Γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος (Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μπάρμπ’-Αντρέα Τριανταφύλλου, Λειβαρτζινού μυλωνά, κα...
Γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
(Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μπάρμπ’-Αντρέα Τριανταφύλλου, Λειβαρτζινού μυλωνά, και της συζύγου του, της «θεια-Αγγέλως», πολύ κοντινών γειτόνων του γράφοντος και προ πάντων ΑΝΘΡΩΠΩΝ).
Συνεχίζοντας με το τέλος του καλοκαιριού το αφιέρωμά μας στα επαγγέλματα, τις τέχνες και τις ασχολίες που σιγά-σιγά χάνονται, αναφερόμαστε στους μύλους και τους μυλωνάδες που έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ζωή και την οικονομία της Ελληνικής υπαίθρου, φυσικά και της επαρχίας μας.
Η λέξη μύλος είναι ελληνική και προέρχεται από τον Μύλη, γιο του μυθικού βασιλιά της Λακωνίας, το Λέλεγα, που επινόησε πρώτος τη μυλόπετρα για την άλεση των σιτηρών. Προστάτης των μύλων ήταν ο ίδιος ο θεός Δίας, που μεταξύ των άλλων του ονομασιών λεγόταν και Μυλεύς.
Πέρα από την όποια άλλη σημασία μπορεί να έχει ο όρος (π.χ. μύλος περιστρόφου, μηχανή πολτοποίησης τροφών κλπ), φέρνει αποκλειστικά σχεδόν στη σκέψη μας τους νερόμυλους των χωριών μας, αν και στον Ελληνικό χώρο, κυρίως το νησιωτικό, λειτούργησαν ευρέως και οι ανεμόμυλοι. Όπως σε όλη την ορεινή και πεδινή Ελλάδα, έτσι και στην επαρχία μας που τα νερά είναι άφθονα, δεν χρειάστηκε ν’ αναζητηθεί άλλη κινητήρια δύναμη για τη λειτουργία τους. Πρέπει να ειπωθεί ακόμα πως όλα σχεδόν τα χωριά είχαν τους δικούς τους, κάποια από τα οποία και σε διψήφιο αριθμό! Ορισμένες περιοχές, μάλιστα, είναι γνωστές με την ονομασία Μύλοι, π. χ. στο Αγρίδι. Οι οικογένειες ήσαν πολλές και πολυμελείς, ο τόπος έσφυζε από ζωή και οι ανάγκες διατροφής μεγάλες. Επόμενο, λοιπόν, να καλλιεργούσαν μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό μέτρο γης που είχε λίγο χώμα, ακόμα και στις κορφές των βουνών μας. Έτσι, η παραγωγή σιτηρών, που δεν θέλει και ιδιαίτερη φροντίδα, ήταν μεγάλη και είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα να είναι πολλοί και να δουλεύουν όλοι.
Πολύ γνωστοί ήσαν ακόμα στον τόπο μας και οι ταμπακόμυλοι, όπως και οι
μπαρουτόμυλοι της σχετικά μακρινής Δημητσάνας, μέχρι και τον εικοστό αιώνα. Άλλοι μύλοι, όπως ρυζόμυλοι ζαχαρόμυλοι, σησαμόμυλοι δεν λειτούργησαν στα Καλαβρυτοχώρια, αφού δεν καλλιεργήθηκαν τέτοια προϊόντα. Κοινό χαρακτηριστικό πάντως όλων, η υδροκίνηση. Ιδιότητα προγόνου επαγγελματία δηλώνει και το αρκετά συνηθισμένο στη χώρα μας επώνυμο Μυλωνάς.
Χαρακτηριστικό, λοιπόν, της ηπειρωτικής Ελλάδας ο νερόμυλος, δεν θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει εύκολα τη χρονική περίοδο της ιστορίας που μπήκε στη ζωή του ανθρώπου και την άλλαξε. Συναντάμε τους πρώτους σε επιγραφές των Σουμερίων και σε γραπτά κείμενα του Στράβωνα, πρέπει όμως να είχαν προηγηθεί οι ανθρωπόμυλοι και οι ζωόμυλοι, που τους γύριζαν άνθρωποι (δούλοι) και ζώα, αντίστοιχα. Ένας από τους γνωστότερους της Ευρώπης ήταν και αυτός της αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα, που λειτούργησε από το 450 μέχρι το 600 μ.Χ., περίπου. Τους συναντάμε, επίσης, και μεγάλο χρονικό διάστημα αργότερα σε χρυσόβουλα και αυτοκρατορικά έγγραφα. Στο γεωργικό νόμο μάλιστα του Ιουστινιανού, συμπεριλαμβάνονται ειδικές διατάξεις για τη λειτουργία τους. Μετά την απελευθέρωση του 1821 αναφέρονται 6000 νερόμυλοι, περίπου, εντός των ορίων του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού κράτους, ενώ σήμερα υπολογίζεται ότι σώζονται πάνω από 20000 ίχνη και ερείπια. Δεν γνωρίζουμε όμως αν σ’ αυτόν τον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό συμπεριλαμβάνονται και αυτοί που βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, χωρίς να λειτουργούν ή και αυτοί που έχουν μετατραπεί σε μουσεία.
Ήταν σίγουρα μια οικογενειακή επιχείρηση, ένα μικρό εργοστάσιο με πολλά συνεργαζόμενα μεταξύ τους εξαρτήματα και μηχανισμούς, που το καθένα είχε την ιδιαίτερη ονομασία του. Το επάγγελμα του μυλωνά ήταν κλειστό, αφού η τεχνογνωσία πέρναγε σχεδόν αποκλειστικά από τον πατέρα στο γιό.
Το νερό ξεκίναγε από τη δέση* κι έμπαινε στο μυλαύλακο για να φτάσει στην κρέμαση* και να πέσει στη βαγένα. Η βαγένα κατέληγε στο σιφούνι, από το οποίο έβγαινε κάτασπρο και αφρισμένο από την τεράστια πίεση, θέτοντας σε κίνηση τη φτερωτή*. Συνήθως δεν τέλειωνε την αποστολή του εκεί, στη χούρχουρη*, αλλά συνέχιζε λίγα μέτρα πιο κάτω, όπου οι περισσότεροι μυλωνάδες είχαν και νεροτριβή, η οποία ενίσχυε σημαντικά το εισόδημά τους. Να υπογραμμιστεί εδώ πως ο νερόμυλος δεν καταναλώνει το νερό με το οποίο κινείται, αλλά το παραδίδει ακέραιο και καθαρό στη φύση, όπως το παρέλαβε.
Μύλος δεν λεγόταν μόνο ο μηχανισμός άλεσης με τις μυλόπετρες και τα άλλα εξαρτήματα (π.χ. σκάφη, ταΐστρα, αλευροθήκη κλπ), αλλά και όλο το κτίριο μέσα στο οποίο λειτουργούσε. Εκεί είχε κι ένα υποτυπώδες νοικοκυριό ο μυλωνάς, απόλυτα απαραίτητο στον ίδιο, τους πελάτες και τους περαστικούς. Στον ίδιο χώρο κι ένα κασόνι πάντα στρωμένο με μια κουβέρτα κι ένα μαξιλάρι για λίγες ώρες ξεκούρασης, αν δεν ήταν σε μικρή απόσταση το σπίτι του.
Οι μυλόπετρες ήταν δύο, η κατώπετρα και η απανώπετρα και προέρχονταν από σκληρούς λίθους, (π.χ. γρανίτη, χαλαζία, πορφυρίτη κλπ). Στον τόπο μας που αυτά τα πετρώματα δεν είναι συνηθισμένα, το στουρνάρι ήταν μια καλή εναλλακτική λύση. Κάθε μια αποτελούνταν από μεγάλες και μικρότερες πέτρες, πελεκημένες με τρόπο που εφάρμοζαν απόλυτα μεταξύ τους και δένονταν πολύ γερά σε σχήμα κυλίνδρου με χοντρά σιδερένια στεφάνια.
Η κατώπετρα ήταν σταθερή, γι’ αυτό την έλεγαν και τεμπέλα. Η φτερωτή έθετε σε περιστροφική κίνηση μόνο την απανώπετρα, ενώ το γέννημα έπεφτε λίγο-λίγο και με ελεγχόμενο τρόπο από τη σκάφη μέσω της ταΐστρας, για να καταλήξει αλεσμένο στην αλευροθήκη. Και στις δύο αυτές πέτρες οι επιφάνειες τριβής ήταν ελαφρά αυλακωμένες (χαραγμένες), βαθύτερα στο κέντρο και πιο ρηχά στην περιφέρεια.
Οι πιο συνηθισμένες εργασίες συντήρησης του μύλου ήταν άλλες απλές κι άλλες δύσκολες. Στις απλές θ’ αναφέραμε τον σχεδόν καθημερινό έλεγχο του μυλαύλακου, για να εξασφαλίζεται η ελεύθερη ροή του νερού. Στις δύσκολες σίγουρα ανήκει το χάραγμα του μύλου, που ήταν επίπονη εργασία. Η συχνή λειτουργία, κυρίως την περίοδο μετά από κάθε συνέμπαση* και πριν μπει ο χειμώνας, είχε σαν αποτέλεσμα την λείανση των επιφανειών τριβής στις μυλόπετρες, κάτι που περιόριζε την ικανότητα άλεσης. Ο μυλωνάς τότε σταματούσε τη λειτουργία του, σήκωνε με το κατάλληλο εξάρτημα, το σταυρό, την πάνω μυλόπετρα και με σφυρί και καλέμι προκαλούσε μικρές χαρακιές με προσεγμένα χτυπήματα στις επιφάνειες αυτές, εργασία που κράταγε μια-δυο μέρες. Το πρώτο αλεύρι μετά το χάραγμα, που συνήθως προερχόταν από στάρι του μυλωνά, ήταν ακατάλληλο, λόγω των προσμίξεων πέτρας και προοριζόταν για τα ζώα και κυρίως για τις κότες. Γνωστή, άλλως τε, και η παροιμία: «Περνάει σαν κότα στο μύλο»!
Πέρα από τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, η αργία του μύλου ήταν συνυφασμένη υποχρεωτικά και με την περίοδο του 12ημέρου των Χριστουγέννων, εποχή που έβγαιναν οι καλικάτζαροι. Θεωρούσαν ότι τα παράξενα αυτά όντα είχαν ιδιαίτερη… αδυναμία στο συγκεκριμένο χώρο, εφευρίσκοντας κάθε απρόβλεπτη ζαβολιά: να κόψουν το νερό, να ρίξουν πέτρες για να βουλώσει το σιφούνι, να χαλάσουν το μύλο, να μαγαρίσουν το άλεσμα, να ρίξουν αλεύρι στα ρουθούνια του μυλωνά την ώρα που κοιμόταν και γενικά να μην τον αφήνουν σε ησυχία!...
Η αυλή του ήταν πάντα ένα κοινωνικό κέντρο. Ζα* φορτωμένα με άλεσμα* και τους νοικοκυραίους τους να τα συνοδεύουν πηγαινοέρχονταν συνέχεια, ακόμα και μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες. Οι κοντινοί, που τους ήταν εύκολο να ξαναπάνε, το άφηναν για να το πάρουν την άλλη μέρα. Οι μακρινοί, όμως, έπρεπε να βρίσκονται από το πρωί στο μύλο για να πέσει το άλεσμα μέχρι το απόγευμα και να γυρίσουν στο χωριό τους. Εκεί, κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια, άνοιγαν το ταγάρι τους και ξεδίπλωναν κάπως ντροπαλά την πετσέτα με το φτωχικό κολατσιό τους, που το μοιράζονταν με άλλους που περίμεναν, όπως γεύονταν κι εκείνοι από το δικό τους. Για να περάσει η ώρα, απαραίτητα και τ’ αστεία και τα πειράγματα. Ήταν παράλληλα και μια ευκαιρία να μάθουν τα νέα από το γειτονικό μαχαλά ή από το γειτονικό χωριό, κάτι σαν τοπική εφημερίδα, δηλαδή. Η φράση «το άκουσα στο μύλο» είχε βαρύνουσα σημασία για την επιβεβαίωση της είδησης που μετέφεραν στους δικούς τους! Προεκλογικά σίγουρα άναβαν και οι συζητήσεις και τα αίματα μαζί, αφού ο καθένας… ανέβαζε τη δική του κυβέρνηση και κατέβαζε του αντιπάλου! Άλλες φορές πάλι, κλείνονταν ακόμα και συμφωνίες για αγοραπωλησίες αντικειμένων, ζώων, ακινήτων κλπ.
Οι γυναίκες έκοβαν κι έραβαν θέματα του δικού τους ενδιαφέροντος, απαραίτητα όμως με το πλεχτό η με τη ρόκα στα χέρια, αξιοποιώντας και στο χώρο εκείνο τη χρόνο τους, γιατί «χρόνου… φίδια», όπως έλεγαν, που σημαίνει πως αν αφήνεις το χρόνο σου να πάει χαμένος, θα σε φάνε τα φίδια!
Πιο πέρα περίμεναν και τα ζα τους δεμένα από τα πλατάνια, το ίδιο υπομονετικά, απασχολημένα στο δικό τους φαΐ.
Μυλωθρός η αρχαιοελληνική ονομασία του μυλωνά, ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε τα πάντα γύρω από την κατασκευή, τη λειτουργία, την επισκευή και τη συντήρηση του μύλου. Αν και η λαϊκή παροιμία τον περιγράφει διαφορετικά, («όποιος έχει μύλο και μελίσσια κοιμάται ως το γιόμα»), ήταν αεικίνητος, αφού πέρα από την κοπιαστική κύρια δουλειά του έπρεπε να απασχοληθεί και τη νεροτριβή που συνήθως διέθετε. Ειδικά μετά το χειμώνα, τα βαριά στρωσίδια, τα χοντρά σκεπάσματα, τα σαΐσματα* και οι μπατανίες* είχαν την τιμητική τους. Απλωμένα μετά το πλύσιμο πάνω σε μεγάλες πέτρες, δέντρα και φράχτες για να στεγνώσουν, έδιναν μια ξεχωριστή εικόνα γύρω από το μύλο.
Πραγματικό χρυσάφι το νερό, το αξιοποιούσε ο εργατικός μυλωνάς και είχε πάντα τα καλύτερα περιβόλια και πολλά καρποφόρα δέντρα. Τα εισοδήματα της επιχείρησής του τού έδιναν ακόμα τη δυνατότητα να έχει κι ένα σωρό ζωντανά, όπως κότες, γουρούνια, πάπιες, κουνέλια, περιστέρια, μέχρι και μελίσσια και να είναι από τους μεγαλύτερους νοικοκυραίους.
Τον θυμόμαστε πάντα καλοσυνάτο, πολύ φιλικό με τους πελάτες και τους περαστικούς, πρόθυμο να τους καρτερέσει και να τους συνεβγάλει*, να τους βοηθήσει στο φόρτωμα και το ξεφόρτωμα και τα χέρια του πάντα γεμάτα να δίνουν σε όλους προϊόντα του περιβολιού του. Αν δεν φόραγε καπέλο, τα μαλλιά του ήσαν άσπρα από το αλεύρι! Στο ίδιο χρώμα τα φρύδια του, ακόμα και τα βλέφαρά του! Όσο για τα ρούχα του, μιλάει η λαϊκή παροιμία: «Είν’ ο καημός του μυλωνά να βάλει μαύρο ρούχο»!
Το χιούμορ του, άλλοτε τα ξεκαρδιστικά αστεία του κι άλλοτε τα καλοπροαίρετα πειράγματά του, ιδίως στις γυναίκες, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστα. Ερχόταν, όμως, στιγμές που τον γνωρίζαμε και πολύ διαφορετικό, ιδίως όταν οι ζημιές στο μύλο και κάποιες φορές οι δυσκολία της επισκευής του τον έκαναν να μην παίρνει κουβέντα. Ήταν και ο μόνος εξοικειωμένος με τον πολύ δυνατό θόρυβο, σε σημείο που να λέγεται πως «όταν σταματάει ο μύλος ξυπνάει ο μυλωνάς»!
Όλες οι τεχνικές γνώσεις γύρω από τη δουλειά του, η επαφή του με πολύ κόσμο απ’ όλα τα γύρω χωριά, καθώς και η αξιοσύνη του γενικότερα με ό,τι καταπιανόταν, το έκαναν περισσότερο έξυπνο από κάθε άλλον στο χωριό και στην περιοχή. Αυτό ήταν και η αιτία που ζητούσαν πολύ συχνά τη συμβουλή του οι συγχωριανοί του και οι πελάτες του, τόσο για απλά, όσο και για περισσότερο σοβαρά θέματα, όπως καλλιέργειας, πρακτικής ιατρικής και κτηνιατρικής, ακόμα και για κοινωνικές υποθέσεις, π.χ. συνοικέσια!
Δεξί χέρι του στη ζωή και στη δουλειά η γυναίκα του, η μυλωνού. Του πήγαινε το φαί του στην ώρα του, τα ρούχα του ν’ αλλάξει, μα και παρούσα κάθε στιγμή που εκείνος ήθελε βοήθεια στη συντήρηση και στην επισκευή του μύλου.
Η αμοιβή του ήταν συνήθως σε είδος, το λεγόμενο αλεστικό*, που ανερχόταν στο 5% του αλέσματος, περίπου. Απαραίτητη στο χώρο για το λόγο αυτό η πλάστιγγα, η καχυποψία των πελατών όμως πάντα αυξημένη για την πιθανότητα κλοπής, κάτι που γέννησε την παροιμία: «τα γεννήματα στο άλεσμα φυραίνουν», που σίγουρα αναφερόταν στην απληστία μικρού αριθμού επαγγελματιών. Μόνο στου γάμου στα αλέσματα δεν κράταγε αλεστικό, σαν δώρο, αλλά και για το καλό του νέου ζευγαριού.
Ιδιαίτερα αγαπητός ήταν ο μυλωνάς και στους διακονιαραίους*, που τους είχε τακτικά στην πόρτα του, απ’ όπου έφευγαν σχεδόν πάντα με το σακούλι τους γεμάτο!
Εκτός από ιδιώτες, είχαν στην ιδιοκτησία τους μύλους και κάποια μοναστήρια, ως μετόχια. Ήταν οι λεγόμενοι καλογερικοί μύλοι, που συχνά τους συναντάμε και σήμερα στα χωριά μας ως τοπωνύμια, π.χ. σε κοντινή απόσταση από τους Καμενιάνους, Δεσινό και Δροβολοβό, που ανήκε στη μονή Αγίων Θεοδώρων Αροανίας κι ακόμα στο Λειβάρτζι και στα Λεχουρίτικα Καλύβια, που ανήκαν στη μονή Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1970, που η ελληνική ύπαιθρος έσφυζε από ζωή, ήταν γεμάτη και από μύλους, που άφησαν τη δική τους ανεξίτηλη σφραγίδα στον πολιτισμό και την οικονομία κάθε τόπου. Απόλυτα φυσικό και σαν κρίκος της αλυσίδας του ψωμιού ο μύλος και ο μυλωνάς, να έχουν παίξει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου και να έχει αναπτυχθεί γύρω τους μια πολύ πλούσια λαϊκή παράδοση με παροιμίες, θρύλους, μύθους, παραμύθια, δημοτικά τραγούδια, προλήψεις κλπ.
Στις αρχές του τελευταίου τετάρτου του αιώνα έκλεισαν και οι λίγοι που είχαν απομείνει, αφού σταμάτησε η καλλιέργεια των σιτηρών και στον τόπο μας. Ελάχιστοι απ’ αυτούς είχαν μετατραπεί σε ηλεκτρόμυλους με την ηλεκτροδότηση των χωριών μας, όμως, για μικρό μόνο χρονικό λειτούργησαν έτσι. Παράλληλα, οι μεγάλες βιομηχανίες αλεύρου είχαν πάρει τη δουλειά στα χέρια τους και τα λίγα νοικοκυριά που καίνε ακόμα παραδοσιακούς φούρνους προμηθεύονται το αλεύρι από το εμπόριο. Στο εμπόριο, επίσης, θα το βρουν και για κάθε άλλη οικιακή χρήση.
Έτσι, διανύοντας σήμερα τη δεύτερη δεκαετία της τρίτης μ.Χ. χιλιετίας, οι μύλοι και οι μυλωνάδες είναι μια νοσταλγική ανάμνηση για τους μεγαλύτερους. Οι νεότερες γενιές είναι αμφίβολο αν ξέρουν τι είναι το αλεστικό, η χούρχουρη, η τεμπέλα μυλόπετρα, το σιφούνι κι ένα σωρό ακόμα ονομασίες. Χωμένο σχεδόν και σκεπασμένο με βάτα και το μυλαύλακο που οδηγούσε την κινητήρια δύναμη και πηγή ζωής ως εκεί, ενώ η γύρω περιοχή με τα ίσα μ' ένα μπόι αγριάγκαθα δεν γίνεται εύκολα πιστευτή ότι κάποτε φιλοξενούσε τα φημισμένα και ζηλευτά περιβόλια του μυλωνά.
Τη γραφικότατα, τη ζωντάνια τους, την προσφορά τους αντικατέστησαν βουβά χαλάσματα σε ερημιές, πνιγμένα από δέντρα και κισσούς. Για συντροφιά τούς απόμειναν τα ζουλάπια, τα ερπετά και τ’ αγριοπούλια που πηγαίνουν για να κουρνιάσουν. Τη νύχτα πάνε και οι κουκουβάγιες και κλαίνε μαζί τους τα «περασμένα μεγαλεία», αφού η τεχνολογία δεν τους επιτρέπει να ελπίζουν την επιστροφή στη ζωή, εκτός από ελάχιστους που η θεά τύχη τούς ευνόησε να μετατραπούν σε μουσεία. Ευτυχώς, η ευαισθησία ανθρώπων και φορέων είναι συνάμα και ο φόρος τιμής που δικαιωματικά ανήκει τόσο στα μνημεία αυτά του πολιτισμού μας, όσο και στους ακούραστους εργάτες της μπομπότας, του στάρινου-γιορτινού ψωμιού και της λειτρουγιάς στην Αγία Τράπεζα, για το «τα Σα εκ των Σων» στο Δημιουργό.
Συνεχίζεται με επόμενο θέμα τον πλανόδιο φωτογράφο.
====================================
* Παραπέμπει στο «Καλαβρυτινό… λεξικό»:
Πηγές:
Περιοδικό «Ηπειρώτικα Γράμματα».
Εγκυκλοπαίδεια «Γιοβάνη».
«Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», του γράφοντος
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.