βρήκαν ατιμωτικό θάνατο από τον Σουλτάνο, θεωρούν δίκαια την επί 3ήμερο λεηλασία , ενώ κατ’ αυτούς ο Κων/νος Παλαιολόγος ( άπιστος Βασιλιάς ) , αποκεφαλίστηκε από έναν μισοπεθαμένο οθωμανό στρατιώτη λίγο πριν ξεψυχήσει ηρωικά . Κάπου αναφέρεται και ο γιγαντόσωμος σ(ι)παχής Ulubatlı Hasan που κατόρθωσε ν’ανέβει
σ΄έναν πύργο του τείχους και να σηκώσει οθωμανικό μπαϊράκι πριν ξεψυχήσει από τις πέτρες και τα βέλη των αμυνομένων.
Ο μόνος εκ των νεοτέρων ελλήνων που ασχολήθηκαν σοβαρά με τις οθωμανικές πηγές, δεδομένου ότι γνώριζε την αραβική/ οθωμανική γραφή, ήταν ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος , ο οποίος μας έχει αφήσει τόσο μεταφράσεις των οθωμανικών πηγών της εποχής της Αλωσης , όσο και της περιόδου του 1821 με βασική πηγή τον Ahmed Cevdet Pasha .
Παρακάτω θα δούμε επιγραμματικά τους σύγχρονους της Αλώσεως Οθωμανούς χρονικογράφους:
Πρώτος εκ των σημαντικών φέρεται ο Aşıkpaşazade , ή Ahmad Yahya Salman Ashik-Πασά (1400-1484). Ήταν απόγονος του «μυστικού» ποιητή δερβίση Ashiq Πασά (1272-1333) και γεννήθηκε στην περιοχή της Αμάσειας. Σπούδασε σε διάφορες πόλεις της Ανατολίας πριν μεταβεί στη Χατζ , ενώ έμεινε για λίγο και στην Αίγυπτο. Αργότερα πήρε μέρος σε διάφορες εκστρατείες όπως στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1448), στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης και είδε τις γιορτές περιτομής ( σουνέτ ) του Μουσταφά και του Βαγιαζήτ II , υιών του Μωάμεθ του Πορθητή.
Το κυριότερο έργο του είναι γνωστό με δύο ονόματα: Menâkıb-Al-i Osman και Tevārīḫ-i Al-i ʿ Οsman, που ασχολείται με την οθωμανική ιστορία , από την αρχή του οθωμανικού κράτους μέχρι την εποχή του Μωάμεθ Β ', μεταξύ των ετών 1298 και 1472. Το έργο είναι γραμμένο στην τουρκική γλώσσα και βασίζεται εν μέρει σε παλαιότερες οθωμανικές πηγές, αλλά και σε προσωπικές του εμπειρίες. Το έργο του χρησιμοποιήθηκε από τους μεταγενέστερους Οθωμανούς ιστορικούς και μάλιστα έγινε πρότυπο συγγραφής, όπως το "Cihan-numa" του Neşri.
Σύμφωνα με τον σύγχρονο τούρκο ιστορικό Halil Inalcik, *( «Πώς να διαβάσετε την « Ιστορία του Ashik Πασά-Zade ", στο: Δοκίμια οθωμανικής ιστορίας (Κωνσταντινούπολη: Eren, 1998), σελ. 139 – 156) , στα έργα του Aşıkpaşazade υπάρχει σαφώς διαστρεβλωμένη ερμηνεία των πραγματικών γεγονότων για να ταιριάζουν τα γραφόμενά του με τις προκαταλήψεις του. Ήταν σύνηθες και χαρακτηριστικό γι 'αυτόν η συγχώνευση δύο διαφορετικών ιστοριών για να «σφυρηλατήσει» μια νέα περιγραφή .
Ο Enveri († 1512 ; ) Ήταν ιστορικός του 15ου αιώνα . Έγραψε το Dustur-name που αποτελείται από 3730 στίχους και βασίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο είναι μια παγκόσμια ισλαμική ιστορία, το δεύτερο για τους Aydinids και το τρίτο (842 στίχοι) για τους Οθωμανούς. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την προσωπική ζωή του και ομοίως οι πληροφορίες για την Άλωση είναι πενιχρές.
Ο Ibn Κemal , επίσης γνωστός ως Kemalpaşazâde, ( 1468-1536), υπήρξε Sheikh ul-Islam, λόγιος, ιστορικός και ποιητής, καταγόμενος από μεγάλη γενιά της Αδριανούπολης. Ως νέος υπηρέτησε στο στρατό και αργότερα σπούδασε σε διάφορα ισλαμικά ιεροδιδασκαλεία μέχρι που έγινε καδής/ δικαστής της Αδριανούπολης το 1515. Ο Βαγιαζίτ Β ', του ανέθεσε τη συγγραφή της οθωμανικής ιστορίας ( Tevarih- i Al-i Osman, «Τα Χρονικά του οίκου των Οσμάν " ) στην οποία δεν έχει επιπλέον πληροφορίες για την Άλωση. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σελίμ Α, το 1516,
διορίστηκε στρατιωτικός δικαστής της Ανατολίας και συνόδευσε τον οθωμανικό στρατό στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλεϊμάν Α διορίστηκε ως Sheikh ul-Islam, δηλαδή ανώτατος επικεφαλής των ουλεμάδων . Το έργο του Tevarih-i Al-i Osman αναφέρεται περισσότερο στην εποχή και στα βιώματά του , παρά στα προγενέστερα και της Άλωσης. Ήταν επίσης ταλαντούχος ποιητής. Έγραψε πολλά επιστημονικά σχόλια σχετικά με το Κοράνι, πραγματείες για τη θεολογία , συγκέντρωσε νομολογία , ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο μετέφρασε από τα αραβικά τα έργα του αιγύπτιου ιστορικού Αμπού αλ- Μαχασίν ιμπν Ταχριμπιρντί.
Ο Neşri (- 1520) υπήρξε εξέχων εκπρόσωπος της πρώιμης οθωμανικής ιστοριογραφίας. Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, το όνομά του ήταν Neşri Huseyn ibn Eyne Beg , όπως αυτό καταχωρήθηκε στην Προύσα ( defter του 1479 ) , ενώ άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι το όνομά του ήταν Μεχμέτ Neşri ή Mehemmed Neşri . Έγραψε την παγκόσμια ιστορία "Cihan-Numa", από την οποία σήμερα σώζεται μόνον το έκτο και τελευταίο τμήμα της . Κατά πάσα πιθανότητα την ολοκλήρωσε στο τέλος του 1480 ή στις αρχές του 1490, συγκεντρώνοντας πολλές διαφορετικές πηγές, γνωστών και άγνωστων συγγραφέων. Βίωσε το θάνατο του Μωάμεθ Β το 1481 και τις ταραχές των γενιτσάρων . Σε ορισμένα σημεία η ιστορία του , βασίζεται στο έργο του Ashik Pasha-Zade. Ειδικές πληροφορίες για την Άλωση δεν έχει.
Ο Şükrullah (1388-1488) , υπήρξε ιστορικός του 15ου αιώνα και Οθωμανός διπλωμάτης. Γεννήθηκε το 1388 στην Αμάσεια και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη θεωρούμενος ως ένας από τους πρώτους ιστορικούς των Οθωμανών. Έγραψε το διάσημο έργο για την παγκόσμια ιστορία ( το 1460 ) στην περσική γλώσσα , ονόματι Bahjat al-tawari'kh [ Η χαρά των Ιστοριών] που το παρουσίασε στον εξισλαμισμένο Μαχμούτ Πασά Angelovič. Το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε ιδιαιτέρως από τους μεταγενέστερους Οθωμανούς ιστορικούς Οθωμανών ,αλλά για την Άλωση δεν έχει ειδικές πληροφορίες.
Ο Tursun Beg (πιθανότατα γεννήθηκε στα μέσα του 1420 στην Προύσα) . Ήταν Οθωμανός γραφειοκράτης και ιστορικός που έγραψε ένα χρονικό αφιερωμένο στον Βαγιαζίτ το Β '. Ζωή του είναι γνωστή μόνο από τις δικές του αναφορές στο χρονικό του. Συνόδευσε τον Μωάμεθ Β κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 και στο έργο του tarih-i Ebülfeth (تاريخ ابو الفتح -"Η Ιστορία του Πορθητή" ( .Halil Inalcik και Rhoads Murphey trans. Μιννεάπολις: Bibliotheca Islamica, 1978 και Woodhead, Christine. "Tursun Beg." Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ. 2nd Edition ) , αναλώνεται σε σουλτανικά πολυχρονέματα ή σε πληροφορίες γνωστές και από άλλες πηγές αναφορικά με την Άλωση.
Ο Hoca Sadeddin (ή Sa'düddin) Efendi (1536 ή 1537 - 1599 ). Αν και μεταγενέστερος της Αλώσεως , μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την Άλωση, συχνά απαξιωτικές για τους απίστους, ενώ διασώζει τη φήμη του αποκεφαλισμού του Παλαιολόγου από έναν μισοπεθαμένο Οθωμανό στρατιώτη, γι’ αυτό και ο Νικ. Μοσχόπουλος του κάνει ιδιαίτερη αναφορά. Υπήρξε λόγιος και ιστορικός, δάσκαλος του Σουλτάνου Μουράτ Γ (όταν ο Μουράτ ήταν πρίγκιπας). Αν και κάποια στιγμή είχε περιπέσει σε δυσμένεια, αργότερα διορίστηκε Sheikh ul-Islam.
Ο Οθωμανός σ(ι)παχής Ulubatlı Hasan (1428 - 29 Μαΐου 1453), μια ιστορικό-μυθική προσωπικότητα, θεωρείται ο πρώτος Οθωμανός μάρτυρας της Άλωσης και η ζωή και η θυσία του είναι καθαγιασμένες στην ιστορία των Τούρκων. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Ulubat στην επαρχία της Προύσας ( κοντά στο Karacabey ). Πρέπει να ήταν πολύς ψηλός , σχεδόν γίγαντας όπως αναφέρει ο σκωτσέζος Λόρδος Kinross.
Στην ηλικία των 25, βρέθηκε ως ιππότης/ ιππέας/ σ(ι)παχής στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (6, Απρ. 1453 - 29 Μαϊου, 1453). Το πρωί της Τρίτης 29 Μαΐου 1453, ο Ulubatlı Hasan, πεζός, με κάποιο τρόπο κατόρθωσε ν’ αναρριχηθεί σ’ έναν πύργο των τειχών της Κωνσταντινούπολης, ακολουθούμενος από τριάντα συμπαραστάτες του. Έφερε μόνο ένα γιαταγάνι, μια μικρή ασπίδα και τη σημαία/ μπαϊράκι των Οθωμανών. Όταν έγινε αντιληπτός , δέχθηκε καταιγισμό από πέτρες βέλη και λόγχες των αμυνομένων , εν τούτοις έφτασε στην κορυφή και έβαλε την οθωμανική σημαία, την οποία υπερασπίστηκε έως ότου κατέρρευσε νεκρός με πολλά βέλη στο σώμα του . Σύμφωνα με την παράδοση βλέποντας οι επιτιθέμενοι την οθωμανική σημαία στον πύργο , αναθάρρησαν και έτσι τελικά κατέκτησαν την Πόλη.
Κατά τα λοιπά τα στρατεύματα των αμυνομένων ουσιαστικά ήταν Ιταλικά και γενικώς δυτικά, με λίγους Έλληνες, ενώ περισσότεροι χριστιανοί, ευρωπαίοι ή μη, εξισλαμισμένοι, γενίτσαροι , Μ.Ασιατικοί πληθυσμοί, Ρώσοι και ποικίλοι μισθοφόροι και τυχοδιώκτες ήταν με την πλευρά των επιτιθέμενων . Μάλιστα στα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, ηγείτο ο εξωμότης Καρατζά πασά. Ο Παλαιολόγος είχε αναθέσει στον Αλβίζο Ντιέντο τη διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο, όπου απέναντί τους είχαν τον εκ γενιτσάρων Ζαγανός πασά μ’ ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο όπου τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου, ενώ έτερος Βούλγαρος εξωμότης ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα.
Σύμφωνα όμως με νεότερες συγκριτικές καταμετρήσεις, τα οθωμανικά τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 80.000-100.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν 12.000 γενίτσαροι και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Σε όλους αυτούς πρέπει να προστεθεί και ένας μεγάλος αριθμός επικουρικού προσωπικού, Τούρκοι Yaya (πεζικάριοι ) , που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας, πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες , όπου με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Πορθητής, υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό, με ηγέτη και εμπνευστή τον Ουρβανό, ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο εν λόγω Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Το οθωμανικό πυροβολικό είχε συνολικά 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες
περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Μάλιστα ο Κριτόβουλος αναφέρει πώς, οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη , τελικώς αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί , μιάς και τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα.
Καταφανώς λοιπόν η Άλωση της Πόλης ήταν μια προδιαγεγραμμένη ιστορία ήδη από το 1071, το 1204 και αποκορύφωμα το 1453 και αυτό διότι όπως αναφέρει ο Σπ. Βρυώνης αφενός ο μεσαιωνικός ελληνισμός της Μ.Ασίας είχε παρακμάσει, μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε εξισλαμισθεί, βυζαντινοί άρχοντες είχαν ενταχθεί και οργανώσει την Σελτζουκική και οθωμανική διοίκηση, αφετέρου με όλη την Μ.Ασία και τη Βαλκανική υπό την εξουσία των Οθωμανών, ήταν αδύνατον να παραμείνει μία πόλη ( έστω και η Πόλη των Πόλεων ) μόνη της ελεύθερη και ανεξάρτητη ως «καλαμιά στον κάμπο των οθωμανών » .
Η δυτική κοινωνία της εποχής, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την Πόλη για δικούς της λόγους που παρέλκουν της παρούσας, οι λαοί της ανατολής ομοίως , έχοντας μάλιστα ενστερνιστεί ως αλλαγή και το νέο ( ισλαμικό οθωμανικό στοιχείο ) που είχε έρθει , συχνά δε και ως ελευθερωτής από τους φόρους των βυζαντινών φεουδαρχών, την εγκατάλειψη των μακρινών ενοριών από το Πατριαρχείο , υποκύπτοντας είτε στο ένστικτο της επιβίωσης, είτε στη βία των Γαζήδων που ασκούσαν την πολεμική του Γαζά ( ιερού πολέμου ) ,είτε στα αγαπητικά κελεύσματα του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί και των Μεβλεβί Δερβίσηδων που τους καλούσαν με το παρακάτω κάλεσμα/ προσευχή να ενταχθούν ειρηνικά στο Ισλάμ:
Gel, gel, ne olursan ol yine gel, İster kafir, ister mecusi, İster puta tapan ol yine gel, , Bizim dergahımız, ümitsizlik dergahı değildir, Yüz kere tövbeni bozmuş olsan da yine gel... Şu toprağa sevgiden başka bir tohum ekmeliyiz, Şu tertemiz tarlaya başka bir tohum ekmeliyiz biz... Beri gel, beri ! Daha da beri ! Niceye şu yol vuruculuk Madem ki sen bensin, ben de senim, niceye şu senlik benlik Ölümümüzden sonra mezarımızı yerde aramayınız!
Bizim mezarımız âriflerin gönüllerindedir.
Μεταφ.: Έλα, έλα, έλα, όποιος κι αν είσαι, άπιστος ( ενν. χριστιανός ) , μάγος , πυρολάτρης ειδωλολάτρης , έλα πάλι, Η Μονή μας, δεν είναι χώρος απελπισίας, Έστω και αν έχετε παραβεί τους όρκους της μετάνοιας σας εκατό φορές ελάτε και πάλι ( Ήρθαμε ) σε αυτό το έδαφος για να σπείρουμε το σπόρο της αγάπης στους άλλους, Σ’ αυτά τα παρθένα πεδία ( ήρθαμε ) για να σπείρουμε το σπόρο, στους άλλους Επειδή κατάγομαι από μακριά , έρχομαι με αυτό τον τρόπο Εφ 'όσον είστε μαζί μου σας αγαπώ πάρα πολύ, ν’ανοίξουμε τις κλειστές ( ως τάφος ) καρδιές μας.
Στη σημερινή Τουρκία , τα ακραία στοιχεία και ειδικά αυτά που γνωρίζουν την γενιτσαρική ή ντονμέδικη καταγωγή τους υπό το πρίσμα του Κεμαλισμού παλαιότερα, αλλά και σήμερα το πολιτικό Ισλάμ , όντας «βασιλικότεροι του βασιλέως» υπερτόνιζαν και υπερτονίζουν την τουρκική καθαρότητα και υπεροχή, καθώς και το σφρίγος , αν σκεφτεί κανείς ότι και ο Κεμάλ, αλλά και ο πατέρας του τουρκικού εθνικισμού Ziya Gökalp ( Mehmed Ziya ) από το κουρδικό Ντιγιάρμπακιρ δεν ήταν τούρκοι, ενώ επιμελώς σιγείται η εκ Ποταμιάς του Πόντου ή κατ’ άλλους Γεωργιανή καταγωγή της οικογένειας του Τ.Π , R.T.Erdoğan σε σημείο που τον ανάγκασε να πει δημοσίως : « Ben Müslümanım ve Türküm – είμαι μουσουλμάνος και τούρκος ».
Φυσικά ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπροσδιορίζεται να εντάσσει τον εαυτό του σε όποιον πολιτισμό επιθυμεί, ή εντάχθηκαν οι πρόγονοί του .
Από την άλλη πάλι δημοσιεύματα σαν το προπέρσινο του δημοσιογράφου Engin Ardiç, στην εφημερίδα SABAH: « Τούρκοι συμπατριώτες, σταματήστε πια τις φανφάρες και τις γιορτές για την Άλωση, αρκετή βία έχουμε δώσει στην Ανατολή με τις πράξεις μας» δείχνει το στίγμα και μιάς άλλης πιο νηφάλιας και σύγχρονης αντιμετώπισης της ιστορικής μνήμης .
( http://www.sabah.com.tr/Yazarlar/ardic/2009/05/29/hatirlatmayin_sunu_kefereye)
Κλείνοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι πέραν της σύγχρονης κρατικής τουρκικής πεποίθησης , περί καθαρής και γνήσιας ορμής των Τούρκων ( Tu ki ye ) που ήρθαν από τα όρη Αλτάϊ της Μογγολίας , όπου εμπνεόμενοι από το Ισλάμ σε συνδυασμό με το σαμανιστικό παρελθόν τους σάρωσαν την παρηκμασμένη βυζαντινή αυτοκρατορία και ουσιαστικά αναγέννησαν τους λαούς της Μ.Ασίας και της βαλκανικής μέσω τους εκτουρκισμού, σήμερα υπάρχει μια άλλη θεωρία την οποία η ελληνική και ευρωπαϊκή διπλωματία μόλις ανακαλύπτει και απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ακόμη έτοιμη να αντιμετωπίσει. Αυτή λέει ότι όντως οι σύγχρονοι τούρκοι είναι ντόπιοι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί και επομένως έχουν νόμιμα εθιμικά, χρησικτησίας ιστορικά δικαιώματα στην περιοχή και ουδείς μπορεί πλέον να τους αποκαλεί επιδρομείς, αντιθέτως οι πρόγονοί τους συνεισέφεραν στον ελληνικό, βυζαντινό και ευρωπαϊκό πολιτισμό και όχι μόνον έχουν δικαίωμα συμμετοχής και αναγνώρισης, αλλά μπορούν και πρέπει να ηγηθούν της σύγχρονης Ευρώπης όπως δήλωσε στις 23 Μαΐου 2013 ο υπουργός Ε.Μπαγίς, κατά την εναρκτήρια ομιλία του σε συνάντηση ευρωπαϊκών και τουρκικών τοπικών κοινοτήτων για τη διεθνή συνεργασία, αναφέροντας ότι η Κωνσταντινούπολη έχει τη μοναδική ιδιότητα της «ειρηνικής συνύπαρξης όλων των θρησκειών και των πολιτισμών», γεγονός που καθιστά την Τουρκία «σημαντικό παίκτη» για τη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ.
Οι απόγονοι των Οθωμανών , των εξισλαμισμένων , των γενιτσάρων και λοιπών λαών της ανατολής, ήρθαν για να μείνουν . Οι παρηκμασμένοι απλώς τους παρακολουθούμε .
Δημήτρης Σταθακόπουλος
Δρ. κοινωνιολογίας της ιστορίας, Παντείου πανεπιστημίου Διπλωματούχου Βυζαντινής μουσικής - μουσικολόγου Μέλους του international society for ethnomusicology Bloomington Indiana Univ. Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω Μέλους του Δ.Σ του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά Μέλους της Ελληνικής αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Δικηγόρων CCBE
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.