ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρησης Καλάβρυτα γράφει ο Δημήτριος Κανελλόπουλος Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρ...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρησης Καλάβρυτα
|
γράφει ο Δημήτριος Κανελλόπουλος
Ιστορικός Ερευνητής Επιχείρησης Καλάβρυτα
Η σκιά του ναζισμού βαραίνει επάνω στη γερμανική διανόηση. Ένας από τους επιφανέστερους σύγχρονους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, ο Χανς Ρόμπερτ Γιάους, κατηγορήθηκε πρόσφατα για τη δράση του στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και, πιο συγκεκριμένα, για τη θητεία του στις μονάδες των Waffen SS όπου υπηρέτησε ως αξιωματικός. Ο συγγραφέας του γνωστού μελετήματος «Για μια αισθητική της πρόσληψης» κατετάγη εθελοντικά στα SS τον Οκτώβριο του 1939 σε ηλικία 17 ετών και πολέμησε στο Ανατολικό Μέτωπο. Το 1944, κατά τη διάρκεια της υποχώρησης από την Εσθονία, του απονεμήθηκε το μετάλλιο του «χρυσού σταυρού». Στο τέλος του πολέμου, όπως και όλα τα μέλη των SS οδηγήθηκε ενώπιον των συμμαχικών δικαστηρίων όπου εκρίθη ότι «δεν συμμετείχε σε εγκληματικές πράξεις». Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι «ουδέποτε εψεύσθη για το παρελθόν του, ούτε παρέλειψε τίποτε στα βιογραφικά του σημειώματα, σε όλες τις φάσεις της ακαδημαϊκής του ζωής από την αρχή των σπουδών στη Χαϊδελβέργη το 1948». Ο Γιάους παραχώρησε σχετική συνέντευξη στον παρισινό «Monde», όπου μιλά για τη θητεία του στον γερμανικό στρατό αλλά και για τη μεταπολεμική «σιωπή των γερμανών διανοουμένων» που είχαν αναπτύξει δεσμούς με το Τρίτο Ράιχ.
– Τι σας έκανε τον Οκτώβριο του 1939 να καταταγείτε εθελοντικά στα SS;
«Προτού έρθει κανείς στην ιστορία ενός νεαρού Γερμανού που ήταν 17 ετών στην αρχή του πολέμου, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τρόποι να αντιλαμβάνεται κάποιος την Ιστορία: αυτός που εκτυλίσσεται στο παρόν, όταν συνδέεται κανείς με τα γεγονότα μέσα από τις πράξεις του· αυτός που εκτυλίσσεται πάλι στο παρόν, αλλά έχει χαρακτηριστικά παθητικά – όταν παρίσταται δηλαδή κανείς ως θεατής· τέλος, υπάρχει αυτός που βλέπει την Ιστορία σαν μια αλυσίδα γεγονότων που έχουν ήδη εκτυλιχτεί και αποτελούν πλέον αντικείμενο στοχασμού. Όταν προσεγγίζει κάποιος το δικό του παρελθόν οι τρεις αυτοί τρόποι συγχέονται – αν και είναι οι αναμνήσεις που τον παρασύρουν.
Αυτό που με ώθησε να καταταγώ στα Waffen SS δεν ήταν η συμμετοχή μου στη ναζιστική ιδεολογία ως οπαδού. Γιος μικροαστού δασκάλου, ήμουν ένας νέος που ήθελε να προσαρμοστεί στην ατμόσφαιρα της εποχής. Βεβαίως, η ανάγνωση της «Παρακμής της Δύσης» του Όσβαλντ Σπένγκλερ, ενός συγγραφέα που απαγόρευαν οι ναζί, με είχε καταστήσει σκεπτικό ενώπιον του ενδεχομένου της χιτλερικής αυτοκρατορίας. Μαζί όμως με άλλους ιστορικούς του μέλλοντος –σκέφτομαι τους φίλους μου Ράινχαρτ Κόσελεκ και Άρνο Μπορστ– μοιραζόμασταν τη θέληση να μη μείνουμε στο περιθώριο της επικαιρότητας: έπρεπε να είμαστε παρόντες επί τόπου εκεί όπου διαδραματιζόταν η Ιστορία, λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο. Στα μάτια μας οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά θα ήταν φυγή, ένας τρόπος εγκλωβισμού σε μια ελιτίστικη συμπεριφορά, τη στιγμή όπου οι συμμαθητές μας ριψοκινδύνευαν τη ζωή τους.
Κατετάγην στα Waffen SS στα 17 μου χρόνια, έγινα διμοιρίτης στα 18, υπεύθυνος για περισσότερους από 100 άνδρες – αυτή ήταν η καθημερινότητά μου κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η εμπειρία μου ήταν κλεισμένη σε έναν περιορισμένο ορίζοντα: συχνά μάθαινα μόνο εκ των υστέρων ποιο ήταν το αποτέλεσμα της μάχης στην οποία είχα συμμετάσχει. Το τι είχε πραγματικά συμβεί το έμαθα, με φρίκη μόνο μετά το τέλος του πολέμου. Ο καθημερινός μου στόχος ήταν να επιβιώσω μαζί με τους άντρες μου, εκεί όπου βρισκόμουν, στο Ανατολικό Μέτωπο. Δεν υπάρχει θέση για ιδεολογία. Ούτε άλλωστε και για ηρωισμούς· αυτό που μας συντηρούσε ήταν η ανάγκη να αναπτύξουμε όλες μας τις διανοητικές δυνάμεις για να επιβιώσουμε.
Μου έρχεται λοιπόν στον νου ένα ανέκδοτο, που ήταν τότε ιδιαίτερα διαδεδομένο: Στο ναζιστικό καθεστώς υπάρχουν τρεις πιθανότητες: όποιος είναι έξυπνος και είναι μέλος του κόμματος, δεν είναι ειλικρινής· όποιος είναι ειλικρινής και έξυπνος, δεν είναι μέλος του κόμματος· όποιος είναι ειλικρινής και είναι μέλος του κόμματος, δεν είναι έξυπνος». Αυτό ήταν τότε το πνεύμα μας, κάτι που υποδεικνύει και τον κυνισμό που επικρατούσε τότε».
–Τι συνέβη όταν η Γερμανία απελευθερώθηκε από τον ναζισμό;
«Όταν ήμουν αιχμάλωτος πολέμου, αυτό που περισσότερο μέτρησε για μένα ήταν το διεθνές δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Διότι μόνο χάρη σε αυτό μπορέσαμε να πληροφορηθούμε ποια ήταν ακριβώς τα γεγονότα και να αντιληφθούμε το μέτρο της απόλυτης φρίκης που είναι συνδεδεμένη με τη ναζιστική Γερμανία. Για μας το γεγονός αυτό αντιπροσώπευε επίσης την ελπίδα ότι τα εγκλήματα που διαπράττονται κατά τη διάρκεια ενός πολέμου θα κρίνονται πάντα από διεθνή δικαστήρια... Κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει. Ελπίζαμε, σύμφωνα με τον στοχασμό του Καντ, ότι ο ένοχος ενός εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου θα μπορούσε να δικαστεί σε οποιαδήποτε χώρα της γης».
–Αφού δικαστήκατε και απελευθερωθήκατε, γραφτήκατε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης...
«Βρισκόμαστε στα 1948. Μαζί με πολλούς, άλλους κατεχόμαστε από μια έντονη διάθεση αλλαγής, κάτι που τεκμηριώνεται και στο περιοδικό “Die Wandlung” («Η αλλαγή») όπου μπορούσαμε να διαβάσουμε κείμενα του Καρλ Γιάσπερς και της Χάνα Άρεντ. Αν και το πρόγραμμα εστιαζόταν στον Χάιντεγκερ, ο Σαρτρ μας ενθουσίαζε πολύ περισσότερο. Θέλαμε να δημιουργήσουμε σε μια νέα ευρωπαϊκή Γερμανία μια κοινωνία όπου ο πολιτισμός θα εμπόδιζε την αναγέννηση των εθνικιστικών ιδεών».
– Πώς εξηγείτε ότι μια ολόκληρη γενιά ακαδημαϊκών διδασκάλων που συνδέθηκαν με τον ναζισμό, αποσιώπησαν το παρελθόν τους ή μίλησαν ελάχιστα γι’ αυτό στους φοιτητές τους;
«Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για τη σιωπή των δασκάλων μου, όπως ο Χάιντεγκερ ή ό Γκαντάμερ. Οι εξαιρέσεις υπήρξαν πράγματι σπάνιες. Εκτός από τον Γιάσπερς και τα τεύχη του περιοδικού “Die Wandlung”, πρέπει να στραφεί κανείς σε συγγραφείς όπως ο μεγάλος μαρξιστής φιλόλογος Βέρνερ Κράους για να ακούσει κάποιες απομονωμένες φωνές. Έχει ειπωθεί συχνά πως ό Χάιντεγκερ, στα σεμινάριά του της δεκαετίας του ’30, είχε ωθήσει τόσο μακριά την καταστροφή της μεταφυσικής, σε σημείο όπου να έχει βρεθεί μόλις δύο βήματα από αυτό που η ναζιστική ιδεολογία επρόκειτο να γίνει. Αν οι δάσκαλοί μας τήρησαν τη σιωπή τους, η γενιά μας έλαβε ωστόσο ένα δίδαγμα που κρυσταλλώνεται στη φράση: “Ποτέ πια Άουσβιτς. Ποτέ πια Χιροσίμα”».
– Θα θέλατε να μιλήσετε περισσότερο για τη σιωπή αυτής της γενιάς;
«Η σιωπή συνδέεται αναμφίβολα με μια άρνηση να επιχειρήσει, κάποιος να κατανοήσει αυτό που είναι απάνθρωπο. Ο Λέο Σπίτσερ φώτισε αυτό το φαινόμενο σε ένα άρθρο με θέμα «Το ίδιο και το αλλότριο» που δημοσιεύτηκε στο “Die Wandlung”. Ο Σπίτσερ αναρωτιέται γιατί οι γερμανοί πανεπιστημιακοί που έκαναν τόσα για να νομιμοποιήσουν τον ναζισμό δυσκολεύτηκαν τόσο πολύ μετά τον πόλεμο να μιλήσουν για όσα είχαν συμβεί. Λες και ο απόλυτα απάνθρωπος χαρακτήρας των εγκλημάτων που διέπραξε το καθεστώς εγκλώβισε αυτούς που υπήρξαν δράστες ή μάρτυρες σε έναν ολικό αυτισμό. Ο ριζοσπαστικά αλλόκοτος χαρακτήρας της ναζιστικής βαρβαρότητας οδήγησε σε παράλυση μια γενιά διανοουμένων, περιορίζοντάς τους στην παθητικότητα, σε μια διανοητική αδράνεια ή, θα έλεγε κανείς, στην ηλιθιότητα».
– Πιστεύετε ότι υπάρχει ένα είδος χρέους χωρίς τέλος απέναντι στα θύματα, αυτή η «ηθική ενοχή», σύμφωνα με την έκφραση του Γιάσπερς;
«Ασφαλώς, υπάρχει μια ενοχή, όπως υπάρχει και η ντροπή. Γι’ αυτό δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Χάιντεγκερ και οι άλλοι δάσκαλοι της γενιάς του δεν έδειξαν ούτε ενοχή ούτε ντροπή. Η άρνηση εξέτασης του παρελθόντος είναι επίσης κάτι που αφορά τον Γιούνγκερ. Για τους ανθρώπους της γενιάς μου αυτός δεν αποτέλεσε πρότυπο, καθώς καταξίωνε την αισθητική του πολέμου. Ακόμη και σε πρόσφατες συνεντεύξεις του ο Γιούνγκερ δεν παίρνει καμία κριτική απόσταση σε σχέση με τα χρόνια του πολέμου. Το ίδιο ισχύει και για τον Καρλ Σμιτ: καθολικός το θρήσκευμα και ναζί αξιωματούχος, υπήρξε επίσης αμετανόητος αντισημίτης».
– Μιλάτε λοιπόν για μια γενιά μεταξύ ενοχής και ντροπής;
«Αν θέλει κάποιος να επεκταθεί στη σημασία του δίπτυχου ενοχής και ντροπής, θα άξιζε να υπενθυμίσει ότι στα γερμανικά, όπως και σε πολλές άλλες γλώσσες, η λέξη scham, ντροπή, σημαίνει επίσης αιδημοσύνη. Στη σιωπή μπορεί να εμπεριέχεται επίσης αιδημοσύνη. Εν τούτοις, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το να αναλάβει κάποιος πλήρως την ευθύνη και την ενοχή, δεν απαλείφει ούτε την ντροπή ούτε τη σιωπή που μπορούν να ακολουθήσουν. Δεν μπορεί κανένας ούτε να επανορθώσει ούτε να αποκαταστήσει ένα σφάλμα που δεν διορθώνεται.
______________
Η σιωπή είναι συχνά ένα φράγμα απέναντι στη φρίκη. Αλλά είναι η φρίκη που καθισιά τη σιωπή αδιαπέραστη, όπως ένα χοντρό γυαλί. Όταν ήμουν 20 χρόνων, το 1956, οι καθηγητές μας στη Χαϊδελβέργη τηρούσαν απόλυτη σιωπή σχετικά με τον ρόλο τους σε έναν κόσμο καταστροφής. Ποια ήταν η καταστροφή που συνέβη τα 12 χρόνια όπου έμεινε στην εξουσία το Τρίτο Ράιχ; Ήταν ότι το πανεπιστήμιο, ο κατεξοχήν χώρος του Διαφωτισμού, του ανθρωπισμού, του πολιτισμού και της επιστήμης, δεν ανατάχθηκε στη βαρβαρότητα που κάθε μέρα μεγάλωνε. Η καταστροφή αυτή ουδέποτε συζητήθηκε. Λες και η άβυσσος που έκλεισε, κατάπιε μέσα της το τέρας και τίποτε δεν έμεινε να υπενθυμίζει όλα όσα έμειναν ένα κακό όνειρο.
Ακόμη και σε μια περιοδική έκδοση όπως το “Die Wandlung” («Η αλλαγή»), που εμφανιζότανως όργανο ριζοσπαστικής αλλαγής, ο μύθος της «ώρας μηδέν» ανέστελλε κατά κάποιο τρόπο τη συνειδητοποίηση όλων όσων είχαν προηγηθεί. Όταν η Χάνα Άρεντ δημοσίευσε το 1948 ένα δοκίμιο για τα Konzentrationslager (τα στρατόπεδα συγκέντρωσης), η σκέψη της έμεινε χωρίς ήχο, εκτός ακριβώς από την ηχώ της σιωπής. Ίσως γι’ αυτό και το περιοδικό “Die Wandlung” που ιδρύθηκε το 1945, έπαψε να εκδίδεται μόλις το 1948. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα το πανεπιστήμιο ξαναβρήκε την παλιά του αξιοπρέπεια, τους ακαδημαϊκούς τρόπους, την «ομαλότητα» της καθημερινής ζωής. Υπήρχε άραγε στα φοιτητικά μου χρόνια μια φωνή που να μιλήσει για τον ρόλο που έπαιξε το πανεπιστήμιο στο εθνικοσοσιαλιστικό «σύστημα»; Ούτε μία. “De nobis ipsis silemus”.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.