του † Αρχ. Χριστόδουλου Φάσσου* Ατμόσφαιρα χαράς βασιλεύει παντού, χαρμόσυνος χαιρετισμός κυριαρχεί. Η Εκκλησία πλέει σε θάλασσα αγα...
Ατμόσφαιρα χαράς βασιλεύει παντού, χαρμόσυνος χαιρετισμός κυριαρχεί. Η Εκκλησία πλέει σε θάλασσα αγαλλιάσεως και δόξας. Οι ύμνοι της διασαλπίζουν τα συναισθήματά της: «Αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή». Αυθορμήτως έρχεται στα χείλη όλων ο νικητήριος χαιρετισμός: «Χριστός Ανέστη» και αυθορμήτως η απάντηση: «Αληθώς Ανέστη». Ακόμη και αυτοί οι άπιστοι παρασύρονται και το επαναλαμβάνουν.
Προσέξτε δε τούτο το θαυμαστό: Εκείνο το οποίο τότε, κατά τις ημέρες εκείνες αποτελούσε αίνιγμα, αμφιβολία, αντικείμενο δυσπιστίας για τους μαθητές -«και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. ΚΔ’, 11), «κακείνοι ακούσαντες ότι ζη και εθεάθη υπ' αυτής (Μαγδαληνής), ηπίστησαν...» (Μάρκ. ΙΣΤ’, 11)- σήμερα είναι τόσο παραδεκτό και ανθεί στα χείλη όλων, νέων και γέρων, πιστών και απίστων ακόμη.
Αλλά στο σημείο αυτό γεννάται ένα ερώτημα: Οι Χριστιανοί έχουν κατανοήσει καλά αυτό το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου; Εμείς έχουμε εννοήσει ποιες υποχρεώσεις μάς γεννά η πίστη ότι «ηγέρθη ο Κύριος όντως;» (Λουκ. ΚΔ’, 34). Έχουμε σκεφθεί τις συνέπειες και τα αποτελέσματα αυτού του χαιρετισμού «Χριστός Ανέστη»; Μήπως και στα δικά μας χείλη ανθεί απλώς και τον επαναλαμβάνουμε χωρίς να έχουμε καταλάβει το βαθύτερο περιεχόμενο του;
Χρειάζεται να κατανοήσουμε πρώτον ότι η Ανάσταση είναι στενά ενωμένη με το Πάθος και είναι αποτέλεσμα αυτού. Ήδη οι Προφήτες στις σχετικές προφητείες τους συνδέουν τα παθήματα με τη δόξα του Μεσσία. Ο Απόστολος Πέτρος γράφει χαρακτηριστικά: «Περί ης σωτηρίας εξεζήτησαν και εξηρεύνησαν προφήται... τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξας...» (Α’ Πέτρ. Α’ 10-11).
Κατά την πορεία εις Εμμαούς, και ενώ οι δυο Απόστολοι ήσαν στενοχωρημένοι και σκυθρωποί, ο Κύριος τους είπε: «Ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται! Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. ΚΔ’, 25-26).
Γι' αυτό και σε όλη την εκκλησιαστική υμνολογία συνδέεται στενά το Πάθος με την Ανάσταση του Κυρίου. Τη Μ. Πέμπτη ακούμε στο ιε’ Αντίφωνο «...Προσκυνούμέν σου τα πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου ανάστασιν». Την Κυριακή του Πάσχα διαβάζουμε: «Τον Σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν και την αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν... ιδού γαρ ήλθε δια του Σταύρου χαρά εν όλω τω κόσμω...»
Ωραιότατα και ο Απ. Παύλος συνδέει το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου: «τον δε βραχύ τι παρ' αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησούν δια το πάθημα του θανάτου δόξη και τιμή εστεφανωμένον...» (Εβρ. Β’, 9). Βλέπουμε λοιπόν ότι η Ανάσταση έχει υπόβαθρο το πάθος, τον πόνο, το Γολγοθά. Ανεστήθη, διότι έπαθε. Δεν θα είχαμε το φως που έλαμψε και εθάμβωσε κατά την Ανάσταση, εάν δεν είχε προηγηθεί το «σκότος από ώρας έκτης» (Ματθ. ΚΖ’, 45). Όταν αυτές τις δυο έννοιες τις συνδέουμε, τότε κατανοούμε το μυστήριο της σωτηρίας μας και χαιρόμαστε τη χαρά της Αναστάσεως, διότι δια του Πάθους λυτρωνόμαστε.
Ποιό είναι τώρα το συμπέρασμα από την άρρηκτη αυτή ένωση Αναστάσεως και Πάθους; Ο Απ. Πέτρος μας λέγει: «Εις τούτο γαρ εκλήθητε... ίνα επακολούθησητε τοις ίχνεσιν αυτού...» (Α’ Πέτρ. Β’, 21). Δηλαδή, όταν λέμε «Χριστός Ανέστη», δεν θα χαιρόμαστε μόνο για την Ανάστασή Του, αλλά θα σκεπτόμαστε και τα παθήματά Του. Και κατά συνέπεια καλούμεθα όχι μόνον να είμεθα μέτοχοι της χαράς της Αναστάσεως, αλλά και των παθημάτων. Τούτο σημαίνει ότι, για να φθάσουμε στην Ανάσταση, θα περάσουμε και μεις μέσα από πάθη και θλίψεις. «Ωσπερ κοινωνοί εστε των παθημάτων, ούτω και της παρακλήσεως» (Β’ Κορ. Α’, 7). Καλούμεθα σε αγώνα πνευματικό και θα δοκιμά¬σουμε πόνο. Καλούμεθα σε μία γέννηση και αυτή προϋποθέτει πάντοτε ωδίνες. Ο εχθρός ευρίσκεται πάντοτε γύρω μας και εντός μας. Ασφαλώς θα φθάσουμε στη νίκη, στην Ανάσταση, αλλά κατόπιν αγώνος και θλίψεων. Θα βλέπουμε την Ανάσταση, αλλά δια μέσου του Γολγοθά. Θα βλέπουμε μέσω των δακρύων, αλλά τότε λέγουν οι Πατέρες ότι βλέπουμε καθαρότερα. Τις θλίψεις θα τις βλέπουμε με το φακό της Αναστάσεως, ώστε να μη μας καταβάλλουν.
Και εφ' όσον πονώ... και εφ' όσον θλίβομαι... και εφ' όσον υποφέρω... και πάλι η Ανάσταση δίνει τη λύση. Κανείς δεν το αρνείται. Είδατε ότι και ο Κύριος μετά την Ανάσταση φέρει τους τύπους των ήλων. Θα αγωνιζόμαστε, θα πονούμε, αλλά θα παρηγορούμεθα δια της Αναστάσεως. Θα γνωρίζουμε ότι θα φέρουμε τα τραύματά μας δια βίου. Και θα αναμένουμε την Ανάσταση τη Δευτέρα για την τελεία θεραπεία.
Και τώρα ας σταθούμε σ' ένα δεύτερο σημείο. Ένα ερώτημα ας θέσουμε στον εαυτό μας: Πιστεύουμε στην Ανάσταση του Κυρίου;
Ίσως απορήσουν μερικοί. Θεωρείται τόσον άστοχο το ερώτημα. Ασφαλώς πιστεύουμε. Πριν όμως απαντήσου¬με, ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Εκείνοι που πίστευσαν προ πάντων στην Ανάσταση ήσαν οι Απόστολοι. Ας δούμε τι έκαναν Αυτοί, πώς φανέρωσαν την πίστη τους στον Αναστάντα Κύριο.
α) Εκήρυξαν την Ανάσταση.
Η εντολή τους δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο: «υμείς δε έστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. ΚΔ’, 48). Και διαλάλησαν αυτό το μεγάλο, το ακατανόητο, το απίστευτο γεγονός παντού. Και πόσα δεν τους στοίχισε! Πόσες θυσίες, πόσοι διωγμοί, πόσες φυλακίσεις, πόσα μαρτύρια, πόσο αίμα, αλλά και τη ζωή τους ακόμη! Βέβαια, κηρύττουν το γεγονός χωρίς κανέναν δισταγμό. «Ου δυνάμεθα γαρ ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν...» (Πράξ. Δ’, 20).
β) Οι Μαθητές έζησαν την Ανάσταση του Κυρίου.
Η ζωή τους ήταν μία απόρροια της Αναστάσεως. Είχαν κατανοήσει ότι ο «Χριστός έπαθεν υπέρ ημών» (Α’ Πέτρ. Β’ 21) «και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. Δ’, 25). Είχαν κατανοήσει τούτο το μέγα: «Συνετάφησαν αυτώ δια του βαπτ¬σματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών... ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. ΣΤ’, 4). Η ζωή τους ήταν ζωή ανθρώπων αναστημένων, «εγηγερμένων εκ νεκρών...» (Εφεσ. Ε’, 14).
Και επανέρχομαι στο ερώτημα της αρχής. Πιστεύουμε στην Ανάσταση του Κυρίου; Εάν ναι, τότε και μεις πρέπει να κάνουμε ό,τι και οι άγιοι Απόστολοι. Να το κηρύττουμε, να το διαλαλούμε, να διασκορπίζουμε παντού το μήνυμα της Αναστάσεως.
Ίσως όμως να πει κάποιος: Μα να γίνω κήρυκας, να αφήσω την εργασία μου; Όχι. Αυτό είναι για τους λίγους. Δεν ζητάει ο Θεός να γίνουμε όλοι κήρυκες των λόγων, αλλά κήρυκες της Αναστάσεως με τη ζωή μας. Ιδού το μεγάλο ζήτημα. Επηρεάζεται η όλη ζωή μου από την Ανάσταση του Κυρίου; Προσέξατε πώς άλλαξε η ζωή των μαθητών; Πριν ήσαν φοβισμένοι, δειλοί, άτολμοι. Μετά την πίστη τους στον Αναστάντα Κύριο παίρνουν θάρρος, τόλμη, παρρησία. Τι φοβερή μεταβολή είχε και ο Παύλος από την πίστη στον Αναστημένο Κύριο!
Είμαστε λοιπόν εμείς άνθρωποι της Αναστάσεως; Παρουσιάζεται αναστημένος και όρθιος ο εσωτερικός μας κόσμος; «Ανάστα εκ των νεκρών...» (Β’ Τιμοθ. Β’, 8) μας παραγγέλλει ο Κύριος. Η ζωή εκείνου που πιστεύει στην Ανάσταση πρέ¬πει να είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή εκείνου που δεν πιστεύει. Αυτός ζει μία ζωή αδιαφορίας και ηθικής καταπτώσεως. «Η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου...» (Α’ Ιω. Β’, 16) αποτελούν τα ιδανικά του. Μήπως είναι και τα δικά μας; Εάν συμβαίνει αυτό, τότε πώς θα πούμε ότι ζούμε το «Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολ. Γ’, 1-2); Ο χριστιανός πρέπει να στρέφεται και να πετά πάντοτε προς τα ύψη, όπως ο αετός και όχι να σέρνεται στα χαμηλά, όπως το σκουλήκι.
Εάν πιστεύουμε ότι «ηγέρθη ο Κύριος», τότε η καρδιά μας δεν θα είναι κολλημένη στα γήινα, στα χαμηλά. Αφού θα έχει συνταφεί, θα έχει και συναναστηθεί. Η καινούργια ζωή μας πρέπει να είναι μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Είδατε το μεταξοσκώληκα πως μεταμορφώνε¬ται η κάμπια σε χρυσαλλίδα (νύμφη) κι αυτή πάλι μεταμορφώνεται μέσα στο κουκούλι σε τέλειο έντομο, την πεταλούδα; Αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Έτσι και η δική μας μεταμόρφωση πρέπει να είναι ένα πραγματικό γεγονός. Μόνον τότε πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού.
Τέλος ας υπογραμμίσουμε και μία άλλη αλήθεια: Η Ανάσταση του Κυρίου είναι για μας όλους ανεξάντλητη πηγή χάριτος και δωρεών. Ας θυμηθούμε τι μας δίδαξε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως. «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος» (Ιω. Α’, 16). Όχι απλώς λαμβάνουμε πλήθος δωρεών, αλλά μας δίδεται συνεχώς «χάρις αντί χάριτος», δηλαδή η μία δωρεά πάνω στην άλλη. Όπως ακριβώς τα κύματα της θάλασσας ακατάπαυστα διαδέχονται το ένα το άλλο αιωνίως, έτσι και δια της Αναστάσεως παρέχεται συνεχώς χάρις επί Χάριτος.
Θα προσπαθήσω να το απλοποιήσω για να το κατανοήσουμε καλύτερα. Ο Κύριος δια του σταυρικού Του θανάτου έλαβε τις αμαρτίες μας. «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει...» (Α’ Κορ. ΙΕ’, 17). Προσέφερε τον εαυτόν του θυσία στο Θεό. Έχυσε το αίμα Του για να μας καθαρίσει. Όλα αυτά τα λέμε, αλλά πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι είναι έτσι; Ότι ο ουράνιος Θεός έσχισε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας; Ποια απόδειξη έχουμε;
Εχουμε τρανή απόδειξη την Ανάστασή Του! «Ότι Χριστόν ήγειρεν εκ νεκρών» (Πραξ. Γ’, 15). Εάν ο Χριστός έμενε στον τάφο, ούτε απόδειξη θα είχαμε, ούτε χάρη και δωρεές. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ΙΕ’, 14). «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών΄έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών» (Α’ Κορ. ΙΕ’, 17).
Ετσι, λοιπόν, τώρα μπορούμε να χαιρόμαστε και να επαναλαμβάνουμε μετά βεβαιότητος ότι ο Κύριος Ιησούς «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. Δ’, 25).
Αλλά ας προσέξουμε κάτι ακόμη σπουδαιότερο. Δια της Αναστάσεως λαμβάνουμε «χάριν αντί χάριτος». Λαμβάνουμε πλήθος χαρίτων και δωρεών. Ας προσέξουμε ένα χωρίο ακόμη του Αποστόλου: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ. Ε’, 10). Εάν δια του θανάτου κερδίσαμε, φαντάζεσθε τι κερδίζουμε δια της ζωής Του, της Αναστάσεώς Του. Εάν δια του Σταυρού υπάρχει χάρις, δια της Αναστάσεως έχομεν χάριν αντί χάριτος. Ολα όσα απολαμβάνουμε είναι δώρα και καρποί της Αναστάσεως. Αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, προσευχή, γαλήνη, μετάνοια κλπ. Όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι καρποί της Αναστάσεως. Όλα αυτά ανέτειλαν εκ του κενού τάφου. Ας θυμηθούμε τον Κατηχητικό λόγο του Ι. Χρυσοστόμου...
Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη ζωοφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας.
Ας γίνει αυτή το βίωμά μας.
Ας διαποτίσει τη ζωή μας.
Ας αποτελεί το φως, το οποίο θα την καταυγάζει.
Ας επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, και μεις πάντοτε με ακράδαντη πίστη:
- Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς Ανέστη!
(Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, «Η Συγκατάβαση του Θεού και η Ευθύνη του Ανθρώπου», Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008)
*† ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΦΑΣΣΟΣ (1929 -1996)
Γεννήθηκε στην Αροανία (Σοποτό) Καλαβρύτων και μεγάλωσε στα μαρτυρικά Καλάβρυτα, όπου ο πατέρας του έπεσε θύμα της ναζιστικής θηριωδίας κατά το ολοκαύτωμα της 13ης Δεκεμβρίου 1943.
Μετά τον πόλεμο η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου ο Λύσανδρος -τότε - Φάσσος μετά την περάτωση των θεολογικών του σπουδών ανέπτυξε πολύμορφη και πλούσια δράση ως κατηχητής, ιεροκήρυκας και εκπαιδευτικός.
Το έτος 1984 παραιτήθηκε από τη δημόσια εκπαίδευση για να υπηρετήσει την Εκκλησία από την υψηλή θέση της ιερωσύνης.
Ο π. Χριστόδουλος Φάσσος ανεδείχθη άξιος της κλήσεώς του, κατά πάντα ανέγκλητος, τύπος και υπόδειγμα των πιστών «εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πίστει, εν αγνεία» (Α' Τιμοθ. δ', 12). Υπήρξε άνθρωπος ασκήσεως και προσευχής, ταπεινοφροσύνης και αγάπης, πνευματικής ζωής και δραστηριότητος. Εφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής και αγιότητος.
Μετά την είσοδό του στον κλήρο υπήρξε ο απαράμιλλος λειτουργός που διατηρούσε το λειτουργικό τύπο στην αρχαία πιστότητά του χωρίς παρεκκλίσεις. Οσοι αναζητούσαν τη γνησιότητα και ένα άλλο πνεύμα στην εκκλησιαστική ζωή έτρεχαν όπου επληροφορούντο ότι θα λειτουργήσει. Ο λόγος του ήταν οικοδομητικός, μεστός από ευαγγελικά μηνύματα και θεολογική εγκυρότητα. Αλλά και σε κάτι άλλο υπήρξε υπόδειγμα ιερέως και ευαγγελικού ανδρός· ότι δεν έπιασε στα χέρια του χρηματικό αντιδώρημα για τη μνημόνευση νεκρών και ζώντων ή την τέλεση ιεροπραξιών.
Συγγραφεύς δόκιμος έργων πρακτικής Θεολογίας, άφησε πίσω του κείμενα, τα οποία χαρακτηρίζει η αγιογραφική εμβρίθεια, η πρωτοτυπία στην εκλογή του θέματος, η πληρότητα στη διαπραγμάτευσή του, η γλαφυρότητα του ύφους, ο επαγωγικός και ψυχωφελής λόγος. Μέχρι της τελευταίας στιγμής της επίγειας ζωής του εξομολογούσε ασταμάτητα και συνέχιζε να γράφει ακλόνητος στο υψηλό χρέος του και ακούραστος, παρά το ότι η επιδείνωση της υγείας του ήταν εμφανής προεξαγγέλλουσα το επερχόμενο τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.