φωτο ΑΠΕ από το φεστιβάλ αναβίωσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Ρούπελ Ο πολυάριθμος γερμανικός αντίπαλος με τον υπερσύγχρονο πολ...
φωτο ΑΠΕ από το φεστιβάλ αναβίωσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Ρούπελ |
Ο πολυάριθμος γερμανικός αντίπαλος με τον υπερσύγχρονο πολεμικό εξοπλισμό, δεν τους φόβισε, τους ώθησε ως αγρίμια να υπερασπίσουν την πατρίδα τους με άπλετη αυτοθυσία και αξιοπρέπεια μέχρι την τελευταία στιγμή. «Τα οχυρά καταλαμβάνονται, δεν παραδίδονται» ήταν το «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» του διοικητή του οχυρού Ρούπελ, Άνχη Γεώργιου Δουράτσου στην απαίτηση των Γερμανών για παράδοση του οχυρού Ρούπελ.
Στις 6 Απριλίου 1941 τις 5:12 π.μ. γερμανικές, ιταλικές και ουγγρικές στρατιωτικές δυνάμεις επιτίθενται κατά της Γιουγκοσλαβίας, ενώ τρία λεπτά αργότερα αρχίζει η γερμανική επίθεση εναντίον της χώρας μας στο μέτωπο Ανατολικής Μακεδονίας (Γραμμή Μεταξά) και Θράκης, μετά την επίδοση τελεσιγράφου από τους Γερμανούς στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή. Η οχυρωματική Γραμμή Μεταξά, με μήκος 170 χλμ., εκτεινόταν από τον ποταμό Νέστο ως το όρος Κερκίνη (Μπέλες) κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και την υπερασπιζόταν το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), το οποίο αποτελούσαν οι 7η, 14η και 17η Μεραρχίες Πεζικού υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Μπακόπουλου. Οι οχυρώσεις ήταν σχεδιασμένες να διαθέτουν φρουρά άνω των 200.000 στρατιωτών, όμως λόγω της έλλειψης προσωπικού το συνολικό μέγεθος της φρουράς που υπερασπιζόταν τα οχυρά ήταν περίπου 70.000 άντρες, έχοντας ως αποτέλεσμα την αραιή διάταξη των αμυντικών γραμμών. Το Ρούπελ, το Ρονπέλιον των Βυζαντινών, είναι το μεγαλύτερο οχυρό της “Γραμμής Μεταξά” και ελέγχει την ομώνυμη στενωπό, που σχηματίζεται από τον ρου του Στρυμόνα, ανάμεσα στα βουνά Κερκίνη (Μπέλες) και Άγγιστρο. Το υπεράσπιζαν 27 αξιωματικοί και 950 στρατιώτες με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Δουράτσο, παρότι προβλεπόταν δύναμη 44 αξιωματικών και 1353 οπλιτών.
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο, η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις στερούσαν από αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας, στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.
Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου έδρασαν τα γερμανικά τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος. Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, αλλά ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ’ όλη την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος λόχος κατάφερε να περάσει τα ξημερώματα της 7ης Απρίλη και να ενωθεί με τα υπόλοιπα τμήματα, το μεσημέρι , με πολύ μεγάλες απώλειες.
Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με τρεις συσκευές ασυρμάτου και δύο όλμους. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, ήταν σφοδροί, με τα στούκας να χρησιμοποιούν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων , που υποδεχόντουσαν την « κόλαση» με ζητωκραυγές.
Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ σήμανε συναγερμό σ τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγού Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά, ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο Λουτρών.
8 Απριλίου
Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου. Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες. Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού. Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού αφού το ΙΙ/125 γερμανικό τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα.
Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ και προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απώλειες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες. Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) ζητώντας την παράδοση του οχυρού.
Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι «τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών». Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση. Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστεί.
Την επομένη μέρα, 10 Απριλίου 1941, έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα και απέδωσαν τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Οι απώλειες της φρουράς του οχυρού Ρούπελ ανήλθαν σε 44 νεκρούς και 152 τραυματίες.
«… "Ρόδα φυτέψτε αμάραντα ολόγυρα στο χώμα, Υμνώντας τους Αθάνατους ,που κείτονται από κάτω, Εκείνοι το αίμα έδωκαν ,Λεύτεροι Εμείς να ΖΟΥΜΕ" » αναγράφει η τιμητική μαρμάρινη πλάκα φτάνοντας στην κορυφή του Ρούπελ, με τα απομεινάρια των γερμανικών κανονιών να βρίσκονται στους πρόποδες του δοξασμένου λόφου.
Σύμφωνα με την Ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το Οχυρό ''Ιστίμπεη'' αποτελούσε τμήμα του συγκροτήματος των Οχυρών της Μακεδονίας. Η δύναμη του Οχυρού ήταν 10 Αξιωματικοί και 300 Οπλίτες. Ο διαθέσιμος οπλισμός ήταν 2 πυροβόλα , 1 αντιαρματικό , 1 αντιαεροπορικό , 2 όλμοι , 26 πολυβόλα, 9 οπλοπολυβόλα και 17 βομβιδοβόλα. Επιπλέον ο ατομικός οπλισμός των ανδρών. Το Οχυρό ''ΙΣΤΙΜΠΕΗ'' είχε 30 επιφανειακά έργα και 2.297 μ. υπογείων στοών, που αποτελούσαν ένα στεγανό σύνολο.
Στις 05.15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα που βρίσκονταν στη Βουλγαρία, χωρίς να τηρηθούν τα συνήθη διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας προς απάντηση, εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος. Άρχισε ο βομβαρδισμός του Οχυρού ''ΙΣΤΙΜΠΕΗ'' με πυροβολικό διαφόρων διαμετρημάτων, ενώ συγχρόνως πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς, ταγμένα επί της μεθορίου, σε αποστάσεις 250 έως 600 μέτρων από αυτή, έβαλαν εναντίον των φατνωμάτων των πολυβολείων.
Την 06:00 το πρωί, πολυάριθμα σμήνη αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως άρχισαν να σφυροκοπούν την επιφάνεια του Οχυρού, καταστρέφοντας το μοναδικό αντιαεροπορικό πολυβολείο, που μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε καταρρίψει τέσσερα εχθρικά αεροπλάνα.
Μία ώρα μετά , αφού σταμάτησε ο βομβαρδισμός, ο εχθρός επιτέθηκε με πυκνά κύματα πεζικού. Διεξάγεται σκληρός αγώνας και ολόκληρα εχθρικά τμήματα αποδεκατίζονται. Περίπου στις 8.οο το πρωί, ο εχθρός κατορθώνει να θέσει πόδα επί της επιφανείας του Οχυρού. Προς ανακούφιση των αμυνομένων, διετάχθη το μεσημέρι αντεπίθεση, η οποία τελικά απέτυχε λόγω της τεράστιας υπεροχής του εχθρού σε πυροβολικό και αεροπορία. Κατά τις πρώτες νυκτερινές ώρες, οι Γερμανοί, εισέρχονται στο εσωτερικό του Οχυρού, αλλά μετά από αιματηρό αγώνα εκμηδενίζονται.
Το πρωί της 7ης Απριλίου, βρήκε το Οχυρό ''ΙΣΤΙΜΠΕΗ'' να συνεχίζει το σκληρό και επικό αγώνα του. Όλα τα επιφανειακά έργα του Οχυρού έχουν καταστραφεί. Επανειλημμένες απόπειρες των Γερμανών, για κάθοδο εντός των στοών, αποκρούονται με βαριές απώλειες.
Κατόπιν αυτού, οι Γερμανοί φράσσουν τα φατνώματα των πολυβολείων και των υπολοίπων έργων, διοχετεύουν αποπνικτικά αέρια και κατορθώνουν να δημιουργήσουν ανυπόφορη κατάσταση . Οι άνδρες δυσχεραίνονται να αναπνεύσουν και προ της απειλής του θανάτου από ασφυξία, ο Διοικητής του Οχυρού Ταγματάρχης Πικουλάκης Ξάνθος , στις 04.00 το μεσημέρι, διατάσσει την παράδοσή του.
Οι απώλειες κατά το διήμερο αγώνα των υπερασπιστών του Οχυρού, ανήλθαν σε 30 νεκρούς και 70 τραυματίες, ενώ των Γερμανών ήταν πολλαπλάσιες.
Η πτώση του οχυρού Ιστίμπεη σήμανε την προέλαση των Γερμανών στην κοιλάδα του Στρυμώνα. Οι Γερμανοί εισέρχονται στο Σιδηρόκαστρο και δίνεται διαταγή εγκατάλειψης της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης των Σερρών. Για τον ηρωισμό και τη γενναιότητα των υπερασπιστών του Οχυρού ''Ιστίμπεη'', εκφράσθηκαν με θαυμασμό οι Γερμανοί και δήλωσαν απερίφραστα, ότι εάν δεν διέθεταν συντριπτική υπεροχή σε αεροπλάνα, άρματα και αντιαρματικά πυροβόλα, η πτώση του Οχυρού θα ήταν αδύνατη.
Στις 10 Απριλίου 1941, στην πόλη των Σερρών, οι Γερμανοί τοιχοκολλούν προκήρυξη στα γερμανικά, βουλγαρικά και ελληνικά, με την οποία δηλώνουν ότι αγαπούν τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους και δεν έρχονται ως εχθροί, αλλά ως ελευθερωτές της Ελλάδος από τους Άγγλους.
Ακόμα και μετά την παράδοση της Γραμμής Μεταξά από τον Αντιστράτηγο Μπακόπουλο, μεμονωμένα φρούρια συνέχισαν να μάχονται για μέρες και δεν κατελήφθησαν παρά μόνο όταν χρησιμοποιήθηκε βαρύ πυροβολικό εναντίον τους. Ουσιαστικά, όμως, η Γραμμή Μεταξά περισσότερο παραδόθηκε, λόγω της υπερφαλάγγισης και της κύκλωσής της από τους Γερμανούς, παρά κατέρρευσε.
πηγή: "ΡΟΥΠΕΛ"
πηγή: "ΡΟΥΠΕΛ"
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.