γράφει ο Χρίστος Φωτεινόπουλος Με το άνοιγμα των σχολείων θυμήθηκα μια μικρή προσωπική ιστορία, μια αληθινή ιστορία βγαλμένη από τη ζωή που ...
γράφει ο Χρίστος Φωτεινόπουλος
Με το άνοιγμα των σχολείων θυμήθηκα μια μικρή προσωπική ιστορία, μια αληθινή ιστορία βγαλμένη από τη ζωή που θέλω να σας διηγηθώ και να την μοιραστώ μαζί σας ως γονιός και ως δάσκαλος.
Ο πατέρας μου, ο Τάσος, υπήρξε ένας καλοκάγαθος άνθρωπος και έντιμος βιοπαλαιστής. Αχθοφόρος στο επάγγελμα. Είχε ένα τρίτροχο ξύλινο καρότσι με σιδερένιες ρόδες κι έκανε διάφορες χαμαλοδουλειές για την επιβίωση. Κουβαλούσε παραγγελίες- μικροεμπορεύματα στους καταστηματάρχες της πόλης από τις αποθήκες του σιδηροδρομικού σταθμού και τις αποσκευές των επισκεπτών που έφθαναν στα Καλάβρυτα με τον Οδοντωτό, τη μόνη διέξοδο της πόλης προς τον έξω κόσμο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 παραθέριζε τα καλοκαίρια στα Καλάβρυτα μια μεγάλη ομάδα κοριτσιών από την Αθήνα. Διέμεναν σ’ ένα ξενώνα της «Χριστιανικής Εστίας» που βρισκόταν κάτω από τα «Πευκάκια», κοντά στο ξενοδοχείο «Χελμός». Οι Καλαβρυτινοί τις αποκαλούσαν «θεούσες». (Το γιατί το ‘μαθα αργότερα. Ήσαν μέλη της παραεκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή» και διακρίνονταν για την υπερβολική τους αφοσίωση στη θρησκεία και την ομοιόμορφη εμφάνισή τους).
Θα ‘ταν Ιούλιος του ’65. Εννιάχρονο παιδί εγώ τότε. Κάποιο βράδυ ήλθε στο σπίτι χαρούμενος ο πατέρας μου και μας λέει:
-Αύριο έρχονται οι «θεούσες». Να ‘ρθεις κοντά να με βοηθήσεις, συμπλήρωσε, απευθυνόμενος σε μένα.
Έτσι κι έγινε. Πρωί-πρωί φύγαμε για τον σταθμό. Το τρένο δεν άργησε να φανεί. Αποβιβαστήκαν καμιά τριανταριά κοπέλες. Μιας κοψιάς. Όλες με κότσο τα μαλλιά, μακρυμάνικα πουκάμισα (ενώ έσκαγε ο τζίτζικας) και μακριά φούστα! Τέλος πάντων!
Φορτώσαμε τίγκα το καρότσι με τα μπαγκάζια τους. Τα δέσαμε και με τριχιές, μη μας «φύγουν». Ξεκινήσαμε. Έπρεπε να διανύσουμε μια ανηφορική διαδρομή 600 περίπου μέτρων. Πήραμε τον δρόμο της κεντρικής Αγοράς σπρώχνοντας το καρότσι. Κάθε πενήντα μέτρα σταματάγαμε να πάρουμε μια ανάσα. Και σαν να μην έφτανε η ταλαιπωρία μας, δεχόμαστε και τα πειράγματα δηλ. ο πατέρας μου, μερικών μαγαζατόρων ή κάποιων καφενόβιων (κακή κληρονομική συνήθεια των Καλαβρυτινών). Κανείς τους, όμως, δεν άπλωσε ένα χέρι βοηθείας.
Μόνο ένας φίλος του πατέρα μου, όταν φθάσαμε στην ταβέρνα του «Κουλού», με αντάλλαγμα ένα κατρούτσι κρασί, σηκώθηκε από την καρέκλα του μαγαζιού κι έβαλε ένα χεράκι. Μας βοήθησε να περάσουμε το γεφύρι του Λαγκαδιού και να φτάσουμε μετά από αρκετή ώρα, καταϊδρωμένοι και κατάκοποι, στην πλατεία του ξενοδοχείου «Χελμός», όπου μας περίμεναν οι «θεούσες». (Η Εστία απείχε μόλις πενήντα μέτρα. Μια απότομη ανηφόρα μας εμπόδιζε να προσεγγίσουμε περισσότερο).
Ξεφορτώσαμε το καρότσι. Κάθε μία που λάμβανε την αποσκευή της, περνούσε μπροστά από τον πατέρα μου που στεκόταν σαν ζητιάνος με απλωμένο χέρι, και του ‘βαζε στη χούφτα ένα μικρό δραχμονόμισμα. Σε μένα καμιά δεν φιλοτιμήθηκε να μου δώσει έστω και μια δραχμή, για ένα γλειφιτζούρι που λέει ο λόγος Από τότε έχω μεγάλο άχτι για τους θρησκευόμενους…
Στη συνέχεια, αφού καβάλησα πάνω στο καρότσι, πήραμε τον κατηφορικό δρόμο που έβγαζε στα Πρακτορεία, για το ζαχαροπλαστείο του Θόδωρου του Βλάχου που έφτιαχνε σπιτικά, υγιεινά και εύγεστα παγωτά από φρέσκο γάλα. Από κει ο πατέρας μου αγόρασε ένα παγωτό χωνάκι.
-Πάρε για τον κόπο σου, μου λέει. Αυτή ήταν η αμοιβή μου, ένα παγωτό χωνάκι!
Κι εκεί που έγλειφα με λαιμαργία το παγωτό, γυρίζει ο πατέρας μου και μου λέει:
-Είδες παιδί μου πώς βγαίνει το ψωμί; Κοίταξε, λοιπόν, να μάθεις γράμματα, να ξεφύγεις από τούτη τη χαμοζωή! Τότε δεν κατάλαβα τα λόγια του. Πολύ αργότερα τα συνειδητοποίησα!
Και δεν τον απογοήτευσα….
Επιμύθιο.
Το πιο γερό θεμέλιο της πολιτείας είναι η παιδεία, το Α και το Ω της. Και ο δάσκαλος. Ο καλός ο δάσκαλος που μαθαίνει τα παιδιά μας γράμματα και χτίζει το μέλλον τους. Γιατί τα γράμματα εξανθρωπίζουν τον άνθρωπο, τον ξεστραβώνουν, του ανοίγουν τα μάτια, τα μυαλά και τα φτερά!
Φωτ1 Ο πατέρας μου με το τριαξονικό του!
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.