γράφει ο Αθανάσιος Τζώρτζης* Από τον καταγόμενο από το χωριό Παγκράτι δάσκαλο, Νικόλαο Σκρέμπο [1] του Γ., μετεκπαιδευόμενο στο Διδασκαλε...
γράφει ο Αθανάσιος Τζώρτζης*
Από τον καταγόμενο από το χωριό Παγκράτι δάσκαλο, Νικόλαο Σκρέμπο [1] του Γ., μετεκπαιδευόμενο στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης κατά το σχολικό έτος 1970-1971, καταγράφηκαν στοιχεία, λαογραφικά αλλά και ιστορικά για το χωριό του, με αναφορές στην ευρύτερη επαρχία Καλαβρύτων.
Τα πρωτότυπα (γραφομηχανής) αυτά κείμενα ευρίσκονται στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου και ευγενώς μου παραχωρήθηκαν.
Δεν είχα την τύχη να διαβάσω την εργασία αυτή δημοσιευμένη αλλού[2].
Στην εργασία αυτή, μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής:
[Σημ.: οι υποσημειώσεις είναι δικές μου και σκοπό έχουν να διευκρινίσουν την αλήθεια των διηγηθέντων, στο μέτρο που αυτά είναι αυθεντικό προϊόν λόγου, αυτόπτη μάρτυρα – θέση την οποία και αποδέχομαι].
«…Παραθέτω αμέσως κατωτέρω την διήγησιν της υπεραιωνοβίου εκ Παγκρατίου καταγομένης Γεωργούλας συζύγου Γεωργίου Μπαλιάτσου το γένος Κόρπα, γεννηθείσης το 1800 και αποθανούσης το 1913, ήτοι εις ηλικίαν 113 ετών[3]. Η διήγησις αναφέρεται εις την ζωήν και δράσιν των Καλαβρθυτινών προ του 1821, κατά το 1821 και μετά το 1821./ Αύτη μετέσχεν εις τας μάχας Καλαβρύτων, Λεβιδίου, Δερβενακίων και Μ. Σπηλαίου. Διηγείτο δε τα κάτωθι:
«Οι Τούρκοι χρόνια και χρόνια σφάζανε κοσμάκη, πήρανε παιδιά, πήρανε γυναίκες, σκλάβους χιλιάδες. Δεν είδανε ποτέ οι Χριστιανοί άσπρη μέρα. Ξεμπουτάλεμα θελήσανε οι Τούρκοι να κάμουνε. Μα ο Θεός δεν άφησε να ξεμπουτουλωθούνε οι Χριστιανοί ολότελα. Φτιάσανε χωριά στα βουνά που δεν ερχόσαν οι Τούρκοι πάντα./ Εμείς είμαστε ψηλά στο χωριό μας και τους βλέπαμε από δω πάνω που περνάγανε στη δημοσιά και πηγαινοερχόσαντε από Τρίπολη - Καλάβρυτα./ Όταν στο χωριό ερχόσανε καμμιά φορά περαστικοί, κρυβόσανε οι γυναίκες και τα παιδιά. Έβγαινεν ο κυρ Γιάννης Λαμπρόπουλος, οι νέοι άνδρες μεργιάγανε, με τίποτα άλλους γέρους, έδινε κανά μπαχτσίσι και πήγαιναν κατ’ ανέμου. Κάναμε τις δουλειές μας, είχαμε τα σπαρτά μας, τα πράγματά μας και τα περνάγαμε καλά. Οι πολιτείες και τα καμποχώρια μας δεν τα περνάγανε καλά, γιατί οι Τούρκοι δε φεύγανε απ’ εκεί. Παίρνανε ούλα τα υπάρχοντά τους και ότι θέλενε τους αφήνανε./ Εμείς είχαμε κάπου πεντακόσια γιδοπρόβατα στη Λειβέρτζα, 15 ως 20 κομμάτια άλογα, βώδια, νοικοκυριό βαρβάτο. Ο πατέρας μου, μαλακός άνθρωπος, στους Τούρκους που περνάγανε, τους έδινε και κανά βετούλι, τυρί και ό,τι άλλο για να τους γελάη. Μια φορά θυμάμαι μας πήρανε ένα τσίλι πεντάχρονο, που ήταν να μην το ιδή κακό μάτι. Του είχα με τα χέρια μου χανάκα φτιάσει και τούμοιαζε. Τούτονε τον τσίλι τον αγαπάγανε ούλοι. Τ’ αδέρφια μου, ο Παναγής με τον Τρύφωνα, ο ξάδελφός μου Σταματογιαννάκης[4] θελήσανε να κάμουνε καρτέρι στους Τούρκους, αλλά ο πατέρας μου δεν τους άφησε, μη μπας και μας κάψουνε ή σκοτωθούνε τα παιδιά./ Τ’ αδέρφια μου δεν καθόσανε φρόνιμα, τώρα στα στερνά πήγανε στους Πετιμεζάδες, στα Σουδενά, κάμποσο καιρό να μάθουνε σημάδι. Τις δουλειές τις κάναμε εμείς οι τσούπες με τον πατέρα μου. Τη Μάρθα την έπιανε όλο κάψα και δεν μπόργε εκείνη τη χρονιά. Ό, τι κάναμε εγώ με την Κυράτσω και ο πατέρας μου./ Έτσι περνάγαμε. Άμα αρχίνησε η ανακατοσούρα (επανάστασις) υποφέραμε πολλά. Ο Χονδρογιάννης με τα παιδιά του και άλλους Μαζιώτες και τον Πετιώτη από τα Στρεζοβινά, πιάσανε οι μισοί την Χελωνοσπηλιά και άλλοι μισοί γιατακιαστήκανε καρσί στη Χελωνοσπηλιά, στου Πανάγου του Μπίκου τη βίλλα και χτυπήσανε τους Τούρκους σπράχτορες και τον Ταμπακόπουλο από τη Βυτίνα, που πήγαινε φορτώματα τα γρόσια και τ’ ασήμι από τα Καλάβρυτα στην Τροπολιτσά. Τους πήρανε το βιός, το χρήμα και τους Τούρκους. Το Ταμπακόπουλο τον γλύτωσε ο Μακρής[5] στη Λυκούρια. Ήθελε δυό μέρες νάρθει τ’ Αγιαλεξιού[6]. Μας λέει εμένα και της αδερφής μου Μάρθας ο Παναγής να ζυμώσουμε πολύ ψωμί και να μαζώξουμε πεντέξι σαΐσματα ή ματαράτσια για να πηγαίναμε στην Αγία Λαύρα – προσκυνούμε τη χάρη της – να προσκυνήσουμε και να λειτουργηθούμε, που γιόρταζαν τα πάθη του Αγιαλέξη (ιερά λείψανα). Τα ετοιμάσαμε εμείς αλλά και άλλοι φούρνοι του χωριού καπνίζανε για την ίδια δουλειά./ Ξεκινήσαμε ολονυχτίς, δεν είχανε λαλήσει ακόμη τα κοκόρια. Η αδερφή μου η Μάρθα έκατσε σπίτι, ο πατέρας μου με τα πράματα. Εγώ ζαλώθηκα τα συμπράγαλά μου και εκινήσαμε. Είμαστε ούλοι-ούλοι καμιά δεκαπενταριά άνδρες και πεντέξη εφτά γυναίκες ζαλωμένες. Ο κυρ Γιάννης ο Λαμπρόπουλος[7], γραμματεύς του Ζαΐμη, με τον κυρ Θοδωράκη Κολόκα[8] (ήσαν τοπάρχαι του χωριού) εφύγανε μπροστά από την άλλη ημέρα. Πήγανε να σμίξουν το Ζαΐμη να τα ειπούνε, ήσαν δικοί του άνθρωποι. Σαν ξαναφάνανε στο Μοναστήρι από την Τρικοκιά, είχε πάρει η μέρα. Όλος ο τόπος γεμάτος, κόσμος πολύς…/ Ρώτησα τον Παναή γιατί τόσος πολύς κόσμος; Μου είπε πεισμωτά: «Προσκυνάμε πανηγύρι γίνεται» και μούπε να μην ξαναρωτήσω. Υποψιάστηκα κάτι γίνεται. Σαν πήγαμε αποκουμπήσαμε τις ζαλιές μας οι τσιούπες ψηλά στο λόγγο. Οι άνδρες κατεβήκανε κάτω τραβήξανε για τα Καλάβρυτα να βαρέσουν τον Τούρκο. Πήγανε και καλόγεροι κοντά. Μιλήσανε και κατεβήκαμε κι εμείς. Μας στείλανε στο Καλαβρυτινό γεφύρι. Κάμποσες τσούπες από τα Σουδενά πήγανε με την Τασούλα Πετιμεζά[9] κοντά στ’ αδέρφια της, κοντά στον πόλεμο. Εμάς μας βάλανε να φτιάνωμε τσουρνούρια. Ήρθε ένας δικός μας, μας επήρε εμένα και δυό τρεις άλλες κι εκουβαλάγαμε νερό με τ’ ασκιά. Το ντουφεκίδι είχε ανάψει στα Κάστρα[10], που ήσαν κλεισμένα τα παληόσκυλα. Πηγαίναμε και ψωμί, το κόβαμε και το μοιράζαμε στους πολεμιστάδες. Στερνά τους πιάσανε τους Τούρκους[11]. Μαζωχτήκανε στα Καλάβρυτα. Εσμίξαμε με τους δικούς μας. Λειτουργηθήκαμε πρώτα στην εκκλησία. Ήρθαν ούλοι οι καλόγεροι του Μ. Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας που λειτούργησαν. Είπανε και λόγο. Συχωρέσαμε τους πεθαμένους. Η εκκλησία δεν μας χώραγε όλους. Στεκόμαστε οι πλειότεροι όξω. Βγήκαν από μέσα οι καπεταναίοι και άρχοντες. Φωνάξανε γλέντι χορός. Φιλιόμαστε ούλοι στα στραβά. «Καλή Ανάσταση». Βάλανε μπροστά τον Χαραλάμπη και του τραγουδήσανε:/ Σήμερα ημέρα – μπρέ πουλί – σήμερα ημέρα είναι Λαμπρή,/ καημένε Χαραλάμπη,/ είναι γιορτή και σχόλη./ Σήμερα στα Καλάβρυτα/ το κάνουν πανηγύρι κ.λ.π[12]. Όσες γυναίκες και άνδρες ήσανε από κοντακιανά, πήγανε και φορέσανε τα γιορτινά τους και χόρεψαν. Οι δικοί μας χορέψανε με τα λερωμένα. Εγώ ντρεπόμουνα, ήμουνα λερωμένη, αλλά ο Μουρτογιάννης, που γνωριζότανε με τους δικούς μου, τους είπε και με βάλανε στο χορό. Εχόρεψα το ίδιο τραγούδι που χόρεψε κι ο Χαραλάμπης. Έγινε γλέντι και χορός τρικούβερτος. Το βράδυ-βράδυ μαζωχτήκανε στην κάτω πλατεία κι ο Χαραλάμπης εμοίρασε τον κόσμο κατά παρέες κι έδωσε διάτα πού θα πάη η πάσα μία./ Οι δικοί μας ακολουθήσανε το Χαραλάμπη στου Φονιά. Εμείς οι άλλοι εφύγαμε για τα χωριά μας. Πρωτού να φύγουν τ’ αδέρφια μου, με πήραν από τους άλλους απόμερα και μου δώσανε συμβουλές για τον πατέρα, για το σπίτι μας και για ούλα. Εμένα με πήραν τα κλάματα. Μαλώσανε τ’ αδέρφια μου που έκλαιγα. Αλλά κόντεψε και μεταξύ τους να τσακωθούν, γιατί σαν ξεκινήσανε, ο Τρύφωνας έκαμε το σταυρό του. Ο Παναγής τον αγριοκοίταξε και του είπε άγρια: «Σκιάζεσαι ρε που κάνεις το σταυρό σου;» Θύμωσε τότε κι ο Τρύφωνας και του λέει: «Όποιος κάνει το σταυρό του είναι σκιαζούρης;» Εμένα αδερφέ μη με προσβάνεις. Έκαμε παρατήρηση αμέσως ο ξάδερφός μου ο Σταματογιαννάκης, που ήτανε κι ο μπουλουξής, και σωπάσανε. «Ούλοι μας θα κάμουμε το σταυρό μας Παναή, μα όχι ότι σκιαζόμαστε, αλλά για βοήθεια από το θεό που πιστεύουμε»./ Εγώ με τους άλλους χωριανούς φύγαμε ολονυχτίς και ξημερωθήκαμε στο χωριό. Ο πατέρας μου τα είχε μάθει τα μαντάτα στα Καλάβρυτα και σκιαζότανε για μας. Του είπα τα καθέκαστα και ότι τα παιδιά πήγανε κοντά στον Χαραλάμπη και στους Πετμεζαίους, θεός ξέρει πότε θα γυρίσουν…».
«Οι Τούρκοι χρόνια και χρόνια σφάζανε κοσμάκη, πήρανε παιδιά, πήρανε γυναίκες, σκλάβους χιλιάδες. Δεν είδανε ποτέ οι Χριστιανοί άσπρη μέρα. Ξεμπουτάλεμα θελήσανε οι Τούρκοι να κάμουνε. Μα ο Θεός δεν άφησε να ξεμπουτουλωθούνε οι Χριστιανοί ολότελα. Φτιάσανε χωριά στα βουνά που δεν ερχόσαν οι Τούρκοι πάντα./ Εμείς είμαστε ψηλά στο χωριό μας και τους βλέπαμε από δω πάνω που περνάγανε στη δημοσιά και πηγαινοερχόσαντε από Τρίπολη - Καλάβρυτα./ Όταν στο χωριό ερχόσανε καμμιά φορά περαστικοί, κρυβόσανε οι γυναίκες και τα παιδιά. Έβγαινεν ο κυρ Γιάννης Λαμπρόπουλος, οι νέοι άνδρες μεργιάγανε, με τίποτα άλλους γέρους, έδινε κανά μπαχτσίσι και πήγαιναν κατ’ ανέμου. Κάναμε τις δουλειές μας, είχαμε τα σπαρτά μας, τα πράγματά μας και τα περνάγαμε καλά. Οι πολιτείες και τα καμποχώρια μας δεν τα περνάγανε καλά, γιατί οι Τούρκοι δε φεύγανε απ’ εκεί. Παίρνανε ούλα τα υπάρχοντά τους και ότι θέλενε τους αφήνανε./ Εμείς είχαμε κάπου πεντακόσια γιδοπρόβατα στη Λειβέρτζα, 15 ως 20 κομμάτια άλογα, βώδια, νοικοκυριό βαρβάτο. Ο πατέρας μου, μαλακός άνθρωπος, στους Τούρκους που περνάγανε, τους έδινε και κανά βετούλι, τυρί και ό,τι άλλο για να τους γελάη. Μια φορά θυμάμαι μας πήρανε ένα τσίλι πεντάχρονο, που ήταν να μην το ιδή κακό μάτι. Του είχα με τα χέρια μου χανάκα φτιάσει και τούμοιαζε. Τούτονε τον τσίλι τον αγαπάγανε ούλοι. Τ’ αδέρφια μου, ο Παναγής με τον Τρύφωνα, ο ξάδελφός μου Σταματογιαννάκης[4] θελήσανε να κάμουνε καρτέρι στους Τούρκους, αλλά ο πατέρας μου δεν τους άφησε, μη μπας και μας κάψουνε ή σκοτωθούνε τα παιδιά./ Τ’ αδέρφια μου δεν καθόσανε φρόνιμα, τώρα στα στερνά πήγανε στους Πετιμεζάδες, στα Σουδενά, κάμποσο καιρό να μάθουνε σημάδι. Τις δουλειές τις κάναμε εμείς οι τσούπες με τον πατέρα μου. Τη Μάρθα την έπιανε όλο κάψα και δεν μπόργε εκείνη τη χρονιά. Ό, τι κάναμε εγώ με την Κυράτσω και ο πατέρας μου./ Έτσι περνάγαμε. Άμα αρχίνησε η ανακατοσούρα (επανάστασις) υποφέραμε πολλά. Ο Χονδρογιάννης με τα παιδιά του και άλλους Μαζιώτες και τον Πετιώτη από τα Στρεζοβινά, πιάσανε οι μισοί την Χελωνοσπηλιά και άλλοι μισοί γιατακιαστήκανε καρσί στη Χελωνοσπηλιά, στου Πανάγου του Μπίκου τη βίλλα και χτυπήσανε τους Τούρκους σπράχτορες και τον Ταμπακόπουλο από τη Βυτίνα, που πήγαινε φορτώματα τα γρόσια και τ’ ασήμι από τα Καλάβρυτα στην Τροπολιτσά. Τους πήρανε το βιός, το χρήμα και τους Τούρκους. Το Ταμπακόπουλο τον γλύτωσε ο Μακρής[5] στη Λυκούρια. Ήθελε δυό μέρες νάρθει τ’ Αγιαλεξιού[6]. Μας λέει εμένα και της αδερφής μου Μάρθας ο Παναγής να ζυμώσουμε πολύ ψωμί και να μαζώξουμε πεντέξι σαΐσματα ή ματαράτσια για να πηγαίναμε στην Αγία Λαύρα – προσκυνούμε τη χάρη της – να προσκυνήσουμε και να λειτουργηθούμε, που γιόρταζαν τα πάθη του Αγιαλέξη (ιερά λείψανα). Τα ετοιμάσαμε εμείς αλλά και άλλοι φούρνοι του χωριού καπνίζανε για την ίδια δουλειά./ Ξεκινήσαμε ολονυχτίς, δεν είχανε λαλήσει ακόμη τα κοκόρια. Η αδερφή μου η Μάρθα έκατσε σπίτι, ο πατέρας μου με τα πράματα. Εγώ ζαλώθηκα τα συμπράγαλά μου και εκινήσαμε. Είμαστε ούλοι-ούλοι καμιά δεκαπενταριά άνδρες και πεντέξη εφτά γυναίκες ζαλωμένες. Ο κυρ Γιάννης ο Λαμπρόπουλος[7], γραμματεύς του Ζαΐμη, με τον κυρ Θοδωράκη Κολόκα[8] (ήσαν τοπάρχαι του χωριού) εφύγανε μπροστά από την άλλη ημέρα. Πήγανε να σμίξουν το Ζαΐμη να τα ειπούνε, ήσαν δικοί του άνθρωποι. Σαν ξαναφάνανε στο Μοναστήρι από την Τρικοκιά, είχε πάρει η μέρα. Όλος ο τόπος γεμάτος, κόσμος πολύς…/ Ρώτησα τον Παναή γιατί τόσος πολύς κόσμος; Μου είπε πεισμωτά: «Προσκυνάμε πανηγύρι γίνεται» και μούπε να μην ξαναρωτήσω. Υποψιάστηκα κάτι γίνεται. Σαν πήγαμε αποκουμπήσαμε τις ζαλιές μας οι τσιούπες ψηλά στο λόγγο. Οι άνδρες κατεβήκανε κάτω τραβήξανε για τα Καλάβρυτα να βαρέσουν τον Τούρκο. Πήγανε και καλόγεροι κοντά. Μιλήσανε και κατεβήκαμε κι εμείς. Μας στείλανε στο Καλαβρυτινό γεφύρι. Κάμποσες τσούπες από τα Σουδενά πήγανε με την Τασούλα Πετιμεζά[9] κοντά στ’ αδέρφια της, κοντά στον πόλεμο. Εμάς μας βάλανε να φτιάνωμε τσουρνούρια. Ήρθε ένας δικός μας, μας επήρε εμένα και δυό τρεις άλλες κι εκουβαλάγαμε νερό με τ’ ασκιά. Το ντουφεκίδι είχε ανάψει στα Κάστρα[10], που ήσαν κλεισμένα τα παληόσκυλα. Πηγαίναμε και ψωμί, το κόβαμε και το μοιράζαμε στους πολεμιστάδες. Στερνά τους πιάσανε τους Τούρκους[11]. Μαζωχτήκανε στα Καλάβρυτα. Εσμίξαμε με τους δικούς μας. Λειτουργηθήκαμε πρώτα στην εκκλησία. Ήρθαν ούλοι οι καλόγεροι του Μ. Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας που λειτούργησαν. Είπανε και λόγο. Συχωρέσαμε τους πεθαμένους. Η εκκλησία δεν μας χώραγε όλους. Στεκόμαστε οι πλειότεροι όξω. Βγήκαν από μέσα οι καπεταναίοι και άρχοντες. Φωνάξανε γλέντι χορός. Φιλιόμαστε ούλοι στα στραβά. «Καλή Ανάσταση». Βάλανε μπροστά τον Χαραλάμπη και του τραγουδήσανε:/ Σήμερα ημέρα – μπρέ πουλί – σήμερα ημέρα είναι Λαμπρή,/ καημένε Χαραλάμπη,/ είναι γιορτή και σχόλη./ Σήμερα στα Καλάβρυτα/ το κάνουν πανηγύρι κ.λ.π[12]. Όσες γυναίκες και άνδρες ήσανε από κοντακιανά, πήγανε και φορέσανε τα γιορτινά τους και χόρεψαν. Οι δικοί μας χορέψανε με τα λερωμένα. Εγώ ντρεπόμουνα, ήμουνα λερωμένη, αλλά ο Μουρτογιάννης, που γνωριζότανε με τους δικούς μου, τους είπε και με βάλανε στο χορό. Εχόρεψα το ίδιο τραγούδι που χόρεψε κι ο Χαραλάμπης. Έγινε γλέντι και χορός τρικούβερτος. Το βράδυ-βράδυ μαζωχτήκανε στην κάτω πλατεία κι ο Χαραλάμπης εμοίρασε τον κόσμο κατά παρέες κι έδωσε διάτα πού θα πάη η πάσα μία./ Οι δικοί μας ακολουθήσανε το Χαραλάμπη στου Φονιά. Εμείς οι άλλοι εφύγαμε για τα χωριά μας. Πρωτού να φύγουν τ’ αδέρφια μου, με πήραν από τους άλλους απόμερα και μου δώσανε συμβουλές για τον πατέρα, για το σπίτι μας και για ούλα. Εμένα με πήραν τα κλάματα. Μαλώσανε τ’ αδέρφια μου που έκλαιγα. Αλλά κόντεψε και μεταξύ τους να τσακωθούν, γιατί σαν ξεκινήσανε, ο Τρύφωνας έκαμε το σταυρό του. Ο Παναγής τον αγριοκοίταξε και του είπε άγρια: «Σκιάζεσαι ρε που κάνεις το σταυρό σου;» Θύμωσε τότε κι ο Τρύφωνας και του λέει: «Όποιος κάνει το σταυρό του είναι σκιαζούρης;» Εμένα αδερφέ μη με προσβάνεις. Έκαμε παρατήρηση αμέσως ο ξάδερφός μου ο Σταματογιαννάκης, που ήτανε κι ο μπουλουξής, και σωπάσανε. «Ούλοι μας θα κάμουμε το σταυρό μας Παναή, μα όχι ότι σκιαζόμαστε, αλλά για βοήθεια από το θεό που πιστεύουμε»./ Εγώ με τους άλλους χωριανούς φύγαμε ολονυχτίς και ξημερωθήκαμε στο χωριό. Ο πατέρας μου τα είχε μάθει τα μαντάτα στα Καλάβρυτα και σκιαζότανε για μας. Του είπα τα καθέκαστα και ότι τα παιδιά πήγανε κοντά στον Χαραλάμπη και στους Πετμεζαίους, θεός ξέρει πότε θα γυρίσουν…».
(πρώτη δημοσίευση: "ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS" 12/3/2014)
Αθανάσιος Τζώρτζης.
Ο Θανάσης Τζώρτζης και γεννήθηκε στο Γκέρμπεσι (Προφήτη Ηλία) το 1951. Έχει τελειώσει την ΑΣΟΕΕ και σπουδές στην Πληροφορική και τον Προγραμματισμό καθώς και επιμόρφωση σε πακέτα Στατιστικών Εφαρμογών.
Ο Θανάσης Τζώρτζης και γεννήθηκε στο Γκέρμπεσι (Προφήτη Ηλία) το 1951. Έχει τελειώσει την ΑΣΟΕΕ και σπουδές στην Πληροφορική και τον Προγραμματισμό καθώς και επιμόρφωση σε πακέτα Στατιστικών Εφαρμογών.
Ο Θανάσης Τζώρτζης εξεδωσε πρόσφατα το πολύτομο έργο με τίτλο: "ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ"
[1] Πρόγονοί του ίσως, από το ίδιο χωριό ο Σκρέπος Γιαννάκης (ή και Σκράμπος Γιαννάκης) όστις αιτείται αριστείο και οι Σκρέπος Θανάσης, Πέτρος, Στάθης οι οποίοι αναφέρονται ως δικαιούχοι αριστείων.
[2] Ο Π. Παπαρρηγόπουλος, «Λαογραφικά Καλαβρύτων», αναφέρει ότι «Ο Καλαβρυτινός λογοτέχνης κ. Αλέκος Μπίκος, που πρόλαβε στα μικρά του χρόνια την αιωνόβια γερόντισσα, το κατέγραψε [το τραγούδι για τον Χαραλάμπη] από διήγησή της, μαζί με το ιστορικό της καταλήψεως των Καλαβρύτων».
[3] Δεν αναφέρεται από τον Νικ. Γ. Σκρέμπο, με ποιο τρόπο περιήλθαν σε γνώση του και μάλιστα αυτολεξεί (;) 57 χρόνια μετά το θάνατό της, όσα παραθέτει ως διήγηση της Γεωργούλας Μπαλιάτσου.
[4] Πρόκειται ίσως για τον Σταματόπουλο Ιωάννη, από το ίδιο χωριό, όστις υπηρέτησε ως υπαξιωματικός υπό τους Πετιμεζαίους και έλαβε μέρος στη μάχη των Καλαβρύτων.
[5] Ο Φωτάκος αναφέρει: «…[Μετά το επεισόδιο της Χελωνοσπηλιάς] Ο δε Ταμβακόπουλος με τους συντρόφους του ωδηγήθη από τον Κουτσολιάν να υπάγη δι’ άλλης οδού εις την Λυκούριαν και εις το σπίτι του Αναγνώστη Μακρή. Αφού δε έφθασαν εκεί, ο Μακρής, αν και ήτο τότε άρρωστος, όμως άδειασε το σπίτι του, έβγαλε τα πολεμοφόδια ,τα προετοιμασμένα δια την επανάστασιν, και εδέχθη τον Ταμβακόπουλον και τους Τούρκους, διότι ήτο φίλος του Σωτήρη Χαραλάμπη. Τότε ο Αναγνώστης Κολιόπουλος, προεστώς και αυτός ως και ο Μακρής, έχων τον Χονδρογιάννην και τους λοιπούς ηθέλησαν να καύσουν το σπίτι του Μακρή και μαζί με αυτό και τον Ταμβακόπουλον και τους Τούρκους, λέγοντες ότι τοιαύτην διαταγήν είχαν από τον Ζαΐμην, και ότι πληρώνουν το σπίτι του. Αλλ’ ο Μακρής ως και οι άλλοι εκεί φίλοι του Σ. Χαραλάμπη ακούσαντες ταύτα εδυσαρεστήθησαν και είπαν, ότι αυτοί δεν είχαν ομοίαν διαταγήν από τον Χαραλάμπην. Μετά ταύτα ο Κωνσταντής υιός του Μακρή και άλλοι Λυκουριώται επήραν τους περί τον Ταμπακόπουλον και τους συνώδευσαν έως του Μπούγα το διάσελον κατά του Φονιά εις την Καταβόθραν και εκεί τους αφήκαν. Εκέιθεν ο Ταμπακόπουλος επήγεν εις το Ζευγολατειό…».
[6] Του Αγίου Αλεξίου είναι στις 17 Μαρτίου. Άρα το γεγονός, η αφηγήτρια το προσδιορίζει ότι έγινε στις 15 Μαρτίου. Ο Σπ. Τρικούπης αναφέρει: «Ο γέρων Ασημάκης Ζαΐμης, προεστώς των Καλαβρύτων και πατήρ του Ανδρέου, είχε παρ’ αυτώ δύο παλαιούς κλέπτας, τον Χονδρογιάννην και τον Πετιώτην…Την 15ην Μαρτίου, ενώ εγευμάτιζε μόνος του εν τω χωρίω του, τη Κερπινή, υπηρετούντων του Χονδρογιάννη και του Πετιώτη, τους ηρώτησε τι νέον; Εκείνοι απεκρίθησαν ότι την επαύριον ανεχώρει εις Τριπολιτσάν φέρων χρήματα του δημοσίου, ο Σειδής Λαλιώτης, σπαής, και ότι αν τοις έδιδε την άδειαν, έτοιμοι ήσαν να τον κτυπήσωσι καθ’ οδόν και αρπάσωσι και φέρωσι τα χρήματα προς τον αυθέντην των επ’ ωφελεία του γένους. Ο γέρων Ζαΐμης… έκαμε τον σταυρόν του και τοις είπε «’ς την ευχή μου παιδιά». Οι δύο κλέπται, λαβόντες την ευχήν του άρχοντος και απραλαβόντες και τινας άλλους, παραμόνευσαν επί της εις Τριπολιτσάν οδού κατά την Χελωνοσπηλιάν, και ετουφέκισαν τον Σηδήν διαβαίνοντα ανύποπτον και έχοντα συνοδόν τον Ταμπακόπουλον…» κ.λ. Αυτό το γεγονός που έγινε στις 16 Μαρτίου, ο Ιω. Κολοκοτρώνης το τοποθετεί στις 19 Μαρτίου. Ο Μ. Οικονόμου το τοποθετεί στις 16 Μαρτίου και ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει σχετικά: «συνέπεσε δε ταυτοχρόνως να ευρεθεί εις τα Καλάβρυτα δι υποθέσεις του ιδιαιτέρας και τις Σεϊδεκεχαγιάς ονομαζόμενος, καθώς και ο εκ Βυτίνης Νικόλαος Ταμπακόπουλος έχων και αυτός να λαμβάνη χρήματα ως μεγαλέμπορος και σαράφης (τραπεζίτης) διατελών εις Τριπολιτζάν. Αμφότεροι ούτοι εμελέτων προ ημερών τινών να αναχωρήσωσι εκ Καλαβρύτων δια την Τριπολιτζάν, και την 16 Μαρτίου εξήλθον εις οδοιπορίαν ομοθυμαδόν. Έλληνες δε τινές εκ Καλαβρύτων… ενεδρεύσαντες εις θέσιν Χελωνοσπηλαιάν, άμα φθάσαντα τον Σεϊδικεχαγιάν μετά του Ν. Ταμπακόπουλου, επυροβόλησαν αυτόν…». Ο δε Φωτάκος τοποθετεί το γεγονός μετά την 15 Μαρτίου αναφέροντας ότι: «Κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Νικ. Ταμπακόπουλος… ανεχώρησεν από τα Καλάβρυτα, δια να υπάγη εις Τριπολιτσάν, έχων προς ασφάλειάν του και συνοδίαν τον Σεϊδή Λαλιώτην και έως δέκα Τούρκους και Έλληνας… Αφού δε τα ζώα με τα φορτώματα έφθασαν εις την χελωνοσπηλιάν έπεσαν εις την χωσιάν των απαεσταλμένων του Ασημ. Ζαΐμη…» κ.λ.
[7] Από το Παγκράτι, τιμήθηκε με Σιδηρούν Αριστείο,διετέλεσε γραμματέας του Σωτ. Θεοχαρόπουλου και Ανδρ. Λόντου.
[8] Κολόκας ή Παπανικολάου Θεόδωρος: από Παγκράτι υπηρέτησε κοντά στον Ανδρέα Ζαΐμη και το στρατηγό Β. Πετιμεζά και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες κυρίως στην πολιορκία των Πατρών όπου διακρίθηκε δια την «έκτακτον ανδρείαν του». Καπετάνιος β΄ τάξης στην επαρχία Καλαβρύτων κατά το 1821. Αναγράφεται σε απόφαση του βασιλιά Όθωνα με την οποία χορηγείται το αργυρούν αριστείο.
[9] Για την Τασούλα Πετιμεζά ο Π. Παπαρρηγόπουλος έχει καταγράψει το εξής τραγούδι: «Από την Πάτρα ερχόμουνα, στην Τρίπολη πηγαίνω/ και νύχτωσα στα Σουδενά, μέσ’ τα Πετιμεζέϊκα./ Κανένας δεν μ’ εγνώριζε, απ’ τους Πετιμεζαίους, παρά η Τασιώ μοναχά, η πρώτη τους ξαδέρφη./ Νυστάξαν τα ματάκια μου και κλείσαν τα καϋμένα./ - Σήκω Τασούλα στρώσε μου το μισοφούστανό σου/ και βάλε για προσκέφαλο, τ’ αριστερό σου χέρι, να πέσω ν’ αποκοιμηθώ, να γείρω να πλαγιάσω, όσο να σκάσει ο Αυγερινός, να πάει η πούλια γιόμα.».
[10] Ο Π. Πατρών Γερμανός αναφέρει ότι: «Εκ τοιούτων συμβεβηκότων φοβηθέντες οι εν Καλαβρύτοις Τούρκοι, εκλείσθησαν όλοι συν γυναιξί και τέκνοις εις δύο πύργους και εκεί εστοχάζοντο να διαφυλαχθούν, έως ότου τους προφθάση άλλοθεν βοήθεια…».
[11] Ο Απ. Β. Δασκαλάκης (Η έναρξις του αγώνος της ελευθερίας), αναφέρει: «Τότε ο Χαραλάμπης συνοίθρησε τους πάντοτε προθύμους προς έναρξιν εχθροπραξιών κλέφτας της περιφερείας και λοιπούς οπλοφόρους υπό τους Πετιμεζάδες, οι οποίοι εισήλθον εις τα Καλάβρυτα και επολιόρκησαν τους πύργους. Μετά βραχείαν πολιορκίαν οι Τούρκοι ηναγκάσθησαν να παραδοθούν…».
[12] Ο Π. Παπαρρηγόπουλος, παραθέτει κατά διήγηση της ιδίας της Μπαλάτσου και καταγραφή του Αλέκου Μπίκου, και το υπόλοιπο τραγούδι που έχει ως εξής: Διάκοι φορούνε τα ιερά/ κι οι όμορφες τα άσπρα./ Λεβέντες σέρνουν το χορό,/ με τ’ άρματα στο χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.