γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α. Γιώργος Αλ. Παπαδημητρόπουλος Δεν ήταν συγχωριανός μου Βυσσωκιώτης, δεν ήταν συμπατριώτης μου Καλαβρυτινός...
γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α. Γιώργος Αλ. Παπαδημητρόπουλος
Δεν ήταν συγχωριανός μου Βυσσωκιώτης, δεν ήταν συμπατριώτης μου Καλαβρυτινός, ήταν ένας Έλληνας «πολίτης του κόσμου».
Αναφέρομαι στον μεγάλο «κλαριτζή» Μάκη Μπέκο πούφυγε προχθές, για την αιωνιότητα, προδομένος από αυτή την καρδιά που χωρούσε όλο τον κόσμο. Τόγραψε λέει το διαδίκτυο, για τον θάνατο του Μάκη, δεν το πίστεψα και έκαμα δυο – τρία τηλεφωνήματα, για να βεβαιωθώ. Ήταν όμως αλήθεια. Δεν ήταν μεγάλος στην ηλικία γι’ αυτό αμφέβαλλα, και λέω τώρα πούναι αλήθεια, δεν τον πρόδωσε η καρδιά, αλλά φαίνεται στην χορωδία του Μεγαλοδύναμου, εκεί στα ουράνια, κάποιος από τους παλιούς, θα αρρώστησε ή ο Βασίλης ο Σαλέας, ή ο Γιάννης ο Βασιλόπουλος, οπότε έπρεπε να αναπληρωθεί από ισάξιο και ο κλήρος έπεσε στο φίλο μου.
Φίλε μου, ήσουν μια ψυχούλα, όλο γέλιο και χαρά, δεν διέκρινα ποτέ σκυθρωπό πρόσωπο, αλλά ένα μεγάλο καλλιτέχνη με χαμογελαστό πρόσωπο. Διασκέδασες με το κλαρίνο σου και τα χρυσά σου δάκτυλα όλο τον ελληνισμό μέσα και έξω.
Επικοινωνούσαμε τηλεφωνικώς και τα λέγαμε εκεί στην Ακράτα, όπου έμενες μονίμως με την φαμίλια σου.
Στις 16 Αυγούστου φέτος ήσουν στο χωριό μου το Σκεπαστό σε εκδήλωση των παιδιών του χωριού μου. Γλεντήσατε, το ξημερώσατε και θυμάμαι που με πήρες τηλέφωνο και μου λες, «είμαι στο χωριό σου, τι θέλεις να σου αφιερώσω», και σου λέω «θα παίξεις σόλο κλαρίνο» το «κλάμα του κλαριτζή» και στα χωριά της γυναίκας μου είναι η επωνομαζόμενη «Βουλγάρα». Τήρησες την υπόσχεσή σου εκεί στα ξημερώματα. Σε ευχαριστώ, όμως αυτό ήταν το μοιραίο.
Στεκόσουν απέναντι στον συνομιλητή σου με σεβασμό και χαμόγελο, ανεξάρτητα ποιος ήταν ο απέναντί σου, είτε πλούσιος επώνυμος, είτε φτωχός και άσημος, αυτή η συμπεριφορά φίλε μου είναι «ίδιον μεγάλων ανθρώπων» και τέτοιος ήσουν εσύ, μεγάλος.
Έτσι, για τους φίλους σου, τους φίλους μας, θα αναφερθώ σε δυο περιστατικά με πρωταγωνιστή εσένα.
Καλή του ώρα ο φίλος μου, ο ποιητής των όλων, Κώστας Βίρβος, έγραψε στίχους και μουσική για δημοτικά τραγούδια και ανέλαβα εγώ να βρω τους μουσικούς και το στούντιο.
Στούντιο προσέφερε ο μεγάλος Χρήστος Νικολόπουλος, μουσικούς εγώ, εσένα, τον Κώστα το Σαλέα (γιο του Βασίλη) και τραγουδιστάδες ο Δημήτρης ο Ζάχος, ο Αλέκος ο Κιτσάκης και ο Αντώνης ο Κυρίτσης.
Σε θυμάμαι, με τι δέος και σεβασμό ατένιζες για πρώτη φορά αυτούς τους μεγάλους, τον Χρήστο και τον Κώστα και σου λέει το πειραχτήρι ο Ζάχος «τι τους φοβάσαι, άνθρωποι είναι και αυτοί» το τι έγινε στην ηχογράφηση και τι τραγούδια βγήκαν, μόνο όσοι είμαστε εκεί το νιώσαμε. Ανεπανάληπτα.
Εδώ και μερικά χρόνια ήταν με μια μεγάλη «κομπανία» στο πανηγύρι στα Μαζέϊκα και πήγα με κάτι συγχωριανούς μου. Καθήσαμε σ’ ένα τραπέζι, στο παλκοσένικο έπαιξαν τα «δεύτερα»
Ο άρχοντας καθόταν δίπλα και «ρέμβαζε» το ουϊσκάκι του, μόλις με είδε ήρθε στο τραπέζι και καθίσαμε μαζί. Στην φορεσιά του δεν μου άρεσε η γραβάτα του, με «ψυχοπλάκωνε» και του λέω αυτή την «γραβάτα δεν θα την ξαναφορέσεις» , «ότι πεις Γιώργο μου», όταν ανέβω στην Αθήνα θα σου στείλω στην Ακράτα με τον Γιάννη τον Κυριακόπουλο, ωραίες γραβάτες και πουκάμισα. Του τα πήγε ο Γιάννης και τι μου έστειλε λέτε φίλοι μου, για να με ευχαριστήσει, διπλωμένο σε πετσέτα ένα από τα κλαρίνα του με αφιέρωση «Στον φίλο μου τον Στρατηγό Γιώργο με αγάπη», το περιγράφω και ανατριχιάζω, το κειμήλιο με την αφιέρωση κοσμεί την βιτρίνα του σπιτιού μου.
Φίλε μου καλέ, εγώ και η γυναίκα μου σε ευχαριστούμε, γιατί όπου σε προσκαλέσαμε έτρεχες αφιλοκερδώς, είτε χορός δικαστών ήταν, είτε χοροί των Καλαβρυτινών.
Φίλε μου εκεί πάνω που πας, είναι κάτι «χορευταράδες» συγχωριανοί μου, ο Φουσογιώργης, ο Σπύρος της Μπουνιογιώργαινας, ο Θοδωρής ο Αραούζης, ο Νίκος ο Μπάλιος, η μάνα μου, η Κατίνα του Αγριου, η Αγγελική του Πανταζή, η θειά μου η Βάσω, η θειά μου η Φώτω του Λιούρη. Μάζεψέ τους να σε γνωρίσουν κιόλας και παίξτους την «Βουλγάρα».
Φίλε μου συγχώραμε, τόμαθα το κακό μαντάτο αργά και δεν μπορούσα νάρθω, γι’ αυτό σου γράφω τούτα.
Μάκη οδεύοντας στα ουράνια παίξε «σπινά – σπινά, ένα πουλί μάνα μου, - μάνα μου ματζουράνα μου, ένα πουλί από το χωριό μας φεύγει για να πάει στα ξένα, ξένα και ξενιτεμένα....».
Φίλε μου νάναι ελαφρύ το χώμα της Αχαϊκής γης που σε σκέπασε. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά σου. Στο καλό, καλέ μου φίλε. Δεν θα σε ξεχάσουμε!
Γιώργος Αλ. Παπαδημητρόπουλος
Αντιστράτηγος ε.α.
Επίτιμος Υπαρχηγός ΕΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.