Φωτο: Από το εντυπωσιακό άλμπουμ του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας, έκδοση 2005 γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος Το νέσιμο και το πλέξιμο...
Φωτο: Από το εντυπωσιακό άλμπουμ του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας, έκδοση 2005 |
Το νέσιμο και το πλέξιμο ήσαν δουλειές που δεν ήθελαν τη γυναίκα σταθερή σ’ ένα σημείο. Μπορούσε να κάθεται, να στέκεται όρθια, να κουβεντιάζει, να περπατάει, να φυλάει τα πρόβατα κλπ., γι’ αυτό και κυριολεκτικά τα χέρια της δεν άδειαζαν ποτέ! Ήταν οι δουλειές που τίς συντρόφευαν και στο νανούρισμα των παιδιών στην κούνια και κάτι φορές στο κρυφομοιρολόι για το πρόωρα χαμένο στήριγμά τους. Οι κινήσεις, κυρίως μηχανικές και τα έμπειρα χέρια ήταν σε θέση να δουλέψουν ακόμα και στο σκοτάδι!
Γνωστό και από αγγεία και κείμενα της αρχαιότητος το νέσιμο, που δεν άλλαξε για ολόκληρες χιλιετίες, άρχισε να εγκαταλείπεται σταδιακά μετά τη δεκαετία του 1960, με την εμφάνιση εργοστασίων μαζικής παραγωγής κάθε είδους και ποιότητας κλωστής. Η μόνη ανδρική παρέμβαση στο νέσιμο ήταν η κατασκευή των τριών απλών εργαλείων του: της, της ρόκας*, που προερχόταν από ξύλο σε σχήμα σταυρού, της δρούγας* και του σφοντυλιού*. Τα σκαλίσματα και τα σχέδια επάνω τους, κυρίως όμως στη ρόκα, έδειχναν το μεράκι του κατασκευαστή.
Το κάτω μέρος της ρόκας περνιόταν διαγώνια στη ζώνη της ποδιάς, για περισσότερη σταθερότητα, ενώ το εσωτερικό μέρος του αγκώνα του αριστερού χεριού την κράταγε λίγο κάτω από το «Φ», στο οποίο βρισκόταν δεμένη με λεπτό σχοινάκι η τουλούπα. Τα τρία πρώτα δάκτυλα του ίδιου χεριού, μέγας, δείκτης και μέσος, τραβούσαν λίγο-λίγο και ομοιόμορφα το μαλλί και άρχιζε έτσι η κλωστοποίηση. Το δεξί χέρι κράταγε και ταυτόχρονα κινούσε συνέχεια περιστροφικά τη δρούγα. Η κίνησή της αυτή έστριβε κι έκανε ανθεκτική την κλωστή, η οποία αμέσως μετά τυλιγόταν επάνω της, μέχρι να γεμίσει. Σημαντική βοήθεια στην περιστροφική κίνηση παρείχε το σφοντύλι, που εφαρμοζόταν στην άκρη της και τής προσέθετε βάρος. Μετά σειρά είχε το ξετύλιγμα και το νέμα (η κλωστή) μαζευόταν κουβάρια, έτοιμα για πλέξιμο.
Η ταχύτητα και η καλή ποιότητα της κλωστής, από μαλλί ή από σπάρτο, φανέρωναν την αξιοσύνη της νοικοκυράς, που είχε αρχίσει από πολύ μικρή να διδάσκεται την τεχνική του νεσίματος. Πρώτη και καλύτερη δασκάλα της η μάνα της, αλλά και γιαγιές και θείες πάντα έδιναν τις ορμήνιες τους, όχι μόνο στο νέσιμο, το πλέξιμο και το κέντημα, αλλά και στο κάθε τι.
Σταθερή αξία για τα σκούρα πλεκτά, ιδίως τσουράπια* και μπελερίνες*, ήταν το μαλλί από τα λάγια (τα μαύρα ή καφέ) πρόβατα, που ούτε ξεθώριαζε, ούτε ξέβαφε. Για πλεκτά άλλου χρώματος, έβαφαν ανάλογα τα νέματα (τις κλωστές). Ανάλογες με χοντρό ή λεπτό μαλλί, ήσαν και οι βελόνες. Πολύ γνωστό, επίσης, και το πλέξιμο με το βελονάκι, κυρίως για σεμεδάκια που στολίζουν και δίνουν χάρη σε κάθε γωνιά του σπιτιού.
Αν σκεφθεί κανείς πως τη χειμερινή ένδυση των ανθρώπων της υπαίθρου κάλυπταν εξ ολοκλήρου, σχεδόν, τα χειροποίητα πλεκτά, μπορεί εύκολα να καταλάβει τη δουλειά που πέρναγε από τα χέρια των γυναικών από την αρχική επεξεργασία του μαλλιού, το νέσιμο και μετά το πλέξιμο, για τις ανάγκες της πολυμελούς, τότε, οικογένειας.
Οι πλεκτικές μηχανές που σίγουρα ξεκούρασαν τα χιλιοπαινεμένα χέρια, είναι μάλλον αδύνατο να μπορούν να αντιγράψουν και την τέχνη τους.
Παραμένουμε σε θέση υπόκλισης στα αφανή ηρωικά χέρια μανάδων και γιαγιάδων που έπλεξαν τη φανέλα του στρατιώτη και στο σημαντικό ρόλο που αυτή έπαιξε στα χιονισμένα βουνά της πατρίδας μας το έπος του ’40. Θυμόμαστε πάντα μ’ ευγνωμοσύνη και τα στοργικά χέρια που έπλεκαν τα τσουράπια μέχρι το γόνατο, τα γάντια, τα σκουφάκια και τα κασκόλ, που μας προστάτευαν από το τσουχτερό κρύο τα πρωινά που πηγαίναμε σχολείο.
Περισσότερο, ίσως, από το πλέξιμο, το κέντημα ήταν η χαρά της δημιουργίας, αλλά και τρόπος έκφρασης. Ήταν μαζί και η αρχοντιά, το καμάρι της νοικοκυράς, η πρώτη θέση στην έκθεση της προίκας στο γάμο των κοριτσιών. Σίγουρα ήθελε πολύ περισσότερη προσοχή από το νέσιμο και το πλέξιμο, μέτρημα και, οπωσδήποτε, καλό φωτισμό. Μια και μόνο απροσεξία μπορούσε να βγάλει άχρηστο όλο το εργόχειρο.
Είναι το εργόχειρο αυτό, μέσα από το οποίο έμαθαν γράμματα και εμπνεύστηκαν για νέες δημιουργίες οι γιαγιάδες μας και που σήμερα εμείς κοσμούμε με υπερηφάνεια τα σαλόνια μας και τα μουσεία μας. Κι αν πάμε ακόμα πιο πίσω, τα συναντάμε περίτεχνα σε αυτοκρατορικές και βασιλικές ενδυμασίες, σε πατριαρχικά άμφια και Αγίες Τράπεζες, σε στολές μεγάλων Μορφών του Μεγάλου Ξεσηκωμού.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.