Γράφει ο Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος Παραμονές διακοπών Χριστουγέννων. Μέρες Χριστουγέννων… μέρες Πρωτοχρονιάς. Ετοιμασίες στις ψυχές κα...
Γράφει ο Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος
Παραμονές διακοπών Χριστουγέννων. Μέρες Χριστουγέννων… μέρες Πρωτοχρονιάς. Ετοιμασίες στις ψυχές και στα σπίτια.
Χαρά τα μαθητούδια! Μέρα με τη μέρα πλησιάζει η παραμονή κι όλοι αρχίζουν να δημιουργούν τις παρέες, τις ομάδες για να πουν τα κάλαντα.
Μεγάλος ο συναγωνισμός!
Ποιος θα πάρει τους καλλίφωνους! Ποιος θα έχει τα όργανα! Ποιος θα εντυπωσιάσει με το ״κουτί״ ή με την όποια άλλη πρωτότυπη κατασκευή για να προσελκύσει, να θέλξει, να δελεάσει, να γεμίσουν οι τσέπες δεκάρες, πενηνταράκια, δραχμούλες, δίφραγκα άντε και με κανένα τάλιρο.
Αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις, οι βολιδοσκοπήσεις και γρήγορα κλίνονται οι συμφωνίες.
Και κείνη την «άγια μέρα», πουρνό-πουρνό, που συνήθως το αγιάζει περονιάζει και κοκκινίζει αυτιά και μύτες, οι δρόμοι και τα σοκάκια, η αγορά κι οι γειτονιές, γέμιζαν παιδιά, πολλά παιδιά και το «Καλήν ημέραν άρχοντες…» ακούγονταν σ’ όλη τη μικρή μας πόλη.
- Τα είπες Γιάννη;
- Δεν τελείωσα ακόμη!
- Εσύ Γιώργη τα οικονόμησες;
- Αμή… Έχω βγάλει δυο κατοστάρικα (!) ρε. Να πας στην κυρά Μαίρη δίνει εικοσάρικο.
- Εγώ πήγα στην τσιγκούνα την Τασία και μου ’δωσε μόνο μελομακάρονο.
Παιδιά που συνομιλούσαν στους δρόμους και στις αυλές, εκεί που συναντιόντουσαν και το ένα έπαιρνε τη θέση του άλλου στο κατώφλι του κάθε σπιτιού.
Έτρεχαν εδώ κι εκεί, με τα κασκόλ κουλουριασμένα στο λαιμό, με τους σκούφους φορεμένους στο κεφάλι και με τα μάλλινα πλεχτά γάντια στα χέρια, φορώντας άρβυλα ή γαλότσες και μπαλωμένα ημίπαλτα στο κορμί τυλιγμένα, για να μην ξεπαγιάσουν.
Και κει κατά το μεσημέρι, συγκεκριμένα στέκια και αυλές, γέμιζαν από παρέες - παρέες για το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο παιχνίδι. Το παιχνίδι της ρουκέλας.
Κάτω απ’ το υπόστεγο του σπιτιού του κυρ-Αντώνη του Χαραλαμπόπουλου (σήμερα ο φούρνος της κ. Βάγια, πλατεία Κύπρου) ή έξω στο χωμάτινο δρόμο απ’ το παλιό δεσποτικό ή στην αυλή του σπιτιού του Γιώργη του Θανόπουλου, με την κυρά Σούλα πάντα να φωνάζει μη της πατήσουν τα λουλούδια της… τα παιδιά έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι, δείγμα των ημερών, παιχνίδι κέρδους.
Κι όπως, μετά τα κάλαντα, οι τσέπες γέμιζαν, παντού έβλεπες να δίνει και να παίρνει ο «τζόγος» της ρουκέλας.
… Η ρουκέλα! Μια κουβαρίστρα, συνήθως μεγάλη, που βρίσκαμε απ’ το ραφείο του «Ρήγα», του κυρ- Θανάση (Θεός σχωρέστον), όταν άδειαζε απ’ την κλωστή κι είχε εκπληρώσει το χρέος της στο ράψιμο του κουστουμιού ή των άλλων ενδυμάτων.
Στήναμε τη ρουκέλα, λοιπόν, σε μια καθορισμένη, απ’ όλους τους παίχτες-παιδιά, απόσταση, απ’ ένα συγκεκριμένο σημάδι, που ήταν τις περισσότερες φορές μια πέτρα μισοχωμένη στο έδαφος. Αυτή την πέτρα την ονομάζαμε ״πίτσι״.
Πάνω στη ρουκέλα έβαζε το κάθε παιδί το κανονισμένο κέρμα [ή μια δεκάρα ή ένα πενηνταράκι ή μια δραχμή ή ένα δίφραγκο, σπάνια όμως τάλιρο ή δεκάρικο… Μιλάμε, βέβαια, για τη δεκαετία του 1960, που ״μεσουρανούσε״ η δεκάρα, το πενηνταράκι και η δραχμή (!) και που το ΕΥΡΩ, τότε, ούτε στα σχέδια δεν ήταν].
Κάθε παίχτης μαζί του είχε ένα μεγαλύτερο κέρμα, ό,τι ήθελε, αλλά στο ίδιο μέγεθος με το δεκάρικο και στο ίδιο σχήμα, που είτε το κατασκεύαζε από χαλκό, είτε έβρισκε παλιό νόμισμα που ήταν και βαρύ, για να εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες του παιχνιδιού. Αυτό το κέρμα το λέγαμε «χαλκούνα».
Πρώτος άρχιζε το παιχνίδι εκείνος που έριχνε τη «χαλκούνα» του από τη ρουκέλα πιο κοντά στο «πίτσι» κι ακολουθούσαν οι άλλοι ανάλογα με την απόσταση, που είχε του καθενός η «χαλκούνα» με το σημάδι.
Κάθε παίχτης-παιδί προσπαθούσε, σημαδεύοντας απ’ το «πίτσι» τη ρουκέλα, να ρίξει αυτή και τα κέρματα κάτω και με τέτοιο τρόπο, που η «χαλκούνα» του να είναι στην πιο κοντινή απόσταση με τα λεφτά, απ’ ότι η ρουκέλα. Έτσι έπαιρνε μερικά ή όλα ανάλογα με την απόσταση. Αν δε τα κατάφερνε ακολουθούσε ο δεύτερος, ο τρίτος… και πάει λέγοντας.
Η ρουκέλα, αν κάποιος τη χτυπούσε, έμενε κάτω, έως ότου παρθούν όλα τα χρήματα απ’ τους παίχτες-παιδιά.
Εκεί τελείωνε η ״παρτίδα״ κι άρχιζε άλλη με την ίδια διαδικασία.
Στην εξέλιξη του παιχνιδιού γινόντουσαν συμφωνίες μεταξύ των παιδιών, συναλλαγές κι αλισβερίσια, που άλλους άφηναν κερδισμένους κι άλλους χαμένους.
Και συνεχιζόταν το παιχνίδι της ρουκέλας ώρες και ώρες, όλες τις ημέρες των διακοπών, με αποκορύφωμα την παραμονή κι ανήμερα της πρωτοχρονιάς, δείγμα κι αυτό της συνήθειας και του εθίμου.
… Ξεκινούσαμε με το «Καλήν ημέραν άρχοντες…» και φτάναμε στο «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά…».
Πριν, ενδιάμεσα και μετά, το παιχνίδι της ρουκέλας.
…Τη χτυπούσαμε και ״τσουλούσε״, όπως κύλησε στο δρόμο του χρόνου κι η ζωή μας.
Αχ φίλοι μου!.. Τόσοι πολλοί και καλοί!..
Να μπορούσαμε να τη «στήσουμε» πάλι σε κάποιο στενό χωμάτινο δρομάκι, να παίζαμε μια ״παρτίδα״, με τη «χαλκούνα» του νέου χρόνου!!!
… Ας είναι!..
Ας είναι, Χαρούμενος κι Ευτυχισμένος!!!
(Πρώτη δημοσίευση: Φ.τ.Κ., Δεκέμβρης 1995, σελ. 11)
Προσθήκη λεζάντας |
Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος
Ο Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος είναι από τα Καλάβρυτα, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, τ. Σχολικός Σύμβουλος Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.