γράφει ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος Το «Πάσχα του καλοκαιριού» ο δεκαπενταύγουστος, ανάλογη με πασχαλιά και η αναμονή του. Και λέγοντ...
γράφει ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Το «Πάσχα του καλοκαιριού» ο δεκαπενταύγουστος, ανάλογη με πασχαλιά και η αναμονή του. Και λέγοντας «δεκαπενταύγουστο», δεν εννοούμε μόνο τη γιορτή της Κοίμησης της Παναγίας, αλλά όλο το δεκαπενθήμερο της νηστείας του Αυγούστου, όπως και μερικές μέρες μετά.
Είναι η εποχή ο θέρος και το αλώνι αποτελούν παρελθόν, η συνέμπαση* έχει τελειώσει, το πρώτο άλεσμα* έχει έλθει από το μύλο και θα έλεγε κανείς πως είναι καιρός για χαλάρωση. Πού όμως κάτι τέτοιο! Τα περιβόλια που είναι στις δόξες τους θέλουν την καθημερινή τους φροντίδα, για να είναι και τα φρέσκα-φρέσκα σπιτικά κηπευτικά που γεμίζουν το τραπέζι δυο φορές νόστιμα: Μία που είναι σπιτικά και μία που είναι από τα χέρια των νοικοκυραίων! Τα ραποσίτια* θέλουν τα τακτικά τους ποτίσματα κι αυτά, για να βγει καλά πέρα η παραγωγή. Πού και πού κάνας καυγάς για το νερό, αλλά και πάλι τα πνεύματα ηρεμούν! Συχνή φροντίδα θέλουν ακόμα και τα αμπέλια, που λόγω του ορεινού κλίματος του τόπου μας, οι πρώτες ρόγες των σταφυλιών αρχίζουν να γίνονται λίγο μετά της Παναγίας.
Παράλληλα έχουν ξεκινήσει εντατικά και οι προετοιμασίες για το χειμώνα: Η νηστεία του δεκαπενταύγουστου είναι και ευκαιρία να μαζευτούν με τη φροντίδα της νοικοκυράς τα αυγά και το γάλα για τη μανέστρα, τα λαζάνια και τον τραχανά. Οι μετακινήσεις ήσαν εξαιρετικά δύσκολες στους χειμερινούς μήνες και κάθε σπίτι έπρεπε να έχει αυτάρκεια αγαθών. Τα περισσότερα προϊόντα, αν όχι όλα, προέρχονταν από την παραγωγή κάθε νοικοκυριού, αφού και η αγορά δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα στις σημερινές της διαστάσεις.
Το (άβραστο) γάλα που μένει για την άλλη μέρα γίνεται ξινόγαλο. Σ’ αυτό προστίθεται και το επόμενο και όταν συμπληρωθεί η απαραίτητη ποσότητα φτιάχνουν τον τραχανά. Στο ένα σπίτι μαζεμένες οι νοικοκυρές τη μια μέρα, στο άλλο την άλλη, στο τρίτο την επόμενη, μέσα σε δυο-τρεις βδομάδες είναι απλωμένος στις αυλές και στις βεράντες όλου του μαχαλά/του χωριού. Όλοι τον έχουν το νου τους, γιατί τα κατοικίδια και μη πτηνά δεν χάνουνε ευκαιρία να πάνε να τον «σγαρλήξουνε» να χορτάσουνε την πείνα τους. Πρέπει να λιαστεί και να ξεραθεί καλά, να μπει στα πάνινα τσουβάλια για το χειμώνα.
Η μανέστρα, που γίνεται με φρέσκο γάλα και αυγά, απαιτεί και αυτή έναν μικρό ξεσηκωμό. Οι γυναίκες που κατέχουν την τέχνη του φύλλου είναι περιζήτητες και δεν ησυχάζουν καθόλου: μόλις τελειώσουν στο ένα σπίτι, τις περιμένει το άλλο. Τα αστεία, τα πειράγματα, οι ευχές για καλό χειμώνα, τα κεράσματα από τη νοικοκυρά, το κέφι και το τραγούδι πάνε μαζί με τις δουλειές αυτές, που τις κάνουν πραγματικές γιορτές, κυρίως γυναικείες. «Πρωταγωνιστική» θέση έχει και η τοπική… εφημερίδα, που μαθαίνουν η μια από την άλλη τα νέα του μαχαλά και του χωριού τους, αλλά και των γύρω χωριών!
Η παρασκευή, επίσης, του μυρωδάτου και πεντανόστιμου σπιτικού βουτύρου από την κορφή* που συγκεντρώνεται από το γάλα, τόσο τις μέρες του δεκαπενταύγουστου, όσο και όλο το καλοκαίρι, είναι η αρτυμή* (βλ. αρτιμή) που δίνει στα φαγητά πολλή νοστιμιά και μεγάλη θερμιδική αξία(για το χειμώνα).
Άλλη μία αναγκαία προετοιμασία είναι και τα ξύλα. Με τις κόφτρες*, τα χεροπρίονα, τα τσεκούρια και τα κλαδευτήρια τα προηγούμενα χρόνια και με τα αλυσοπρίονα σήμερα, στήνονται οι κόρδες* γιατί πώς αλλιώς θα αντιμετωπιστεί το κρύο.
Η εποχή αυτή ήταν και η καταλληλότερη να γίνει συντήρηση στα γαλάρια*, στις στρούγκες* και στις ψαθοκαλύβες. Έπρεπε να εξασφαλιστεί στεγνή και ζεστή διαμονή και στα ζωντανά για το χειμώνα.
Όσο ζυγώνει η μέρα «της Παναγίας», τόσο γεμίζουν και τα σπίτια των χωριών μας, από εντός και εκτός συνόρων συγχωριανούς. Οι εκδηλώσεις των Συλλόγων που έχουν καθιερωθεί τις μέρες αυτές, όχι μόνο δίνουν ένα ιδιαίτερο τόνο, αλλά θα έλεγε κανείς ότι ξένοι και ντόπιοι κοιτάνε πώς θα χορτάσουνε όσο γίνεται περισσότερο τη φύση, τον τόπο τους και τις συνήθειές του. Είναι αυτές οι λίγες μέρες που τα χωριά μας ξαναζούν κάτι από την παλιά καλή εποχή τους, που ήσαν γεμάτα κόσμο και ζωντάνια και που οι συνήθειες και τα έθιμα στον τόπο μας – σε κάθε τόπο – ήσαν ακέραια.
Ξημερώνοντας η μεγάλη γιορτή της Παναγίας, την τιμητική τους έχουν τα χωριά που πανηγυρίζει η αφιερωμένη στη χάρη Της εκκλησία τους. Ξεκινώντας αχάραγα, με στρωμένο το αλλού καλύτερο και νεοϋασμένο απλάδι στο σαμάρι του ζώου, έφταναν εκεί προσκυνητές από όλη τη γύρω περιοχή. Σήμερα το κάθε είδους μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο έχει λύσει το πρόβλημα του πρωινού ξυπνήματος, όμως έχει χαθεί εξ αιτίας του όλη εκείνη η χάρη και ο ρομαντισμός της ομαδικής-πανηγυρικής μετακίνησης στην Αυγουστιάτικη δροσιά και στο πρώτο φως της ημέρας.
Πασχαλινό το «φόντο» μέσα και έξω από την εκκλησία, που συνεχίζεται το μεσημέρι στα σπίτια, με απαραίτητο στο τραπέζι και το ξινόγαλο και η βραστογαλιά. Το απόγευμα και το βράδυ τα «σκήπτρα» του εορτασμού παίρνει η πλατεία του κάθε χωριού, ενώ εκεί που έχουν πανηγύρι, σίγουρα όλα είναι πολύ περισσότερο «ανεβασμένα», μέχρι το άλλο πρωί!
Από την επόμενη κιόλας μέρα, συνεχίζονται οι ετοιμασίες για το χειμώνα, ενώ αρχίζουν και αυτές για το θέρο του ραποστιού και τον τρύγο, που σε λίγο έρχονται.
=========================
* Παραπέμπει στο «Καλαβρυτινό… λεξικό»:
Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.