Γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος «Η ζωή περνά και χάνεται» γράφει ο Σταμάτης Σπανουδάκης και ποιος, στ’ αλήθεια, δεν θα ήθελε να έχ...
«Η ζωή περνά και χάνεται» γράφει ο Σταμάτης Σπανουδάκης και ποιος, στ’ αλήθεια, δεν θα ήθελε να έχει στη συλλογή του μια φωτογραφία της γιαγιάς του με τη ρόκα να (γ)νέθει ή της μητέρας του να υφαίνει στον αργαλειό! Πού, όμως, να βρισκόταν εκείνη την εποχή ένα κινητό τηλέφωνο, μια ψηφιακή ή έστω φωτογραφική μηχανή με φιλμ ν’ αποθανατίσει τη στιγμή; Κάτι ελάχιστες φορές μόνο είχαμε την πραγματική ευτυχία να μας φωτογράφιζαν μεγαλύτεροι συγγενείς ή γείτονες που έρχονταν από τις πόλεις για τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Οι φωτογραφίες αυτές θα έφταναν στα χέρια μας ένα χρόνο μετά(!) ή, έστω, μερικές βδομάδες αργότερα, ταχυδρομικώς.
Στα αστικά κέντρα ήταν αλλιώς. Μπορούσες να βρεις φωτογράφο στο κατάστημά του, αλλά το ίδιο εύκολα και πλανόδιο, ιδίως στις κεντρικές πλατείες, σε πολυσύχναστες περιοχές, κοντά σε αξιοθέατα και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος μέρη, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας και αλλού. Η μηχανή ήταν στερεωμένη πάντα στον ξύλινο τρίποδα και βαμμένη ανάλογα με το γούστο του καλλιτέχνη. Οι καλύτερες φωτογραφίες που είχε βγάλει ο ίδιος αποτελούσαν το διάκοσμο, σαν διαφήμιση της δουλειάς του. Για να μετακινηθεί έκλεινε τον τρίποδα και την μετέφερε στον ώμο, κρατώντας στο άλλο χέρι τα δοχεία και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσε για να τις εμφανίσεις.
Έτοιμο το σκηνικό με τη λουλουδένια καρδιά και για το φαντάρο έξω από τα στρατόπεδα, για να στείλει τη φωτογραφία του στους δικούς του και να βεβαιωθούν ότι είναι καλά. Εκείνοι την καλωσόριζαν με τέτοια συγκίνηση και αγάπη, σαν να έβλεπαν τον ίδιο! Απαραίτητο κάτω από τη λουλουδένια εκείνη καρδιά και κάποιο τετράστιχο, με περισσότερο συνηθισμένο το:
Το φανταράκι στο στρατόνα μη το λησμονάτε.Γράμματα να του στέλνετενα το παγηγοράτε.
Ανάλογη και εξ ίσου γραφική η γνώριμη φιγούρα του καλλιτέχνη και σε συγκεκριμένα στέκια στα λιμάνια, μ’ ένα χαρτί επάνω στη μηχανή που έγραφε την τιμή τεσσάρων φωτογραφιών διαβατηρίου.
Μακριά τα περισσότερα χωριά μας από τα αστικά κέντρα, στερήθηκαν και αυτή την πτυχή του πολισμού εκείνης της εποχής. Οι αναμνήσεις και οι μεγάλες στιγμές φυλάγονταν μόνο στην καρδιά του καθενός και μπορούσαν να ξαναζωντανέψουν με την κουβέντα με όσους τις είχαν βιώσει μαζί. Τότε οι χίλιες λέξεις μπορούσαν να «φτιάξουν» μια φωτογραφία!
Φωτογράφους στην επαρχία μας εύρισκε κανείς σίγουρα στα Καλάβρυτα, και στην Κλειτορία, που όταν οι συγκυρίες το επέβαλαν γινόντουσαν και πλανόδιοι. Τη Δάφνη επισκεπτόταν στη δεκαετία του 1970 και ένας επαγγελματίας από τη Δίβρη, που κάλυπτε, κυρίως, τις σχολικές εκδρομές.
Ήθελε κανείς ν’ αφιερώσει μια μέρα ολόκληρη και να κάνει ένα πραγματικό ταξίδι από το χωριό για να βγάλει φωτογραφία για ταυτότητα, που πάντα συνδυαζόταν και με άλλες δουλειές. Δεν χανόταν τότε την ευκαιρία να στείλουν την αγάπη τους και στον ξενιτεμένο, πάντα με λόγια αγάπης ή λίγους στίχους στην πίσω πλευρά. Πολύ σπανιότερα γινόταν γνωστό ότι θα πήγαινε ο φωτογράφος στο χωριό συγκεκριμένη μέρα, όταν π.χ. άλλαξαν οι παλιές αστυνομικές ταυτότητες με τις πλαστικοποιημένες.
Παρών ο φωτογράφος στο πανηγύρι του χωριού, καλεσμένος και σε γάμους και βαφτίσεις, έστηνε τη μηχανή με τον τρίποδα και αποθανάτιζε μεγάλες στιγμές. Ο πελάτης του έπρεπε να μείνει ακίνητος σε ορισμένη θέση και στάση για κάμποσα κουραστικά δευτερόλεπτα και με παγωμένο το χαμόγελο στα χείλη. Μπορούσε να χαλαρώσει μετά το χαρακτηριστικό «ένα, δύο, τρία» του καλλιτέχνη, για «να βγει το πουλάκι», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν στα παιδιά για να μείνουν στη θέση τους και με αμείωτο το ενδιαφέρον! Φυσικά, δεν θα μπορούσε να περάσει τότε ούτε από τη σκέψη μας η αυθόρμητη φωτογραφία!
Η αναμονή της εμφάνισης κράταγε σε αγωνία για πολλές μέρες, ίσως περισσότερο και από μήνα τον/τους πελάτες για το αν θα βγουν καλές οι φωτογραφίες. Ο καλλιτέχνης έπρεπε να διορθώσει και τις ατέλειες, τις περισσότερες φορές με μολύβι, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή που μπορούμε να κάνουμε θαύματα στον υπολογιστή και την ίδια στιγμή να τις ταξιδέψουμε σ’ όλον τον κόσμο!
Με τις φράσεις «φωτογράφος στο χωριό σας» και «φωτογραφία με την καινούργια μηχανή» διαλαλούσε την τέχνη του στη δεκαετία του 1970 ο Βασίλης ο Βαγενάς από την Κλειτορία, με δυο φωτογραφικές μηχανές στον ώμο του. Ήταν η εποχή που είχαν οργανωθεί καλύτερα οι φωτογράφοι και πέρα από κάθε άλλη δραστηριότητα έσπευδαν στις εκδηλώσεις και στις εκδρομές των σχολείων.
Γυρνώντας πολύ πίσω, ν’ αναφέρουμε πως αν και η φωτογραφική μηχανή είναι επίτευγμα του 19ου μ.Χ. αιώνα και σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί, τα θεμέλια της μεγάλης αυτής ανακάλυψης είχαν τεθεί από αρχαίους πολιτισμούς, π.χ. της Κίνας και της Ελλάδας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 που άρχισε να αχνοφαίνεται η ευκολία απόκτησης μιας φτηνής ερασιτεχνικής φωτογραφικής μηχανής, άρχισε να γίνεται ορατή και η κρίση του παραδοσιακού αυτού επαγγέλματος. Σήμερα η κρίση είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα ν’ αποθανατίσει κάθε στιγμή με μια φτηνή και καλής ποιότητας μηχανή, κινητό τηλέφωνο ή βιντεοκάμερα.
Συνεχίζεται, με επόμενο θέμα τον καρεκλά.
Πηγές:
Ι. Εγκυκλοπαίδεια «Ελλαδική».
ΙΙ. http://www.slideshare.net/eftchrist/ss-6859534
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.