-72- ΠΩΣ ΑΦΑΝΙΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΟΜΙΛΕΙ Ο JULIUS WOLFINGER ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ UNTERNEHMEN KALAWRYTA Ο Διοικητής του 749 Jager Retsiment Α...
-72-
ΠΩΣ ΑΦΑΝΙΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
ΟΜΙΛΕΙ Ο JULIUS WOLFINGER
ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ UNTERNEHMEN KALAWRYTA
ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ UNTERNEHMEN KALAWRYTA
Ο Διοικητής του 749 Jager Retsiment Αντισυνταγματάρχης της Βέρμαχτ Julius Wolfinger, Αρχηγός της UNTERNEHMEN KALAWRYTA.
Τετάρτη 08 Δεκεμβρίου 1943. Μάνεσι Καλαβρύτων [25 χιλ. έξω από τα Καλάβρυτα]. Η Επιχείρηση Καλάβρυτα [UNTERNEHMEN KALAWRYTA] βρίσκεται σε εξέλιξη και η μάχιμη μονάδα Wolfinger έχει διανυκτερεύσει στο Μάνεσι. Ώρα 08.00 (πρωινή) και ο Αξιωματικός Διαβιβάσεων του 749 Jager Regiment Γερμανός Karl Nagel λαμβάνει το κατωτέρω ραδιογράφημα από το Αρχηγείο της 117 Jager Division (Κορίνθου). Το ραδιογράφημα έχει το εξής περιεχόμενο: «[…]«Οι 81 αιχμάλωτοι Γερμανοί στρατιώτες δολοφονήθηκαν κτηνωδώς σε ρέμα της περιοχής Καλαβρύτων από τους αντάρτες. Σε αντίποινα διατάσσεται η πυρπόληση της περιοχής και η εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού, που συνέπραξε με τους αντάρτες […]».
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΟΥΡΗΣ [Π.Π.]: Τριάντα χρόνια μετά την «φρικιαστικότερη επιχείρηση αντιποίνων(;) εναντίον του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού», κατά το γερμανικό περιοδικό Σπήγκελ, αναζήτησα τον πρωταγωνιστή της UNTERNEHMEN KALAWRYTA Αντισυνταγματάρχη της Βέρμαχτ, διοικητή του 749 Jager Regiment και αρχηγό της Επιχείρησης Καλάβρυτα Julius Wolfinger. Με την πολύτιμη βοήθεια του έγκριτου Σπήγκελ αναζήτησα και ήλθα σε επαφή με τον 41χρονο τότε Wolfinger ο οποίος ζούσε σε ένα προάστιο του Μονάχου. Τον παρακάλεσα (με αλληλογραφία) να απαντήσει σε ερωτήματα για την Επιχείρηση
01.12.1943, Πάτρα, Πλατεία Γεωργίου. Ο Le Suire και ο Wolfinger επιθεωρούν το 11/749 Jager Retsiment πριν εισβάλλει στα Καλάβρυτα.
Καλάβρυτα. Δέχθηκε. Την αποστολή παρακάλεσα να διεκπεραιώσει για λογαριασμό της ιστορικής έρευνας του ΙΑΚ τον Έλληνα δημοσιογράφο κ. Παντελή Παντελούρη που υπηρετούσε τότε στο γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στη Βόνη. Έτσι ο κ. Παντελούρης επισκέφθηκε τον Wolfinger στο σπίτι του και κατέγραψε την κατωτέρω συνέντευξη, η οποία και δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό Ταχυδρόμος 1973. Να πώς περιγράφει τη συνάντησή του με τον Wolfinger ο κ. Παντελούρης: «[…] κάθομαι στο σαλόνι του σπιτιού του, απέναντι σ’ ένα γκριζομάλλη γέροντα, που τον έχει εγκαταλείψει το μνημονικό και που περνάει τη δύση της ζωής του ζωγραφίζοντας, παίζοντας μουσική και πηγαίνοντας στην εκκλησία. Ο Γιούλιους Βέλφινγκερ ήταν αντισυνταγματάρχης της Βέρμαχτ όταν στάλθηκε, την Άνοιξη του 1943, Διοικητής Συντάγματος Πεζικού στην Ελλάδα. Τοποθετήθηκε πρώτα στην Καλαμάτα. «Όταν η δραστηριότητα των ανταρτών στη Βόρεια Πελοπόννησο εντάθηκε», το Σύνταγμά του μεταφέρθηκε στην Αχαΐα και ανέλαβε «την επιβολή της ησυχίας και της τάξεως» στην περιοχή. Έδρα του Βέλφινγκερ ήταν η Πάτρα. Το αρχηγείο του το ’χε εγκαταστήσει στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου […].
Julius Wolfinger [J.W.]: «Ήρθατε για τα Καλάβρυτα;».
Π.Π.: Μ’ αυτό το ερώτημα με υποδέχεται η κυρία Βέλφινγκερ στην πόρτα του κήπου. Το πρόσωπο της ξερακιανής ηλικιωμένης γυναίκας παίρνει όψη φοβισμένη. «Μα ξέρετε...». Διαβεβαιώνω πως ξέρω ότι ο άντρας της έχει απαλλαγεί από την κατηγορία της συμμετοχής στη σφαγή. Το σχετικό έγγραφο της εισαγγελίας του Μονάχου (η «εναντίον σου ανακριτική διαδικασία τερματίζεται...») από τον Απρίλη του ’59, είναι το πρώτο έγγραφο που ξεχωρίζει ο συνταγματάρχης από τα χαρτιά του […].
J.W.: «Αρνήθηκα να εκτελέσω τη διαταγή καταστροφής των Καλαβρύτων. Αν δεν πάθαινα το ατύχημα, ίσως τα Καλάβρυτα να ’χαν σωθεί».
Π.Π.: Ο Γιούλιους Βέλφινγκερ με κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα ικετευτικό, σαν να μου λέει: «Πιστέψτε με, είναι αλήθεια». Τον παρακάλεσα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο πρώην συνταγματάρχης της Βέρμαχτ δεν έχει πια καλή μνήμη. Χάνει συνέχεια τον ειρμό των σκέψεών του. Πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο. Με τη βοήθεια, όμως, ενός μικρού προσωπικού αρχείου που ’χει φτιάξει («δυστυχώς δεν κρατούσα ημερολόγιο, όπως έκαναν άλλοι») βρίσκουμε μια βάση για συζήτηση. 'Εκθέσεις, αναφορές, απολογίες του πρώην συνταγματάρχη πάνω στο Καλαβρυτινό δράμα. Μια και ούτε ονόματα, ούτε ημερομηνίες θυμάται, προτιμά να μου διαβάζει κάθε τόσο από τα χαρτιά του σταματώντας πού και πού για να συμπληρώσει κάτι που του ’ρθε τη στιγμή εκείνη στο νου. Καθίσαμε αρκετές ώρες μαζί. Ο Γερμανός συνταγματάρχης έμεινε ένα περίπου χρόνο στην Ελλάδα (20.8.1943 – 12.7.1944). Μετά στάλθηκε στο ρωσικό μέτωπο υπασπιστής στο επιτελείο του στρατάρχη Σέρνερ. Το τέλος του πολέμου τον βρήκε στη Γερμανία επικεφαλής Συντάγματος. Αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς για μερικούς μήνες για να ελευθερωθεί και να ξαναγυρίσει στην ενεργό υπηρεσία. Πρώτα μπήκε αξιωματικός στην αστυνομία του Μονάχου. Όταν ιδρύθηκε ο δυτικογερμανικός στρατός, τον καλέσανε να ξαναπάρει τη θέση του. «Πήγα για οικονομικούς λόγους», λέει. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Ζωγραφίζει και πουλάει πίνακες, 400-500 μάρκα τον καθένα. («Ο πόλεμος δεν μ’ άφησε να ζωγραφίσω»).
J.W.: Μας στείλανε στην Πάτρα, όταν οι επιθέσεις των ανταρτών εναντίον υλικού και στρατιωτών της Βέρμαχτ είχαν ενταθεί. Το επιτελείο μου βρισκόταν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα, που ’χε Γερμανίδα γυναίκα. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Ήταν στην πλατεία Γεωργίου. Ήμουν διοικητής του 749 Συντάγματος και Στρατιωτικός Διοικητής της πόλεως. Κάτω από τις διαταγές μου είχα και 2.000 περίπου «Ευζώνους» Έλληνες με τον Κουρκουλάκο [πρόκειται για τα διαβόητα «τάγματα Ασφαλείας», που κυριολεκτικά οργίασαν κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, εις βάρος του ελληνικού λαού]. Τρία τάγματα του Συντάγματος μου βρίσκονταν στο Αίγιο, με διοικητή τον ταγματάρχη Έμπερσμπεργκερ, τον αρχαιότερο αξιωματικό του επιτελείου μου. Στο τάγμα αυτό του Αίγιου ανήκε ο λοχαγός Σόμπερ, που μαζί με 80 υπαξιωματικούς και οπλίτες έπεσε τον Οκτώβρη του 1943 σε ενέδρα των παρτιζάνων και παραδόθηκε ύστερα από πολύωρη μάχη. Θυμάμαι πως το γεγονός αυτό κλόνισε το ηθικό των στρατιωτών μας και εξαγρίωσε τους ανωτέρους μου. Ο στρατηγός Χέλμουτ Φέλμυ, Διοικητής του 68 Σώματος Στρατού στην Αθήνα, ζήτησε από τον Μητροπολίτη Αιγίου να μεσολαβήσει για την απελευθέρωση των 78 Γερμανών αιχμαλώτων. Ήδη είχε φτάσει στο επιτελείο μας η πληροφορία πως, οι τρεις τραυματίες στρατιώτες του λόχου του Σόμπερ κακοποιήθηκαν πριν σκοτωθούν και ριχτούν σε πηγάδι στα Καλάβρυτα. Ο Φέλμυ απείλησε τότε πως, αν οι αντάρτες δεν απελευθέρωναν τους υπόλοιπους άνδρες του Συντάγματός μου, η 117 Μεραρχία – στην οποία υπαγόμουν – θ’ ανελάμβανε επιχείρηση αντιποίνων. Λεπτομέρειες από τις επαφές ανάμεσα στους παρτιζάνους και την Μεραρχία δεν γνωρίζω, μια και το επιτελείο μου δεν ανακατεύτηκε στις διαπραγματεύσεις. Από άλλους αξιωματικούς έμαθα – πολύ αργότερα – πως οι αντάρτες ζητούσαν να ανταλλάξουν κάθε Γερμανό με 50 Έλληνες όμηρους.
Π.Π.: Ποιος έκανε από γερμανικής πλευράς, τις διαπραγματεύσεις με τους αντάρτες;
J.W.: Δεν γνωρίζω ακριβώς. Εκείνο που ξέρω είναι πως ο υποστράτηγος φον Λε Σουΐρ, Διοικητής της 177 Μεραρχίας, αντικαθιστούσε τον καιρό εκείνο στην Αθήνα τον Φέλμυ, ο οποίος βρισκόταν με άδεια. Ο Λε Σουΐρ ήταν ένας αυστηρός αξιωματικός. Απέρριψε τους όρους των ανταρτών. Αν δεν έλειπε ο Φέλμυ, είμαι βέβαιος πως θα συνεχιζόντουσαν οι διαπραγματεύσεις και ίσως η υπόθεση έπαιρνε άλλο δρόμο. Πάντως πριν λίγο καιρό – ύστερα από συνεχείς ενέργειες του Λε Σουΐρ [το Αρχηγείο είχε μεταβιβάσει στη Μεραρχία την αρμοδιότητα για την εκτέλεση «επιχειρήσεων αντιποίνων» στην περιοχή ευθύνης της], τέτοιου είδους «επιχειρήσεις», μπορούσαν ν’ αρχίσουν χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Αθήνας. Στις 25 Νοεμβρίου 1943 έφτασε στο επιτελείο μου διαταγή του Λε Σουΐρ, που με όριζε αρχηγό μιας «εκκαθαριστικής και αναγνωριστικής επιχειρήσεως εναντίον των συμμοριών στην περιοχή Αιγίου, Τρίπιας, Καλαβρύτων, Βυτίνας, Λαγκαδά και Μαζέϊκων». Σκοπός της επιχειρήσεως αυτής – που ήταν χωρισμένη σε «υποεπιχειρήσεις» – ήταν η εκκαθάριση της περιοχής από τους αντάρτες, η απελευθέρωση των αιχμαλώτων ανδρών του Συντάγματός μου και η ανακάλυψη οπλισμού και προπαγανδιστικού υλικού. Σε ένορκη κατάθεση στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης τον Αύγουστο του 1947 υποστήριξε τα εξής: […] Ήμουν κατά την περίοδο από 20.8.1943 έως 12.7.1944 Διοικητής του 749 Jager Regiment. Υπαγόμουνα (εξαρτώμουνα) κατά την περίοδο αυτήν εις την 117 Jager Division και δι’ αυτής εις το LXVIIΙ Α.Κ. Το Σύνταγμά μου είχε εγκατασταθεί ως τμήμα κατοχής κατ’ αρχήν εις τα Νότια της Πελοποννήσου (Μεσσηνία) και από τον Οκτώβριο του 1943 εις την Περιοχή Πατρών (Πάτρα - Αίγιο). Δια τα σημεία κατηγορίας εις βάρος του Πτεράρχου
Felmy μπορώ από τις δικές μου γνώσεις να λάβω θέση μόνον δια το σημείο κατηγορίας 2 (Σελίς 13, 9 κ.). Η προϊστορία η οποία οδήγησε εις τα μέτρα κατά της επαρχίας Καλαβρύτων, ήταν εν συντομία η ακόλουθος: Σε μία εκτελεσθείσα εξόρμηση εναντίον των εντοπισθέντων κομμουνιστικών συμμοριών (ΕΑΜ) εις την περιοχή Καλαβρύτων το Φθινόπωρο του 1943 (16-17.10.1943) ένας Λόχος του Συντάγματος μου (5/749) δυνάμεως 2 αξιωματικών και περίπου 100 υπαξιωματικών και στρατιωτών έπεσε στην αιχμαλωσία των ανταρτών. Από πλευράς της Μεραρχίας δια της παρεμβάσεως μεσολαβητών (μέσω Μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας) εγένοντο πολλαπλώς προσπάθειες να ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι με ανταλλαγή φυλακισμένοι ομήρων και μελών των συμμοριτών. Οι διαπραγματεύσεις που άρχισαν με την ηγεσία των ανταρτών έμειναν όμως χωρίς αποτέλεσμα (υπαιτιότητι των Γερμανών και Κ.Κ.Ε.). Εξαιτίας συνεχών και αυξανομένων επιδρομών των ανταρτών κατά γερμανικών τμημάτων και μεμονωμένων στρατιωτών που επέφεραν σημαντικές απώλειες, δια την αποκατάσταση της ησυχίας και ασφαλείας κατόπιν διαταγής της 117 Jager Division εξετελέσθη στις αρχές Δεκεμβρίου 1943 (05-15.12.1943) μία μεγαλύτερη επιχείρηση στην περιοχή Καλαβρύτων της οποίας Αρχηγός ορίστηκα εγώ. Λίγες ημέρες μετά την έναρξη της επιχειρήσεως (08.12.1943) έφθασε σε μένα δια του ασυρμάτου ένα μήνυμα της μεραρχίας, το οποίο κατά το νόημα είχε το ακόλουθο κείμενο: «[...] Οι αιχμαλωτισθέντες από τους αντάρτες 80 Γερμανοί στρατιώτες δολοφονήθηκαν κτηνωδώς σε ένα λάκκο κοντά στα Καλάβρυτα. Ως μέτρον εξιλασμού να πυρποληθεί η τοποθεσία Καλάβρυτα και να εκτελεσθεί ο ανδρικός πληθυσμός ο οποίος είναι σύμμαχος με τους συμμορίτες [...]». Εκείνη τη χρονική περίοδο ευρίσκοντο άμεσα κοντά μου στη Διοικητική Υπηρεσία του Συντάγματος ο αρχαιότερος Διοικητής Τάγματος, Ταγματάρχης Ebersberger, και ο Υπασπιστής μου Λοχαγός Fichler. Και στους δύο αυτούς εξέφρασα την σκέψη μου ότι δεν μπορούσα να αναλάβω την ευθύνη της εκτελέσεως της διαταγής αυτής υπό τη μορφή που εδόθη, αλλά ότι θεωρούσα αναγκαία μία διευκρίνιση (επανερώτηση) από τη Μεραρχία. Ο Ταγματάρχης Ebersberger, εις το Τάγμα του οποίου ανήκαν οι δολοφονηθέντες στρατιώτες, (αιχμάλωτοι της μάχης Ρογών-Κερπινής 16-17.10.1943) είχε όμως τη γνώμη ότι η καθαρά (άψογη) δοθείσα διαταγή έπρεπε να εκτελεσθεί. Επειδή υπήρχε ανωμαλία στην ασύρματο επικοινωνία με τη Μεραρχία (δεν είχαμε άλλο ασύρματο) εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα να πραγματοποιήσω αμέσως την αποσκοπούμενη από εμέ επανερώτηση (διευκρίνιση) και ήμουνα αναγκασμένος να περιμένω να αποκατασταθεί η επικοινωνία. Εις το μεταξύ χρονικό διάστημα, δηλ. 1-2 ώρες μετά το ως άνω Σήμα (Μήνυμα) δια του ασυρμάτου, είχα ένα αυτοκινητικό δυστύχημα (ώρα 10.00 της 08.12.1943 στο Μάνεσι Καλαβρύτων) από το οποίον υπέστην βαριά τραύματα τα οποία καθιστούσαν αναγκαία την άμεση μεταφορά μου εις το στρατιωτικό Νοσοκομείο Πατρών. Τη διαταγή για την διεύθυνση της περαιτέρω επιχειρήσεως ανέλαβε από εκείνη τη στιγμή ο Ταγματάρχης Ebersberger, ως αρχαιότερος αξιωματικός του Συντάγματος.
Όταν ήμουν πλέον σε ένα Νοσοκομείο στην Αθήνα (Σισμανόγλειο), όπου είχα μεταφερθεί για περαιτέρω θεραπεία, έμαθα ότι είχαν εκτελεσθεί τα μέτρα κατά των Καλαβρύτων σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας. Το εάν επίσης σε σχέση με αυτό, όπως ισχυρίζεται η κατηγορία, πυρπολήθηκαν 24 χωριά και κατεστράφησαν 2 Μοναστήρια δεν το γνωρίζω. Για τα λεπτομερέστερα καθέκαστα της δολοφονίας των
Ο υπασπιστής του Le Suire Ταγματάρχης Μπαρτ,
που κινηματογράφησε από τον αέρα την Επιχείρηση Καλάβρυτα
που κινηματογράφησε από τον αέρα την Επιχείρηση Καλάβρυτα
γερμανών στρατιωτών (07.12.1943), πληροφορήθηκε η Μεραρχία, όπως έμαθα αργότερα, από 2 (διασωθέντες από την δολοφονία των γερμανών αιχμαλώτων) στρατιώτες για πρώτη φορά, οι οποίοι μπόρεσαν να διαφύγουν βαριά τραυματισμένοι. Αυτοί ανέφεραν ότι οι γερμανοί αιχμάλωτοι λίγο πριν από τη δολοφονία τους οδηγήθηκαν μέσα από την τοποθεσία Καλάβρυτα όπου οι κάτοικοι τους έριχναν πέτρες και τους έφτυναν. Τρεις πληγωμένοι και βαριά τραυματισμένοι γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να βαδίσουν πλέον και έμειναν πίσω στα Καλάβρυτα, τους έριξαν οι αντάρτες μέσα σ’ ένα βαθύ πηγάδι όπου και πνίγηκαν. Η δολοφονία των υπολοίπων 78 αιχμαλώτων της ομάδας Σόμπερ έγινε μέσα σε ένα χαλικόλακκο κοντά στα Μαζέϊκα Καλαβρύτων όπου στοιβάξανε τους αιχμαλώτους στρατιώτες και τους εκτέλεσαν εκεί μέσα από το χείλος του γκρεμού με πολυβόλα. Μόνον οι δύο αυτοί στρατιώτες οι οποίοι χτυπημένοι από πολλές σφαίρες, αλλά όχι θανάσιμα τραυματισμένοι, κάτω από τα πτώματα σκεπασμένοι, κατόρθωσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας να ξεφύγουν από το λάκκο και να καταφύγουν στο πλησιέστερο γερμανικό τμήμα στρατού. Κατά την διάρκεια της δολοφονίας των αιχμαλώτων (07.12.1943) της ομάδας Σόμπερ στο Μάζι στο όρος Χελμός, παρίσταντο και Βρετανοί Αξιωματικοί. Υποθέτω ότι ο Διοικητής της 117 Jager Division, Στρατηγός Von Le Suire, υπό την εντύπωσιν (επηρεασμένος από) των αναφορών αυτών των συμβάντων, έδωσε από μόνος του τη διαταγή δια τα μέτρα εξιλασμού εναντίον των Καλαβρύτων, χωρίς να ζητήσει προηγουμένως τη συγκατάθεση του Διοικούντος Πτεράρχου Felmy. Θεωρώ αυτό ως πιθανόν, καθ’ όσον η Διαταγή δεν εσχετίζετο σε ιδιαιτέρα εντολή (οδηγία) του Σώματος Στρατού ή ανωτέρας Υπηρεσίας, όπως αυτό συνηθίζεται σε τέτοιες άλλωστε αποφασιστικές διαταγές. Ο Πτέραρχος Felmy έχει μείνει στη μνήμη μου σαν ένας ευγενικά σκεπτόμενος και από κάθε απόψεως ευθύς (σωστός) προϊστάμενος, ο οποίος έχαιρε ιδιαιτέρας εκτιμήσεως από εμάς τους υφισταμένους του λόγω της εμπραγμάτου καθαρής ηγεσίας του και της ανθρώπινης, ευμενούς προσωπικής συμπεριφοράς του. Δεν μπορώ επομένως να φανταστώ) ότι ο Πτέραρχος Felmy στις γενικές του και ιδιαίτερες διαταγές υπερέβη τα νόμιμα πλαίσια στρατιωτικών αναγκαιοτήτων ή να έχει από μόνος του ανεχθεί παρανομία. Όσον είχον δοθεί εντολές για εκτελέσεις ομήρων από ανώτερες στρατιωτικές υπηρεσίες αλλά και από S.S. και S.D. διαταχθείσες και εν μέρει επίσης εκτελεσθείσες, τις εδέχετο το στράτευμα ως ένα πικρό μεν, αλλά βέβαια αναπόφευκτο μέτρο αμύνης, αφού η στάση των ανταρτών για τα στρατεύματα κατοχής γινόταν όλο και ανυπόφορη (αβάσταχτη) και η ασφάλεια του κάθε γερμανού στρατιώτη όπως επίσης και του ελληνικού πληθυσμού που δεν ευρίσκετο υπό την κατοχή των ανταρτών απηλείτο σε υπέρτατο βαθμό […].
Π.Π.: Ας γυρίσουμε όμως στο πρωινό της 8ης Δεκεμβρίου 1943. Το έγινε τότε στο Επιτελείο του κ. Wolfinger;
J.W.: Γύρω στις 5 Δεκεμβρίου 1943, το Σύνταγμά μου ξεκίνησε – κατανεμημένο σε ομάδες (λόχους) – για την επιχείρηση εναντίον των «συμμοριών». Επικεφαλής των Ταγμάτων βρίσκονταν οι ταγματάρχες Έμπερσμπεργκερ, Γκάρχεφερ, Βίτσχοϋ και ο ίδιος ο Βέλφινγκερ. Τέσσερις κύριες ομάδες υπήρχαν: του Έμπερσμπεργκερ, του Βέλφινγκερ, του ίλαρχου Γκνας και του ταγματάρχη Κόκερτ. Το σχέδιο πρόβλεπε την κύκλωση της περιοχής και των ανταρτών, πού, κατά τη γνώμη των Γερμανών, χρησιμοποιούσαν την περιοχή Καλαβρύτων σαν ορμητήριο και καταφύγιό τους. Την εποχή εκείνη – όπως διαπιστώθηκε αργότερα – οι αιχμάλωτοι κρατούνταν στο χωριό Μαζέϊκα, φρουρούμενοι από 5 ένοπλους. Στις 7 Δεκεμβρίου 1943 η μάχιμη ομάδα μου είχε φτάσει στα χωριά Καλύβια, Καρούσοι, Δεμέστιχα. Ο ταγματάρχης Έμπερσμπεργκερ είχε πιάσει τη γραμμή Κερπίνη, Κάτω Ζαχλωρού, Ζευγολατιό, Ψηλή Ράχη, Ρωγοί. Ο ίλαρχος Γκνας είχε καταλάβει κρίσιμα σημεία στην κοιλάδα του Φενεού με εντολή «να αποτρέψει διαφυγή των συμμοριών». Όταν ομάδες των Έμπερσμπεργκερ και Γκνας πλησίασαν το χωριό Μαζέϊκα, οι αντάρτες πήραν τους αιχμαλώτους και έφυγαν. Ο Γκνας, με την υποστήριξη της ομάδας του ταγματάρχη Κόκερτ, προχώρησε και «κατέλαβε» το χωριό Μασί (7 χιλ. ΒΑ των Μαζέϊκων), με τη βεβαιότητα πως εκεί βρίσκονταν οι αιχμάλωτοι. Τότε βρήκε ο ταγματάρχης Κόκερτ τον λοχία Ντόνερ, μοναδικό διασωθέντα, που του διηγήθηκε ότι οι αντάρτες σκότωσαν τους αιχμαλώτους και τους έριξαν σ’ ένα γκρεμό στο Χελμό, μόλις αντελήφθησαν τις δυνάμεις του ίλαρχου Γκνας να πλησιάζουν τα Μαζέϊκα. Ο στρατιώτης που δεν μπορούσε να προχωρήσει και έμεινε στο δρόμο, πετάχτηκε από τους κατοίκους σ’ ένα πηγάδι όπου και πνίγηκε. Οι άλλοι εκτελέστηκαν με αυτόματα στην άκρη μιας χαράδρας...». Το πρωινό της 8ης Δεκεμβρίου 1943 ήρθε τρέχοντας στο αντίσκηνό μου – είχαμε στρατοπεδεύσει 25 χλμ. πριν από τα Καλάβρυτα, ο Αξιωματικός διαβιβάσεων του επιτελείου μου [Karl Nagel] μ’ ένα σήμα - διαταγή στο χέρι, που μόλις είχε έρθει με τον ασύρματο. Έλεγε περίπου τα εξής: Οι αιχμάλωτοι 81 Γερμανοί στρατιώτες δολοφονήθηκαν κατά τρόπο κτηνώδη από τους αντάρτες σε χαράδρα κοντά στα Καλάβρυτα. Σε αντίποινα διατάσσεται η πυρπόληση της περιοχής Καλαβρύτων και η εκτέλεση του συμπράττοντος μετά των ανταρτών ανδρικού πληθυσμού».
Π.Π.: Από ποιόν ερχόταν η διαταγή;
J.W.: Από την 117 Μεραρχία. Δηλαδή από τον υποστράτηγο Λε Σουΐρ.
Π.Π.: Τι κάνατε εσείς σαν επικεφαλής της «επιχείρησης Καλάβρυτα» μόλις πήρατε τη διαταγή;
J.W.: Όταν έφτασε το σήμα, βρισκόμουν στη σκηνή – επιτελείο μου, μαζί με τον Ταγματάρχη Έμπερσμπεργκερ και τον υπασπιστή μου λοχαγό Πίχλερ (έναν Αυστριακό που πριν λίγο υπηρετούσε ακόμα στον αυστριακό στρατό). Μπροστά τους δήλωσα πως δεν μπορώ να αναλάβω την ευθύνη εκτελέσεως της διαταγής. Ζήτησα αμέσως να επικοινωνήσω με την Μεραρχία για να ελέγξω την αυθεντικότητα της διαταγής. Σαν Διοικητής Συντάγματος είχα το δικαίωμα να αρνηθώ να εκτελέσω τυφλά μια διαταγή προτού συμβουλευτώ ξανά τον διοικητή της Μεραρχίας. Ήθελα να ξέρω αν σοβαρά εννοούσε αυτά που μου μετέφερε ο διαβιβαστής. Δυστυχώς, η μοναδική γραμμή επικοινωνίας που είχαμε με τη Μεραρχία, δεν λειτουργούσε. Αποφάσισα να αναμείνω την αποκατάσταση της επικοινωνίας,
Π.Π.: Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να διστάσετε να εκτελέσετε τη διαταγή; Δεν ήταν η πρώτη φορά που τα στρατεύματα κατοχής εκτελούσαν άμαχο πληθυσμό! Άλλωστε και εσείς στην Πάτρα στέλνατε καθημερινά πολίτες στο απόσπασμα.
J.W.: Ήταν η πρώτη φορά που μια διαταγή ζητούσε να εκτελεστούν όλοι οι άρρενες κάτοικοι μιας πόλης. Μου ήταν αδύνατο να το πιστέψω. Φυσικά, οι εκτελέσεις ομήρων, σαν αντίποινα για δολοφονίες Γερμανών στρατιωτικών, δεν ήταν κάτι καινούργιο. Είμαστε δύναμη κατοχής, πώς να το κάνουμε. Το δίκαιο του πολέμου, μας έδινε το δικαίωμα να λαβαίνουμε όλα τα μέτρα που ήσαν αναγκαία για να διατηρήσουμε την κατοχή και να επιβάλουμε στη χώρα τάξη και ησυχία... Αλλά η διαταγή του Λε Σουΐρ ξεπερνούσε κι αυτά τα πλαίσια. Γι’ αυτό με ξάφνιασε. Έτσι όπως ήρθε η διαταγή, αρνήθηκα να την εκτελέσω!
Π.Π.: Τι έγινε τελικά;
J.W.: Είχαν περάσει δυο περίπου ώρες από τη λήψη της διαταγής όταν μου συνέβη ένα ατύχημα. Σε κάποιο χωματόδρομο, το αυτοκίνητό μου ντεραπάρησε. Έπεσα σ’ ένα ρέμα και τραυματίστηκα βαριά. Έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν σε νοσοκομείο των Πατρών με διάσειση και σπασμένα τα πλευρά. Ο δήμαρχος και ο νομάρχης, είχαν έρθει να μου εκφράσουν τις ευχές τους για ανάρρωση. Μεταφέρθηκα επειγόντως με υδροπλάνο της Λουφτβάφε στην Αθήνα στο νοσοκομείο Σισμανόγλειο, όπου έμεινα γύρω στις 6 εβδομάδες. Εκεί έμαθα πως είχαν ήδη γίνει τα αντίποινα στα Καλάβρυτα.
Π.Π.: Ποιος ήταν λοιπόν, εκείνος που εξετέλεσε τη διαταγή;
J.W.: Μετά τον τραυματισμό μου, την αρχηγία ανέλαβε ο αρχαιότερος αξιωματικός του επιτελείου. Αυτός ήταν ο ταγματάρχης Έμπερσμπέργκερ. Επρόκειτο περί στρυφνού και σκληρού αξιωματικού, από εκείνους που εκτελούσαν τυφλά κάθε διαταγή. Ο ταγματάρχης αυτός ήταν επικεφαλής των δυνάμεων που εκτέλεσαν τους άρρενες» κατοίκους των Καλαβρύτων και έκαψαν την πόλη.
Π.Π.: Αν δεν σας τύχαινε το ατύχημα και ο Μέραρχος επέμενε στη διαταγή, θα την εκτελούσατε;
Ο Διοικητής του SD Πατρών Ταγματάρχης Βέμπερ,
συγκέντρωσε όλες τις πληροφορίες για την οργάνωση της Σφαγής
J.W.: Όχι! όχι, υπό τη μορφή αυτή!
Π.Π.: Δηλαδή;
J.W.: Ήμουν αξιωματικός της Βέρμαχτ. Οι στρατιώτες μου ένοιωθαν ανασφάλεια από τις επιθέσεις των ανταρτών. Έπρεπε να τους δώσουμε σιγουριά. Ο πόλεμος υπήρξε βάρβαρος και από τις δυο πλευρές. Δεν θέλω νάχω καμιά επαφή πια με το στρατό. Έγινα ειρηνιστής. Μισώ τον πόλεμο...
Π.Π.: Ξαναρωτώ: Εσείς τι θα κάνατε; [Ο Συνταγματάρχης Βέλφινγκερ γίνεται κατακόκκινος. Νευριάζει.]
J.W.: Όχι, σας είπα. Όχι δεν θα εκτελούσα τη διαταγή!
Π.Π.: Μα σαν στρατιωτικός Διοικητής, στέλνατε κάθε μέρα Έλληνες πατριώτες στο εκτελεστικό απόσπασμα, στην Πάτρα και τα γύρω χωριά…
J.W.: Μα, εγώ, δεν είχα δικαίωμα να καθορίζω πόσοι όμηροι θα εκτελούνταν κάθε φορά. Οι διαταγές έρχονταν από τον υποστράτηγο Λε Σουΐρ. Αυτός μας έλεγε πόσους θα σκοτώσουμε για κάθε νεκρό στρατιώτη δικό μας (!)... Ύστερα στην Πάτρα υπήρχε και μια ομάδα Ες-Ες, που δεν είχε καμιά σχέση με μας. Αυτοί έκαναν ξεχωριστές επιχειρήσεις μόνοι τους, χωρίς να ξέρουμε εμείς τίποτε... «Όταν μας διέταζαν οι υπηρεσίες ασφαλείας ή ανώτερες υπηρεσίες να εκτελέσουμε ομήρους» – έγραφε σε αναφορά του προς το αρχηγείο του δυτικογερμανικού στρατού το 1959 ο Βέλφινγκερ, προφανώς για να δικαιολογηθεί – «το στράτευμα έβλεπε τις εκτελέσεις σαν ένα πικρό, αλλά αναπόφευκτο μέσο άμυνας, καθότι η στάσις των ανταρτών γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη για τις δυνάμεις κατοχής και ηπειλείτο σε μεγάλο βαθμό, τόσο η ασφάλεια του καθενός Γερμανού στρατιώτη όσο και του ελληνικού πληθυσμού που δεν βρισκόταν με το μέρος των ανταρτών. Οι πολυάριθμες ύπουλες δολοφονίες, απαγωγές, εκτελέσεις και οι κάθε είδους βαρβαρότητες που διέπραττε το ΕΑΜ, όχι μόνο σε βάρος Γερμανών στρατιωτικών, αλλά και σε βάρος Ελλήνων πολιτών και υπαλλήλων, αποτελούν μια ξεκάθαρη απόδειξη πως όλος ο αποκαλούμενος αντιστασιακός αγώνας του ΕΑΜ βρισκόταν εκτός των νόμων του πολέμου. Σύμφωνα με όσα ξέρω, σαν όμηροι διαλέγονταν μόνον οπαδοί του ΕΑΜ ή πρόσωπα προσκείμενα προς αυτό για τα οποία υπήρχαν σοβαρές υποψίες πως έπαιρναν ενεργά μέρος σε πράξεις αντιστάσεως εναντίον των δυνάμεων κατοχής. Σε κάθε περίπτωση, μάλιστα, παίρναμε μόνο εκείνους τους ομήρους για εκτέλεση που είχαν τις πιο βαριές κατηγορίες. Η διαλογή και ο έλεγχος γινόταν συνήθως με τη συνεργασία Ελλήνων υπαλλήλων, που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα...».
Π.Π.: Ποιος ήταν ο ρόλος των «ευζώνων» που λέτε πως είχατε κάτω από τις διαταγές σας;
J.W.: Μας βοηθούσαν στον πόλεμο εναντίον των «κομμουνιστικών συμμοριών». Είχαμε πολύ καλή συνεργασία μαζί τους. Ο Κουρκουλάκος ήταν φίλος μου.
Π.Π.: Πόσους ευζώνους είχατε;
J.W.: Ένα Σύνταγμα, γύρω στις 2.000-3.000 άντρες.
Π.Π.: Έλαβαν οι εύζωνοί σας μέρος στην «επιχείρηση Καλάβρυτα»;
J.W.: Οι Εύζωνοι έρχονταν μαζί μας. Έκαναν όμως και δικές τους εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Για μας ήταν πολύτιμοι γιατί γνώριζαν τόσο τη γλώσσα, όσο και τα μονοπάτια. Τους χρησιμοποιούσαμε πάντα σαν οδηγούς. Στα Καλάβρυτα είχαμε μαζί μας ευζώνους. Βαδίζαμε με βάση τους χάρτες...
Π.Π.: Κύριε Βέλφινγκερ, ήδη το 1954 το Ελληνικό Γραφείο Διώξεως Εγκλημάτων Πολέμου έστειλε στη δυτικογερμανική κυβέρνηση υπόμνημα - καταγγελία, όπου αναφέρονταν στοιχεία για τη δίωξη των υπευθύνων της σφαγής της 13 Δεκέμβρη 1343 στα Καλάβρυτα. 31 χρόνια τώρα κανένας υπεύθυνος δεν έχει καθίσει στο σκαμνί. Γιατί;
J.W.: Οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν ζουν πια. Ο υποστράτηγος Λε Σουΐρ πέθανε το 1954 αιχμάλωτος στο Στάλινγκραντ. Αυτός, σύμφωνα με μια πληροφορία, που μου ’δωσε ο υπασπιστής του ταγματάρχης Μπαρτ, πήγε με το ελικόπτερο τη μέρα της σφαγής στα Καλάβρυτα, για να επιβλέψει αυτοπροσώπως στα αντίποινα. Εγώ, προσωπικά, δεν το γνωρίζω αυτό. Ο Μπαρτ, όμως, επιμένει. Να, κοιτάξτε το γράμμα του («Πότε επιτέλους θα σταματήσουν να μας κυνηγάνε», έγραφε ο Μπαρτ στον Βέλφινγκερ, «αφού ο ίδιος ο Λε Σουΐρ ήταν επικεφαλής της "επιχείρησης Καλάβρυτα";). Ο στρατηγός Φέλμυ κατηγορήθηκε άδικα στη Νυρεμβέργη. Δεν έδωσε αυτός τη διαταγή. Όταν μάλιστα έμαθε για την καταστροφή, επέτρεψε στον ΔΕΣ να στείλει αμέσως εφόδια. Ο ταγματάρχης Έμπερσμπέργκερ και ο ίλαρχος Γκνας θεωρούνται ως απολεσθέντες από το 1945. Εγώ απέδειξα πως βρισκόμουν στο νοσοκομείο και με απήλλαξαν. Ο υπασπιστής του Λε Σουΐρ απηλλάγη επίσης. Το ίδιο ο ταγματάρχης Βίτσοϊ που δεν έλαβε μέρος στην επιχείρηση».
Ο στρατηγός Φέλμυ καταδικάστηκε το 1948 στη Νυρεμβέργη σε 15 χρόνια φυλακή για σειρά εγκλημάτων στην Ελλάδα. Το 1951 ο Φέλμυ αμνηστεύθηκε για να πεθάνει 7 χρόνια αργότερα. 25 χρόνια μετά τη σφαγή, η εισαγγελία του Μονάχου άρχισε ανακρίσεις εναντίον 20 ατόμων που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τις φρικαλεότητες στο χωράφι του Καππή. Αριθ. Υποθέσεως: 117 Js/52 1968. 7 χρόνια σήμερα όλοι σχεδόν έχουν απαλλαγεί κάθε κατηγορίας. Η εισαγγελία της πόλεως Μπόχουμ έρευνα από το 1971 το θέμα της συμμετοχής στη σφαγή δύο ευυπολήπτων σήμερα εμπόρων της πόλεως. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα μέχρι σήμερα.
Π.Π.: Σκοπεύετε να ’ρθετε ποτέ στην Ελλάδα, να δείτε ξανά τους τόπους που πόνεσαν κάτω από τη βαρειά κατοχή της Βέρμαχτ;
J.W.: Μα δεν ξέρω τι μπορεί να μου συμβεί!
Π.Π.: Σαν τι δηλαδή;
J.W.: Να, ένας Γερμανός που πήγε, τον πιάσαν και τον βάλανε φυλακή.
Π.Π.: Εννοείτε τον Μέρτεν. Μα αυτός έστειλε χιλιάδες Εβραίους στα στρατόπεδα του Γ' Ράιχ.
Τελειώνοντας αυτή τη συνέντευξη ο Julius Wolfinger παρουσίασε στον κ. Παντελούρη ολοκληρωμένο φάκελο για λογαριασμό της ιστορικής έρευνας του ΙΑΚ, ο οποίος ποτέ δεν μου παραδόθηκε από τον κ. Παντελούρη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.........
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ: ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ κ. JULIUS WOLFINGER ΣΕ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. ΔΗΜΗΤ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.