ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗ ΜΑΝΑ Κωνσταντίνου Χρ. Νικολόπουλου Καμενιανίτη Αστροπελέκι, χαλασμό στην όμορφη την πόλη των Κα...
Κωνσταντίνου Χρ. Νικολόπουλου Καμενιανίτη
Αστροπελέκι, χαλασμό στην όμορφη την πόλη
των Καλαβρύτων, σκόρπισε των Γερμανών το βόλι.
Οι Γερμανοί κατακτητές πλήγωσαν την Ελλάδα,
έκαψαν τα Καλάβρυτα, τα ντύσανε στα μαύρα.
Βουβός ο πόνος, παγερός στων γυναικών τα χείλη
κι εκεί στο ξεροχώραφο θ’ ανάβει ένα καντήλι,
για να θυμίζει τους νεκρούς απ’ του Καπή τον τόπο,
στέλνοντας τα μηνύματα σε κάθε στρατοκόπο.
«Για πάντα τα Καλάβρυτα θα γράφουν ιστορία,
το αίμα τους θα δίνουνε για την ελευθερία»,
κι οι μάνες οι λεβέντισσες που ήρωες γεννήσαν,
για την πατρίδα τη γλυκιά, όλους τους χαλαλίσαν.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
Δεν προσδοκούν επαίνους, τους χαρίσαν στην πατρίδα
για να’ ναι άσβεστο το φως, που θρέφει την ελπίδα.
Τι πάλι κι αν τα δάκρυα εστέρεψαν στα μάτια,
τραγουδιστά τους έστειλαν στου Άδη τα σοκάκια.
«Εκεί που πας λεβέντη μου, μαζί με τον πατέρα,
μη με ξεχνάτε τη φτωχή, την έρημη μητέρα.
Την άνοιξη να έρχεστε αντάμα με τ’ αηδόνια,
που τραγουδούν ολόγλυκα στου κήπου μας τα κλώνια.
Ζείτε εσείς στη σκέψη μας, στα κρύφια όνειρά μας,
γλυκά για να ζεσταίνετε τα μύχια της καρδιάς μας.
Τι το κακό που γίνηκε, σ’ εμάς ποτέ δε σβήνει,
κι οι Γερμανοί θα το’ χουνε αιώνια καταισχύνη.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
Ήταν στιγμές αβάσταχτες μες στης ζωής το δρόμο,
γιατί το φυλλοκάρδι τους πλημμύριζε με πόνο.
Κι άλλες στιγμές π’ ορθώνανε στα ίσια το κεφάλι,
μα δύσκολ’ αποφεύγανε της καταχνιάς τη ζάλη.
Θλιμμένες και κατάμονες περνάγανε το χρόνο,
που’ κανε μαύρη τη ζωή κι αγιάτρευτο τον πόνο.
Κι εκεί στο ξεροχώραφο, μες στου βουνού την άκρη
στους τάφους πάνω κύλαγε, σαν ποταμός το δάκρυ.
Ιώβειες Καλαβρυτινές μανάδες, δοξασμένες,
μια τύχη το’ φερε κακή, να’ στε μαυροντυμένες.
Μα πάλι μέσα στην καρδιά, θα βρουν οι ελπίδες δρόμο,
θα γιατρευτούνε κι οι πληγές, αγάλια με το χρόνο.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
Καρτερικά δεχτήκατε, τούτο πικρό ποτήρι,
σ’ αυτούς που φέρναν χαλασμό, δεν κάνατε χατίρι.
Κι ας μείνατε παντέρημες, πουλιά κυνηγημένα
και τα παιδιά πεντάρφανα, στους δρόμους σκορπισμένα.
Λησμονημένες για καιρό στην καταχνιά, στις μπόρες,
παλεύατε για να διαβούν, κείνες οι μαύρες ώρες.
Προσμένοντας τη ζεστασιά απ’ του ήλιου κάποι’ αχτίδα,
που θα ‘φερνε καλοκαιριά στη ρημαγμένη μας πατρίδα.
Μείνατε μόνες κι έρημες, στον κόσμο δίχως κλήρα,
το πλήγμα που δεχτήκατε σας το ’γραφε η μοίρα.
Κάθε ανάσα σας καημός, κι αστείρευτο το κλάμα,
η κοινωνία ωχριά, μπρος στο δικό σας δράμα.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
Ντροπή στους Γερμανούς, ντροπή, κι ανάθεμα την ώρα,
για το ανείπωτο κακό που σκόρπισαν στη χώρα!
Μανάδες ‘σεις περήφανες, δε χάσατε το θάρρος,
γι’ αυτό θα είστε αιώνια της δύναμης ο φάρος.
Ξανά θ’ ανθίσουν γιασεμιά, μέσ’ απ’ αυτή τη στάχτη,
τριαντάφυλλ’, αγιοκλήματα να κρύψουνε το φράχτη.
Στον τόπο τον περήφανο, ποτέ σκλαβιά δε στέκει
κι ας τον ρημάξαν με φωτιά, μαζί κι αστροπελέκι.
Οι μάνες τα μηνύματα έστειλαν ένα – ένα,
ότι εδώ εγράφτηκε καινούριο εικοσιένα.
Τι κι αν δεν έμεινε κανείς, άντρας τους για να κλάψει
και με τ’ αντρίκειο χέρι του , τα μνήματα να σκάψει.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
Πέρασαν χρόνια και αυγή άρχισε να ροδίζει,
το κρύο αγέρι του βουνού στους τάφους ψιθυρίζει:
«Ώρα καλή λεβέντες μας, κι η δόξα στο κεφάλι
στεφάνια με ανθόκλαρα, σ’ όλους σας έχει βάλει».
Ράγισ’ ο πόνος τις καρδιές των γυναικών, για χρόνια
σε τούτη την καμένη γη, δε λάλησαν αηδόνια.
Μον’ κλαψοπούλια εκεί ψηλά, έκραζαν κάθε βράδυ,
για τους νεκρούς που πήγανε χειροπιαστά στον Άδη.
Στων χρόνων τα γυρίσματα, η δόξα ξεπροβάλλει,
μέσ’ από τα Καλάβρυτα, μ’ ολόρθο το κεφάλι.
Κάθε Δεκέμβρη δεκατρείς η κοινωνία όλη,
να προσκυνήσει έρχεται , στην ιερή μας πόλη.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
Τώρα ηρώα και σταυρούς κι αγάλματα στη μάνα
των Καλαβρύτων , ταπεινά προσφέρει η Ελλάδα.
Η ιστορία δεν ξεχνά το άγιο τούτο χώμα,
τα εγκλήματα κατέγραψε με το δικό της χρώμα.
Ύστερ’ από το χαλασμό, πάλι ο ήλιος λάμπει
στον Καλαβρυτινό ουρανό κι ανθοβολούν οι κάμποι.
Το χάσμ’ από τα μνήματα, το σκέπασε ο χρόνος,
στις πετρωμένες τις καρδιές, μαλάκωσε ο πόνος.
Φτωχό στεφάνι αμάραντο, για κάθε σκοτωμένο,
σε κάθε Καλαβρυτινό αυτούς τους στίχους στέλνω.
Ψαλμούς και φωτοστέφανα, σ ‘ όλες τις ηρωίδες,
τις μάνες που δεν άφησαν, να σβήσουν οι ελπίδες.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
Χαίρε, ω! Χαίρε, χαίρε σου των Καλαβρύτων μάνα!
Εσύ που ήρωες γεννάς, για να προσφέρουν λευτεριά,
αιώνια στην Ελλάδα. Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα,
σε ‘σένανε χρωστά άπειρα, η Ελλάδα!
Ψηλά στις αϊτοράχες του Χελμού, κάθε χειμώνα,
στήνουν γιορτάσι τα πουλιά, λαλούν μαζί αηδόνια.
Αρχάγγελοι εξ’ ουρανού, φέρνουνε άνοιξη στην πλάση
και στην ψηλότερη κορφή η δόξα έχει θρονιάσει.
Ωδές και ύμνους ψάλλουνε σ’ όλους τους σκοτωμένους,
στη μάνα την Καλαβρυτινή, σ’ όλους τους αντρειωμένους.
Τα ονόματά τους γράφτηκαν χρυσά στην ιστορία
κι η δόξα τους οδήγησε προς την ΑΘΑΝΑΣΙΑ.
Χαίρε των Καλαβρύτων μάνα!
*Ο «ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗ ΜΑΝΑ» πρόκειται να μελοποιηθεί, από τον έγκριτο Καλαβρυτινό κ. Δημήτριο Σταθακόπουλο.
Κωνσταντίνος Νικολόπουλος-Καμενιανίτης, λογοτέχνης, συγγραφέας, τ. αντιπρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και αντιδήμαρχος Πολιτισμού τ. Δήμου Αροανίας Καλαβρύτων, γεννήθηκε στους Καμενιάνους Καλαβρύτων Ν. Αχαΐας. Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε πολύ νωρίς και έχει εκδώσει μέχρι σήμερα εννέα βιβλία με ποιήματα, διηγήματα, ιστορικές μελέτες κ.α., ενώ έχει συμμετάσχει και στη συλλογική συγγραφή αρκετών άλλων βιβλίων . Έχει επιμεληθεί επίσης την έκδοση βιβλίων και οδηγών πολλών φορέων καθώς και του τ. Δήμου Αροανίας. Πολλά από τα έργα του, έχουν συμπεριληφθεί σε λογοτεχνικές εγκυκλοπαίδειες και ανθολογίες. Για αρκετά χρόνια υπήρξε αρχισυντάκτης στην περιοδική έκδοση Κεντροδυτικής Πελοποννήσου την εφημερίδα "ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ" και συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες και περιοδικά
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.