Και τώρα που ο ʺ κουρνιαχτός κατακάθισε ʺ… Και τώρα που η καθημερινότητα ξαναβρήκε τη σειρά της… Τούτο το παρακάτω κείμενο, όσο τίποτ...
Και τώρα που ο ʺ κουρνιαχτός κατακάθισε ʺ…
Και τώρα που η καθημερινότητα ξαναβρήκε τη σειρά της…
Τούτο το παρακάτω κείμενο, όσο τίποτα άλλο επίκαιρο και συμβολικό, ως απάντηση, ως αγανάκτηση, ως παράπονο, ως ερώτημα… για τη μέρα… για τη ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ της 13ης ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1943!...
«72 χρόνια μετά… ΜΗ ΛΗΣΜΟΝΑΤΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ!»
…Εκεί, που της αγάπης έσβησε τ’ όνειρο!
Εκεί, π’ οι μάρτυρες ήπιαν το αθάνατο νερό!
Εκεί, όπου ο ουρανός χαμήλωσε τα βλέφαρα!
Εκεί, όπου ο πόνος έθλιψε την χαρά!
Εκεί, όπου το γέλιο πνίγηκε από την οδύνη!
Εκεί, που μια μόνο ευχή υπάρχει : ΕΙΡΗΝΗ!!!
Την είδα … να αργανεβαίνει κι αυτή την ημέρα το λιθόστρωτο, ανηφορικό μονοπάτι του τρόμου, του μαρτυρίου, της θυσίας, έτσι όπως κάθε χρόνο, όσο εγώ τουλάχιστον θυμάμαι, την ίδια μέρα (13 Δεκέμβρη), τούτες τις ώρες.
…Να ανεβαίνει τον Καλαβρυτινό Γολγοθά… Το δικό της Γολγοθά!..
…Και κει στο ψήλωμα της Λάκκας του Καπή, αφού ψάλθηκε η επιμνημόσυνη δέηση, έγινε το προσκλητήριο των πεσόντων, ολοκληρώθηκε η κατάθεση στεφάνων, ακολούθησε ενός λεπτού σιγή κι ο Εθνικός Ύμνος, τελείωσε το τελετουργικό. Αποχώρησαν οι «επίσημοι» κι οι διάφοροι «περισπούδαστοι». Ο κόσμος αραίωνε… Σε λίγο έμεινε μόνη…
Πλησίασε στο κενοτάφιο και σιγαπάγκιασε δίπλα από τον ξύλινο σταυρό να ξεκουραστεί για λίγο.
Το βλέμμα της πήγε και καρφώθηκε στην αντικρινή στήλη όπου ήταν λαξευμένο το όνομα του λατρεμένου της πατέρα, που τόσο της έλειψε και σαν παιδί την ασφάλειά του και την αγάπη του δεν πρόλαβε να νιώσει ˙ και του αγαπημένου της αδελφού, που κι αυτός δεν πρόλαβε να απολαύσει τις χαρές της νιότης, όπως και τόσοι άλλοι Καλαβρυτινοί…
Η ματιά της έμεινε εκεί σταθερή, αμετακίνητη, απλανής και ταξίδευε τη σκέψη, όπου έφευγε, ξεμάκραινε, χάνονταν…
…«Ξύπνα πουλάκι μου. Οι καμπάνες κτυπάνε μανιασμένα. Μας θέλουν οι Γερμανοί στο Δημοτικό Σχολείο με μια κουβέρτα και τροφή για μια μέρα».
Άνοιξε τα μάτια της κι αμέσως ένιωσε ένα αναπάντεχο, ξαφνικό σφίξιμο στο στομάχι κι ένα πετάρισμα στα φυλλοκάρδια. Την όλη ύπαρξή της κατέλαβε ένας απρόσμενος φόβος, μια ανατριχίλα ανεξήγητη, ένα περίεργο άλγος. Κι αμέσως την περιέλαβε ένα πολύ άσχημο προαίσθημα. Τι πρωινό κι αυτό!..
Ετοιμάστηκαν… Στο δρόμο, στα σοκάκια, συγγενείς, γείτονες, φίλοι. Σκυθρωποί, βλοσυροί, αμίλητοι. Λες κι ένιωθαν τα ίδια.
Και κει στο Σχολείο… ο χωρισμός. Απ’ εδώ οι γυναίκες με τα μικρά παιδιά… από εκεί οι άνδρες με τα μεγαλύτερα. Για τελευταία φορά αντίκρισε το παραπονεμένο βλέμμα του πατέρα της και το απορημένο, αμήχανο και φοβισμένο βλέμμα του αδελφού της.
Στριμωγμένη στο γραφείο του Δημοτικού Σχολείου με τη μάνα και τις άλλες μικρότερες αδελφές ολόγυρα, όλη τη μέρα ορθές. Εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι την παίδευε κι ο φόβος κι η αγωνία τη βασάνιζαν.
…«Βάλανε φωτιά. Καίγεται το πάτωμα».
Η διαπεραστική, τρομαγμένη φωνή έφερε πιότερη ταραχή, μεγάλη αναμπουμπούλα. Από παράθυρα και πόρτες γυναίκες και παιδιά σπρώχνοντας και ποδοπατώντας προσπαθούσαν να βγουν έξω από το Σχολείο… Μια αλλοφροσύνη… Ένας χαμός… Μια απερίγραπτη κατάσταση…
Κι έξω; Τα Καλάβρυτα καιγόντουσαν… Παντού φωτιές… φωτιές… φωτιές!!!
…Και μετά από λίγο και πάλι, μια σπαραξικάρδια γυναικεία φωνή… Φωνή βγαλμένη λες από την κόλαση… απ’ τον άλλο κόσμο : «Που πάτε μωρή κουρούνες; Τους άντρες και τα παιδιά μας τούς σκοτώσανε. Που πάτε;»
… Αντιβούιζε αυτή η φωνή ακόμη στα αυτιά της… Κι εκείνη η εικόνα του ατέλειωτου ηθικού κι ανθρώπινου χρέους της εύρεσης και της ταφής των αγαπημένων νεκρών δεν έφευγε μπροστά από τα μάτια της…
…Ηρωίδα, σύγχρονη Αντιγόνη, πέρα από την έννοια, η μάνα της. Ηρωίδα η ίδια, οι αδελφές της, όλες οι Καλαβρυτινές γυναίκες!!!
…Εκεί στη χάση του ατέλειωτου πόνου, που έφευγε κι ερχόταν κάθε στιγμή, κάθε μέρα, κάθε χρόνο, ο λυγμός του παράπονου την ανακούφιζε για μια στιγμή. Κι ο μεγάλος αναστεναγμός, που βγήκε από τα μέσα της ελάφρυνε το βάρος, που ένιωθε και ξεθύμανε την οδυνηρή σκέψη!
…Έφυγε η αντάρα και η θολούρα μπροστά από το πρόσωπό της. Κι είδε απλωμένα τα Καλάβρυτα. Διαφορετικά, αλλαγμένα, ήσυχα!..
Η χειμωνιάτικη φύση είχε τη δική της ξέχωρη ομορφιά, που απλωνόταν ολόγυρα και χανόταν πέρα προς το Βυσωκιότικο κάμπο.
Ο ήλιος, χλωμός και ″βρεγμένος″, κρυφόπαιξε για μια στιγμή με τα σύννεφα και η φευγάτη ηλιαχτίδα του ήρθε και χρυσοθώπευσε τα δακρυσμένα της μάγουλα.
Ασυναίσθητα, αυθόρμητα, παρορμητικά άρχισε να σιγοψιθυρίζει :
«Της δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ και Μυρσίνη εσύ δοξαστική ΜΗ παρακαλώ σας,
ΜΗ ΛΗΣΜΟΝΑΤΕ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΟΥ,
ΜΗ ΛΗΣΜΟΝΑΤΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ!!!»
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος
(Πρώτη δημοσίευση Φ.τ.Κ., Δεκέμβρης 2011, σελ.3)
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.