HIDE

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

HIDE_BLOG

Breaking News

latest

Δάνεια της Ελλάδος κατά την περίοδο της Επανάστασης του 21 και μετά. (ΜΕΡΟΣ 1)

Οι άνθρωποι όλων των εποχών μοιάζουν. Η ιστορία δεν είναι χρήσιμη επειδή διαβάζει κανείς εκεί το παρελθόν, αλλά επειδή διαβάζει το μέλ...



Οι άνθρωποι όλων των εποχών μοιάζουν. Η ιστορία δεν είναι χρήσιμη επειδή διαβάζει κανείς εκεί το παρελθόν, αλλά επειδή διαβάζει το μέλλον. (Jean-Baptiste Say, 1767-1832, Γάλλος οικονομολόγος).

Δάνεια της Ελλάδος κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 και μετά από αυτήν.
ΜΕΡΟΣ 1ο



γράφει ο Θανάσης Τζώρτζης Γκέρμπεσι (Προφήτη Ηλία) gerbesi.wordpress.com
Ο Θανάσης Τζώρτζης βρίσκεται στο στάδιο έρευνας και συλλογής στοιχείων για όλη την επαρχία Καλαβρύτων.



Το κείμενο που ακολουθεί είναι περίληψη των, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και μετά από αυτήν έως το 1890, συναφθέντων δανείων είτε με δανειστές του εξωτερικού, είτε με δανειστές εντός της χώρας. Σκοπό έχει να δείξει πώς η χώρα αυτή πορεύτηκε μετά την Επανάσταση του 1821 δανειζόμενη συνέχεια, πώς διάφοροι την εκμεταλλεύτηκαν με τοκογλυφικό τρόπο, πόσο μοιάζουν εκείνης της περιόδου τα γεγονότα με τη σημερινή της κατάσταση και θέση και πώς η τότε πολιτική ηγεσία της χώρας αντιμετώπιζε αυτά τα θέματα.

Τα έσοδα μετά την έναρξη της επανάστασης του 1821 ήσαν πενιχρά και βασιζόντουσαν στις δημόσιες προσόδους (από σταφίδα, ελαιόλαδο, δημητριακά, ενοικίαση εθνικών μύλων και γης, τελωνεία, ιχθυοτροφεία κ.λ.) στη λαφυραγωγία (η οποία κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης έφερε κάποια έσοδα αλλά στη συνέχεια περιορίστηκαν αφού οι λαφυραγωγούμενοι Τούρκοι εξέλιπαν και όσα απ’ αυτά συγκεντρωνόντουσαν πήγαιναν προς όφελος των ισχυρών) και σε ιδιωτικές συνεισφορές εκούσιες τις περισσότερες φορές, αλλά και αναγκαστικές μερικές άλλες. 

Τα χρήματα που συγκεντρωνόντουσαν δεν επαρκούσαν ούτε για τα ολιγοδάπανα στρατεύματα και τις τοπικές εκστρατείες, ούτε για το στόλο που υπήρχε τότε. Η κατάσταση ήταν ελεεινή, αφού τα έσοδα δεν κάλυπταν ούτε το 1/3 των εξόδων και ο εσωτερικός δανεισμός (ομολογίες) γινόταν στο 15-17% της ονοματικής[1] αυτών αξίας. Αναφέρεται ότι δεν εύρισκαν ούτε σε ιδιώτες που ήσαν εξαντλημένοι οικονομικά τα 18 τάλληρα, που χρειαζόντουσαν να μεταβεί απεσταλμένος του κράτους στην Κεφαλονιά για να προσκαλέσει τον Βύρωνα στην Ελλάδα. 

Τα οικονομικά της Ελλάδος στα χρόνια της Επανάστασης δεν είναι δομικά καταγεγραμμένα και από τις υπάρχουσες πηγές προκύπτει ότι οι θυσίες στις οποίες υποβαλλόταν ο λαός και οι ιδιότυποι και δυσβάσταχτοι φόροι που πλήρωνε και βασιζόντουσαν στο Τουρκικό φορολογικό σύστημα, δεν πήγαιναν για τις ανάγκες του πολέμου, ή δεν πήγαιναν όλες και με διαφάνεια προς τα εκεί. 

Δεν αναγράφονται που πήγαν οι μεγάλες ποσότητες από γεννήματα, πολεμοφόδια και άλλα που στάλθηκαν από φιλέλληνες. Αλλά ούτε και έσοδα από παράνομες πωλήσεις εθνικών κτημάτων αναφέρονται. Δεν αναγράφονται επίσης τα πολεμοφόδια εκατομμυρίων, που στάλθηκαν στην κυβέρνηση από την επιτροπή των δανείων από το Λονδίνο. Ούτε τα λάφυρα, ούτε οι έρανοι, ούτε οι δωρεές φιλελλήνων στο εσωτερικό και εξωτερικό αναφέρονται. 

Δημιουργήθηκε λοιπόν η ανάγκη εύρεσης δανείου από το εξωτερικό. Αλλά ποιος δάνειζε μια χώρα που δεν ήταν συγκροτημένο και ελεύθερο κράτος, μια χώρα υπόδουλη, χωρίς ικανά έσοδα, χωρίς φερεγγυότητα; 

Άρχισαν οι Έλληνες να στέλνουν δοκιμαστικά ανθρώπους στην Ευρώπη για να διερευνήσουν την πιθανότητα εύρεσης δανειστών ή μεσιτών. Πρώτοι διαπραγματευτές ορίστηκαν από τον Άρειο Πάγο της Χέρσου Ελλάδος στις 23.11.1821 οι Βαρώνος Θεοχάρης, Χ. Δροσινός και Κεφαλάς Ολύμπιος, ο τελευταίος των οποίων μετέβη και στο εξωτερικό, για διαπραγμάτευση δανείου 150.000 φλωρινίων πληρωτέων σε πέντε χρόνια. Άλλοι (Μεταξάς και Jourdain) διαπραγματευόντουσαν δάνειο 4 εκατομμ. φράγκων από τους ιππότες της Ρόδου. Αυτοί (οι ιππότες) ζήτησαν ως αντάλλαγμα την κυριαρχία των νησιών Ρόδου, Καρπάθου, Αστυπάλαιας που είχαν παλαιότερα στην κατοχή τους, μέρος των ερημονήσων της δυτ. Πελοποννήσου και προσωρινή κατοχή της Σύρου. Επίσης ζήτησαν να συναφθεί πέραν των 4 εκατομμ. και δάνειο άλλων 6 εκατομμ. από την Ελλην. Κυβέρνηση το οποίο θα χρησιμοποιούσε αυτό το τάγμα για δική του χρήση. Οι Έλληνες δεν το δέχθηκαν και έδιωξαν και τον πρέσβη που εν τω μεταξύ είχαν στείλει οι ιππότες στην Ελλάδα. Αλλά και διάφοροι άλλοι εκ του εξωτερικού έμποροι ή επιδιώκοντες επένδυση χρημάτων και κερδοσκοπία, υπέβαλλαν προτάσεις όχι και τόσο σοβαρές να δανείσουν την Ελλάδα.

Τα δάνεια της ανεξαρτησίας (1824-1825) διαιρούνται σε δύο περιόδους: α) της συνομολόγησης και χρήσης που ήταν τριετής και β) της διαρρύθμισης που ήταν εξηκονταετής.

Πρώτο δάνειο.

Μεταξύ εκείνων που ασχολήθηκαν με την εύρεση δανειοδοτών στην Ευρώπη ήταν και ο Ανδρέας Λουριώτης ο οποίος επισκέφθηκε την Ισπανία, Πορτογαλία και στη συνέχεια στην Αγγλία όπου ήρθε σε επαφή με φιλέλληνες του Λονδίνου (Greek Committee) οι οποίοι απεφάσισαν να στείλουν στην Ελλάδα άνθρωπό τους μαζί με τον Λουριώτη για να δουν πώς είναι η κατάσταση εκεί. Η Ελληνική Διοίκηση με διάταγμα στις 2.6.1823 εξουσιοδότησε τους Ορλάνδο[2], Ιωάννη Ζαΐμη[3] και Λουριώτη[4] να συνάψουν δάνειο 4 εκατομ. Ισπανικών ταλλήρων, με τον συμφερότερο για την Ελλάδα τρόπο. Πριν όμως συναφθεί το δάνειο άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα και δεν υπήρχαν τα χρήματα να πάνε οι εξουσιοδοτηθέντες στο Λονδίνο. Άξιο λόγου είναι ότι είχαν εφοδιαστεί με ομολογίες των 100.000 γροσίων αλλά κανείς δεν τους τις εξαργύρωνε και πήγαν τελικά στο Λονδίνο αφού δάνεισε ο Βύρων 4.000 λίρες την ελληνική κυβέρνηση. 

Το δάνειο των 800.000 Λ(ιρών) Σ(τερλινών) το οποίο συνήφθη στις 9.2.1824 μεταξύ της Ελλάδος και των τραπεζιτών Λογγμάνου και Οβριένου, θα αποπληρωνόταν σε 30 χρόνια, το επιτόκιο ορίστηκε στο 5%, η προμήθεια σε 3% και τα ασφάλιστρα σε 1,5%, όροι που ήσαν ευνοϊκότεροι εκείνων που στις οδηγίες του ο Μαυροκορδάτος είχε προσδιορίσει. Το δάνειο εκδόθηκε στο 59% της ονομαστικής αξίας αυτού και ως εγγύηση εδίδοντο για την πληρωμή των τόκων: όλα τα δημόσια έσοδα και για την πληρωμή του κεφαλαίου: όλα τα εθνικά κτήματα. «Ως υποθήκη του δανείου ετέθησαν αι εθνικαί γαίαι, κυρίως δε η πρόσοδος των τελωνείων, ιχθυοτροφείων και αλυκών». Κρατήθηκαν δε από το κεφάλαιο ποσά ικανά να εξασφαλίσουν την πληρωμή των τόκων των δύο πρώτων ετών. Το πραγματικό ποσό που δανείστηκε ήταν 472.000 Λ. κρατήθηκαν για τόκους δύο ετών προκαταβλητέους 80.000 Λ. για χρεώλυτρα δύο ετών επίσης 16.000 Λ., για προμήθεια επί της πληρωμής των τόκων, προς 2/5%, 3.200 Λ. κ.λ. συνολικά 123.000 Λ. από τις 472.000 και τελικά ξεκαθάρισαν 348.800 Λ. 

Το Ελληνικό Κομιτάτο φοβούμενο μήπως το δάνειο δεν διατεθεί για το σκοπό που συνάφθηκε και γιατί τα πράγματα στην Ελλάδα ήσαν ανάστατα, έστειλε τα χρήματα στη Ζάκυνθο στο Καίσαρα Λογοθέτη και τον άγγλο έμπορο Σ. Βάρφ με σκοπό να τα δώσουν στην Ελληνική Κυβέρνηση αλλά μετά από συναίνεση των: Βύρωνος, συνταγματάρχου Στάνχωπ και Λαζάρου Κουντουριώτη. Η αποστολή άργησε για διάφορους λόγους αλλά και λόγω του θανάτου του Βύρωνα και τελικά στάλθηκαν στην Ελλην. Κυβέρνηση 308.000 Λ. μετρητά και 11.900 σε πολεμοφόδια και έμειναν στο Λονδίνο οι υπόλοιπες 28.100 Λ.

Αυτά τα χρήματα που τελικά στάλθηκαν στην Ελλάδα και όσα άλλα παρακάτω θα αναφέρουμε, αφιερώθηκαν όχι στον αγώνα για την ελευθερία της χώρας, αλλά σε άλλους αγώνες για τα πρωτεία, για την περάτωση των εμφυλίων σπαραγμών κ.λ και η κυβέρνηση δεν έδινε λόγο που πήγαιναν τα χρήματα του δανείου. 

Ο Finlay αναφέρει ότι τα χρήματα ξοδεύτηκαν με ατιμία και αφροσύνη, ότι οι κυριότεροι οπλαρχηγοί δωροδοκήθηκαν για να επιτεθούν κατά άλλων συμπατριωτών τους, ότι και τα μέλη του νομοθετικού κατανάλωσαν όχι και λίγα χρήματα σε πολιτικούς οπαδούς κ.λ. Ένας ιστορικός ο Ισπανός Palma αναφέρει ότι τα περισσότερα χρήματα διατέθηκαν για τον στόλο, άποψη που δέχεται και ο Finlay καθώς και ο Bulver. Ο Finlay σε 7 σελίδες μαρτυριών εδραιώνει τα παραπάνω για τη σπατάλη των χρημάτων του δανείου. Οι σελίδες αυτές περιέχουν και πικρές αλήθειες και όπως ανέφερε ο ανταποκριτής των Times στην Αθήνα, τους πάντες είχε καταλάβει η μανία για λαμπρές στολές, οι οποίες ερχόντουσαν από τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα κατόπιν αδράς αμοιβής. Για δε τους ερχομένους στο Ναύπλιο επιστήμονες και Φαναριώτες ο Finlay αναφέρει: «Το βραχύ ανάστημα, αι λάλοι γλώσσαι, αι στρεβλαί κνήμαι, και αι εβραϊκαί φυσιογνωμίαι των Βυζαντίνων τούτων μεταναστών, περιφερομένων εν βαρυτίμοις αλβανικαίς περιβολαίς, απαστραπτόντων εκ λαμπρών αλλά αχρήστων όπλων, και ακολουθουμένων υπό βραχυσώμων τσιμπουκοφόρων και υψηλών σωματοφυλάκων, εκίνουν την ζηλοτυπίαν και την περιφρόνησιν των εντοπίων». Την περιγραφή αυτή του Finlay αντικρούει ο Γερβίνος λέγοντας ότι: «Ο Finlay περιγράφων λεπτομερώς τον τρόπον καθ’ όν η Ελλην. Κυβέρνησις εσπατάλησε τα δάνεια, ευρίσκει μεγάλην ευχαρίστησιν επιμένων εις μακράν σειράν κατηγοριών εξ’ ών ουδεμία σχεδόν είναι εσταθμισμένη μετά δικαιοσύνης, αλλ’ αίτινες, και ορθαί εάν ήσαν, θα επέρριπτον επί του λαού πτωχών κλεφτών, θαμβωμένων υπό της αιφνιδίου κτήσεως πλούτου, πολύ μικροτέραν ατιμίαν εκέινης,δι ής εκαλύφθησαν έθνη, άτινα καταλεγόμενα μεταξύ των πλουσιωτέρων και των μάλλον πεπολιτισμένων, έκλεπτον τους κλέπτας εκείνους κατ’ αυτήν την στιγμήν της αγωνίας των». Ο Ηλ. Λιακόπουλος (Κώδιξ… σ. 5) για το δάνειο αυτό αναφέρει και τα εξής: «…Εκ του δανείου τούτου απεστάλησαν εις την Ελλάδα και διετέθησαν οπωσδήποτε εις τον σκοπόν, δι’ όν προωρίσθησαν μόνο 280.000 λ. στ. το δε υπόλοιπον ποσόν των 520.000 διετέθη εν Λονδίνω εις τοκοχρεωλύσια δύο ετών (1824 και 1825), εις προμηθείας και λοιπά έξοδα συνομολογήσεως του δανείου…».


-----------------------------------------
[1] Για κατανόηση των εννοιών Ονομαστική και παρούσα αξία, από τους μη ειδικούς αναφέρω το εξής απλό παράδειγμα: Έμπορας αγοράζει σήμερα εμπορεύματα 100 € (τα 100 € είναι η παρούσα αξία) με σκοπό να τα μεταπωλήσει αλλά δεν έχει χρήματα να πληρώσει μετρητοίς και συμφωνεί με τον προμηθευτή να του τα καταβάλλει σε Χ μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Ο προμηθευτής του ζητάει για το σκοπό αυτό τους τόκους του Χ αυτού διαστήματος οι οποίοι έστω ότι είναι 10 € και του ζητάει επίσης να υπογράψει μια συναλλαγματική 110 € (τα 110 € είναι η ονομαστική ή μέλλουσα αξία) που θα λήγει σε Χ χρόνο. 
[2] O Γερβίνος λέει ότι ήταν ανήρ τιμιώτατος, αλλά άκρως πείσμων. 
[3] Ήταν γιός του Ασημάκη Ζαΐμη, από την Κερπινή των Καλαβρύτων. Α΄ δήμαρχος Πατρέων (1836-1837), απεβίωσε σε ηλικία 85 ετών. Παντρεύτηκε την Αγγ. Κανακάρη Ρούφου. Δεν είχε παιδιά. Έγινε βουλευτής και πληρεξούσιος. Πολέμησε στην Πάτρα επικεφαλής σώματος υπό τον αδελφό του Ανδρέα, καθώς και στην Ακράτα. Σε ότι αφορά την παραμονή του στην επιτροπή διαπραγμάτευσης του δανείου, έμεινε επί βραχύ χρόνο μέλος της, ανακληθείς στις 12.2.1825 και τον διαδέχθηκε μετά 4 μήνες ο Γ. Σπανιολάκης. Η αντικατάστασή του έγινε μάλλον διότι οι συγγενείς του μετείχαν του κατά της κυβερνήσεως αγώνος, αφού ο διορισμός του, όπως στην Απολογία β΄ τ. σ. 35 αναφέρεται και όπως το Εκτελεστικό έγραφε, «έγινε δια την επιφάνειαν, ο δε κύριος σκοπός ήτο να σας πληροφορήσει περί πάντων των καθ’ ημάς, και να φέρει την προς τον κ. Κάνιγκ επιστολήν». Την χρηστότητα και την φιλοπατρία του την αναγνωρίζει και αυτός ο Finlay. 
[4] Ο Γερβίνος λέει ότι ήτο άνθρωπος καλών προθέσεων αλλ’ όχι μεγάλης αξίας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Ακολουθήστε το kalavrytanews.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Ακολουθήστε το ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS σε Instagram, Facebook και Twitter.