Κυριακή 17 Μαΐου 2015 (Ιωάννου, κεφ. Θ΄, εδάφ. 1-38, Του Τυφλού) Κείμενο Ιερού Ευαγγελίου Τω καιρώ εκείνω, παράγων ο Ιησούς εί...
Κυριακή 17 Μαΐου 2015
(Ιωάννου, κεφ. Θ΄, εδάφ. 1-38, Του Τυφλού)
Κείμενο Ιερού Ευαγγελίου
Τω καιρώ εκείνω, παράγων ο Ιησούς είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες. Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη ο Ιησούς. Ούτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν. Έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω ώ, φως ειμί του κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσεν χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού. Και είπεν αυτώ. Ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, (ό ερμηνεύεται απεσταλμένος). Απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ήν, έλεγον. Ουχ ούτος εστιν ο καθήμενος και προσαιτών; Άλλοι έλεγον ότι ούτος εστιν, άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμί. Έλεγον ουν αυτώ. Πώς ανεωχθησάν σου οι οφθαλμοί; Απεκρίθη εκείνος και είπεν. Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπε μοι. Ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι. Απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ουν αυτώ. Πού εστιν εκείνος; Λέγει. Ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτε τυφλόν. Ήν δε Σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. Πάλιν ουν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. Ο δε είπεν αυτοίς. Πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές, Ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το Σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον· Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Και σχίσμα ήν εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν. Συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευον ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος, και ηρώτησαν αυτούς, λέγοντες. Ούτος εστιν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πώς ουν άρτι βλέπει; Απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον. Οἴδαμεν ότι ούτος εστιν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη. Πώς δε νυν βλέπει, ουκ οίδαμεν, ή τις ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν. Αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους, ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Διά τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ός ήν τυφλός, και είπον αυτώ. Δος δόξαν τω Θεώ. Ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν. Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν. Ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα. Έν οίδα, ότι τυφλός ών άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν. Τί εποίησέ σοι; Πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Απεκρίθη αυτοίς. Είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε. Τί πάλιν θέλετε ακούειν; Μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; Ελοιδόρησαν ούν αυτόν και είπον. Συ εί μαθητής εκείνου, ημείς δε του Μωσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωσεί λελάληκεν ο Θεός. Τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς. Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ήν ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον αυτώ. Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; Και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ. Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε. Και τίς εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εἰς αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς. Και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστιν. Ο δε έφη. Πιστεύω, Κύριε, και προσεκύνησεν αυτώ.
Ελεύθερη μετάφραση
Εκείνο τον καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν τυφλό εκ γενετής. Τον ρώτησαν οι μαθητές Του: “Δάσκαλε, ποιός αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του και γεννήθηκε τυφλός;” Τους απάντησε ο Ιησούς: “Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός, για να φανερωθούν τα έργα Του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα του Θεού, ο οποίος με έστειλε στον κόσμο, όσο είναι ημέρα. Έρχεται η νύκτα (δηλαδή η αναχώρηση από τον κόσμο αυτό), κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να εργαστεί. Εφ' όσον ευρίσκομαι στο κόσμο, είμαι φως του κόσμου”. Αφού είπε αυτά, έπτυσε κάτω στο χώμα, έκανε πηλό και τόν έβαλε στα μάτια του τυφλού και τού είπε: «Πήγαινε και νίψου στη δεξαμενή του Σιλωάμ” (που σημαίνει απεσταλμένος). Πήγε τότε εκείνος και νίφτηκε και όταν ήλθε έβλεπε. Οι γείτονες, λοιπόν, και όσοι τον γνώριζαν ότι ήτο τυφλός, έλεγαν: “Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη;” Άλλοι έλεγαν ότι “αυτός είναι” κι άλλοι ότι “είναι κάποιος άλλος που τού μοιάζει”. Εκείνος όμως έλεγε ότι “εγώ είμαι, ο πρώην τυφλός”. Τότε τόν ρωτούσαν εκείνοι: “Πώς ανοίχθηκαν τα μάτια σου και τώρα βλέπεις;” Απάντησε εκείνος και είπε: “Ένας άνθρωπος, που τ' όνομά του είναι Ιησούς, έκανε πηλό, μου άλειψε με τον πηλό τα μάτια και μού είπε: Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα, νίφτηκα και από τότε βλέπω”. Του είπαν: “Πού είναι εκείνος;” Τούς λέει: “Δεν ξέρω”. Οδήγησαν τότε τον πρώην τυφλό στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο, όταν ο Ιησούς έκανε τον πηλό και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Οι Φαρισαίοι τόν ρώτησαν και αυτοί πάλι, πως απέκτησε το φως του. Εκείνος τούς είπε: “Ένας άνθρωπος έβαλε πηλό στα μάτια μου κι εγώ νίφτηκα και τώρα βλέπω”. Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους: “Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου”. Άλλοι έλεγαν: “Πώς είναι δυνατόν ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα;” Έτσι, διχάστηκαν μεταξύ τους. Ξαναλένε στον τυφλό: “Εσύ τι λες για τον άνθρωπο αυτό; Ζητάμε την γνώμη σου, γιατί τα δικά σου μάτια άνοιξε”. Εκείνος απήντησε: “Νομίζω ότι είναι προφήτης”. Δεν πίστεψαν οι Ιουδαίοι ότι αυτός ήταν τυφλός και έγινε καλά, μέχρι που κάλεσαν τους γονείς του και τούς ρώτησαν, λέγοντας: “Αυτός είναι ο γιός σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πως τώρα βλέπει;” Απάντησαν τότε οι γονείς του και τούς είπαν: “Ξέρουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιός μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει ή ποιός ήταν αυτός που τού άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε. Ο ίδιος (ο γιός μας) έχει ηλικία, ρωτήστε τον και ας μιλήσει ο ίδιος για τον εαυτό του”. Μίλησαν έτσι οι γονείς του, γιατί φοβόντουσαν τους Ιουδαίους. Ήδη από καιρό είχαν συμφωνήσει και αποφασίσει οι άρχοντες των Εβραίων να διωχθεί και να μη γίνει δεκτός στη συναγωγή όποιος θα ομολογούσε ότι αυτός που κάνει τα θαύματα είναι ο Χριστός. Γι' αυτό οι γονείς του τυφλού είπαν ότι “ο γιός μας ηλικία έχει, ρωτήστε τον ίδιο”. Κάλεσαν τότε δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και τού είπαν: “Δόξασε το Θεό, ο οποίος σε θεράπευσε, αλλά φυλάξου από το άνθρωπο αυτό γιατί είναι αμαρτωλός κι εμείς το γνωρίζουμε”. Απήντησε τότε εκείνος και τούς είπε· “Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω, ένα μόνο ξέρω καλά, ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω”. Τού είπαν πάλι: “Τι σου έκανε; Πώς σού θεράπευσε τα μάτια;” Τούς απάντησε: “Πριν λίγο σάς το είπα και δεν ακούσατε. Γιατί θέλετε ν' ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως και σεις θέλετε να γίνετε μαθητές του;”. Τον κορόιδεψαν τότε και τού είπαν περιφρονητικά: “Εσύ είσαι μαθητής Του. Εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς γνωρίζουμε ότι στο Μωυσή μίλησε ο Θεός. Αυτός μάς είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού είναι κι από πού έρχεται”. Απήντησε ο άνθρωπος και τους είπε: “Εδώ είναι το παράδοξο, ότι εσείς δεν ξέρετε από που είναι, αν είναι από το Θεό η όχι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια να βλέπω. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και το θέλημά Του εφαρμόζει, τον ακούει ο Θεός. Από τότε που υπάρχει ο κόσμος μέχρι σήμερα δεν έχει ακουστεί ποτέ ότι θεράπευσε κάποιος άνθρωπος τα μάτια εκ γενετής τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν σταλμένος από το Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα”. Του απήντησαν (αγανακτισμένοι): “Εσύ είσαι γεννημένος μες την αμαρτία και πώς τολμάς να διδάσκεις εμάς;”, και τον έβγαλαν έξω από τον τόπο της συναγωγής. Άκουσε ο Ιησούς ότι τόν έβγαλαν έξω και όταν τον βρήκε, του είπε: “Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;”. Απάντησε εκείνος: “Ποιός είναι, Κύριε, για πιστέψω σ' Αυτόν;”. Τού είπε ο Ιησούς: “Και Τον είδες και Αυτός που μιλάει μαζί σου, Εκείνος είναι”. Είπε ο πρώην τυφλός: “Πιστεύω, Κύριε!” και Τον προσκύνησε.
=============
Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
«Το μήνυμα της Κυριακής», που περιλαμβάνει την Ευαγγελική περικοπή της ημέρας και την ελεύθερη μετάφραση του κειμένου, θα αναρτάται στο ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS κάθε Σάββατο απόγευμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.