γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος Οι «αποκρές» γιορτάζονται και στον τόπο μας πολύ έντονα. Ίσως και να είναι η γιορτή που την νοιώθ...
γράφει ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
Οι «αποκρές» γιορτάζονται και στον τόπο μας πολύ έντονα. Ίσως και να είναι η γιορτή που την νοιώθουμε περισσότερο κι από τα Χριστούγεννα, περισσότερο κι από το Πάσχα! Κι όπως θυμόμαστε οι μεγαλύτεροι και ακούνε οι νεότεροι, μερικά χρόνια πριν που τα χωριά μας έσφυζαν από ζωή, έσφυζαν και τα έθιμα, οι συνήθειες, τα γιορτάσια, οι προλήψεις και πολλές ακόμα εκδηλώσεις, που σήμερα νοσταλγούμε.
Το γνωστό εμπορικό χρώμα των ημερών, όπως το ξέρουμε τις τελευταίες δεκαετίες, ήταν παντελώς άγνωστο. Το μόνο που, ίσως, μαρτυρούσε ότι οι ημέρες του μεγάλου ξεφαντώματος έφταναν, ήταν ο… χαλβάς και ο ταραμάς για την Καθαρά Δευτέρα, που είχαν πάρει πρώτη θέση στους πάγκους των μαγαζιών κάθε μαχαλά!
Στην τελική ευθεία για τις αποκρές μπαίνουμε από την Τσικνοπέμπτη, με τα έθιμα και τις συνήθειες της ημέρας (διαβάστε εδώ), ενώ το αποκορύφωμα είναι το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής .
Γείτονες, φίλοι και συγγενείς μαζεύονται σ’ ένα σπίτι κι αποκρεύουνε όλοι μαζί. Οι μπούλες* δεν σταματάνε να μπαινοβγαίνουνε με κάθε είδους επινόηση και πρωτοτυπία: Ρούχα του άλλου φύλου, τα δικά τους ρούχα ανάποδα, διάφορα άλλα παλιόρουχα κλπ. Δεν λείπουν ούτε οι… παππάδες, οι νύφες, οι γαμπροί, οι γιατροί με τις νοσοκόμες, οι μαμές έτοιμες να ξεγεννήσουν την… επίτοκο! Απαραίτητη εδώ και μια παιδική κούκλα, που παίζει το ρόλο του νεογέννητου!
Οι μπούλες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και ξεσήκωναν με το τραγούδι, το κέφι και το χορό νοικοκυραίους και καλεσμένους, άνδρες και γυναίκες, γέρους, νέους και παιδιά, ενώ οι νοικοκυρές τις φιλεύουν γλυκά και μεζέδες.
Τα σημερινά αξεσουάρ μεταμφίεσης δεν ήσαν γνωστά κάποια χρόνια πριν, αλλά ούτε και η οικονομική δυνατότητα για την απόκτησή τους υπήρχε. Τα πρόσωπα καλύπτονταν, κυρίως, με μαντήλια ή με σκέπες γυναικών, ή ακόμα και με κάλτσες. Οι φωνές τους πάντα αλλοιωμένες κι αν τα πειράγματα ήταν τόσο τολμηρά, τα πρόσωπα δεν αποκαλύπτονταν με τίποτα! Ήταν όμως και κάτι φορές, που το κρασί τα… αποκάλυπτε πανεύκολα!
Το τραπέζι το βράδυ της τελευταίας αποκριάς ήταν από τα πλουσιότερα της χρονιάς. Και τι δεν είχε: Κρέατα, κεφτέδες, τυριά, γαλατόπιτες, τηγανίδες, λαζάνια, φουρμαελόπιτα* κλπ. Απ’ ό,τι έφτιαχνε στο σπίτι της καθεμιά, έδινε και σε γειτόνισσές της, για το δικό τους τραπέζι. Ανεξίτηλη στα μάτια μας η εικόνα τους, να βγαίνουν από την πόρτα κρατώντας με το ένα της χέρι το πιάτο και με το άλλο την ποδιά τους, που το σκέπαζε για προστασία από έντομα, σκόνες και… περίεργα μάτια!
Αφού είχαν φάει όλοι μέχρι σκασμού, ψένανε κι αυγά στη χούσβελη*, που ήταν και η τελευταία αρτιμή* της αποκριάς και η πρώτη του Πάσχα. Σε κάθε αυγό δίνανε και το όνομα ενός μέλους της οικογένειας και των καλεσμένων στο τραπέζι. Αυτόν που το αυγό του «ίδρωνε», τον περιμένανε πλούτη και καλό τυχερό, αν ήταν ανύπανδρος! Αν το αυγό κάποιου έσκαγε, είχε οχτρούς και του λέγανε:
«Να σκάσουν οι οχτροί σου, όπως το αυγό!».
Στις μαντικές… ικανότητες του αυγού δίνανε πάντα μεγάλη σημασία. Μέχρι και προξενιά κλείνανε, αν το αυγό της/του υποψήφιου για γάμο «ίδρωνε»!
Όλα τα σκεύη που είχαν χρησιμοποιηθεί εκείνο το βράδυ έπρεπε να πλυθούν σχολαστικά, που να μη μείνει ίχνος αρτιμής για την Καθαρή Δευτέρα. Τα αποφάγια, ιδίως τα λαζάνια, τα ρίχνανε πρωί-πρωί στις κότες για να κλωσήσουνε καλά τα αυγά τους και να βγάνουνε πολλά πουλιά.
Την πετσέτα με την οποία είχανε σφουγκιστεί*, την κόβανε λεπτές λουρίδες, τόσες, όσοι και νοματαίοι που ήσαν στο τραπέζι. Την Καθαρή Δευτέρα το πρωί, πριν ακόμα βγει ο ήλιος, δύο μέλη της οικογένειας, συνήθως γυναίκες, βγαίνανε στην αυλή κρατώντας τις λουρίδες αυτές. Η μεγαλύτερη έδενε μία σε μια φράχτη, κατά προτίμηση με βάτα.
«Τι κάνεις εφτού;*», ρώταγε η δεύτερη.
«Δένω την αλουπού (αλεπού) να μη φάει τις κότες!», απαντούσε η πρώτη.
Αμέσως λίγο παραπέρα η πρώτη έδενε κι άλλη. Η δεύτερη επαναλάμβανε την ίδια ερώτηση.
«Δένω το γεράκι, να μη φάει τις κότες», ήταν η απάντηση.
Το δέσιμο της τρίτης λουρίδας ήταν για το λύκο, να μη φάει τα πρόβατα κι ύστερα για την κουρούνα να μην κινδυνέψουν τα κλωσσόπουλα. Η διαδικασία συνεχιζόταν μέχρι να… εξασφαλιστεί προστασία για όλα τα ζωντανά του σπιτιού από κάθε άγριο ζώο ή αρπακτικό. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς πόσο… καλά δένανε ό,τι απειλούσε τα ζώα τους! Μερικοί τα βάζανε με τις γυναίκες τους, όταν πάθαιναν ζημιές από άγρια ζούδια* και αρπακτικά, γιατί δεν τα είχανε… «δέσει» καλά το πρωινό εκείνο!
Την Καθαρή Δευτέρα γινόταν μια πραγματική εξόρμηση στη φύση, όχι για κούλουμα και χαρταετούς, αλλά για το σκάψιμο των αμπελιών! Φυσικά, τα θαλασσινά, η λαγάνα κι όλα τα άλλα σαρακοστιανά που γεμίζουν σήμερα το τραπέζι της ημέρας αυτής, ήταν κι αυτά άγνωστα. Το σπιτικό ψωμί την ώρα του κολατσιού και του μεσημεριού συνόδευαν οι ελιές και στην καλύτερη χαλβάς και ταραμάς.
====================
* Παραπέμπει στο «Καλαβρυτινό λεξικό»:
Νίκος Παπακωνσταντόπουλος
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.