Το Τουρκοπροσκύνημα στην Αχαΐα και ειδικότερα στο Σέμπτι των Νεζερών. ΜΕΡΟΣ 4 ο γράφει ο Θανάσης Τζώρτζης Γκέρμπεσι (Προ...
Το Τουρκοπροσκύνημα στην Αχαΐα και ειδικότερα στο Σέμπτι των Νεζερών.
ΜΕΡΟΣ 4ο
Γκέρμπεσι (Προφήτη Ηλία) gerbesi.wordpress.com
Ο Θανάσης Τζώρτζης βρίσκεται στο στάδιο έρευνας και συλλογής στοιχείων για όλη την επαρχία Καλαβρύτων.
2. Οι απατηλές κινήσεις και
η προπαγάνδα του Ιμπραήμ.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει ότι: «Ο Ιμπραχήμ Πασσάς εν τοσούτω γνωρίζων
καλώς εις οποίαν κατάστασιν αθλίαν είχον φθάσει οι Έλληνες, μετεχειρίσθη
πολλούς τρόπους κολακευτικούς, δίδων αυτοίς σταθεράς υποσχέσεις, και
υπισχνούμενος πενταετή ατέλειαν (ασιδοσίαν), την ανέγερσιν των οικιών των, την
χορήγησιν βοών, ίππων και όσων άλλων ωφελίμων μέσων δι’ αυτούς…»[1].
και αυτό είχε επηρεάσει τους τρομοκρατημένους και βασανισμένους κατοίκους των
χωριών έξω από την Πάτρα[2].
«…Άνθρωποι, οίτινες εστάλθησαν έξω παρά του Ιμπραήμη, και άλλοι φυγάδες
παρασταίνουσιν εις τον λαόν, ότι αυτός άλλαξεν διόλου του σκοπού του και
μεταχειρίζεται τώρα μίαν ανέκφραστον πολιτικήν και κολακίαν εις τους
αιχμαλωτισμένους.…»[3].
Ο Θ. Κολοκοτρώνης στις 15.6.1827 στέλνει έγγραφο προς τον στρατηγό Δ.
Πλαπούτα, αναφέροντάς του ότι με βάση την διαταγή του Αρχιστρατήγου θα πρέπει
να οπλιστούν οι άνδρες από 15-60 ετών για να αντιμετωπιστεί η υποταγή στον
Ιμπραήμ των κατοίκων χωριών της Πάτρας, στους οποίους υπόσχεται υπεράσπισιν
«εις το τέλος όμως θέλει τους ανταμείψωσι με την σφαγήν και τον εξολοθρευμόν…»[4].
«…Αλλά το μίασμα της υποταγής δεν
περιωρίσθη μόνον εις Καλάβρυτα, Πάτρας και Βοστίτσαν. Εξετάθη και εις τας
επαρχίας Πύργου και Γαστούνης, και δια να δελεάση έτι μάλλον τον λαόν τούτον, ο
Ιμπραΐμης ηλευθέρωσε περί τας 1.000 ψυχάς εκ των ανωτέρω επαρχιών, τας οποίας
είχεν αιχμαλωτίσει εις Χλουμούτσι και αλλαχού…»[5].
Από άλλο, έγγραφο του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη, Ιωάννη, προς τον πατέρα του στις 19.8.1827 από το
Λεχούρι, προκύπτει ότι σε όσους προσκυνημένους «επανήλθαν» ο εχθρός «….έγραψε
των καπεταναίων να υπάγουν και δεν ηθέλησαν, το οποίον είναι καλόν δείγμα της
προς ημάς εμπιστοσύνης των…»[6].
Στην με αριθ. 800/20.8.1827 προκύρηξή του προς άπαντας τους Πελοποννησίους,
ο Κολοκοτρώνης αναφέρει: «…Ο εχθρός μας τώρα δεν καταγίνεται, ει μη να επιτύχη
δια της απάτης ό,τι δια του πολέμου δεν ηδυνήθη. Τούτο δε απέδειξε δια των
πραγμάτων, κατορθώσας ν’ απατήση ως εκ των περιστάσεων τινάς εκ των περί τας
Πάτρας χωρίων αδελφών σας. Αλλ’ η απάτη του αυτή εστάθη εφήμερος, διότι οι
ολίγοι αδελφοί σας ούτοι γνωρίσαντες αυτήν, εξωμολογήθησαν δι’ εγγράφων των
μετά συντριβής καρδίας την αμαρτίαν των, και έλαβον δι’ εμού την συγχώρησιν του
Έθνους, αλλ’ ήδη ενωμένοι με τα στρατεύματα της πατρίδος πολεμούν τον εχθρόν ως
και πρότερον…»[7].
3. Η έλλειψη βοήθειας από το
κράτος.
«…λοιπόν ο λαός άρχισε να μετατρέπει το ελεύθερον πνεύμα του, εις πνεύμα
δουλικόν και φρονεί δικαίως να υπάγη να προσκυνήσει εις αυτόν, επειδή και δεν
βλέπει από την πηγήν του έθνους την απαιτουμένην βοήθειαν.…»[8].
«…αλλ’ ούτε άλλην τινά παραμικράν
βοήθειαν και εφοδίασιν. Τούτα βλέπων και ο λαός απελπίσθη εξολοκλήρου.»[9].
Στις 21.5.1827 ο Ανδρέας Λόντος
ενημερώνει με έγγραφό του την Αντικυβερνητική επιτροπή ότι στις 16.5.1827
«…εκινήθην ασθενής προς τας Πάτρας. Αλλά πλησιάσας εις τα μεθ’ όρια
πληροφορούμαι ότι η έλλειψις των ανθρώπων εκείνων οπού απ’ αρχής οικονομούσαν,
τα περί τας Πάτρας πράγματα, η διαστροφή και κακοήθεια τινών απέλπισε τον λαόν
τόσον ώστε χθές μετά βεβαιότητος εβδομήντα εκ των πολιτικών και στρατιωτικών
των χωρίων της Πάτρας επήγαν εις τους Τούρκους να συμφωνήσουν περί
προσκυνήματος. Το πράγμα είναι πολλά επικίνδυνον, και η κυβέρνησις ας λάβη τα
ανήκοντα μέτρα…».
«…Προς την Σεβαστήν Αντικυβερνητικήν επιτροπήν./ Οι περί τας Πάτρας λαοί
μείναντες πολύν καιρό χωρίς της απαιτουμένης προστασίας και υπερασπίσεως, και
τελούντων αφ’ ού είδαν τον Ιμπραήν πασιά με όλας του τας δυνάμεις να πολιορκέι
δια πολλάς ημέρας το Χλουμούτζι και να περιφέρεται απεριορίστως προς τας
Πάτρας, διότι εν τω μεταξύ τούτου δεν εγένετο όθεν έπρεπεν η χρειαζομένη
φροντίς δια να συσταθεί το περί τας Πάτρας αφεύκτως αναγκαίον στρατόπεδον
τόσον, όσον αι καιρικαί περιστάσεις και
η κατάστασις του έθνους εσυγχώρουν, απελπισθέντες διόλου, και μη έχοντες που να
καταφύγουν άρχισαν αύθις να υποκύπτουν εις τον ζυγόν του τυράννου…»[10].
«…«Σεβαστή Κυβέρνησις!/ Αναφερόμεθα οι κάτοικοι των χωρίων όλοι κοινώς,
Πετζάκοι, Γουμένιτσα, Κυρίτζοβα, Λαπαναγοί, Κούτελη, Σαραδί, Φλάπουρα, Μάνεσι,
Πούπουκα, Ασάνι, Τρε[κ]λίστρα, Λαπάτα, Νεοχώρι, Ποντιάδες, Μουρίκια,
Άϊβλάσηδες, Κονπηγάδι, Λακώματα, Σποδιάνες, Πούμπα, Δεντρά, Πλάτανος, Κάλανος,
Καλάνιστρα, Λόπεσι, Δεμέστιχα, Καρούσι και Γκέρμπεσι, από το τμήμα Νεζερών, της
επαρχίας των Καλαβρύτων ότι κατά τον Απρίλιον, ότε ο Ιμπραήμ πασιάς κατέβη
πανστρατιά εις Γαστούνην, και αφού επυρπόλησε όλην εκείνην την επαρχίαν
αιχμαλώτισε όλους τους κατοίκους της, επολιόρκησε και το Χλουμούτζι,
ανεφέρθημεν προς την Σ. Διοίκησιν, εξιστορώντας τα ανωτέρω εις πλάτος και
παρακαλώντας θερμώς όχι μόνον ημείς, παρά όλη η επαρχία, δια να μας προφθάση
υπεράσπισιν, δηλ. στρατεύματα, τροφάς, πολεμοφόδια, δια να απαντηθώμεν από τον
εχθρόν, και όχι μόνον δεν εισακούσθημεν, παρά η Διοίκησις ενασχολουμένη εις
άλλας μεγάλας υποθέσεις του έθνους, ούτε απάντησιν δεν μας έκαμεν εις την
αναφοράν μας, θεωρώντας το πράγμα ως πολλά μιαρόν[;]. Όθεν μετά και μην
ελάβομεν ως ανωτέρω απάντησιν της αναφοράς μας, δια των μεγάλων δυστυχημάτων
οπού προβλέποντες ήθελον μας ακολουθήσει, μη έχοντες τροφάς, φουσέκια ουδέ εις
στρατεύματα και δι’ όλους, ημείς μόνοι μας δεν ημπορούσαμε κατ’ ουδένα[;]
τρόπον να αντιπαραταχθώμεν εις την οργήν του εχθρού, αποφασίσαμεν εκ συμφώνου
παρακινούντας και βιάζοντας και τους καπ.[εταναίους] των μερών μας, δια να
κάμωμεν απατηλή συμφωνίαν πρόσκαιρον[;] με τον Ιμπραχίμη…»[11].
4. Οι αρνητικές ειδήσεις για
την πορεία του αγώνα.
«…Το πέσιμον του Χλουμουτζίου το
οποίον εστάθη εις τας 4 του παρόντος εγκατέλειψεν και τον έσχατον σπινθήρα της
ελπίδος τόσον των ολίγων λειψάνων των επαρχιών τούτων, καθώς και ημών των
πλησίον αυτού…»[12].
«…Η εμφώλευσις του εχθρού περί την
Πάτραν, η απροσδόκητος πτώσις των Αθηνών, αι κατά το Ναύπλιον ακαταστασίαι
έφερον τον λαόν εις έκστασιν και αμηχανίαν και σχεδόν εις απόγνωσιν…»[13].
Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει σχετικά τα εξής: «…Εις τοπροσκύνημα εφοβήθηκα. Η
Ρούμελη ήταν όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, τα ρουμελιώτικα στρατεύματα
διαλυμένα. Μόνον η Πελοπόννησος ήταν μεινεμένη και τα δυό νησιά Ύδρα και
Σπέτσες, οπού είχαν δύναμιν…»[14].
5. Η ανέχεια
και η έλλειψη τροφών και πολεμοφοδίων.
Η έλλειψη τροφών για τους στρατιώτες, ωθούσε αυτούς να αρπάζουν ακόμα και
το υστέρημα των χωρικών, να τους λεηλατούν και να προβαίνουν σε βιαιότητες σε
βάρος τους, όπως στο επόμενο σημείο δεικνύεται.
«…Εκείνο δε οπού δεν ημπορώ να
οικονομήσω είναι η παντελής έλλειψις τροφών και πολεμοφοδίων. Τούτο δειλιά και
εμέ ως δυνατόν αίτιον της διασαλεύσεώς των. Δια τούτο παρακαλώ την Σ.
κυβέρνησιν να λάβη πρόνοιαν να προμηθεύση το στρατόπεδον τούτο από τα ειρημένα
αναγκαία δια να μη λιποτακτήση. Αληθινά συνήθεια και αξίωση[;] των οπλαρχηγών
το να ζητούν προχείρως τροφάς και πολεμοφόδια. Αλλ’ η παρούσα περίστασις δεν
εξομοιούται με τας λοιπάς.… Ότι τα
γεννήματά της [επαρχίας] τα μεν δεν έγιναν τα δε ετελείωσαν [είναι] φυσικώς
αποδεδειγμένον…»[15].
«…Σεβαστόν Σώμα αυτό άχρις ώρας τρέχουσι η έλλειψις της παρούσης έως ώρας
τροφής εμπόδισεν κάθε ενέργειαν και το περισσότερον η δικαία πρόφασις των
Ελλήνων δια πολεμοφόδια, οπού χωρίς αυτά δεν ημπορούμεν να ενεργήσωμεν το ουδέν
εμφανίζοντας και εμένα ανάξιον του πατριωτικού τούτου χρέους μου…»[16].
Ο Θ. Κολοκοτρώνης στις 18.6.1827 στέλνει οργισμένος τρισέλιδο έγγραφο προς
την επί των Πολεμικών Γραμματεία της Επικρατείας, διαμαρτυρόμενος έντονα γιατί
δεν του έχουν σταλεί τροφές και πολεμοφόδια. «…Ετιμήθην παρά του Αρχιστρατήγου
εις την Γεν. Αρχηγίαν των Πελοπ. Στρατευμάτων όχι δια να φάγω ή δια να σκοτώσω
μόνος μου τον εχθρόν, αλλά δια να οδηγήσω κατ’ αυτού τα Πελοπ. Στρατεύματα. Τα
στρατεύματα αυτά συνίστανται από ανθρώπους και όχι από πέτρας, αλλά τι λέγω;
Και αι πέτραι αυταί υποτάσσονται εις την δύναμιν του μπαρουτιού. Δύο τώρα
περίπου μήνας δεν έπαυσα καθ’ ημέραν ουδέ στιγμήν να επικαλούμαι την πρόνοιαν
της Κυβερνήσεως κατ’ αυθείαν και του Αρχιστρατήγου δια τα δια την εκστρατείαν
μου αναπόφευκτα τροφάς και πολεμοφόδια, αλλά όχι μόνον πρόβλεψη καμμίαν δεν
είδον, αλλ’ ούτε αποκρίσεως κάν ηξιώθην δια παρηγορίαν μου και μέχρι μεν τινός
ίσως η Κυβέρνησις εδικαιολογείτο, ότι αυτά δεν ευρίσκονται, μ’ όλον ότι αν
ήθελεν ευρίσκοντο όλα, αλλά τώρα ότε βεβαιούμαι, ότι έφθασαν και τροφαί και
πολεμοφόδια σταλμένα από τους φιλανθρώπους φιλέλληνας της Ευρώπης διατί δεν
στέλλει; Μη τάχα νομίζει, ότι τρώγονται αι πέτραι δια να ζήσουν συνερχόμενα τα
στρατεύματα; Μη τάχα γνωρίζει ότι ο Γεν. Αρχηγός ημπορεί να θρέψη με
υπερφυσικήν τινά δύναμιν; Έστω. Την
τροφήν των ημπορεί οπωσούν να προβλέψη αρπάζων του πτωχού πολίτου τα πρόβατα,
την ζωοτροφίαν του, το ψωμί του από το στόμα του, μπαρούτι όμως πόθεν να το
αρπάση; Ή μήπως έχει την επιτηδειότητα να μεταβάλλη το χώμα εις μπαρούτι; Αυτά
είναι αδύνατα κοντά εις τον Κολοκοτρώνη Γ. Αρχ. αγνοούντα και χημείαν και κάθε
άλλην επιστήμην, εις άλλον δεν είναι παράξενον να είναι εύκολα. Ο Κολοκοτρώνης
εκ νεότητός του εγνώρισεν ότι με μπαρούτι και μολύβι γίνεται ο πόλεμος, και με
αυτά τα μέσα να ηξεύρη να πολεμή, όταν αυτά η Κυβέρνησις δεν του τα προβλέπη
αυτός τότε δείχνει αναξιότητα...»[17].
Από το στρατόπεδο στα Δεμέστιχα στις 26.7.1827 ο Β. Πετιμεζάς στέλνει
επιστολή προς την Γραμματεία των Στρατιωτικών και ζητάει τρόφιμα. Αναφέρει όμως
σε αυτήν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αλλ’ η επαρχία ταύτη απελθόντος του
Ιμπραήμη πρώτον και δεύτερον και ήδη η σύναξις των ενταύθα ελληνικών
στρατευμάτων εκατάντησεν εις εσχάτην δυστυχίαν, και μένει έκστασις μεγάλη πώς
πρέπει να οικονομηθώσι…».
Ο Α. Φραντζής αναφέρει: «Μεταξύ δε των παντοίων δυστηχημάτων με τα οποία οι
πονηροί Άραβες κατεμάστιζον τους Έλληνας δια να επιτυγχάνωσιν όσα πράγματα εις
διάφορα αρχαία και νεοποιημένα υπόγαια, μετήρχοντο και την εφεξής εφεύρεσιν την
οποίαν φαίνεται είχον εξ’ αρχαίας παραδόσεως. Τρεις ή τέσσαρες Άραβες φέροντες
τύμπανα τα εκτύπων με πολλήν ταχύτητα, διάφοροι δε άλλοι Άραβες εβάσταζον ξύλα
μακρά εις χείρας των, και μεταξύ του κτύπου των τυμπάνων τα ακουμβούσαν εις την
γην, και εκ τούτου γνωρίζοντες πού υπήρχον πράγματα κεκρυμένα, σκάπτοντες τα
εύρισκον. Ταύτα δε έπραττον και εντός πολλών οικιών, και εντός πολλών σπηλαίων
μικρών, εις τα οποία τω όντι οι Έλληνες είχον εναποτεθειμένα πράγματά των δια
να προφυλάττωνται από την υγρασίαν των υδάτων, και με τον τρόπον αυτόν οι
Άραβες υστέρουν τους δυστυχείς Έλληνας και όσης είχον περιουσίας κεκρυμμένης
εις τοιαύτα υπόγαια…»[18].
[1] Φραντζής, Επιτομή, τ. 1. σ. 522.
[2] Βακαλόπουλος.τ.7. σ. 783.
[3] Έγγραφο 10.5.1827 προς την Ελληνική
βουλή, Καλαβρυτινών από Λειβάρτζι, Σοπωτό, Λεχούρι κ.λ.
[4] Ελληνικά υπομνήματα Ι. Θ.
Κολοκοτρώνη,υπό Χ. Ν. Φιλαδελφέως - Αθήνα 1856, σ. 480.
[5] Ελληνικά υπομνήματα Ι. Θ. Κολοκοτρώνη,υπό Χ. Ν.
Φιλαδελφέως - Αθήνα 1856, σ. 505.
[6] Ελληνικά υπομνήματα Ι. Θ. Κολοκοτρώνη,υπό Χ. Ν.
Φιλαδελφέως - Αθήνα 1856, σ. 539.
[7] Φραντζής, 2, 509.
[8] έγγραφο 10.5.1827 προς την Ελληνική
βουλή, Καλαβρυτινών από Λειβάρτζι, Σοπωτό, Λεχούρι κ.λ.
[9] Έγγραφο 21.5.1827 προς τον
αρχιστράτηγο των κατά ξηράν Ελληνικών δυνάμεων, Καλαβρυτινών από Λειβάρτζι, Στρέζοβα,
Λεχούρι κ.λ.
[10] Έγγραφο των Ανδρέα Λόντου,
Μπενιζέλου Ρούφου, Σωτήρη Θεοχαρόπουλου από 11.6.1827.
[11] Έγγραφο των δημογερόντων και οπλαρχηγών του τμήματος των
Νεζερών προς την Κυβέρνηση από 8 7βρίου 1827.
[12] Έγγραφο 10.5.1827 προς την Ελληνική
βουλή, Καλαβρυτινών από Λειβάρτζι, Σοπωτό, Λεχούρι κ.λ.
[13] Έγγραφο Β. Πετιμεζά προς την
Αντικυβερν. επιτροπή από1.6.1827.
[14] Κολοκοτρώνης: Διήγησις συμβ. τ.
2.σ.33-34.
[15] Έγγραφο Β. Πετιμεζά προς την Αντικυβερν.
επιτροπή από1.6.1827.
[16] Έγγραφο του Β. Πετιμεζά προς το
Βουλευτικό Σώμα, από 13.7.1827.
[17] Ελληνικά υπομνήματα Ι. Θ. Κολοκοτρώνη, υπό Χ. Ν. Φιλαδελφέως
- Αθήνα 1856, σ. 481-83.
[18] Φραντζής, τ. 2. σ. 524.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.