γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας σε επαγγέλματα που χάνονται, δεν αναφερόμαστε τόσο στο γυρολόγο τη...
Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας σε επαγγέλματα που χάνονται, δεν αναφερόμαστε τόσο στο γυρολόγο της πόλης με το κάρο, αλλά σ’ εκείνον που έχει μείνει στη μνήμη μας στα γραφικά Καλαβρυτοχώρια, όπου οι κακοτράχαλοι δρόμοι, τα στενά σοκάκια, οι ανηφοριές και οι κατηφοριές δεν επέτρεπαν με τίποτα την πολυτέλεια του κάρου της πολιτείας. Ένας υπομονετικός γαϊδαράκος το μεταφορικό του μέσο και η συντροφιά του στις διαδρομές του από χωριό σε χωριό, φορτωμένος μέχρι «τ' αυτιά» κι ο έμπορας άλλοτε να τον τραβάει με το σχοινί από την καπιστράνα*, άλλοτε να τον ακολουθεί κι άλλοτε να βαδίζει δίπλα του. Μαζί με την πραμάτεια του και το ταγάρι του με το απαραίτητο ψωμί και το τυρί ή και καμιά ντομάτα για το κολατσιό του, σε κάποιον ίσκιο και σε μια από τις πολλές φυσικές πηγές του τόπου μας, αλλά και μια αγκαλιά χορτάρι για να φάει ο «σύντροφός» του. Πόσες φορές δεν του «κουβέντιαζε», πόσες φορές δεν τον χάιδευε στοργικά να του πάρει την κούραση, άσχετα αν η κούραση του ίδιου ήταν μεγαλύτερη! Και πόσο την ένοιωθε το καημένο το ζώο αυτή τη στοργή! Πόσες φορές χαδευόταν κι αυτό επάνω στον αφέντη του και του έγλυφε τα χέρια, να του δείξει και τα δικά του αισθήματα!
Ο επαγγελματίας είχε το μαγαζί του ή έστω κάποια αποθήκη, που ήταν συγκεντρωμένο το εμπόρευμα και από εκεί εξορμούσε στα γύρω χωριά, ν’ αυξήσει την πελατεία του και φυσικά το κέρδος του. Και τι δεν είχε φορτωμένο με ιδιαίτερη τέχνη και προσοχή στο σαμάρι: λυχνάρια, φανάρια, χωνιά, σκάφες, λεκάνες, τρίφτες, ταψιά, κατσαρόλες, όλα μεταλλικά την εποχή εκείνη, αλλά και ρουκέλες*, βελόνες, κρησάρες, κάλτσες, κουμπιά, λάστιχα, τσατσάρες, χτένια, βαφές, υφάσματα, καθώς και κάθε τι άλλο χρειαζούμενο στην καθημερινότητα των κατοίκων των χωριών μας. Το ευαίσθητο εμπόρευμα, όπως πιατικά και γυαλικά, μέσα σε κοφίνια πάντα, για να είναι καλά προστατευμένο.
Την άφιξή του έκανε αμέσως γνωστή από τη μια άκρη του μαχαλά και του χωριού στην άλλη ο τρόπος που διαλαλούσε το εμπόρευμά του: η γνώριμη φωνή του ή και κάποιες φορές ο γνωστός ήχος της καραμούζας του. Λίγο-πολύ οι πελάτες του ήξεραν την ημέρα, ακόμα και την ώρα που θα τους ξαναεπισκεπτόταν, αφού τους το είχε ανακοινώσει ο ίδιος από την προηγούμενη φορά. Οι Κυριακές και οι γιορτές, ειδικά στο σχόλασμα της εκκλησίας, ήταν οι καταλληλότερες και οι πιο προσοδοφόρες μέρες, γιατί έβρισκε τον κόσμο και πιο πολύ τις νοικοκυρές μαζεμένες. Σχεδόν πάντα η μια ξεσυνεριζόταν από την άλλη και ο γυρολόγος έτριβε τα χέρια του. Έπρεπε να είναι πάντα ευχάριστος και ανοιχτόκαρδος, έπαιζε σημαντικό ρόλο όμως το ταλέντο του στο παζάρι και το πόσο κοινωνικός και επικοινωνιακός ήταν.
Οι μεγάλες αποστάσεις δεν επέτρεπαν τη μεταφορά ευπαθών προϊόντων, όπως ψάρια. Δεν μετέφεραν, επίσης, ούτε είδη μαναβικής στα χωριά μας, αφού κάθε νοικοκυριό είχε εξασφαλισμένη την παραγωγή του από το περιβόλι ή το χωράφι του.
Η πληρωμή σε είδος δεν ήταν καθόλου σπάνια, με πιο συνηθισμένο προϊόν ανταλλαγής τα αυγά, τα οποία ο έμπορας συγκέντρωνε και φόρτωνε με ιδιαίτερη προσοχή, για να τα μεταπουλήσει χωρίς φύρα. Πολύ συνηθισμένη ήταν ακόμα και η πληρωμή σε δόσεις και το τεφτέρι… έπαιρνε φωτιά. Για προϊόντα δεν που μεταφέρονταν εύκολα, λόγω του όγκου τους ή άλλων δυσχερειών, έπαιρνε παραγγελίες και τα έφερνε στην επόμενη ή στη μεθεπόμενη επίσκεψη.
Πέρα από το ότι ο γυρολόγος απάλλασσε τους χωριανούς από το να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για αναγκαία μικροπράγματα καθημερινής χρήσης, φυσικό ήταν να μεταφέρει και τα νέα από χωριό σε χωριό, τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, τα σοβαρά, τα ευτράπελα και τα περίεργα. Ήταν κι αυτό ένας λόγος που είχε ενδιαφέρον η επίσκεψή του.
Η γραφική-παραδοσιακή μορφή του συμπαθέστατου αυτού επαγγελματία με το γαϊδουράκι του, με τη βελτίωση των δρόμων και της οικονομίας από τη δεκαετία του 1960, άρχισε να παραχωρεί τη θέση της στο σύγχρονο πραματευτή με το μικρό φορτηγό ή έστω με το τρίκυκλο μηχανάκι, μέχρι που σήμερα βλέπουμε μεγάλα φορτηγά διαμορφωμένα σε super market!
* Παραπέμπει στο «Καλαβρυτινό …λεξικό»:
Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.