Ο ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Κανελλόπουλος στα Γερμανικά Αρχεία Ρεπορτάζ: Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρ...
Ο ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Κανελλόπουλος
στα Γερμανικά Αρχεία
|
Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρησης «Καλάβρυτα»
Με την ευκαιρία της επίσκεψης του κ. Προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Γερμανίας στην Ελλάδα, ακούστηκαν και πάλι πολυάριθμες κραυγές και δικολαβίστικες απόψεις για το αδιάσειστο δικαίωμα της Ελλάδας να διεκδικήσει αποζημίωση για τις γερμανικές επανορθώσεις και την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου από την Γερμανία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ομοσπονδιακή Γερμανική Κυβέρνηση, πρόσφατα, για το ζήτημα αυτό, έδωσε την κατωτέρω επίσημη απάντηση στη Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή (έντυπο 18/451, 18η Κοινοβουλευτική περίοδος 06.02.2014).
Κρίνουμε σκόπιμο η Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά και οι διαπρεπείς Νομικοί-Καθηγητές-Δικηγόροι-Πολιτικοί που ασχολούνται με το θέμα αυτό, να δώσουν, επιτέλους, μια νομικά επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση. Το τεράστιο αυτό εθνικό θέμα η Επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν το αντιμετώπισε με την πρέπουσα υπευθυνότητα, δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις και η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν κάλυψε πλήρως το θέμα.
Το επίσημο κείμενο της Ομοσπονδιακής Γερμανικής Κυβέρνησης έχει ως κατωτέρω:
Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή
Ομοσπονδιακό ΄Εντυπο 18/451
18η Κοινοβουλευτική περίοδος 06/02/2014
Απάντηση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στην μικρή επερώτηση των βουλευτών Ulla Jelpke, Jan Korte, Sevim Dagdelen και άλλων βουλευτών καθώς και της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος DIE LINKE – Ομοσπονδιακό έγγραφο 18/324.
Πιθανές διεκδικήσεις της Ελλάδας για επανορθώσεις και επιστροφή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις των ερωτώντων βουλευτών
Στην ελληνική πολιτική σκηνή εγείρονται εκ νέου αξιώσεις έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για την πληρωμή επανορθώσεων για πολεμικές και κατοχικές ζημίες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης υπάρχει διεκδίκηση για επιστροφή του αναγκαστικού δανείου που είχαν λάβει δια της βίας οι ναζί από την κατεχόμενη Ελλάδα το 1942. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση απορρίπτει τις διεκδικήσεις αυτές ως αβάσιμες. Σύμφωνα με μια γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής όμως, η νομική άποψη που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν είναι αδιάσειστη από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου (WD 2, 041/13). Πέρα από το νομικό καθεστώς κατά την άποψη των συντακτών της επερώτησης, πρέπει, άλλωστε, να ληφθούν υπόψη ηθικές και πολιτικές υποχρεώσεις. ΄Ο,τι έκλεψαν οι ναζί δεν μπορεί να το κρατήσει έτσι απλά η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση παρέθεσε τη θέση της, σύμφωνα με την οποία το θέμα των επανορθώσεων έχει στο μεταξύ απολέσει τη νομική του βάση, μεταξύ άλλων, στο ομοσπονδιακό έντυπο της Ομοσπονδιακής Βουλής αρ. 16/1634. Προς αυτό επισημαίνει ότι το μορατόριουμ των ζητημάτων επανορθώσεων που προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου για το Γερμανικό Χρέος του 1952 μέχρι τη σύναψη μιας οριστικής ρύθμισης κατέστη «άνευ αντικειμένου» με τη σύναψη της Συνθήκης «2+4». Η Συνθήκη «2+4» είχε ως σκοπό την οριστική ρύθμιση «και κατέστη σαφές ότι δεν θα υπάρξουν περαιτέρω ρυθμίσεις (μέσω συνθήκης ειρήνης) για νομικά ζητήματα (...). Απόρροια αυτής ήταν επίσης το γεγονός ότι το ζήτημα των επανορθώσεων κατά τη βούληση των συμβαλλομένων δεν επρόκειτο να τύχει πλέον ρύθμισης. Τη συνθήκη αυτή υιοθέτησαν τα κράτη μέλη της ΔΑΣΕ στη Χάρτα των Παρισίων της 21ης Νοεμβρίου 1990. Μεταξύ των κρατών αυτών είναι και η Ελλάδα».
Η άποψη αυτή τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι στη Συνθήκη «2+4» δεν αναφέρεται πουθενά ρητά το ζήτημα των αξιώσεων για επανορθώσεις. Το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο (Bundesgerichtshof) αποφάνθηκε μεν το 2003 ότι η συνθήκη ρυθμίζει οριστικά και το ζήτημα των επανορθώσεων (Αz. III ZR 245/98), η απόφαση αυτή όμως δεν είναι καθεαυτή δεσμευτική από πλευράς διεθνούς δικαίου. Επίσης, η Χάρτα των Παρισίων αναφέρει μόνο ότι η Συνθήκη «2+4»
Η απάντηση εξ’ ονόματος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης διαβιβάστηκε με έγγραφο του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών της 4ης Φεβρουαρίου 2014. Το Ομοσπονδιακό έντυπο περιλαμβάνει ‒σε μικρά στοιχεία‒ και τις ερωτήσεις.
«λαμβάνεται υπόψη». Το ερώτημα αν μπορεί η λήψη υπόψη να ερμηνευθεί διασταλτικά ως ρητή παραίτηση και της Ελλάδας από τη διεκδίκηση επανορθώσεων παραμένει ανοικτό σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας.
Επίσημη παραίτηση της Ελλάδας, εξ’ όσων γνωρίζουν τουλάχιστον οι συντάκτες της επερώτησης, δεν έχει υπάρξει ως τώρα. Επιπλέον, δεν υπάρχει στο διεθνές δίκαιο «ημερομηνία λήξης» για αξιώσεις επανορθώσεων. Η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία έχει επέλθει κάποιου είδους «λήξη της προθεσμίας» και ως εκ τούτου έχουν διευθετηθεί τυχόν ελληνικές απαιτήσεις, ενώ οποιεσδήποτε άλλες αξιώσεις θέτουν σε κίνδυνο την έννομη ασφάλεια, δεν είναι αδιάσειστη. Τόσο πριν όσο και μετά τη σύναψη της Συνθήκης «2+4», πολιτικοί εκπρόσωποι της Ελλάδας όπως ο τότε Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς δήλωναν ότι η Ελλάδα διεκδικεί επανορθώσεις (taz.die tageszeitung, 6 Νοεμβρίου 1990, Wirtschafts Woche, 7 Ιουνίου 1991). Τον Απρίλιο του 2013 ο ΄Ελληνας Υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος ανέφερε ότι το θέμα των επανορθώσεων δεν έτυχε ποτέ αμοιβαία αποδεκτής λύσης και χαρακτήρισε τις πολεμικές οφειλές ως «ανοικτό ζήτημα» (DIE WELT, 25 Απριλίου 2013). Επιπλέον, δημοσιεύματα έκαναν λόγο για γνωμοδότηση που είχε γίνει για λογαριασμό της Ελληνικής Κυβέρνησης και η οποία παραμένει ως τώρα απόρρητη. Τα δημοσιεύματα αυτά ήταν κατάλληλα, κατά την άποψη των συντακτών της επερώτησης, να καταδείξουν στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ότι η Ελλάδα δεν θεωρεί επ’ ουδενί λόγω το ζήτημα ως λήξαν.
Η αξίωση επιστροφής του αναγκαστικού δανείου πρέπει να εξεταστεί, κατά την άποψη των συντακτών, χωριστά από το υπόλοιπο πακέτο των επανορθώσεων. Επίσης, κατά την άποψη της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, οι ελληνικές απαιτήσεις δεν νοούνται αναγκαστικά ως αξίωση επανορθώσεων, αλλά μπορούν να θεωρηθούν και ως άσκηση συμβατικής απαίτησης εξόφλησης δανείου (WD 2, 093/13).
Το ύψος του αναγκαστικού δανείου ανερχόταν αρχικά σε 476 εκατ. γερμανικά μάρκα του Ράιχ (Reichsmark). Από τον συνυπολογισμό τόκων 3 τοις εκατό προκύπτει σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιστημονικής Υπηρεσίας ως τα τέλη του 2011 ένα συνολικό ποσό ύψους 3,3 δισεκατ. γερμανικών μάρκων του Ράιχ (Reichsmark) ή 8,25 δισεκατ. δολαρίων (WD 4, 093/12). Οι ελληνικές πηγές κάνουν λόγο για ακόμα υψηλότερο ποσό.
Οι από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου διαμφισβητούμενες τουλάχιστον εκτιμήσεις κατατείνουν, κατά την άποψη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος DIE LINKE, στο εξής: σε περίπτωση αμφιβολίας υπέρ του θύματος των ναζί. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα πρέπει να κάνει από μόνη της ένα βήμα και να προσφερθεί τόσο την εξόφληση του αναγκαστικού δανείου όσο και να αποζημιώσει φυσικά πρόσωπα που υπήρξαν θύματα των ναζιστικών αδικημάτων, όπως ακριβώς είχε ζητήσει και η ελληνική δικαιοσύνη μεταξύ άλλων στη δίκη για το Δίστομο.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης
Η διμερής σχέση Γερμανίας και Ελλάδας διέπεται από αμοιβαίο σεβασμό και χαρακτηρίζεται από καλή συνεργασία σε πνεύμα εμπιστοσύνης η οποία στηρίζεται ειδικότερα στη στενή διασύνδεση των χωρών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (ΕΕ) και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ). Στο επίκεντρο των σχέσεων βρίσκονται ζητήματα του μέλλοντος. Στην παρούσα φάση ειδικό βάρος έχει η κρίση του Ευρώ και τα συνδεόμενα με αυτή οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα.
Ανεξαρτήτως αυτού, η Γερμανία έχει πάντα επίγνωση της ιστορικής της ευθύνης για τα εγκλήματα της εθνικοσοσιαλιστικής περιόδου. Η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέλαβε απερίφραστα την ευθύνη έναντι των θυμάτων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος βίας. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δημιούργησε ένα εκτενές σύστημα ρυθμίσεων επανορθώσεων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συνήψε συνολικές συμφωνίες αποζημίωσης με δώδεκα δυτικά κράτη ως αντιστάθμισμα για συγκεκριμένα ναζιστικά αδικήματα. Η Ελλάδα έλαβε σε αυτό το πλαίσιο πληρωμές ύψους 115 εκατ. γερμανικών μάρκων (DM) (ελληνογερμανικό σύμφωνο της 18ης Μαρτίου 1960, Φύλλο της Γερμανικής Κυβέρνησης BGBI. II 1961 σελ. 1596). Σύμφωνα με τη διατύπωση (άρθρο ΙΙΙ), με τη συμφωνία αυτή ρυθμιζόταν οριστικά και για την ελληνική πλευρά το ζήτημα της αποκατάστασης ναζιστικών αδικημάτων. Σχετικά με το θέμα αυτό παραπέμπουμε στις απαντήσεις που εξέδωσε η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σε επανειλημμένες Σύντομες Επερωτήσεις της Ομάδας PDS/της Κοινοβουλευτικής Ομάδας DIE LINKE. (Ομοσπονδιακά έντυπα της Ομοσπονδιακής Βουλής 13/2878, 13/3538 και 13/3538).
1. ΄Εχει υπάρξει ποτέ επίσημη οριστική παραίτηση της Ελληνικής Κυβέρνησης έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για επανορθώσεις, για την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου ή για αποζημιώσεις Ελλήνων πολιτών που υπήρξαν θύματα ναζιστικών αδικημάτων (αν ναι, παρακαλείστε να αναφέρετε σε ποια μορφή, πότε, από ποιον κ.λπ.);
Μια επίσημη, οριστική παραίτηση της Ελληνικής Κυβέρνησης από την άσκηση αξιώσεων επανορθώσεων δεν είναι γνωστή στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Θα πρέπει να γίνει διάκριση ως προς το ζήτημα της αποκατάστασης συγκεκριμένων ναζιστικών αδικιών. Το ζήτημα αυτό έχει ρυθμιστεί οριστικά στο πλαίσιο της διμερούς σχέσης, όπως αναφέρεται και στις εισαγωγικές παρατηρήσεις.
2. Ποια είναι τα συμπεράσματα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης από το γεγονός ότι
α) η Συνθήκη «2+4» δεν αναφέρεται ρητά στα θέματα των επανορθώσεων, των αποζημιώσεων θυμάτων των ναζί καθώς και στην επιστροφή του αναγκαστικού δανείου.
Η «Συνθήκη για την οριστική ρύθμιση σε σχέση με τη Γερμανία» της 12ης Σεπτεμβρίου 1990 (Φύλλο της Γερμανικής Κυβέρνησης BGBI. 1990 II S. 1318 επ. – Συνθήκη «2+4») περιλαμβάνει την οριστική ρύθμιση των νομικών θεμάτων που προκάλεσε ο πόλεμος. Ο διακηρυγμένος στόχος της ήταν να επιφέρει μια οριστική ρύθμιση σε σχέση με τη Γερμανία και καθίστατο σαφές ότι δεν θα υπήρχαν περαιτέρω ρυθμίσεις (μέσω συνθήκης ειρήνης) για νομικά θέματα σε σχέση με τη Συνθήκη «2+4». Απόρροια αυτού ήταν επίσης ότι το ζήτημα των επανορθώσεων κατά τη βούληση των συμβαλλομένων δεν θα ρυθμιζόταν πλέον περαιτέρω.
β) Η Χάρτα των Παρισίων δεν αποτελεί επίσημη αποδοχή της Συνθήκης «2+4» αλλά την λήψη υπόψη αυτής.
Η σχετική διατύπωση της Χάρτας των Παρισίων είναι κατά λέξη: «Με μεγάλη ικανοποίηση λαμβάνουμε υπόψη την υπογραφείσα στη Μόσχα Συνθήκη της 12ης Σεπτεμβρίου 1990 για την οριστική ρύθμιση σχετικά με τη Γερμανία και χαιρετίζουμε ειλικρινώς την ένωση του γερμανικού λαού σε ένα κράτος σύμφωνα με τις αρχές της Τελικής Πράξης της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και σε πλήρη σύμπνοια με τους γείτονές της». Τα συμβαλλόμενα Κράτη της Χάρτας των Παρισίων αναγνώρισαν έτσι τα ίδια τις έννομες συνέπειες της Συνθήκης «2+4».
γ) Στη Χάρτα των Παρισίων δεν γίνεται ρητή αναφορά στα θέματα των επανορθώσεων, αποζημιώσεων και καταβολών για την επιστροφή δανείου.
Επ’ αυτού παραπέμπουμε στην απάντηση στο ερώτημα 2β.
3. Υπάρχει, κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, στο διεθνές δίκαιο μια γενικής φύσεως προθεσμία λήξης της ισχύος αξιώσεων επανορθώσεων, και αν ναι, ποια είναι η προθεσμία μετά την παρέλευση της οποίας, κατά την άποψή της, καθίσταται άνευ αντικειμένου το χωρίς ιστορικό προηγούμενο άδικο των ναζιστικών εγκλημάτων (παρακαλείστε να αναφέρετε πηγές και αποδείξεις);
Σχεδόν 69 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και μετά από δεκαετίες ειρηνικής και εποικοδομητικής συνεργασίας σε πνεύμα εμπιστοσύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα κρατών συμπεριλαμβανομένης της συμμαχικής χώρας του ΝΑΤΟ και εταίρου της ΕΕ, της Ελλάδας, το ζήτημα των επανορθώσεων έχει απολέσει τη νομική του βάση. Η Γερμανία παρείχε υψηλές επανορθώσεις μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τις οποίες τα κράτη-αποδέκτες θα αποζημίωναν τους πολίτες τους σύμφωνα με το γενικό διεθνές δίκαιο. Με την αποκατάσταση και μόνο καθώς και τις λοιπές παροχές καταβλήθηκαν στο πολλαπλάσιο οι επανορθώσεις που είχαν αρχικά προβλεφθεί στη Διάσκεψη της Γιάλτας ύψους 20 δισεκατ. δολαρίων. Κατά τα λοιπά, οι επανορθώσεις μετά από 65 και πλέον χρόνια από τη λήξη πολεμικών συρράξεων δεν θα είχαν νομολογιακό προηγούμενο.
4. Με ποιον τρόπο πριν και κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη «2+4» τέθηκε υπόψη της Ελληνικής Κυβέρνησης η γερμανική νομική άποψη σύμφωνα με την οποία η συνθήκη αυτή θα κατοχύρωνε ταυτόχρονα και την οριστική παραίτηση των συμμαχικών νικητριών δυνάμεων από επανορθώσεις και επιστροφές δανείων;
α) Κατά πόσον κατέστη επιπλέον σαφές στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι η παραίτηση αυτή θα αφορούσε και την ίδια την Ελλάδα που δεν είχε υπογράψει τη Συνθήκη «2+4»;
β) Ποια ήταν η αντίδραση της Ελληνικής Κυβέρνησης επ’ αυτού;
Η «Συνθήκη για την οριστική ρύθμιση σε σχέση με τη Γερμανία» περιλαμβάνει την οριστική ρύθμιση των νομικών ζητημάτων που προκάλεσε ο πόλεμος. Τη Συνθήκη αυτή ενέκριναν τα κράτη μέλη της ΔΑΣΕ στη Χάρτα των Παρισίων της 21ης Νοεμβρίου 1990. Στα κράτη αυτά συγκαταλέγεται και η Ελλάδα. Κατά τα λοιπά παραπέμπουμε στην απάντηση του ερωτήματος 2.
5. Πως τεκμηριώνει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση τη νομική κατάταξη της αξίωσης επιστροφής του αναγκαστικού δανείου από την ίδια ως αξίωση επανορθώσεων (βλ. ομοσπονδιακό έντυπο της Ομοσπονδιακής Βουλής αρ. 17/709) και γιατί δεν βλέπει στο ζήτημα αυτό περισσότερο μια συμβατική δανειακή (υπό το πρίσμα του αστικού δικαίου) προβληματική;
Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση παραπέμπει στην απάντησή της σχετικά με το ερώτημα 4 της Σύντομης Επερώτησης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας DIE LINKE. (΄Εντυπο της Ομοσπονδιακής Βουλής αρ. 17/709). Λόγω της ιστορικής και ουσιαστικής συνάφειας του αναγκαστικού δανείου (δημιουργία των επονομαζομένων «Λογαριασμών Χρέωσης» στη διακίνηση εμπορευμάτων μεταξύ της Ελλάδας και του γερμανικού Ράιχ για έξοδα κατοχής το 1942) μπορεί χωρίς αμφιβολία να καταταχθεί τυπικά ως αξίωση επανόρθωσης (αποζημίωση σε οικονομική ή υλική μορφή που οφείλει να καταβάλει μια ηττημένη χώρα για πολεμικές ζημίες ‒και ζημίες σε ιδιοκτησίες‒ προς μια άλλη, νικήτρια χώρα).
6. Σε ποιες περιπτώσεις, εξ όσων γνωρίζει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, υπήρξαν δημόσιες δηλώσεις μελών των διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής το 1944 και μετά ότι αναμένουν από τη Γερμανία αποζημιώσεις, επανορθώσεις, την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου ή άλλες παροχές απορρέουσες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (παρακαλείστε να απαριθμήσετε παραδείγματα και τουλάχιστον να αναφέρετε γενικά ποιες χρονιές ή σε ποιες περιόδους υπήρξαν τέτοιες δηλώσεις);
Η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν έχει συνολική εικόνα όλων των δημόσιων αναφορών των ελληνικών κυβερνήσεων στο θέμα των αναφερομένων στην ερώτηση απαιτήσεων.
7. Γνωρίζει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση τις δηλώσεις εκπροσώπων της Ελληνικής Κυβέρνησης από τα έτη 1990, 1991 και 2013 που αναφέρονται από τους ερωτώντες βουλευτές στις εισαγωγικές παρατηρήσεις;
Οι δηλώσεις είναι σε γνώση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης εφόσον έχουν γίνει δημοσίως και έχουν γνωστοποιηθεί στα αναφερόμενα έντυπα δημοσιεύματα.
8. Ποια είναι τα συμπεράσματα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης από την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Ομοσπονδιακής Βουλής και από τις επισημάνσεις που αναφέρονται στις εισαγωγικές παρατηρήσεις αυτής της Μικρής Επερώτησης;
Παραπέμπουμε στις παρατηρήσεις μας στο ερώτημα 2. Κατά συνέπεια δεν τίθεται θέμα συμπερασμάτων από πλευράς της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.
9. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση εμμένει στην άποψή της ότι τα αναφερόμενα ζητήματα έχουν διευθετηθεί και αν ναι, πώς τεκμηριώνει νομικά την άποψή της αυτή;
Παραπέμπουμε στις απαντήσεις σχετικά με τα ερωτήματα 2 και 5.
10. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση γνωρίζει (έστω και μερικώς) την αναφερομένη γνωμοδότηση της Ελληνικής Κυβέρνησης και αν ναι, τι μπορεί να πει σχετικά;
Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν γνωρίζει πέραν των δημοσιευμάτων στον τύπο κάτι σχετικό με τη γνωμοδότηση που διατηρεί απόρρητη η Ελληνική Κυβέρνηση.
11. ΄Εχει ζητήσει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση από την Ελληνική Κυβέρνηση τη διαβίβαση ή σύνοψη της γνωμοδότησης;
Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν έχει ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση τη διαβίβαση ή σύνοψη της γνωμοδότησης.
12. Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει από τον Απρίλιο του 2013 προς την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση αξιώσεις επανορθώσεων, επιστροφής δανείου ή έναρξης σχετικών διαπραγματεύσεων, και αν ναι, ποια ήταν η αντίδραση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης επ’ αυτού;
Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει ασκήσει τέτοιου είδους αξιώσεις από τον Απρίλιο του 2013 έναντι της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.
13. Ποιοι (διαφορετικοί) υπολογισμοί του ύψους του αναγκαστικού δανείου με σημερινούς όρους είναι σε γνώση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης;
Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση γνωρίζει διάφορα αποτελέσματα υπολογισμών τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 3,5 δισεκατ. και 75 δισεκατ. Δολαρίων ΗΠΑ.
14. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση έχει σκεφθεί αν σε περίπτωση προσφυγής της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο για την καταβολή επανορθώσεων ή για την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου θα υπαχθεί εθελοντικά στη δικαιοδοσία του και, αν ναι, σε ποιο συμπέρασμα έχει καταλήξει;
Το ερώτημα αυτό αναφέρεται σε υποθετικό περιστατικό. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν τοποθετείται σε υποθετικά περιστατικά.
Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρησης «Καλάβρυτα»
Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρησης «Καλάβρυτα»
Κράτα γερά αγαπητέ φίλε Μίμη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις και έχουμε ακόμα πολλά λαμόγια να αντιμετωπίσουμε.
Με όλη μου την εκτίμηση.
Χαρίλαος Ηλία Ερμείδης
Πρόεδρος
Ένωσης Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος,
εκλεγμένο μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου για την διεκδίκηση των Γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα
και εκπρόσωπός του για τα Καλάβρυτα και την ευρύτερη περιοχή.
Τηλ. επικ. 6946.17.58.53. e-mail: xarilaosermeidis@gmail.com