γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος Εκτός από τα Καλάβρυτα, την Κλειτορία, τη Δάφνη και ελάχιστα κεφαλοχώρια της επαρχίας μας που είχαν ...
γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Εκτός από τα Καλάβρυτα, την Κλειτορία, τη Δάφνη και ελάχιστα κεφαλοχώρια της επαρχίας μας που είχαν οργανωμένα κουρεία, όπως π.χ. το Σοπωτό, όλα τα υπόλοιπα χωριά είχαν πλανόδιους / υπαίθριους κουρείς.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ήταν αυτό το κύριο επάγγελμά τους και μόνο ένα μικρό εισόδημα τούς απέδιδε. Κούρευαν περιστασιακά στο σπίτι τους, στην αυλή τους, σε σπάνιες περιπτώσεις στο σπίτι του πελάτη ή έπαιρναν μαζί τους το κασελάκι με τα εργαλεία τους στο καφενείο, που όλο και κάποιος ήθελε “φτιάσιμο”.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ήταν αυτό το κύριο επάγγελμά τους και μόνο ένα μικρό εισόδημα τούς απέδιδε. Κούρευαν περιστασιακά στο σπίτι τους, στην αυλή τους, σε σπάνιες περιπτώσεις στο σπίτι του πελάτη ή έπαιρναν μαζί τους το κασελάκι με τα εργαλεία τους στο καφενείο, που όλο και κάποιος ήθελε “φτιάσιμο”.
Οι περισσότεροι ήσαν αυτοδίδακτοι ή είχαν πάρει τα πρώτα μαθήματα από κάποιον κοντινό συγγενή, συνήθως τον πατέρα. Έτσι, είχαν δώσει οι ίδιοι τον τίτλο στον εαυτό τους. Σίγουρα, όμως, όσοι είχαν αντίληψη και έβρισκαν το αντικείμενο ενδιαφέρον, εξελίσσονταν σε περιζήτητους κουρείς.
Γνωστός και σαν μπαρμπέρης ο κουρέας, πιθανότατα από γαλλική λέξη. Τα εργαλεία του λίγα και συγκεκριμένα: ένα δυο ψαλίδια, άλλες τόσες τσατσάρες, μια άσπρη ποδιά να μη γεμίζει τρίχες ο πελάτης και μια χειροκίνητη μηχανή κουρέματος με δυο τρία χτένια, που κατά περίπτωση άλλαζαν: το ψιλό, για “κούρεμα με την ψιλή”, το μεσαίο και το χοντρό. Όσο για το ξύρισμα, δεν ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο από τους πλανόδιους κουρείς.
Το παιδικό κούρεμα ήταν πάντα το πιο εύκολο, αφού ένα πέρασμα με τη μηχανή κράταγε λίγα λεπτά και, το κυριότερο, δεν άφηνε ατέλειες. Στο κούρεμα όμως με το ψαλίδι και την τσατσάρα χρειάζεται μαστοριά, γιατί διαφορετικά η στερεότυπη φράση “τον έκανε σαν τραγάκι” είναι αναπόφευκτη! Φυσικά, καθρέφτης δεν υπήρχε και ο πελάτης δεν μπορούσε να παρακολουθεί και να παρεμβαίνει. Ευτυχώς, όμως, τις ατέλειες του άπειρου ή αδέξιου κουρέα τις διόρθωνε πολύ γρήγορα ο χρόνος!
Τι ήταν, όμως, κι αυτό το κούρεμα με τη μηχανή! Αν είχε παλιώσει και δεν έκοβε, “μάσαγε” και τράβαγε τα μαλλιά, προκαλώντας δυνατό πόνο! Αυτό ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο στα σχολεία, που όλα, σχεδόν, διέθεταν κουρείο. Ήταν ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος, όπου υπήρχαν και όλα τα απαραίτητα μέσα. Εκεί γινόταν το κούρεμα τους χειμερινούς μήνες, ενώ το φθινόπωρο και την άνοιξη που ο καιρός ήταν καλός, στο προαύλιο.
Σε μαθητές μεγάλων τάξεων, που υποτίθεται πως ήξεραν να κουρεύουν, είχε ανατεθεί ο χειρισμός της μηχανής και... της κόμης των άλλων παιδιών, δεδομένου ότι το κούρεμα ήταν υποχρεωτικό και μάλιστα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Την καθιέρωση αυτής της τακτικής στα σχολεία επέβαλλαν λόγοι πειθαρχίας, καθαριότητος αλλά και οικονομίας, αφού ελάχιστες οικογένειες είχαν την δυνατότητα να πληρώνουν συνέχεια κουρέα.
Η πελατεία του κουρέα ήταν αποκλειστικά αντρική, χωρίς αυτό να σημαίνει και τακτική. Τόν επισκέπτονταν πριν από κάθε μεγάλη γιορτή, ταξίδι, γάμο, ονομαστική γιορτή κλπ. Οι δουλειές στα χωράφια και στο βουνό περιόριζαν τις ευκαιρίες και τα μαλλιά μεγάλωναν αρκετά.
Όσο για τις γυναίκες... ίσχυε το “τα μαλλιά του κεφαλιού μου το καμάρι του κορμιού μου”! Αν και η παροιμιώδης αυτή έκφραση εννοεί κατά πάσα πιθανότητα τα περιποιημένα, οι περισσότεροι πίστευαν πως αναφέρεται στα μακριά μαλλιά. Υπήρχαν και ορισμένοι που θεωρούσαν υπόπτου ηθικής τη γυναίκα με κομμένα/κοντά μαλλιά! Αυτό ήταν ένας λόγος παραπάνω που επέβαλε στις κλειστές κοινωνίες την απαγόρευση του γυναικείου κουρέματος! Κατά μία άλλη εκδοχή, προερχόμενη από την αρχαιότητα, τα μακριά μαλλιά είναι δύναμη της ζωής.
Έτσι, λοιπόν, οι περισσότερο συνηθισμένοι τρόποι γυναικείου χτενίσματος ήταν η κοτσίδα και ο κότσος, που έλυναν και πρακτικά το πρόβλημα των μεγάλων μαλλιών, αφού δεν ήταν εύκολο να μένουν περιποιημένα στο χωράφι και στο βουνό. Το μαντήλι στο κεφάλι, άλλωστε, κάλυπτε κάθε μικρή ή μεγάλη ατέλεια της βιασύνης ή και της απροσεξίας.
Ο διαχρονικός αλλά και επίσημος τρόπος γυναικείου χτενίσματος, ο κότσος, τραγουδήθηκε και με το λαϊκό “κάνε κότσο τα μαλλιά σου να φανεί η αρχοντιά σου”, των Άκη Σμυρναίου και Θάνου Σοφού, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950.
Συνεχίζεται, με επόμενο θέμα το ζευγολάτη.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.