Η ομιλία του κ. Κωστή Παπαϊωάννου , Γ.Γ. Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, με θέμα: «Τα “όπλα” της μνή...
Η ομιλία του κ. Κωστή Παπαϊωάννου, Γ.Γ. Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, με θέμα: «Τα “όπλα” της μνήμης: οι Τόποι Θυσίας ως απάντηση στον σύγχρονο ναζισμό», που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος (Δ.Μ.Κ.Ο.) στα πλαίσια της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 30 Μαΐου 2015 και ώρα 8:00 μ.μ., στην αίθουσα εκδηλώσεων της πρώην Μαθητικής Εστίας Καλαβρύτων
Προσέρχομαι με δέος και αίσθημα ταπεινότητας στον τόπο του μαρτυρίου. Προσέρχομαι με το βάρος που έχουμε οι ζωντανοί μπροστά σε όσους νεκρούς αντίκρισαν το αποτρόπαιο πρόσωπο της κτηνώδους βίας. Προσέρχομαι με συντριβή στον τόπο, όπου έστησε γιορτή ο θάνατος. Στον τόπο που συγκαταλέγεται πλέον στις μεγάλες πληγές στο σώμα της γης και της μνήμης. Πιστέψτε με, δεν είναι ρητορικά σχήματα αυτά. Έχω έρθει και άλλοτε στα Καλάβρυτα, έχω συνοδεύσει μαθητές μου. Η τιμή που μου κάνετε να μιλάω για τη θυσία των Καλαβρύτων είναι για μένα ύψιστη τιμή. Δεν ήρθα για να δώσω καμία απάντηση, δεν έχω απαντήσεις. Έχω ερωτήσεις μέσα μου.
Πώς στεκόμαστε σήμερα απέναντι στο τέρας που γέννησε αυτή τη βία; Γνωρίζουμε πως ο ολοκληρωτισμός, με όλη του την ισχύ, τη βία, τον θάνατο, δεν μπορεί να σταθεί όρθιος μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αρκούν όμως τα λίγα χρόνια της σύντομης πορείας του για να ανοίξουν μια βαθειά τομή στην ιστορία. Τα 12 χρόνια της ναζιστικής Γερμανίας είναι μια τέτοια τομή. Μια αρχετυπική, εμβληματική τομή. Το πέρασμα από την απόλυτη ισχύ, στην απόλυτη κατάρρευση. Η πτώση στο βάραθρο, συμπαρέσυρε την Ευρώπη στην απόλυτη καταστροφή. Στεκόμαστε σήμερα 70 χρόνια μετά, μετά από κείνη την πτώση, με τα ίδια ερωτήματα που βασάνισαν τις μεταπολεμικές γενιές, γεννημένες ή αγέννητες στον καιρό που έγινε το κακό και μένουν αναπάντητα παρά το πέρασμα του χρόνου.
Πού ήμασταν τότε; Τι κάναμε τότε; Τι θα κάναμε αν; Τι θα έκανα σήμερα αν; Και μετά από μερικά χρόνια με την ακροδεξιά να φουντώνει στην Ευρώπη και το φάντασμα του ναζισμού να βρυχάται στη χώρα μας, πώς θα απαντήσουμε στο ερώτημα: Τι έκανες τότε; Λέει η Χάνα Άρεντ: «Οι συνηθισμένοι άνθρωποι από τους οποίους αποτελείται το κράτος, ιδίως σε δύσκολους καιρούς, είναι ο πραγματικός κίνδυνος». Είμαστε ένας τέτοιος κίνδυνος, εμείς, οι κανονικοί, συνηθισμένοι άνθρωποι; Λέει επίσης η Άρεντ: «Ο ιδανικός πολίτης της ολοκληρωτικής εξουσίας, δεν είναι ο φανατικός οπαδός, αλλά ο άνθρωπος ο οποίος δεν μπορεί να κάνει το διαχωρισμό γεγονότος και μύθου. Δεν ξέρει την πραγματικότητα της εμπειρίας. Δεν ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος. Αγνοεί τους κανόνες της σκέψης. Ένα τέτοιος συνδυασμός, δεν έγινε εφικτός ποτέ στο παρελθόν σε κανένα είδος καθεστώτος. Ποια είναι η εμπειρία που τον επέτρεψε στο ναζισμό; Μα ακριβώς η απομόνωση του ανθρώπου ως προς την πολιτική σφαίρα, η αποξένωση από τους συνανθρώπους του, η απόλυτη στέρηση συμμετοχής στον κόσμο. Μια από τις ριζικότερες και πιο απελπιστικές εμπειρίες του ανθρώπου. Πότε έγινε; Όταν υπήρχε οικονομική κατάρρευση και κοινωνική αποσάθρωση των μαζικών κοινωνιών».
Ρωτάω και εγώ, λοιπόν, τον εαυτό μου και τον ρωτάω με τη φωνή του γιου μου: Τι έκανες όταν στην χώρα άνοιγε ξανά η μήτρα του ολοκληρωτισμού; Η μνησικακία, η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός, η λατρεία της βίας, η ρητορική του μίσους. Ρωτάω εσάς, τον καθένα, με τη φωνή των δικών σας παιδιών, των δικών σας μαθητών, των δικών σας εγγονών. Έκανες ότι μπορούσες για να πεις στο παιδί σου, στα παιδιά όλα, ότι η μαύρη μπλούζα με τον μαίανδρο, δεν δίνει κάποια ταυτότητα, τα δένει ανεπανόρθωτα με την υπέρτατη διαχρονική ντροπή. Λέει ο Μίλαν Κούντερα: «Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».
Αυτό είναι το θέμα, αυτό είναι το θέμα μας, ειδικά εδώ στο τόπο του μαρτυρίου. Ο πιο δύσκολος, ο πιο ανθρώπινος πόλεμος, ο πόλεμος της μνήμης. Κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, μόνο στα Βαλκάνια οι Ναζί έκαψαν περίπου 1.000 χωριά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Νυρεμβέργης. Αυτός ο αιμάτινος ιστός, είναι ο δικός μας ιστός του μαρτυρίου. Είναι το δικό μας Νταχάου, το δικό μας Άουσβιτς. Αυτοί οι τόποι του μαρτυρίου, η αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης, που αποχαιρέτισε 50.000 Εβραίους στο ταξίδι προς τον θάνατο, το Χαϊδάρι και η οδός Βασιλέως Γεωργίου, που μετονομάστηκε σε οδό αγωνιστών στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Από κει περνούσαν τα καμιόνια προς το εκτελεστικό απόσπασμα. Εκεί πετούσαν σημειώματα με τη συγκλονιστική στη λιτότητά της φράση: ¨ Πάω για εκτέλεση ¨. Κώστας Χατζηγεωργίου, τραυματίας του Αλβανικού μετώπου, στο νοσοκομείο συνέχισε την αντιστασιακή του δράση. 23 Απριλίου του ΄44 και ενώ οδηγείται στον τόπο εκτέλεσης στη Ριτσώνα, πέταξε φωτογραφία του μικρού ανιψιού του, αυτός είναι ο αγώνας της μνήμης, από το καμιόνι φωτογραφία του μικρού ανιψιού του που είχε γράψει: ¨ Εγώ πάω για εκτέλεση, το παιδί να το βγάλετε Κώστα. ¨ Η νίκη της μνήμης πάνω στο θάνατο, ¨ το παιδί να το βγάλετε Κώστα.¨
Αυτοί οι τόποι είναι η δική μας θυσία στο βωμό της ναζιστικής καθαρότητας. Σε αυτούς τους τόπους προστρέχουμε σήμερα τρομαγμένοι από τα σύμβολα, τα εμβλήματα, τους λόγους, τις πράξεις, τους χαιρετισμούς, που παραπέμπουν στην ίδια εκείνη ναζιστική καθαρότητα. Στη μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή. Αυτό είναι το σύνθημα του Ναζισμού. Στη διαρκή επίκληση της ανωτερότητας της φυλής, του πολιτισμού, της ομάδας. Στην ύψιστη έννοια του καθαρού ¨ εμείς¨ . Στην αγάπη για το συλλογικό μας εαυτό, στο μίσος για τον άλλον, στη λατρεία της απόλυτης ομοιογένειας. Σε αυτούς τους τόπους του αίματος προστρέχουμε για να καταλάβουμε. Γύρω μας ξανακούγεται 70 χρόνια μετά, το ¨ αίμα – τιμή¨, το αυθεντικό ναζιστικό σύνθημα στην ιστορική προοπτική της ναζιστικής ιδεολογίας. Ο οξύς ξενοφοβικός λόγος, ο αντισημιτισμός, η συνομωσιολογία, ο βαθειά ριζωμένος αντικομουνισμός, ο εθνοφυλετισμός, η μνησικακία και μάλιστα μια μνησικακία που στα χρόνια του μνημονίου πήρε άλλες διαστάσεις και θεωρεί όσους διαφωνούν εθνοπροδότες, θεωρεί όλους τους πολιτικούς συλλήβδην κλεπτοκράτες. Οι Ναζί εθνοκαθαριστές ξεκινάνε από τα εύκολα θύματα και στρέφονται κλιμακωτά εναντίον όλων.
Να το δεύτερο σύνθημα: ¨ εναντίον όλων ¨ και δυστυχώς αυτές τις ιδέες έσπευσαν να υπηρετήσουν και πολλοί άλλοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Έβαλαν προσανάμματα για τη διάδοση της τυφλής οργής που ζητά κάθαρση επί δικαίων και αδίκων. Και δυστυχώς και σήμερα ακόμα, ενώ είναι σε εξέλιξη η ποινική διερεύνηση εγκλημάτων που ενδεχομένως σχετίζονται με νεοναζιστικά μορφώματα, ορισμένοι πολιτικοί και δυστυχώς και πολιτειακοί παράγοντες της χώρας, εξακολουθούν να στέλνουν αμφιλεγόμενα μηνύματα. Μιλώ για δηλώσεις ή ενέργειες που μπορούν να εκληφθούν σαν δεύτερες σκέψεις, σαν τύψεις για την αποφασιστικότητα που επιτέλους έδειξε η πολιτεία απέναντι στο φαινόμενο. Δεν προσφέρουν έτσι υπηρεσίες στη δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία μας άργησε πάρα πολύ, η πολιτεία, άργησε πάρα πολύ, οι διωκτικές αρχές άργησαν πάρα πολύ, κάναμε ότι δεν βλέπαμε. Το έβλεπε όλος ο πλανήτης εκτός από μας. Τώρα που επιτέλους κινήθηκε η πολιτεία, κινήθηκε η δικαιοσύνη, ας την αφήσουμε να κάνει τη δουλειά της.
Μιλάμε λοιπόν για τον διαρκή πόλεμο της μνήμης. Αυτόν που καταξιώνει ηθικά και πέρα από κάθε δήθεν επίκληση νομιμότητας, τη βαθειά ουσία του ανθρώπου. Μιλώ για τη μνήμη με τα λόγια του Αμερί. Λέει: «Μου φαινόταν ότι οι ακρότητες που είχα γνωρίσει στο πετσί μου ήταν συλλογικής φύσης, όσο έτρεμα τον ηλιοκαμένο αξιωματικό των ες – ες με το χιτλερικό περιβραχιόνιο, άλλο τόσο φοβόμουν τον απλό φαντάρο με τη φαιοπράσινη στολή. Αλλά ούτε και μπορούσα να αποδιώξω από τη μνήμη μου, την όψη των Γερμανών σε μια μικρή σιδηροδρομική αποβάθρα, όπου όση ώρα ξεφορτώνανε τα πτώματα από τα εμπορικά βαγόνια του μεταγωγικού τρένου και κατόπιν τα στοιβάζανε σε σωρούς, δεν είδα ούτε ένα από τα πέτρινα πρόσωπα να συσπάται από αποστροφή». Το συλλογικό έγκλημα και η συλλογική εξιλέωση ίσως και να ισοζύγιζαν για να αποκαταστήσουν την ισορροπία μιας παγκόσμιας ηθικότητας.
Μιλώ για τη μνήμη, γιατί έστω και ένας να μείνει ζωντανός από όσους έμαθαν την ιστορία του μαρτυρίου, οφείλει να διαφυλάξει τη μνήμη. Οφείλει να ταράζεται όταν ακούει σήμερα μέσα στην αίθουσα της Βουλής, τη λέξη ¨ υπάνθρωποι ¨. Γιατί ο όρος ¨ υπάνθρωπος ¨ προέρχεται από τον σκληρό πυρήνα της ναζιστικής θεωρίας και συνείδησης. Ο υπάνθρωπος ανήκε στις κατώτερες φυλές. Η ίδια η κατάταξη του σε αυτές, του αφαιρούσε την ιδιότητα του ανθρώπου και η εξόντωσή του, προσέξτε, ρευστοποίηση λεγόταν, ήταν μέρος μιας διαδικασίας που δε γινόταν αντιληπτή με όρους αφανισμού ανθρώπων. Ο υπάνθρωπος λοιπόν, αρνητικό είδωλο του ανθρώπου, αντεστραμμένο και παραμορφωμένο σε συνθήκες καταστροφής της ανθρώπινης ζωής, ανάγεται τεχνηέντως σε αιτία κοινωνικού κακού. Γίνεται ο κεντρικός στόχος που πρέπει να καταστραφεί. Αυτό όμως που καταστρέφεται όπως ξέρουμε, θέλουμε - δεν θέλουμε, ξέρουμε, μετά το Άουσβιτς, μετά τα Καλάβρυτα, είναι όχι ένα αρνητικό είδωλο, αλλά το ίδιο το ανθρώπινο πρόσωπο. Ετούτο το χώμα το ξέρει καλά. Γιατί η μνήμη είναι όπλο. Το ίδιο και η γλώσσα. Και η γλώσσα είναι όπλο. Η αναφορά σε υπανθρώπους, δεν αποτελεί ζήτημα ορολογίας, ούτε τυχαία επιλογή της μιας ή της άλλης λέξης. Έχει να κάνει με τη χρήση της γλώσσας ως μέσου για την επίτευξη της καθαρότητας. Η εκτόξευση του όρου υπάνθρωποι, αποτελεί σήμα ότι πρέπει να απαλλαγεί από αυτούς το σώμα της κοινότητας του λαού. Και από τη στιγμή που θα ανεχθούμε, έστω μια φορά, έστω μια στιγμή, κάποιος δίπλα μας να μιλάει για υπανθρώπους, χωρίς να τον σταματήσουμε, χωρίς να ρίξουμε πάνω του όλο το βάρος της ιστορίας, από κείνη τη στιγμή άνοιξε η τομή στο χρόνο. Έρχεται το «εναντίον όλων».
Δείτε ποιοι είναι σήμερα οι εχθροί του ελληνικού νεοναζισμού. Πρώτα οι ξένοι, όσοι δεν ανήκουν στο έθνος και στο κράτος, οι παραδοσιακοί ιστορικοί αντίπαλοι, ο εχθρικός διεθνής παράγοντας και πίσω τους πάντα ο σιωνισμός. Είναι οι εχθροί που βρίσκονται μέσα στον εθνικό κορμό. Μετά, δεύτερος εχθρός, δεύτερη ομάδα εχθρών, οι ημίαιμοι, οι μπάσταρδοι, αυτοί που ανήκουν στο κράτος, αλλά όχι στο έθνος. Έλληνες με άλλη θρησκεία, άλλη κουλτούρα, μειονοτικοί, μετανάστες, οι εντός ξένοι, αυτοί που είναι μέσα στον εθνικό κορμό, αλλά είναι ξένοι, τα ξένα κύτταρα μέσα μας. Τέλος, εκείνοι που ανήκουν και στο έθνος και στο κράτος, αλλά δεν θέλουν ή δεν αξίζουν να ανήκουν εκεί. Οι προδότες, η ελίτ που οδήγησαν στην εθνική παρακμή, οι μειωμένης εθνικής συνείδησης. Ποιοι είναι αυτοί; Όλοι. Αριστεροί, διανοούμενοι, διεθνιστές, κοσμοπολίτες, φιλελεύθεροι δεξιοί, φίλοι των μεταναστών, ενεργούμενα των ξένων, οι μιαροί, οι ανώμαλοι, είναι τα άρρωστα κύτταρα του εθνικού κορμού. Εναντίον όλων λοιπόν.
Τη στιγμή που το κάστρο της μνήμης κυριεύεται, ξεχύνεται στο δημόσιο χώρο η βία και η βία αυτή εκμεταλλεύεται μια ψευδαίσθηση, μια αυταπάτη της αφελούς μας δημοκρατίας. Δίνει την αίσθηση της αυτονομημένης βίας. Ενός φαινομένου που δεν υποτάσσεται σε κάποια τελεολογία. Τι μας έλεγαν; Στην αρχή, όταν υπήρχαν πολλά κρούσματα ρατσιστικής βίας, η επίσημη θέση της Ελλάδας ήταν: ¨ Δεν υπάρχουν¨ . Όταν έγιναν ακόμα περισσότερα, η επίσημη θέση ήταν: ¨ Υπάρχουν, αλλά είναι μεμονωμένα περιστατικά, κάποιοι θερμοκέφαλοι. ¨ Όταν έγιναν ακόμα περισσότερα, τότε: ¨ Ναι, βρε παιδί μου, είναι κάποιες ομάδες, αλλά δεν έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα.¨ Περνάγαμε διαρκώς, ολοένα ως χώρα, κάνοντας βήματα προς τα πίσω, μέχρι να παραδεχθούμε το προφανές. Η εντύπωση αυτή, είναι λανθασμένη. Η βία των «ταγμάτων εφόδου», αποτελεί ταυτόχρονα, μήνυμα, μέσο και σκοπό. Η βία είναι ταυτόχρονα το πρόγραμμα και η προεκλογική υπόσχεση και η μετεκλογική υλοποίηση.
Η βία αποτελεί αυτόνομο μέγεθος, αλλά και έναν όρο απαραίτητο για την ίδια την ύπαρξη της όποιας νεοναζιστικής οργάνωσης. Βία απέναντι σε ποιον; Θα επιχειρήσω μια αναλογία και ελπίζω να με συγχωρέσετε. Θα φέρω μπροστά μας τους εκατοντάδες νεκρούς ανθρώπους αυτού του τόπου, αυτού εδώ του τόπου, τους ανθρώπους σας και θα φέρω μπροστά μας και τα θύματα της τυφλής νεοναζιστικής βίας των τελευταίων ετών, τον Πακιστανό Λουκμάν, τον Έλληνα Φύσσα. Δείτε τους εδώ μπροστά σας. Γιατί σκοτώθηκαν; Ποιος ήταν ο εχθρός; Ο εχθρός ήταν καταρχήν, φάνηκε και από τις μαρτυρίες των ντοκιμαντέρ, ο εχθρός ήταν καταρχήν κυρίως το σώμα, το ίδιο το σώμα. Στο σώμα στοχεύει η βία με τρόπο φαντασμαγορικό. Πρόκειται για τη βία της εξόντωσης. Επιχειρείται η διάρρηξη του σώματος, η θραύση του. Τα όπλα χτυπάνε τα γυμνά από όπλα σώματα, όπως εδώ, αλλά και οι πολλοί επιτίθενται στον ένα. Τον χτυπούν πριν και αφού πέσει κάτω. Χρησιμοποιούν όπλα και εργαλεία πόνου και πλήξης του σώματος.
Η βία χτυπάει τον άλλο. Ο άλλος από πρόσωπο και σώμα γίνεται όγκος. Η μάζα του μικραίνει όσο κουλουριάζεται, μέχρι να γίνει λεκές, να σβήσει. Η βία αυτή του κλέβει ότι τον χαρακτηρίζει, την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητά του. Τον αναιρεί ως πρόσωπο. Η βία ανοίγει πληγές, εισχωρεί στο σώμα. Προκαλεί αντιδράσεις, αντιδράσεις που κυριεύουν το θύμα από τα μέσα, φόβος, πόνος, απελπισία, παθητικότητα. Αυτό που σπάει τον άνθρωπο και κλονίζει τη θέση του στον κόσμο, δεν είναι η παραμορφωτική προσβολή του σώματος μόνο. Είναι αβοήθητος, εκτεθειμένος στη βία, που τον υποτάσσει συνολικά ως ολότητα. Δεν πρόκειται απλώς για μια εξωτερική φυσική διαδικασία, είναι ένας βιασμός που ξεπερνάει τη στιγμή, ρίχνει σκιά πάνω στην υπόλοιπή ζωή του, είναι μια καταστροφή της conditio umana, της ανθρώπινης κατάστασης. Είναι βία που αναιρεί τις ίδιες τις βασικές έννοιες, που αρθρώνεται ο ανθρώπινος λόγος. Είναι τελικά η απόλυτη, εξαχρειωτική κυριαρχία πάνω στο σώμα του άλλου, μια συμβολική τελετή κάθαρσης, εκμηδενισμού.
Το δυσκολότερο μέρος αυτής της αλυσίδας του αίματος, που κρατάει δεκαετίες, είναι να ακουστεί η φωνή των θυμάτων, να ακούσουμε τη φωνή των νεκρών των στρατοπέδων, των νεκρών και των επιζώντων από τα καμένα χωριά ή τα μπλόκα, γιατί το πάσχον σώμα αντιστέκεται. Η μαρτυρία αρχίζει από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει ξεπεράσει την κατάσταση της κραυγής, όταν μπορεί να μιλήσει. Η μαρτυρία είναι η εξιδανίκευση αυτής της κραυγής. Ο πόνος δεν είναι πάντα ανακοινώσιμος, δεν είναι πάντα αναπαραστάσιμος, δεν μπορεί πάντα να καταδειχθεί.
Ο ναζισμός εχθρεύεται τον ανθρώπινο λόγο. Με εκκαθαριστική επιθετικότητα ορμάει στα γραπτά κείμενα, με μίσος στρέφεται στα βιβλία, θέλει να ακυρώσει τη δύναμη των λέξεων, άρα και τις μαρτυρίες που έλεγα πριν. Θέλει να καταστρέψει τον όγκο της ύποπτης γνώσης και τους δημιουργούς της μαζί. Οι φρουροί αυτής της ναζιστικής ομοιογένειας, θα απελευθερώσουν δήθεν τους ανθρώπους από τις αντιφάσεις, τις αμφιθυμίες που γεννάει η γνώση. Δεν μπορούν, δεν θέλουν να το κάνουν με την πειθώ, το κάνουν με τη βία. Δείτε πως τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας ζήσαμε και επιθέσεις εναντίον πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών, δασκάλων. Γιατί δύσκολα κρύβεται αυτή η εναντίωση, το μίσος για την ανθρώπινη σκέψη που είναι θεμελιακή στο ναζισμό. Και πίσω από την υπόσχεση ότι τα βιβλία θα οδηγηθούν στη χωματερή της ιστορίας, αυτό έχουμε ακούσει, δύσκολα κρύβεται η αρχετυπική ιδέα του αφανισμού της ίδιας της νόησης, η καύση των ιδεών. Στο θέατρο της βίας κατά της νόησης, η φωτιά είναι το πιο εμβληματικό θέαμα. Βιβλία έκαιγαν και στις πλατείες στο Βερολίνο. Η συμβολική της δύναμη είναι η απόλυτη κάθαρση, που μόνο δια της καύσης μπορεί να έρθει. Η φωτιά θανατώνει το σώμα της σκέψης, η καύση του βιβλίου είναι μια πολλαπλή θανάτωση των λέξεων, των ιδεών, τελικά του ίδιου του συγγραφέα.
Ξαναγυρνώ στη μνήμη. Θυμάμαι την έννοια της ζωής άνευ αξίας, σύμφωνα με τον όρο του Αγκάμπελ. Η ζωή έχασε την αξία της στον κόσμο των στρατοπέδων, στον κόσμο των εκτελέσεων, στον κόσμο των φορτωμένων βαγονιών. Η ζωή βρίσκεται στον πάτο της αξιακής κλίμακας, παύει να είναι υπολογίσιμη. Η μνήμη από την άλλη, γιατί το αντίθετο, το μόνο αντίθετο είναι η μνήμη, προϋποθέτει αυτό ακριβώς, την συναίσθηση του σώματος που βασανίζεται, που εξευτελίζεται, που θανατώνεται. Η μνήμη γνωρίζει αυτό το εργαλείο των ναζί, τη δύναμη της δημόσιας παραδειγματικής τελετουργίας. Αυτό το εργαλείο το αναγνωρίζει και σήμερα στις τελετουργίες δημόσιας βίας. Και βέβαια η μνήμη, ως όπλο, θέλει να είμαστε γενναίοι και με τον εαυτό μας και να κάνουμε αυτοκριτική. Θα φέρω ένα παράδειγμα.
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σήμερα τον αντισημιτισμό κατά των Ελλήνων Εβραίων, που γίνεται πράξη κυρίως με ενέργειες αμαύρωσης με αγκυλωτούς σταυρούς, όπως στο μνημείο ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης ή δυστυχώς με την βεβήλωση ενός μνημείου που δεν φτιάχτηκε ακόμα στην Καβάλα τις τελευταίες ημέρες, όπου ένα δημοτικό συμβούλιο πραγματικά δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και άγεται και φέρεται από ακραίους. Δεν μπορούμε λοιπόν να τα αντιληφθούμε όλα αυτά σήμερα χωρίς το υπόβαθρό τους. Την αποσιώπηση της ίδιας της διαρκούς παρουσίας των Εβραίων στην Ελλάδα για εκατοντάδες χρόνια. Την απουσία των αναφορών στο εβραϊκό στοιχείο από την ελληνική εκπαίδευση. Όσοι είναι εκπαιδευτικοί συνάδελφοι μου, νομίζω θα με επιβεβαιώσουν στην αίθουσα. Τον αντισημιτισμό μέρους της ελληνικής εκκλησίας. Υπόβαθρό του επίσης, η αποσιώπηση του ελληνικού εγκλήματος κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που συμπλήρωσε το γερμανικό έγκλημα. Θυμίζω: Την επομένη σχεδόν της αναχώρησης των τρένων για τα στρατόπεδα, πολλοί οικειοποιήθηκαν τις περιουσίες των Εβραίων. Ανάμεσα σε αυτούς τους καταπατητές, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το δήμο της Θεσσαλονίκης και το Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο, που χτίστηκε πάνω στο πανάρχαιο εβραϊκό νεκροταφείο. Το νεκροταφείο εξαφανίστηκε από τον υλικό χώρο και από την άυλη μνήμη της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο Άκης Γαβριηλίδης.
Ξαναγυρνώ στους τόπους της μνήμης και της θυσίας. Ακόμη και όταν η επίσημη ιστορία επέλεγε τη λήθη, μετά τον πόλεμο, οι επιμέρους μνήμες, συλλογικές και ατομικές συνέχισαν να λειτουργούν. Οι τόποι συμβολίζουν τη μνήμη. Εκεί γεννιέται, εκεί ζει, εκεί αναπνέει. Εκεί σωματοποιείται από ανθρώπους και κοινότητες, μέσα από διαδρομές, από μονοπάτια αχαρτογράφητα, μέσα από κτίσματα και χαλάσματα, μέσα από τη πιο ισχυρή μνήμη, τη μνήμη του χώματος. Ακούμε πως ζωντανεύουν οι προφορικές μαρτυρίες και πως ψιθυρίζουν οι ανάσες των νεκρών. Απέναντι σε αυτή τη μνήμη έχουμε χρέος σήμερα. Έχουμε χρέος να λειτουργεί όσο γίνεται καλύτερα το Μουσείο στα Καλάβρυτα, έχουμε χρέος να ανοίξει επιτέλους το τολ 15 στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και να είναι επισκέψιμο για να πηγαίνουν τα σχολεία να βλέπουν τη μνήμη. Έχουμε χρέος.
Θα κάνω μια αναφορά στο μικρό βιβλιαράκι, όχι για να προβάλουμε αυτή τη δουλειά. Εγώ είδα αυτό το μικρό βιβλιαράκι ως μια δική μου εκτέλεση αυτού του χρέους προς τους νέους. Αν υπάρχουν, γιατί ξέρω ότι υπάρχουν συνάδελφοι εκπαιδευτικοί στην αίθουσα, υπάρχει ο λυκειάρχης εδώ μαζί σας , δώστε το βιβλίο στα παιδιά, δώστε άλλα υλικά στα παιδιά, μιλήστε τους. Αυτές τις μνήμες έχουμε χρέος να τις μεταδώσουμε. Ιερό χρέος, υπέρτατο, προπατορικό. Οι νέοι να προσκυνήσουν το χώμα του Διστόμου, των Καλαβρύτων, του Κομμένου, της Κανδάνου, του Δοξάτου, της Κοκκινιάς, της Καισαριανής. Να φτιάξουμε προγράμματα εκπαιδευτικά. να μιλήσουν οι επιζώντες, να μιλήσουν και οι νεκροί. Πρέπει εν τέλει να καταφέρουμε αυτό που μου είπε ένας νέος άνθρωπος, συμπατριώτης μας, μετανάστης στην Γερμανία. Τον Ρώτησα: Καλά πως εξηγείς ότι είχε τόση απήχηση το «να ξεβρωμίσει» ο τόπος ως σύνθημα στη χώρα μας; Και μου είπε: «Είναι ένα σύνθημα που φωνάζει ότι είναι ναζιστικό. Έπιασε την Ελλάδα, βρήκε πρόθυμους ακροατές και χρειάζεται πολλή δουλειά στην Ελλάδα για να ξαναγίνει πεποίθηση όλων πως το βρώμικο είναι ο ίδιος ο ναζισμός». Σας ευχαριστώ πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.