HIDE

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

HIDE_BLOG

Breaking News

latest

Das Unternehmen Kalavryta -19- Απόψεις Γερμανών για το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ Η Επιχείρηση Καλάβρυτα – Das Unternehmen Kalawryta Έτσι καταστρέψαμε τα Καλάβρυτα Ομιλούν οι θύτες ‒ πρωταγωνι...


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ
Η Επιχείρηση Καλάβρυτα – Das Unternehmen Kalawryta
Έτσι καταστρέψαμε τα Καλάβρυτα
Ομιλούν οι θύτες ‒ πρωταγωνιστές
Προδημοσίευση βιβλίου Δημητρίου Κανελλόπουλου
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκεύαση απόδοσης του περιεχομένου της ιστορικής έρευνας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφίσεως ή άλλο, χωρίς γραπτή άδεια του Ι.Α.Κ. (Ν 2121/1993
-19- 
Απόψεις Γερμανών για το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα
Στο τεύχος 42/06.10.1969 δημοσιεύτηκε ρεπορτάζ για την Επιχείρηση Καλάβρυτα [Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα 05.12-15.12.1943] με τίτλο Greichenland - Kriegsvebrechen - Aktion Kalawrita (Ελλάδα - Εγκληματίες Πολέμου, Υπόθεση Καλάβρυτα)]. Στις κρίσεις και συμπεράσματα του ρεπορτάζ του έγκυρου γερμανικού περιοδικού, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια από το Ολοκαύτωμα, απάντησαν συγγενείς των δολοφονηθέντων γερμανών αιχμαλώτων της μάχης Ρωγών-Κερπινής [16-17.10.1943]. Αναλυόμενες οι κρίσεις των συγγενών των δολοφονηθέντων γερμανών αιχμαλώτων από αντικειμενική ιστορική πλευρά διέπονται από υποκειμενισμό και βαθιά δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση. Η ιστορική έρευνα [Ι.Α.Κ.] θεωρεί σκόπιμο να ακουστεί και η «άλλη πλευρά» ώστε ο αναγνώστης να εξαγάγει μόνος του τα συμπεράσματά του στο μεγάλο ερώτημα: Γιατί έγινε το φοβερό αυτό πολιτικό έγκλημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια απαίσια υπόθεση όπως την χαρακτήρισε ο Εισαγγελέας του Μπόχουμ που ασχολήθηκε με την υπόθεση.
 Οι δολοφόνοι επέταγαν τα πτώματα σε μια πηγάδα. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1943, οι αντάρτες οδήγησαν τους αιχμαλώτους γερμανούς στρατιώτες στο βουνό Χελμός. Από κει, και πάνω από ένα ψηλό βάραθρο πέταξαν τους 77 στρατιώτες. Ένας απ' αυτούς έπεσε μόνος του στο γκρεμό και κατόρθωσε να ζήσει. Περιέγραψε το φοβερό δράμα των υπολοίπων. Ύστερα από αυτό, Γερμανικά Τμήματα Στρατού, εξαπέλυσαν τρομερά αντίποινα κατά της πόλεως των Καλαβρύτων. Δεν αποκλείεται τα αντίποινα αυτά να έβλαψαν και ανθρώπους αθώους, που δεν είχαν καμιά ανάμιξη στο προηγούμενο έγκλημα κατά των γερμανών στρατιωτών, ενώ οι πραγματικοί ένοχοι πιθανώς να λατρεύονται σήμερα σαν Εθνικοί ήρωες, στο στήθος των οποίων φιγουράρει ένα κάποιο πολεμικό παράσημο. Κινούνται ελεύθερα από πόλη σε πόλη και βλέπουν τις δικές μας Αρχές που ψάχνουν για την ίδια υπόθεση να ανακαλύψουν εγκληματίες πολέμου... Χανς Λόμπε, Ρόιτλιγκεν.
 Όπως ακριβώς στην υπόθεση ΦΙΛΕΤΤΟ, έτσι και τώρα, μιλάνε για τα Καλάβρυτα και προσπαθούν να βρουν ενόχους μόνο από την γερμανική πλευρά. Το ότι λίγο πριν από τα αντίποινα, τρεις πληγωμένοι στρατιώτες, συρθήκανε βίαια από το Νοσοκομείο και δολοφονηθήκανε με τον αγριότερο τρόπο και ότι 77 άλλοι στρατιώτες γκρεμίστηκαν στο βάραθρο του Χελμού, αναφέρεται μεν, χωρίς το παραμικρό σχόλιο όμως και χαρακτηρισμό περί του απαίσιου αυτού εγκλήματος. Μαξ Πιντσόβιας, Μάιντς.
 Αναμφισβητήτως τα εγκλήματα των Καλαβρύτων είναι κάτι που δεν το χωρά ο νους του ανθρώπου. Όμως, εξ ίσου αποκρουστικό προς τα εγκλήματα, είναι το διπλό μέτρο ηθικής και το διπλό πρίσμα κάτω από το οποίο εξετάζονται σήμερα τα συμβάντα. Έκαρτ Μπόνε, Ούνα (Νορντ Ράιν-Βεστφάλεν).
 Είναι όντως φοβερό, το ότι ακόμα και σήμερα, βγαίνουν στο φως τέτοιες πράξεις για τις οποίες εξαπολύονται επιθέσεις και οργανώνονται επιχειρήσεις ανευρέσεως των ενόχων. Όμως, θα ήταν ενδιαφέρον να ρωτήσει κανείς, τι απέγιναν άραγε οι πραγματικοί ένοχοι της δολοφονίας των 77 Γερμανών στρατιωτών που συνέβη πριν από την επιχείρηση Καλάβρυτα... Δεν υπάρχει περίπτωση να μη τους ξέρει κανείς, γιατί είναι γνωστό πως η ομάδα Φράισέρλερ κατήγετο κυρίως από τα Μαζέικα. Τι έκανε πάνω σ' αυτό η Ελληνική Δικαιοσύνη; Μήπως έβγαλε καμιά απόφαση που δεν την ξέρουμε; Και τέλος, ποια ήταν η αποκατάσταση των συγγενών των δολοφονηθέντων στρατιωτών, από ελληνικής πλευράς; Δρ. Σέφερ, Φραγκφούρτη.
 Μήπως ο κ. Άντενάουερ και η κ. Σραμ, έκαναν τον κόπο να ρωτήσουν -έτσι στην τύχη- τι απέγινε άραγε με τους συγγενείς των 80 δολοφονηθέντων γερμανών στρατιωτών; Και τι έκαναν μετά την επίπληξη του Επισκόπου Ντέφρεγκερ, που δεν φρόντισε για τις οικογένειες των 5 Ιταλών στρατιωτών; Τί σπουδαία, λεπτή και ευγενής ιδέα, αλήθεια... Μπέμπρα (Έσση) - Χάιντς Γκέρνερτ.
 Τα αντίποινα που εξαπέλυσε η 117 πτέρυγα Μάχης, είναι κατά τη γνώμη σας ένα έγκλημα πολέμου. Όμως πρέπει να ξέρετε, κύριοι, ότι όλοι οι στρατοί του κόσμου, ακολουθούν αυτή την τακτική, προκειμένου να προστατεύσουν τους στρατιώτες τους. Καρόλα Βέρεν (Μπαντ Κόιτσναχ).
 Στο άρθρο σας και ειδικά στην τρίτη παράγραφο από το τέλος, γράφετε ότι η ανάκριση που είχε αρχίσει εναντίον μου για την επιχείρηση των Καλαβρύτων, ετέθη εις το αρχείο, διότι κατόρθωσα να αποδείξω ότι πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων είχα ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και έτσι την ώρα των εχθροπραξιών βρισκόμουνα στο Νοσοκομείο. Συγχρόνως όμως, στην πρώτη στήλη του άρθρου σας, με αναφέρετε σαν ένα από τους κυρίους υπευθύνους της «φοβερής αυτής ιστορίας». Προκειμένου να αποκαταστήσω την αλήθεια στην όλη υπόθεση, επιθυμώ να σας γνωρίσω τα εξής: Όταν μετά την αναχώρηση τμήματος της μεραρχίας μου προς εξουδετέρωση ανταρτικής ομάδος εις το Βορειοδυτικό Τμήμα της Πελοποννήσου, έφθασε η διαταγή του Στρατηγού Δεσούρ να προβώ σε αντίποινα για την «ζωώδη εκτέλεση» (κατά λέξη η έκφραση του στρατηγού), των 80 Γερμανών Στρατιωτών, καίοντας την πόλη των Καλαβρύτων εξ ολοκλήρου και σκοτώνοντας τον ανδρικό πληθυσμό που είχε σχέση με τους αντάρτες, χωρίς καν να καθυστερήσω ούτε και δευτερόλεπτο, αρνήθηκα να εκτελέσω την διαταγή τόσον εις τον Υπασπιστή Λοχαγό Πίχλερ, ο οποίος κατά πάσαν πιθανότητα την στιγμήν αυτήν είναι αξιωματικός εις τον αυστριακόν στρατόν, όσον και εις τον Διοικητήν Ταγματάρχην Έμπερσμπέργκερ. Λίγη ώρα αργότερα, υπέστη αυτοκινητιστικό δυστύχημα εξ αιτίας της απροσεξίας του οδηγού μου, όχι και πολύ μακριά από τη βάση μου. Σε πολύ άσχημη κατάσταση μεταφέρθηκα στο Νοσοκομείο των Πατρών. Μερικές εβδομάδες αργότερα, και ενώ βρισκόμουν σε Νοσοκομείο των Αθηνών εις το οποίο και είχα μεταφερθεί εν τω μεταξύ, έμαθα με κατάπληξη και αποτροπιασμό, ότι η επιχείρηση Καλάβρυτα είχε όντως εκτελεσθεί. Επί τη ευκαιρία, σας γνωρίζω ότι η διαταχθείσα εναντίον μου ανάκρισις, ετέθη εις το Αρχείον τον Απρίλιο του 1959. Εξ όλων των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία σημειωτέον έχουν και δικαστικώς αποδειχθεί κατά την προανάκριση, προκύπτει ότι ούτε έμμεσα, ούτε άμεσα μπορεί να θεωρηθώ ότι είχα ανάμιξη εις την φοβερή σφαγή των Καλαβρύτων.
Γιούλιους Βέλφιγκερ, Πούχχαϊμ (Βαυαρία)
τ. Διοικητής 749 Jager Retsiment 
ο οποίος σχεδίασε και οργάνωσε την Επιχείρηση Καλάβρυτα (01.12.)
Μια παράλειψη των Γερμανών απέναντι στους Έλληνες [του Έρχαρντ Ρονντχόλτς]
Rondhols:1 Από την αναφορά δράσης της 117ης μεραρχίας καταδρομών: […] 5.12.1943. Έναρξη της επιχείρησης Καλάβρυτα με την εντολή: α) Εξολόθρευση των δηλωμένων συμμοριών, β) έρευνα στα χωριά για κομμουνιστές, όπλα, εξοπλισμό και προπαγαν δι στικό υλικό κλπ., γ) επιχείρηση αναζήτησης για τα μέλη του 5ου λόχου του 749ου συντάγματος καταδρομών που είχαν αιχμαλωτιστεί στις 8.10.43 κοντά στους Ρωγούς. 8.12.1943. Η μάχιμη ομάδα Gnass (Γκνας) με ισχυρές μονάδες από τα Μαζέικα καταλαμβάνει αιφνιδιαστικά το Μάζι, για να απελευθερώσει τους 78 γερμανούς αιχμάλωτους. Εκτός από μερικούς που δραπέτευσαν, οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν στις 7.12 στα βουνά βορειοανατολικά από το Μάζι. Σάν άμεσα μέτρα αντιποίνων διατάχτηκε η εκτέλεση των άντρων και το κάψιμο των χωριών. Τα μέτρα αντιποίνων εκτελέστηκαν στους Pωγούς και την Κερπινή από τη μάχιμη ομάδα Ebersberger (Έμπερσμπεργκερ). 10.12.1943. Ο διοικητής της μεραρχίας διατάζει εκκαθάριση των καταληφθέντων περιοχών και υποχώρηση των στρατευμάτων εκτελώντας αυστηρά μέτρα αντιποίνων καθώς επίσης απέλαση των ζώων για να περιοριστούν οι δυνατότητες ζωής των ανταρτών στις κατεχόμενες από τις συμμορίες περιοχές. 13.12.1943. Τα Καλάβρυτα καταστρέφονται ολοσχερώς σαν καταφύγιο των συμμοριών και σημείο συγκεντρώσεως για γερμανούς αιχμάλωτους. 14.12.1943. Σαν μέτρα αντιποίνων καταστρέφονται Κλαπατσούνα, Βυσωκά, το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Τα Μαζέϊκα καίγονται. 15.12.1943 Επιχείρηση Καλάβρυτα. Με το κάψιμο των Μαζέϊκων, όπου κρατήθηκαν οι 78 γερμανοί αιχμάλωτοι για τέσσερις βδομάδες χωρίς να ειδοποιήσουν οι κάτοικοι μια γερμανική υπηρεσία, κλείνει η επιχείρηση.
4ος ομιλητής: ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ. Χωριό με πάνω από 2000 κατοίκους σε υψόμετρο 701 μέτρα στους πρόποδες του βουνού Βελιά, γνωστά από τον καταρράκτη του, την καλοκαιρινή δροσιά και το ευχάριστο κλίμα τους. Τα Καλάβρυτα είναι τα αρχαία Κύναιθα, αρκαδικός αποικισμός που κείτεται δυο σταδία από τις πηγές του ποταμού Αλυσσού (σύμφωνα με την παράδοση με θεραπευτική δύναμη κατά της λύσσας). Οι κάτοικοι αυτού του οικισμού ήταν γνωστοί για την τάση τους για ανεξαρτησία, για τους σκληρούς τους τρόπους και την άρνησή τους σε κάθε είδους λατρευτικά έθιμα. Η πόλη καταστράφηκε το 220 από τους Αιτωλούς και οδηγήθηκε σε νέα ακμή από τον Ανδριανό. Κατάλοιπα της αρχαία νεκρόπολης βρέθηκαν στο σημείο που λέγεται Σαλμενά. Το Μεσαίωνα, τα Καλάβρυτα κυριαρχήθηκαν από τους Φράγκους, τα επιβλητικά ανάκτορα που έκτισαν αυτοί (πολύ κατεστραμμένα) ανυψώνονταν πάνω σ’ έναν απότομο βράχο σε υψόμετρο 1190 μέτρων, μια ώρα βορειοανατολικά από την πόλη. 
2ος Ομιλητής: Αυτά είναι όλα, που πληροφορείται σήμερα ο φιλομαθής τουρίστας από έναν κυρίως χρησιμοποιούμενο ταξιδιωτικό οδηγό της Ελλάδας για την ιστορία της κωμόπολης των Καλαβρύτων στα βόρεια της Πελοποννήσου. Για τα γεγονότα του 1943: τίποτα, σαν να έχει ο γερμανός τουρίστας δικαίωμα να μην ενοχληθεί στην άδειά του με ένα σκοτεινό κεφάλαιο της δικιάς του ιστορίας. Η γαλλική έκδοση του αναφερόμενου ταξιδιωτικού οδηγία «Guide Bleu» ονομάζονται τα Καλάβρυτα «μαρτυρική πόλη της Αντίστασης» και στον «Guide Bleu» διαβάζει κανείς για το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας που καταστράφηκε κατά την επιχείρηση Καλάβρυτα: κάηκε το 1943 από τους Γερμανούς. Κι αυτό λείπει από τη γερμανική έκδοση. H κατάπνιξη του γεγονότος άφησε τα ίχνη της, όπως στον εικοσάτομο Brockhaus (εγκυκλοπαίδεια), έκδοση του 1966. Εκεί αναζήτησα το λήμμα Καλάβρυτα: Kalau – Kalauer – Kalauria… Kalb. Καλάβρυτα; Πουθενά. Παλιότερες εκδόσεις της εγκυκλοπαίδειας του Brockhaus είχαν αφιερώσει στην περιοχή λεπτομερέστερα άρθρα. Αφηγούνται για τη σημασία των Καλαβρύτων στο Μεσαίωνα που μαρτυρεί το φραγκικό κάστρο.Για την κατάκτηοη των Καλαβρύτων από το Μωάμεθ Β' το 1460. Για τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό των Πατρών που στις 25 Μαρτίου 1821 ανύψωσε στα Καλάβρυτα το λάβαρο της επανάστασης κατά των Τούρκων. Η εγκυκλοπαίδεια του Brockhaus σήμερα: τίποτα πια για τα Καλάβρυτα. Ούτε μια γραμμή. Λες και τα στρατεύματα της 117ης μεραρχίας καταδρομών είχαν εξαλείψει από το γεωγραφικό χάρτη και την ιστορία αυτό τον τόπο. Όμως τα Καλάβρυτα ζουν. Αυτή η εκπομπή αναφέρεται στο πώς ισοπεδώθηκαν τα Καλάβρυτα το 1943, το πώς ξαναστήθηκαν, το πώς ζουν σήμερα, στην τραγική τους ιστορία και το δύσκολο παρόν τους και στο δάμασμα της ιστορίας τους από τους Γερμανούς. 
Rondhols: Στα Καλάβρυτα ήμουν την τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου του 1981. Όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία του τόπου και ποιος τουρίστας την ξέρει, όποιος δεν κατέχει τη γλώσσα της χώρας και πόσοι τουρίστες κάθονται να τη μάθουν, ξαναφεύγει συνήθως χωρίς να πάρει άλλες εντυπώσεις από αυτές: μια φιλόξενη και το καλοκαίρι ζωντανή κωμόπολη όπως τόσες άλλες ελληνικές κωμοπόλεις, μ’ ευχάριστο ψυχρό κλίμα, μεσογειακό ορεινό τοπίο ολοτρόγυρα, όπου μπορεί να κάνει κανείς θαυμάσιες εκδρομές. Λίγα θυμίζουν την εξολοθρευτική επιχείρηση του 1943. Ποιος προσέχει το μαυρισμένο ρολόι του καμπαναριού που δείχνει πάντα την ίδια ώρα· ποιος ξέρει τι σημαίνουν καμιά δεκαριά ή δωδεκαριά χαλάσματα στο χωριό; ο τεράστιος σταυρός σ’ ένα λόφο έξω από το χωριό; Οι πιο πολλοί αλλοδαποί τουρίστες ούτε καν ρωτάνε· ακόμα δεν ρωτάνε γιατί οι περισσότεροι σταυροί στο νεκροταφείο φέρουν την ίδια ημερομηνία: 13 Δεκεμβρίου 1943. Και ποιος πάει στο νεκροταφείο; Οι Γερμανοί, που καταλύουν σ’ ένα από τα λίγα ξενοδοχεία που αναγέρθηκαν πάλι, δεν ενοχλούνται από το προσωπικό με την τρομερή ιστορία – από ευγένεια.
Στις 15 Αυγούστου γιορτάζουν τα Καλάβρυτα: Είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου, η σημαντικότερη εκκλησιαστική γιορτή σ’ αυτό τον τόπο. Τα παιδιά παίζουν, οι νέοι άνθρωποι χορεύουν. Οι ταβέρνες έχουν πολλή δουλειά. Όμως η εύθυμη ζωή απατά, το ξέρω από μια επίσκεψη την άνοιξη. Τότε βλέπει κανείς εδώ πολύ λίγους νέους ανθρώπους. Οι γέροι αποτελούν την εικόνα, κυρίως οι ηλικιωμένες γυναίκες, όλες στα μαύρα. Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μεγάλη γιορτή και έρχονται από παντού, οι άλλοτε Καλαβρυτινοί – από την Αθήνα, από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Όμως δεν έρχονται μόνο για να γιορτάσουν. Έρχονται για να επισκεφτούν και τους νεκρούς τους, στο νεκροταφείο με εκείνες τις πολλές ταφόπετρες με την ίδια πάντα επιγραφή: 13.12.1943 – δολοφονηθείς από τους Γερμανούς. 
2ος ομιλητής: Καλοκαίρι του 1943. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό Κατοχή των γερμανικών, ιταλικών και βουλγαρικών στρατευμάτων. Στην Αθήνα κυβερνά μια δοσίλογη κυβέρνηση. Μερικές χιλιάδες Έλληνες υπηρετούν στα λεγόμενα «Τάγματα Ασφαλείας» που είχαν συγκροτηθεί από αυτή την κυβέρνηση και που βοηθούν τα στρατεύματα κατοχής στην καταπολέμιση του αντιστασιακού κινήματος. Την εποχή αυτή η αντίσταση έχει πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη, ο αριθμός των ενεργών αγωνιστών του στρατιωτικού τμήματος της Αντίστασης, του ΕΛΑΣ, ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες. Έχουν κάτω από την κυριαρχία τους μεγάλα τμήματα της Ελλάδας και κάνουν τη ζωή των στρατευμάτων κατοχής όλο και πιο δύσκολη. Δεσμεύουν πολλές μεραρχίες που λείπουν στον Χίτλερ κυρίως στο Ανατολικό Μέτωπο· ο αριθμός τους αυξάνεται ακόμα πιο πολύ μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Στη Βέρμαχτ οι αντάρτες λέγονται «συμμορίες» ή «συμμορίτες». Η «καταπολέμηση των συμμοριών» είναι η κυρία δραστηριότητα των στρατοπεδευμένων στην Ελλάδα γερμανικών στρατευμάτων – επίσης και στην Πελοπόννησο. Εδώ μερικά αποσπάσματα από μια μυστική έκθεση για την κατάσταση: 
3ος ομιλητής: Επιτελείο του 68ου Σώματος Στρατού. Μυστική υπόθεση επιτελείου. 1.8.1943. Πολιτική Κατάσταση. Η πολιτική κατάσταση πρέπει να χαρακτηριστεί εξαιρετικά σοβαρή. Οι δικές μας υποχωρήσεις στην Αφρική, η επιτυχής επίθεση του εχθρού στη Σικελία κυρίως όμως η απειλούμενη κατάρρευση της Ιταλίας καθώς επίσης η διαρκής έντονη προπαγάνδα του αντίπαλου έχουν οδηγήσει τον ελληνικό λαό στην πεποίθηση της νίκης των συμμάχων. Τα δυο χρόνια της ιταλικής κατοχής με τη συνδεμένη μ’ αυτή εκμετάλλευση της χώρας, καθώς και τα πάθη της πρώτης πείνας του χειμώνα 1941-42 και τα διαρκή αντίποινα, οδήγησαν το λαό σε μια κατάσταση από την οποία ελπίζουν να λυτρωθούν με μια σύντομη απόβαση. Η ελπίδα αυτή θρέφεται από τους συμμορίτες που γίνονται όλο και πιο ισχυροί και θρασείς και τους οποίους ο ελληνικός λαός δε θεωρεί εγκληματίες αλλά πατριώτες ήρωές του. Ο λαός ζει από τη μια πλευρά εξαιτίας των δυνάμεων κατοχής μόνο επιβαρύνσεις. Φόρους, μέτρα βίας και ούτε το παραμικρό όφελος. Από την άλλη πλευρά όμως μια διαρκή βοήθεια από τους συμμορίτες με πλούσια χρηματικά μέσα, όπλα, εξοπλισμό και τρόφιμα από τον εχθρό. Μια δραστική και διαρκή καθησύχαση του ελληνικού χώρου δεν μπορεί να επιτευχθεί πια ακόμα κι αν τα μέτρα είναι σκληρά και δραστικά. Κατάσταση των συμμοριτών: Η Πελοπόννησος είναι καθοδόν να γίνει πεδίο μάχης με τους συμμορίτες, όπως και στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Ο αριθμός, οπλισμός, εξοπλισμός και η οργάνωση των συμμοριτών έχει αυξηθεί και βελτιωθεί σημαντικά. Η αγγλική προπαγάνδα ξέρει να παρουσιάζει επιδέξια τις συμμορίες σαν εθνικά ελεύθερα στρατιωτικά σώματα και να τις συνδέει ταυτόχρονα με παραδόσεις και αναμνήσεις του ελληνικού αγώνα απελευθέρωσης κατά των Τούρκων. Η σχέση ανάμεσα στο λαό και τους συμμορίτες δεν είναι ενιαία. Γενικά διαπιστώνεται ωστόσο πως ο λαός παίρνει ιδεολογικά όλο και πιο πολύ το μέρος των συμμοριτών και τους υποστηρίξει μυστικά.
2ος ομιλητής: Ότι αυξανόμενη συρροή του πληθυσμού στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, EAΜ, έχει σχέση με ταξικά ζητήματα, φανερώνει μια άλλη μυστική έκθεση του Δεκεμβρίου του ιδίου έτους: Πολλαπλά μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η μπολσεβίκικη προπαγάνδα φέρει και στον πληθυσμό της υπαίθρου τέτοιους καρπούς ώστε να μη μπορεί να γίνει πια λόγος για βίαιη προσχώρηση του πληθυσμού στους αντάρτες. Ο εύπορος πληθυσμός της Πελοποννήσου υποφέρει τώρα κυρίως κάτω από την κυριαρχία των ανταρτών. Από αυτόν εισπράττονται τα χρήματα με τον εκβιασμό της απειλής μεγίστης εκδίκησης. Για το λόγο αυτό ο εύπορος και εν μέρει σκεπτόμενος πληθυσμός επιζητεί ισχυρό στήριγμα στη γερμανική Βέρμαχτ και δείχνει πρόθυμος να καταπολεμήσει τον κομμουνισμό κάτω από την προστασία των Γερμανών.
Rordhols. Και τούτο μου αφηγήθηκε ο άλλοτε αντάρτης Ανδρέας Παπανδρέου το περασμένο καλοκαίρι στα Καλάβρυτα για την «κατάσταση των συμμοριτών» το Φθινόπωρο του 1943:
5ος ομιλητής (Παπανδρέου): Σε μας άρχισαν με το αντάρτικο το Μάη του 1943. Στην κορυφή βρισκόταν ένας ανώτερος αξιωματικός της αεροπορίας, ο σμήναρχος Μίχος. Αυτό είχε μια μεγάλη επιρροή στον ξεσηκωμό στην Αχαΐα. Για το λόγο αυτό το κίνημά μας ήταν ισχυρότερο από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, ακριβώς γιατί ο πρώτος αντάρτης ήταν αξιωματικός και μάλιστα μεγάλου βαθμού, ένας άντρας που ήταν γνωστός για το ηθικό του. Έτσι εδώ απλώθηκε το αντάρτικο κίνημα πολύ γρήγορα. Μέσα σε δυο μόνο μήνες είχαμε στην περιοχή των Καλαβρύτων μια αντάρτικη στρατιωτική δύναμη 250 αντρών. Αυτή την εποχή η περιφέρειά μας είναι πλήρως απελευθερωμένη. Πουθενά στη χώρα δεν υπάρχουν βάσεις των δυνάμεων κατοχής, μόνο οι κεντρικοί δρόμοι βρίσκονται υπό τον έλεγχο των κατακτητών.
2ος ομιλητής: Στα μέσα Οκτωβρίου στέλνεται στην περιοχή το πρώτο ανιχνευτικό σώμα, ο λόχος Schober (Σόμπερ), για να διαλευκάνει, έτσι ήταν η εντολή, την «κατάσταση των συμμοριτών» και τη στάση του πληθυσμού. Μια επιχείρηση ενός άνευ προηγουμένου στρατιωτικού ερασιτεχνισμού, είναι της γνώμης ο άλλοτε αντάρτης Χρήστος Φερλελής, του οποίου η μονάδα αιχμαλώτισε αργότερα το λόχο Schober.
5ος ομιλητής (Παπανδρέου): Οι Γερμανοί έκαναν ένα μεγάλο λάθος. Θα πρέπει να υποτίμησαν πάρα πολύ την αγωνιστική δύναμη των ανταρτών, για να στείλουν ένα λόχο με 80 μόνο άντρες 30 χιλιόμετρο μακριά σε μια περιοχή που την έλεγχαν μόνο οι αντάρτες. Αυτό ήταν λίγο τολμηρό κι εμείς το εκμεταλλευτήκαμε. Τους περικυκλώσαμε. Δεν θέλαμε μόνο να τους διώξουμε, αλλά θέλαμε να τους εξολοθρεύσουμε ή να τους αιχμαλωτίσουμε, πράγμα και που κατορθώσαμε. Ο λοχαγός Schober αυτοκτόνησε και οι υπόλοιποι παραδόθηκαν τελικά. Πήραμε μαζί μας τους αιχμάλωτους και τους τραυματίες. Έναν τραυματία αφήσαμε στην Κερπινή, τους άλλους μεταφέραμε στα Καλάβρυτα. Τους μεταχειριστήκαμε καλά και ξέρω ακόμα, πως είχα ένα πακέτο τσιγάρα παρόλο που δεν κάπνιζα και τους τα έδωσα να καπνίσουν. Δεν σκοπεύαμε να τους κάνουμε τίποτα. Τους πήραμε μόνο τα όπλα και τους μεταφέραμε στα Καλάβρυτα. Εκεί τους παρέλαβε η οργάνωση. 
2ος ομιλητής: Και μετά οι αντάρτες επιχείρησαν να ανταλλάξουν τους αντάρτες με δικούς τους ανθρώπους που βρίσκονταν στα χέρια των ανταρτών. Ότι απότυχαν οι διαπραγματεύσεις που διακανονίστηκαν από κάποιο μητροπολίτη, οφείλεται, όπως αναφέρουν Έλληνες μάρτυρες στο ότι η γερμανική πλευρά έδειξε πρόθυμη μόνο για την ανταλλαγή οποιωνδήποτε ομήρων σε σχέση έναν προς ένα, όμως οι αντάρτες επέμεναν στην απελευθέρωση συγκεκριμένων αντρών των οποίων τα ονόματα είχαν αναγγείλει στο Επιτελείο. Στα διασωθέντα πολεμικά ημερολόγια δεν γίνεται λόγος για διαπραγματεύσεις ανταλλαγής, ίσως γιατί δεν υπήρχε στην πραγματικότητα καμιά σοβαρή πρόθεση για ανταλλαγή, επρόκειτο μάλλον για προσποιητές διαπραγματεύσεις με σκοπό να κερδίσουν χρόνο. Σίγουρο παντός είναι ότι οι αντάρτες εκτέλεσαν τους αιχμαλώτους όταν άρχισαν να πλησιάζουν ισχυρές γερμανικές δυνάμεις.
5ος ομιλητής: Στα Καλάβρυτα φροντίσαμε και περιποιηθήκαμε τους αιχμάλωτους σαν τους δικούς μας ανθρώπους. Μιλώ για κείνη την εποχή που ο απελευθερωτικός στρατός ΕΛΑΣ έπαιρνε τα τρόφιμά του ακόμα από τα χωριά, δηλαδή όταν περνούσαμε από τα χωριά διαμοιραζόμαστε στα σπίτια. Τα χωριά φρόντιζαν για τη συντήρηση των ανταρτών εθελοντικά. Μια οργανωμένη λογιστική δεν είχαμε ακόμα, αυτό οργανώθηκε αργότερα. Έτσι άλλοτε είχαμε για φαγητό κι άλλοτε όχι. Συχνά πεινούσαμε, όμως όλο τον καιρό μοιραζόμαστε με τους αιχμάλωτους, ό,τι είχαμε. Πιστεύαμε μάλιστα ότι θα είχαμε ένα καλό τέλος με τις διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή. Η εκτέλεση των αιχμαλώτων έγινε τελικά κάτω από την πίεση της εκκαθαριστικής επιχείρησης. Όταν πλησίασαν οι Γερμανοί υπήρχε κίνδυνος να περικυκλωθούμε. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας τους αιχμάλωτους, ακόμα υπήρχε η δυνατότητα να τους κρύψουμε κάπου και να τους φυλάμε.
1ος ομιλητής: Η εκτέλεση των γερμανών αιχμαλώτων του λόχου Schober ήταν παράβαση του Διεθνούς Δικαίου και του Πολεμικού Δικαίου της Χάγης που σύμφωνα με το στρατιωτικό νόμο επιτρέπει την εκτέλεση ανταρτών, αξιώνει όμως για αιχμαλώτους πολέμου τακτικού στρατού «΄εντιμη, ιπποτική μεταχείριση». Ότι οι Γερμανοί από την πλευρά τους εκτέλεσαν κατά χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου, αυτό είναι άλλη υπόθεση. Ηθικά ένιωθαν οι Έλληνες αντάρτες ότι είχαν σίγουρα δίκιο, γιατί αγωνίζονταν ενάντια σ’ έναν εχθρό που χωρίς λόγο είχε εισβάλει στη χώρα τους. Από νομικής απόψεως της εκτέλεσης των αιχμαλώτων δεν αλλάζει τίποτα. Ποια σχέση είχαν όμως οι κάτοικοι των Καλαβρύτων μ’ όλα αυτά; Ούτε καν είχαν σηκώσει το χέρι τους κατά των αιχμαλώτων, αντίθετα είχαν μάλιστα φροντίσει τους τραυματίες. Όμως υπήρχε εκείνη η τρομερή διαταγή του στρατάρχη Keitel που εκτελέστηκε αργότερα στη Νυρεμβέργη, και που στις 6.9.1941 είχε δώσει εντολή για κάθε γερμανό στρατιώτη που θα σκότωναν οι αντάρτες να εκτελούνται 100 όμηροι από τον άμαχο πληθυσμό. Στην αρχή εκδόθηκε για το ανατολικό μέτωπο, αργότερα εφαρμόστηκε αυτή η τρομερή εντολή στις βαλκανικές χώρες σαν αρχή αναρίθμητων λεγόμενων αντιποίνων ενάντια στον αθώο άμαχο πληθυσμό, έτσι και στα Καλάβρυτα.
2ος ομιλητής: Στις 9 Δεκεμβρίου 1943 εισήλθαν στα Καλάβρυτα οι πρώτες γερμανικές μονάδες. Στην αρχή έκαψαν μερικά σπίτια, και ένα ξενοδοχείο του οποίου οι ιδιοκτήτες είχαν κατηγορηθεί από έλληνες χαφιέδες σαν αντάρτες. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, τα μεμονωμένα αντίποινα κατά της περιουσίας συγκεκριμένων μεμονωμένων προσώπων αποκοίμισε τον υπόλοιπο πληθυσμό των Καλαβρύτων σε μια απατηλή ασφάλεια. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί επίσης ότι κανείς δεν επιχείρησε να δραπετεύσει, όταν ήταν ακόμα δυνατό. Απλώς πίστεψαν πως με την καταστροφή μεμονωμένων σπιτιών είχε ικανοποιηθεί η ανάγκη των Γερμανών για αντίποινα, εκτός από τις λεηλασίες και την επίταξη τροφίμων και ζώων. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 –η περιοχή είχε περικυκλωθεί, δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει κανείς πια την περιοχή– κτύπησαν τη χαραυγή οι καμπάνες της εκκλησίας. Τι συνέβηκε ύστερα αφηγείται ένας από τους 13 που επέζησαν από τη σφαγή, ο Γιώργος Γιωργαντάς:
Γeωργαντάς: Όταν κτύπησαν οι καμπάνες μας διέταξαν να συγκεντρωθούμε στο σχολείο, να πάρουμε μαζί μας φαγητό για μία μέρα και ο καθένας μια κουβέρτα. Πήγαμε λοιπόν εκεί, με τα παιδιά και τις γυναίκες μας, και πήραμε μαζί ό,τι μπορούσαμε να κουβαλήσουμε. Στο σχολείο μας χώρισαν, οι γυναίκες έπρεπε να μείνουν και μας τους άντρες μας χώρισαν σε τμήματα και μας οδήγησαν στο μέρος που είχαν προηγουμένως διαλέξει, πάνω από την πόλη. Τα παιδιά έμειναν κοντά στις γυναίκες. Σε τρία τμήματα μας πήγαν εκεί πάνω. Ο Αθανασιάδης που ήξερε γαλλικά ρώτησε: Γιατί μας πηγαίνετε δω πάνω; Ένας αξιωματικός, κοντός χοντρός, τον θυμάμαι ακόμα πολύ καλά, έστριψε και μας είπε: Μη φοβόσαστε, θα κάψουμε τα Καλάβρυτα κι ύστερα θα σας πάμε αλλού κι εκεί μπορεί να κάνει ο καθένας σας, ό,τι θέλει. Κανένας δε θα σας πειράξει. Κι αυτό μας καθησύχασε, σκεφτήκαμε: θα βάλουν φωτιά στα Καλάβρυτά μας, τίποτα παραπάνω. Ο αξιωματικός μας έδωσε μάλιστα το λόγο της τιμής του – για να μας κοροϊδέψει καλύτερα. Και ξαφνικά είδαμε δυο φωτοβολίδες, η μια ήταν μπλε, το ξέρω ακόμα. Εδώ στην πλατεία έπεσαν. Και τότε άρχισαν να κροτούν κιόλας τα μυδραλιοβόλα. Όταν όλα τέλειωσαν, ήρθαν δυο, τρεις στρατιώτες για να δώσουν τη χαριστική βολή σ’ όποιον ζούσε, στον έναν μετά τον άλλον. Με έσυραν από τα πόδια μερικά μέτρα πιο πέρα, ύστερα με πυροβόλησαν εδώ στο λαιμό κόβοντάς μου τη μισή γλώσσα, δυο χρόνια δεν μπορούσα να μιλήσω, να φάω και να πιω χωρίς ξένη βοήθεια. Με τον καιρό κατόρθωσαν να με ξανασυνεφέρουν.
Rondhols: Δεκατρείς άνθρωποι επέζησαν τότε την ομαδική εκτέλεση, όπως ο Γιώργος Γιωργαντάς, τραυματισμένοι που οι Γερμανοί στρατιώτες άφησαν για νεκρούς. Για το συνολικό αριθμό των θυμάτων μερικοί Γερμανοί θέλουν να φιλονικούν ακόμα και σήμερα με τους Έλληνες. Οι λογιστές του θανάτου της 117ης Μεραρχίας καταδρομών καταχώρησαν 696 εκτελεσθέντες πολίτες – όλοι άρρενες άνω των 13 χρόνων. Πάνω από 1200 ήταν, λένε οι Έλληνες, και ποιο λόγο να έχουν να διογκώσουν τόσο πολύ τον αριθμό των νεκρών τους; Για επανορθώσεις δεν μπορεί να γίνει λόγος έτσι κι αλλιώς μέχρι σήμερα· όμως γι’ αυτό αργότερα. Δεν μέτρησα τις Αιώνιες Λάμπες στο μνημείο των Καλαβρύτων που καίνε εκεί στο εκκλησάκι μέρα νύχτα για τον κάθε ονομαστικά γνωστό νεκρό. Θα ’πρεπε όμως να το κάνει εκείνη η γερμανίδα τουρίστρια που πήρα στο αυτοκίνητό μου επιστρέφοντας την περασμένη άνοιξη από τα Καλάβρυτα που μου εξήγησε απροκάλυπτα, όταν έμαθε για την εκπομπή μου, ότι εμείς οι Γερμανοί έχουμε δικαίωμα να ξεχαστούν επιτέλους αυτές οι «παλιές ιστορίες». Κατά τα άλλα οι άνθρωποι των Καλαβρύτων ανακοινώνουν περισσότερους νεκρούς, από τους κατοίκους που είχε ποτέ το χωριό. Κάτι που αποδεδειγμένα δεν αληθεύει, όμως αυτή η αναίδεια στη μεταχείριση της ιστορικής αλήθειας σε βάρος των θυμάτων τη γνωρίζουμε από άλλες συνάφειες.
2ος ομιλ.: Μετά το τέλος της «Επιχείρησης των Καλαβρύτων» έκαναν τον ακόλουθο ισολογισμό: […] Καταστραμμένα χωριά: Ρωγοί, Κερπινή, Σταθμός Κερπινής, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Ζούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μοναστήρι Μεγάλου Σπηλαίου, Μοναστήρι Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βισωκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βάλιτσα, Μελίσσια. Και τα λάφυρα ήταν: 259.623 δραχμές σε κυκλοφορία, 12.460 δραχμές εκτός κυκλοφορίας, 5.750 δραχμές σε αξιόγραφα, ληγμένα. 1550 πρόβατα, 14 βόδια, 27 άλογα, 25 μουλάρια, 27 γαϊδούρια, ένα ζευγάρι κιάλια, ένα ισπανικό περίστροφο με πυρομαχικά. Και μετά υπάρχει στην αναφορά κλεισίματος και εμπειριών ακόμα αυτή η πρόταση: […]
3ος ομιλ.: Όταν διατάχτηκε η πιο αυστηρή μορφή των αντιποίνων οι ηγέτες και τα στρατεύματα της μονάδας εκτέλεσαν τη διαταγή όχι μόνο με συνείδηση του καθήκοντος αλλά από πλήρη πεποίθηση.
Rondhols: Από πλήρη πεποίθηση. Από πλήρη πεποίθηση πυροβολούσαν παιδιά 13 και 14 χρονών, αναφέρει ο ταγματάρχης Ebersberger γεμάτος περηφάνια για τους άντρες του. Θα ’θελα πολύ να ρωτήσω ένα Γερμανό που ήταν εκεί, πώς είχε συμπεριφερθεί αλλά δεν βρήκα κανέναν. Κατά την αποχώρηση πάντως, μετά από τελειωμένη δουλειά, όμως αυτό δεν αναφέρεται στην αναφορά, τραγουδούσαν: Λίλη Μάρλεν. Αυτά μετέδωσαν τα επιζήσαντα θύματα. Πώς έζησαν εκείνη τη 13η Δεκεμβρίου του 1943 οι γυναίκες και τα παιδιά, το θυμούνται η οδοντογιατρός Ελένη Κολλιοπούλου και ο έμπορος Πάνος Μπράτσικας· τότε δεν ήταν ούτε 10 χρονών ακόμα:
6ος Ομιλ. Μπράτσικας: Όταν μας χώρισαν εκείνο το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, μεταφέρθηκαν οι άντρες, δηλαδή όλοι οι νέοι από 13 χρονών, στον τόπο της εκτέλεσης, και μας, τις γυναίκες, τα άλλα παιδιά και τους πολύ γέρους έκλεισαν στο Δημοτικό Σχολείο…
Κολλιοπούλου Ελένη: … οι γέροι, εφόσον μπορούσαν κάπως να περπατήσουν ακόμα – μερικοί έμειναν και στα σπίτια, όπως παραδείγματος χάρη ο παππούς και η γιαγιά μου που τους μεταχειρίστηκαν πολύ τρομερά. Η γιαγιά μου ήταν παράλυτη, κι όμως έβαλαν φωτιά στο σπίτι της και ο παππούς μου ήταν ακόμα μέσα και αυτός την τράβηξε έξω από τις φλόγες, την τυφλή, κουφή και παράλυτη γυναίκα. Και ο παππούς μου ήταν κιόλας 92 χρονών. Εκείνη την ημέρα έχασε τα τελευταία δυο παιδιά του από τα έντεκα που είχε κάποτε και τρία εγγόνια, τα δυο από αυτά ήταν μόλις 13 χρονών.
Μπράτσικας: Στο σχολείο μερικές γυναίκες άρχισαν να προσεύχονται, προσπαθούσαν να δώσουν στους άλλους θάρρος. Πρέπει να σκεφτείτε ότι το σχολείο ήταν πολύ μικρό, πολύ μικρό για τόσους ανθρώπους ήμασταν εκεί μέσα κυριολεκτικά στριμωγμένοι. Και ύστερα άρχισαν να βάζουν φωτιά στα σπίτια, πρώτα από όλα του Δάνου που βρίσκεται πάνω στο λόφο, δίπλα στον τόπο της εκτέλεσης. Η γυναίκα του Δάνου που καθόταν δίπλα μας στο σχολείο και σαν είδε το σπίτι της να καίγεται, άρχισε να οδύρεται. Οι άλλοι την παρηγορούσαν – σπίτια μπορεί κανείς να ξαναχτίσει, μόνο οι άνθρωποι δεν ξαναγίνονται. Όμως δεν ξέραμε ακόμα τι συνέβαινε κει πάνω στο λόφο. Δεν ξέρω πια τι ώρα ήταν, όμως όταν πλησίασε η φωτιά –στο μεταξύ είχαν βάλει φωτιά και σ’ άλλα σπίτια– ακούστηκε: τώρα καίγεται και το σχολείο, δεν ξέρω αν αληθεύει, πάντως έμπαινε μέσα καπνός και απειλούσε κυριολεκτικά να μας πνίξει. Και όταν ήχησε η φωνή: το σχολείο καίγεται!, ξέσπασε τότε ο πανικός. Όποιος ήταν σε θέση, προσπαθούσε να φτάσει στην πόρτα και τα παράθυρα. Όμως οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και έξω στέκονταν φρουροί. Όπως λέγεται, την πόλη φρουρούσε ένας αυστριακός φρουρός και όταν είδε την αθλιότητα, το φόβο και την καταστροφή συγκινήθηκε κι άνοιξε από μόνος του την πόρτα και λένε πως για τιμωρία οι άνθρωποι τον τουφέκισαν έξω από τα Καλάβρυτα, στο δρόμο για την Πάτρα. Στην έξοδο του σχολείου ποδοπατούσε ο ένας τον άλλον, γυναίκες, παιδιά, γέροι. Μια γριά γυναίκα πέθανε από τα ποδοπατήματα. Εγώ ο ίδιος μπόρεσα να ξεφύγω από την πόλη μαζί με τη μάνα μου. Και τότε ακούσαμε ότι είχαν σκοτώσει τους άντρες. Ο πανικός ήταν απερίγραπτος. Καπνός και φωτιά ολοτρόγυρα, η κατάσταση ήταν τρομαχτική. Και τότε η μάνα μας μάς πήρε μαζί στον τόπο της εκτέλεσης. Προτού ακόμα φτάσουμε εκεί πάνω είδαμε τα πρώτα πτώματα. Φαίνεται ότι μερικοί προσπάθησαν να το σκάσουν, τραυματισμένοι ή όχι, και τους εκτέλεσαν έξω από τον τόπο της εκτέλεσης. Όταν φτάσαμε στον τόπο της εκτέλεσης, ο καθένας προσπάθησε να βρει τους δικούς του. Εγώ έψαχνα να βρω το θείο μου και τα ξαδέλφια μου – τον πάτερα μου είχαν εκτελέσει δυο μέρες νωρίτερα στον Πριόλιθο, αφού πρώτα οι Γερμανοί τον ανάγκασαν να ανοίξει τον τάφο του. Στην προσπάθεια να βρω τους ανθρώπους που αγαπούσα, πηδούσα από πτώμα σε πτώμα και δεν θα ξεχάσω ποτέ τις φωνές των γυναικών που ούρλιαζαν: Εγκληματία, πάτησες το παιδί μου, πάτησες τον άντρα μου… Όμως μικρός όπως ήμουν τότε έψαχνα για τους δικούς μου ανθρώπους. Κι ύστερα βρήκα ένα από τα ξαδέλφια μου, είχε δεχτεί μια χαριστική βολή. Αργότερα, όταν όλες οι γυναίκες είχαν βρει τους δικούς τους, άρχισε το άλλο δράμα: η μεταφορά των πτωμάτων από τον τόπο της εκτέλεσης στο νεκροταφείο. Επειδή δεν υπήρχε τίποτα άλλο, χρησιμοποιήθηκαν για το κουβάλημα οι κουβέρτες που είχαν πάρει μαζί τους οι άντρες. Και ξέρω ακόμα ακριβώς, πώς ήταν με το θείο μου, τον παπα-Διαμαντόπουλο: ήταν αρκετά παχύς, τέσσερις γυναίκες χρειάστηκαν για να τον κουβαλήσουν, η μάνα μου μπροστά γιατί ήταν τόσο κοντή και εκεί τους ξέφυγε και κύλησε στους θάμνους και η μάνα μου ούρλιαζε: Μου τον σκοτώσατε – λες και θα μπορούσα να της ξανασκοτώσουν το νεκρό. Η μεταφορά των πτωμάτων διήρκεσε μερικές μέρες, δεν ξέρω πια ακριβώς πόσο. Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε πως δεν είχαμε εργαλεία, δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Με τα χέρια και κομμάτια ξύλα προσπαθούσαν οι γυναίκες να ανοίξουν τάφους κι έβαζαν τους νεκρούς μέσα. Πολλές προεξείχαν έξω από το χώμα χέρια και πόδια και τη νύχτα μαζεύονταν τα σκυλιά κι έπαιρναν κομμάτια από τους νεκρούς. Ήταν τρομερό.
Κολλιοπούλου: Όταν είχαμε βρει τον πατέρα μου –ήταν ο μοναδικός από το στενό οικογενειακό περιβάλλον που είχαμε χάσει, εκτός από τον αδελφό του και τους γιους του– ξεκινήσαμε να βρούμε τον παππού. Όταν φτάσαμε, είδαμε τον παππού, που ήταν κιόλας 92 χρονών και η γιαγιά κειτόταν στην άκρη της αυλής όπου την είχε τραβήξει ο παππούς μέσα από το σπίτι που καιγόταν. Ήξερε κιόλας τι είχε συμβεί, από κάποιον περαστικό. Ανεβήκαμε τα τέσσερα σκαλιά του σπιτιού που ήταν πέτρινα και ζεσταθήκαμε από τα καμένα απομεινάρια του σπιτιού. Ήταν βλέπεις Δεκέμβρης κι έκανε κρύο. Την επόμενη μέρα, εμείς μείναμε κοντά στον παππού και τη γιαγιά, η μάνα με τα δυο μεγαλύτερα παιδιά πήγε να θάψει τον πατέρα. Δεν είχαμε να φάμε τίποτα και ξέρω ακόμα ότι η μάνα μου έφερε μαζί της ό,τι είχε ο πατέρας μου μαζί του: Μια κουβέρτα, ένα σακουλάκι και ένα μπουκαλάκι κρασί και στο σακουλάκι ήταν ένα κομμάτι ψωμί. Όταν ο πατέρας μου έπεσε και δέχτηκε τη χαριστική βολή, εκεί το αίμα του πότισε και την άκρη του ψωμιού. Η μάνα μου πήρε το ψωμί, έκοψε το ποτισμένο με αίμα κομμάτι, που το έθαψε ύστερα κάπου και το υπόλοιπο το μοίρασε σε μας, εφτά ανθρώπους.
Μπράτσικας: Θυμάμαι ακόμα την πρώτη βραδιά, όταν είχαμε κατεβεί από τον τόπο της εκτέλεσης. Η μάνα μου κάπως κατάφερε να σώσει μερικές κουβέρτες. Ήταν πιστεύω κρυμμένες κάτω από έναν τσίγκο, έξω από το σπίτι, ίσως στο φούρνο. Και ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε στα χαλάσματα που είχαν απομείνει από το σπίτι μας, εκεί που φυλάγαμε τα κάρβουνά μας. Είχαν πάρει βέβαια φωτιά, όμως έκαιγαν ακόμα και μας ζέσταναν. Κι όπως συνεχίσαμε ύστερα – ήταν μια πραγματική τραγωδία.
Κολλιοπούλου: Μια πραγματικά τραγική ιστορία ήταν η παραπέρα τύχη των νέων γυναικών. Στην ουσία είχαν μείνει όλες χήρες. Το πολύ-πολύ να ξαναπαντρεύτηκαν αργότερα δυο-τρεις, ύστερα από πολλά χρόνια. Και ήταν ακόμα τόσο νέες, πολλές 20 και πιο νέες. Κι έμειναν χήρες για πάντα. Έγιναν σκληρές σαν ατσάλι.
Μπράτσικας: Ναι, το πραγματικό δράμα μόλις είχε αρχίσει. Τίποτα δεν υπήρχε πια: σπίτι, προστάτης που να καλλιεργήσει τα χωράφια. Ανήλικα παιδιά και γέροι έπρεπε να φροντίσουν για τα πάντα – κι όλα αυτά σ’ έναν ιδιαίτερα σκληρό χειμώνα· είχε ενάμισι μέτρο χιόνι.
Rondhols: Η φοβερή είδηση των Καλαβρύτων απλώθηκε σαν φωτιά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα είχαν προβεί σαν εκδίκηση για τις δραστηριότητες των ανταρτών στο μέσο των λεγόμενων αντιποίνων – υπό την έννοια αυτή γίνονταν οι ομαδικές εκτελέσεις πολιτών. Ήδη πριν από τα Καλάβρυτα οι κατακτητές είχαν εκτελέσει εκατοντάδες Έλληνες ομήρους, στις 15 Αυγούστου του 1943 κατέστρεψαν το χωριό Κομμένο της Άρτας, έσφαξαν πάνω από 300 κατοίκους, από αυτούς το ένα τρίτο ανήλικοι. Οι επιχείρηση εναντίον των Καλαβρύτων και τα περίχωρα και τα μοναστήρια ήταν η πιο τρομακτική, σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων· όμως κάτι άλλο προστέθηκε σ’ αυτό, που αναστάτωσε τους Έλληνες και έκαμε τα Καλάβρυτα ένα παρόμοιο σύμβολο μαρτύρων, όπως το Oradour-Sur-Glane στη Γαλλία και Lidice στην Τσεχοσλοβακία: Καλάβρυτα και τα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου είναι τα ιερά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Οθωμανών το 1821. Εδώ λέγεται πως ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός των Πατρών ύψωσε στις 21 Μαρτίου 1821 πρώτος το λάβαρο της επανάστασης – ένας θρύλος που δεν αντέχει στον ακριβέστερο ιστορικό έλεγχο, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η 25η Μαρτίου είναι μέχρι σήμερα ελληνική εθνική γιορτή και το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας είναι σύμβολο της νεοελληνικής αναγέννησης. Και στα Καλάβρυτα πιστεύουν πολλοί άνθρωποι πως η Βέρμαχτ διάλεξε την πατρίδα τους για μια παραδειγματική επιχείρηση τιμωρίας λόγω της ηρωικής ιστορίας τους και πραγματικά όχι για τους σκοτωμένους γερμανούς στρατιώτες – αυτοί ούτε αιχμαλωτίστηκαν ούτε σκοτώθηκαν στα Καλάβρυτα. Αυτό θα ’πρεπε να γίνει μάθημα για όλο το έθνος. Ακόμα κι αν αυτό επιδίωκαν, πάντως σε λίγο μετάνιωσαν πικρά στα ανώτερα κλιμάκια για την επιχείρηση των Καλαβρύτων, όχι από ηθικούς ενδοιασμούς, για όνομα του Θεού όχι, όχι, γιατί ήταν ένα απάνθρωπο έγκλημα, όχι, για κάτι πιο χειρότερο: ήταν ένα λάθος. Ο στρατηγός Speidel, τότε αρχηγός των στρατευμάτων στην Ελλάδα, σ’ ένα απόρρητο της 8 Ιανουαρίου του 1944: 
3ος ομιλ.: Είναι γεγονός πως η περίπτωση των Καλαβρύτων συγκίνησε τον ελληνικό λαό για βδομάδες πιο έντονα από όλα τα υπόλοιπα προβλήματα και ότι η ψυχολογική επενέργεια των μέτρων των στρατευμάτων ήταν αυτή, ότι οδήγησε σε μια επαναπροσέγγιση των εθνικοφρόνων και κομμουνιστικών κύκλων κι έτσι σ’ ένα κοινό μέτωπο κατά της γερμανικής Βέρμαχτ… Αυστηρότατα μέτρα κατά των συμμοριών είναι αναγκαία. Πρέπει να προετοιμαστούν και να εκτελεστούν όμως με περίσκεψη, αν θέλουν να πετύχουν τον αποσκοπούμενο σκοπό του εκφοβισμού και να μην επιφέρουν το αντίθετο, δηλαδή αυξημένο μίσος κατά της γερμανικής Βέρμαχτ και έτσι το προσκάλεσμα μεγαλύτερης συρροής στις συμμορίες.
2ος ομιλ.: Ακριβώς αυτό είχε διακρίνει και ο πρόεδρος της κυβέρνησης των κουίσλινγκ, ο Ιωάννης Ράλλης. Όσο κι αν υπηρετούσε με ζήλο την καταπολέμηση της Αντίστασης, η ενότητα στις ενέργειες ανάμεσα στις αριστερές και αστές δυνάμεις, την οποία φοβόταν, τον ανησυχούσε το ίδιο όσο και οι αυξανόμενες δυσκολίες για τη στρατολόγηση του προσωπικού για τα Τάγματά του Ασφαλείας, τα οποία στην πραγματικότητα βρίσκονταν ήδη από καιρό κάτω από την εποπτεία των SS. Σε μια δουλοπρεπή επιστολή του παρεκάλεσε τον Speidel για διακοπή των αντιποίνων χάρη «της κοινής υπόθεσης», όμως χωρίς επιτυχία· τα αντίποινα έγιναν πιο φρικαλέα. Στο Δίστομο, κοντά στους Δελφούς, κατέσφαξαν τα SS στις 10 Ιουνίου του 1944 όλους τους κατοίκους του χωριού, σχεδόν 400 ανθρώπους και δεν δείλιασαν ούτε μπροστά σε έγκυες γυναίκες και βρέφη.
Rondhols: Τα Καλάβρυτα δεν ξανασυνήλθαν πραγματικά ποτέ πια από την καταστροφή της 13ης Δεκεμβρίου του 1943. Φυσικά τα περισσότερα από τα καταστραμμένα σπίτια ξανακτίστηκαν, όμως το χωριό δεν ήταν πια αυτό που ήταν κάποτε, πριν από τον πόλεμο. Για τις επανορθώσεις που προσέφεραν οι Γερμανοί ρώτησα το Θάνο Τσαπάρα, εκδότη της «Φωνής των Καλαβρύτων» και χρονογράφο της πόλης. Σ’ αυτό μπορώ να απαντήσω μόνο με μια λέξη, είπε ο Τσαπάρας: Είναι αστείο. Την πίκρα του μπορώ να καταλάβω.
2ος ομιλ.: Η πρώτη χειρονομία της επανόρθωσης ξεκίνησε από μια γερμανίδα ιστορικό και άλλοτε βουλευτή της Κάτω Σαξωνίας στο τοπικό κοινοβούλιο στην Edelgard Schramm Von Thadden. Μέχρι σήμερα παραμένει η μοναδική που μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη. 30 ορφανά από τα Καλάβρυτα προσκλήθηκαν μετά από δική της πρωτοβουλία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που κάτω από την προστασία της εταιρίας Carl Duisberg εκπαιδεύτηκαν σε τεχνικά επαγγέλματα. Ο Πάνος Πόλκας, δήμαρχος των Καλαβρύτων λέει για αυτή την καλοπροαίρετη πράξη: Ωφέλησε τα παιδιά και τις οικογένειές τους. Για τα Καλάβρυτα όμως –κι αυτό η Edelgard Schramm Von Thadden ούτε μπορούσε να το προβλέψει ούτε το επιδίωξε– το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, κανένα από αυτά δεν επέστρεψε στην πατρίδα του. Όλα τους δουλεύουν σήμερα στη Γερμανία ή στην Αθήνα, γιατί τα Καλάβρυτα δεν μπόρεσαν να τους προσφέρουν καμιά ανάλογη της εκπαίδευσής τους εργασία. Το πενήντα υπήρχε ένα γερμανικό σχέδιο, να υποστηρίξει την οικονομία του τόπου με την ανέγερση ενός τυροκομείου. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1954 ο τότε δήμαρχος της πόλης, Τάκης Γεωργακόπουλος, έλαβε το ακόλουθο γράμμα από τον Post, εκπρόσωπο της Πρεσβείας: 
3ος ομιλ.: Αξιότιμε και αγαπητέ Δήμαρχε, όπως κι εγώ έτσι κι εσείς ξέρετε πως το Διοικητικό Συμβούλιο εργάζεται πολύ αργά. Σ’ αυτό προστέθηκε, πως οι συνεχείς έρανοι στη Γερμανία για τα νησιά του Ιονίου…
Rondhols: … όπου αυτή την εποχή έγινε μεγάλος σεισμός…
3ος ομιλ.: … πως οι συνεχείς έρανοι στη Γερμανία για τα νησιά του Ιονίου εμπόδισαν χρονικά την εξέλιξη του σχεδίου μας, για του οποίου την πραγματοποίηση εργάζομαι όπως πάντα μ’ όλη μου την καρδιά. Χαίρομαι όμως που μπορώ να σας αναγγείλω ότι τα σχέδιά μας βρίσκονται σε καλή εξέλιξη και παρακαλώ εσάς και τους συμπολίτες σας για λίγη υπομονή ακόμα. Ελπίζω να μπορέσω να σας αναγγείλω περισσότερα σε μερικές βδομάδες. 
1ος ομιλ.: Από τότε έχουν περάσει 25 χρόνια, οι έρανοι για τα νησιά του Ιονίου έχουν βέβαια τελειώσει και το σχέδιο για τα Καλάβρυτα; Ξεχάστηκε. Αντί αυτού ο γερμανός Πρεσβευτής Gebhard Seelos παρέδωσε στις 17 Ιανουαρίου 1961 ιδιοχείρως στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων μερικές συσκευές για το μάθημα της Φυσικής και της Χημείας. Στο βιβλίο του «Το δράμα των Καλαβρύτων» διέσωσε ο Δημήτρης Καλδίρης αυτά τα λόγια από την επίσημη ομιλία του γερμανού Πρεσβευτή:
3ος ομιλ.: Όταν σήμερα στέκομαι εδώ στο χώμα των Καλαβρύτων, είμαι πλημμυρισμένος από βαθιά λύπη. Δεν μπορώ να εμφανιστώ μπροστά σας χωρίς να λάβω υπόψη μου με ντροπή και λύπη εκείνα τα τρομαχτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πόλη σας το Δεκέμβριο του 1943. Δεν μπορώ να σας μιλήσω, χωρίς προηγουμένως, συγκινημένος από βαθύ πόνο, να κλίνω την κεφαλή μου μπροστά τους κατοίκους της κοινότητάς σας, που βρήκαν τότε τραγικό θάνατο, θύματα απάνθρωπων διαταγών, με τις οποίες η σημερινή δημοκρατική Γερμανία δεν έχει τίποτα το κοινό. Ξέρω και πιστεύω και όλοι μας το ξέρουμε, πως ακόμα και με την πιο καλή και καθαρή θέληση είναι αδύνατο να σβήσουμε αυτό που συνέβηκε εδώ, λοιπόν όλα τα τραγικά γεγονότα και συμβάντα που τώρα ανήκουν ατό παρελθόν. Όμως μπορούμε να συνεισφέρουμε να απαλύνουμε τα τραύματα που άνοιξαν εκείνα τα γεγονότα και πέραν από αυτό, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις μας, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις σ’ όλους τους τομείς για ένα καλύτερο αύριο… Αυτά είναι οι σκέψεις και τα αισθήματα που με οδήγησαν σήμερα σε σας. Από την πρώτη μέρα της παρουσίας μου εδώ στην Ελλάδα σκέφτηκα επανειλημμένα πώς θα μπορούσε να βοηθηθεί η βαριά δοκιμασμένη πόλη σας.
Rondhols: Με μερικά όργανα και συσκευές για το μάθημα της Φυσικής και της Χημείας, αργότερα με μια δωρεά γερμανικών εκκλησιών ύψους 40.000 μάρκων· μ’ αυτά ανακαινίστηκαν οι τοιχογραφίες στην κατεστραμμένη εκκλησία των Καλαβρύτων κι αυτό όχι ολοκληρωμένα. Μέχρι τώρα η τελευταία λιτή χειρονομία επανόρθωσης: η πόλη Biberbach προσέφερε στο πλαίσιο ενός προγράμματος του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με το όνομα «έμπρακτη Αλληλλεγγύη» να δώσει μια χορήγηση για ένα έργο που να ωφελήσει την οικονομία του τόπου, λόγου χάρη στον τομέα του τουρισμού. Το ποσό που βρίσκεται συνολικά στη διάθεση της πόλης Biberbach κάθε χρόνο για χειρονομίες αλληλεγγύης ανέρχεται σε 100.000 μάρκα. Την προσφορά έκαμε ο δήμαρχος του Biberbach, ταυτόχρονα αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον συνάδελφό του στα Καλάβρυτα με την ευκαιρία μιας υπηρεσιακής του παραμονής στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του περασμένου χρόνου. Το ότι μέχρι σήμερα δεν έγινε χρήση αυτής της προσφοράς –αυτό πληροφορείται κανείς στη γερμανική Πρεσβεία στην Αθήνα– οφείλεται στα ίδια τα Καλάβρυτα που δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τον καθορισμό του σκοπού της δωρεάς. Από το στόμα του δήμαρχου Πάνου Πόλκα ακούγεται κάπως διαφορετικά: Τί, ρωτάει, μπορεί να κάνει κανείς μ’ ένα τόσο μικρό ποσό, όταν ο οικονομικά αδύνατος τόπος δεν μπορεί να συγκεντρώσει από μόνος του τα απαραίτητα κεφαλαία για ένα έργο σημαντικού μεγέθους;
2ος ομιλ.: Ακόμα και σήμερα μιλούν στα Καλάβρυτα για κείνον το στρατιώτη που άνοιξε την πόρτα στα κλεισμένα στο σχολείο γυναικόπαιδα και που εκτελέστηκε σύμφωνα με τους στρατιωτικούς νόμους από τους δικούς του λόγω παράβασης διαταγής. «Θέλουμε να τιμήσουμε αυτό τον άντρα, που στην ώρα της καταστροφής ήταν ο μοναδικός που έδειξε ανθρωπιά» μου είπαν στα Καλάβρυτα επανειλημμένα, «ίσως ένα μνημείο… Όμως ούτε ξέρουμε πώς λεγόταν· ούτε μια φωτογραφία του έχουμε». Αν εγώ μπορούσα να βρω κάτι στη Γερμανία για κείνον τον άντρα, ίσως τα παιδιά του. Για να το προεξοφλήσω: Η αναζήτησή μου έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. Στα πολεμικά ημερολόγια της 117ης μεραρχίας καταδρομών, στα οποία καταγράφονται όσο τόσο λεπτομερώς για την καταστροφή των Καλαβρύτων, των περιχώρων και των μοναστηριών, δεν αναφέρεται τίποτα για μια στρατιωτική εκτέλεση ενός μέλους των μονάδων Gnass, Juppe και Ebersberger.
Ίσως συμβαίνει με τους «καλούς ανθρώπους των Καλαβρύτων» το ίδιο όπως με κείνον τον καλό γερμανό στρατιώτη, στον οποίο οι κάτοικοι του γιουγκοσλαβικού χωριού Smederevska Palanka έστησαν ένα μνημείο, γιατί πριν από 40 χρόνια λένε ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί σε μια εκτέλεση ομήρων. Κι αυτός ο άντρας –οι πολίτες του Smederevska Palanka μπόρεσαν να εντοπίσουν το όνομά του, λεγόταν Γιόζεφ Σουλτς και καταγόταν από το Βούπερταλ– λένε ότι εκτελέστηκε από τους δικούς του ανθρώπους. Έρευνες της Κεντρικής Υπηρεσίας Τοπικής Δικαιοσύνης για τη διαφώτιση εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων στο Λούντβιγκσμπουργκ (Ludwigsburg) έδειξαν στο μεταξύ, ότι ο Josef Schulz ούτε καν ζούσε την μέρα της εκτέλεσης. Είχε χάσει τη ζωή του μία μέρα νωρίτερα σε μια επίθεση των ανταρτών. Όμως ακόμα και σήμερα στη Smederevska Palanka πιστεύουν σ’ αυτή την τεκμηριωμένη άποψη του θανάτου. Θέλουν να τον διατηρήσουν στη μνήμη τους σαν ένα δίκαιο ανάμεσα σε τόσους πολλούς απάνθρωπους. Έτσι και στα Καλάβρυτα πιστεύουν ακόμα πάρα πολλοί άνθρωποι σ’ αυτόν τον ένα, που σαν ο μόνος έδειξε ανθρωπιά εκείνη τη μέρα του Δεκεμβρίου του 1943 και που την πλήρωσε με το θάνατό του. Όπως είπα, δεν βρήκα κανένα στοιχείο, ότι η ιστορία αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα θρύλο παρηγοριάς. Όμως βρήκα κάτι άλλο αναζητώντας μάταια τα ίχνη αυτού του ανθρώπου. Έπεσα σ’ έγγραφα για τη δικαστική υπερνίκηση της σφαγής των Καλαβρύτων – τρομερά αποδεικτικά έγγραφα. Πώς είχε πει ο γερμανός πρεσβευτής στις 17 Γενάρη του 1961 κατά την παράδοση των δώρων στα γυμνασιόπαιδα των Καλαβρύτων; 
3ος ομιλ.: Δεν μπορώ να σας μιλήσω, χωρίς προηγουμένως, συγκινημένος από βαθύ πόνο, να κλίνω την κεφαλή μου μπροστά στους κατοίκους της κοινότητάς σας που βρήκαν τραγικό θάνατο, θύματα απάνθρωπων διαταγών, με τις οποίες η σημερινή δημοκρατική Γερμανία δεν έχει τίποτα το κοινό.
2ος ομιλ.: Πραγματικά τίποτα το κοινό; Ο γερμανός πρεσβευτής σίγουρα δε σκέφτηκε τη γερμανική δικαιοσύνη, όταν μίλησε από τη σημερινή δημοκρατική Γερμανία που με τις «απάνθρωπες διαταγές» εκείνης της εποχής δεν έχει τίποτα το κοινό. Η γερμανική δικαιοσύνη δηλαδή κήρυξε αυτές τις «απάνθρωπες διαταγές» ακόμα το 1974 για ορθές, μάλιστα για αναγκαίες και προστάτεψε ταυτόχρονα εκείνους που έδωσαν κι εκτέλεσαν τέτοιες διαταγές. Στην κεντρική υπηρεσία στο Ludwigsburg που ήδη αναφέραμε, βρήκα τους δικαστές που ασχολήθηκαν με την καταστροφή των Καλαβρύτων. Ήθελα να μάθω, ποιες δικογραφίες υπάρχουν για την «Επιχείρηση των Καλαβρύτων» κι έμαθα αυτό: Υπήρξαν ένα σωρό προανακρίσεις εναντίον των υπευθύνων ή συνεργατών της «Επιχείρησης Καλαβρύτων», έτσι μου είπε ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας, ο γενικός εισαγγελέας Adalbert Ruckerl, όμως όλες διακόπηκαν, οι πιο πολλές, γιατί οι κατηγορούμενοι έπεσαν στην παραπέρα πορεία του πολέμου ή δηλώθηκαν σαν αγνοούμενοι, πέθαναν στην αιχμαλωσία ή δεν μπόρεσαν να βρεθούν. Η μέχρι τώρα (και προφανώς οριστική) τελευταία προανάκριση άρχισε στην Εισαγγελία του Bochum το 1972. Εδώ επρόκειτο για δυο κατηγορουμένους με γνωστή διεύθυνση· όμως κι αυτή η προανάκριση διακόπηκε στις 21 Μαρτίου 1974. Θέλησα να μάθω περισσότερα και παρακάλεσα την υπηρεσία τύπου του Πρωτοδικείου του Bochum για ένα αντίγραφο της απόφασης διακοπής, στην οποία συνήθως αιτιολογείται λεπτομερώς η διακοπή μίας προανάκρισης. Μετά από δυο μέρες έλαβα την απάντηση, ότι τα έγγραφα στην υπόθεση «Αριθμός Φακέλου 33 JS 655/72» είχαν καταστραφεί μετά την διακοπή· αυτό ήταν έτσι συνήθεια. Όμως αυτό δεν αληθεύει όπως έμαθα από μια ερώτηση στον γενικό εισαγγελέα Rückelt – τα πρακτικά προανάκρισης με σύγχρονη ιστορική σημασία, κανονικά δεν καταστρέφονται ποτέ. Μια παρόμοια περίπτωση δεν του ήταν γνωστή. Όμως αυτός μπόρεσε να με βοηθήσει. Από όλα τα σχετικά πρακτικά αυτού του είδους η Κεντρική Υπηρεσία λαμβάνει για πληροφόρηση ένα φωτοαντίγραφο και φυλάγεται στο Ludwigsburg, φυλάγεται, για πάντα. Έτσι έφτασα στην απόφαση διακοπής ΑΖ 33 JS 655/72 και όταν τη διάβασα, αυτό το ψυχρό δικαστικό πεζογράφημα, κατάλαβα τότε, γιατί είχαν καταστρέψει στο Bochum το έγγραφο τόσο γρήγορα. Κάτι τέτοιο απωθεί κανείς γρήγορα, μάλιστα όταν ένας εισαγγελέας ντύνεται τόσο ολοφάνερα το ρόλο του συνηγόρου, όπως συνέβηκε στην περίπτωση αυτή. Κι έτσι αρχίζει την αγόρευση του:
Rondhols: Σύμφωνα με τα υποβληθέντα από την ελληνική κυβέρνηση στοιχεία θα πρέπει οι κατηγορούμενοι να συμμετείχαν στο χρονικό διάστημα από τις 6-14.12.1943 σε λεηλασίες και καταστροφές πολυάριθμων ελληνικών χωριών, ιδιαίτερα δε της κωμόπολης των Καλαβρύτων. Μια επαρκής προϋπόθεση που να δικαιολογεί την απαγγελία ποινικής διώξεως δεν υπάρχει εν μέρει για πραγματικούς, εν μέρει για νομικούς λόγους. Δεν υπάρχει για λόγους πραγματικούς σ’ ό,τι αφορά τον ένα από τους δυο κατηγορουμένους, έναν γιατρό, που δήλωσε, ότι ούτε καν συμμετείχε στην «Επιχείρηση Καλαβρύτων» γεγονός που δεν μπόρεσε κανείς να του αντικρούσει. Διαφορετικά είναι με τον δεύτερο των κατηγορουμένων, τον J, του οποίου η μονάδα ήταν στα Καλάβρυτα στη διάρκεια της σφαγής. Εδώ θα ληφθούν τώρα υπόψη οι νομικοί λόγοι, για να φέρει κανείς τον κατηγορούμενο έξω από τη ζώνη κινδύνου μιας κατοπινής δίκης για συνεργεία σε φόνο. Κι εδώ αναπτύσσονται τώρα τα ταλέντα του κάθε γερμανού εισαγγελέα που τόσο σπάνια παίρνουν το λόγο και αυτό σε μια γλώσσα, στην οποία δεν καταβάλουν την παραμικρή προσπάθεια για να κρύψουν σε ποια πλευρά ανήκει η συμπάθειά τους.
3ος ομιλ. Σχετικά με τον ένοχο J: Εφόσον ο λόχος του κατέστρεψε σπίτια και χωριά και έπαιρνε μαζί του και παρέδιδε ζώα κι άλλα αντικείμενα, δεν χρειάζεται μεγαλύτερης διασαφήνισης, αν οι ενέργειές του αυτές ήταν παράνομες ή όχι. Γιατί οπωσδήποτε θα είχε επέλθει παραγραφή σχετικά με τα εξεταζόμενα αξιόποινα γεγονότα. Θα πρέπει μόνο να εξεταστεί, αν ο κατηγορούμενος θα πρέπει να καταστεί υπεύθυνος σε ποινικά ουσιώδη τρόπο για τις εκτελέσεις στη διάρκεια της πορείας για τα Καλάβρυτα, μέσα στα ίδια τα Καλάβρυτα και στη διάρκεια της υποχώρησης. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα των ανακρίσεων έχει εξακριβωθεί ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε με τη μονάδα του στην αναφερθείσα επιχείρηση των Καλαβρύτων, και μάλιστα ουσιαστικά μόνο με καθήκοντα ασφαλείας, γεγονός που δεν μπορεί να του αντικρούσει κανένας. Έτσι όμως συνεργάστηκε στην εκτέλεση της όλης επιχείρησης, είτε σαν «συναυτουργός» είτε σαν «συνεργός». Εδώ προκύπτει όμως το ερώτημα, αν τα διαταχθέντα και εκτελεσθέντα αντίποινα αντιτίθονταν προς το Διεθνές Δίκαιο κι έτσι προς το νόμο με την έννοια του Ποινικού Δικαίου, ώστε να επιβάλλονται περαιτέρω δικαστικά μέτρα, εφόσον γίνει έγκαιρη διακοπή της παραγραφής.
Rondhols. Δηλαδή, αν γίνει έναρξη τακτικής ανάκρισης. Αυτό αρνείται όμως ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, γιατί:
Ομιλητής: Τα ληφθέντα μέτρα, οι εκτελέσεις ελλήνων αντρών…
1ος ομιλ. … εδώ συμπεριλαμβάνονται αυτονόητα τα παιδιά αρσενικού γένους άνω του 13ου έτους της ηλικίας…
3ος ομιλητής: … Οι εκτελέσεις των ελλήνων αντρών στις διάφορες περιοχές και ιδιαίτερα στα Καλάβρυτα, που χαρακτηρίστηκαν σαν μέτρα εξιλασμού είναι σύμφωνα με το χαρακτήρα τους αντίποινα. Το αντίποινο, η ουσία του και το επιτρέπον του δεν μπορεί να κριθεί σύμφωνα με τα ενδοκρατικά πρότυπα, αλλά μόνο με το Διεθνές Δίκαιο… Όπως προκύπτει από πολυάριθμα παραδείγματα, το αντίποινο (θεωρείται) γενικά επιτρεπτό… και εφαρμόστηκε ως τους νεότερους χρόνους.
Rondhols: Τώρα όλα αυτά θα ’πρεπε να είναι αρκετά, όμως αυτό δεν το επέτρεπε η φιλοδοξία αυτού του εισαγγελέα, μιας και είχε πάρει φόρα. Ήταν σα να ήθελε όχι μόνο να σώσει τον κατηγορούμενο από μια δίκη (και θα είχε έτσι κι αλλιώς σίγουρα απαλλαγεί σε μια δίκη, γιατί ο ίδιος ούτε είχε διατάξει τις ομαδικές εκτελέσεις στα Καλάβρυτα ούτε συμμετείχε σ’ αυτές), όχι, έδινε την εντύπωση πως γενικά επιδίωκε να σώσει την τιμή της γερμανικής Βέρμαχτ και να δικαιολογήσει ταυτόχρονα τη νομιμότητα της εξαφάνισης του Oradour και του Lidice. Όμως συνέχεια στην αγόρευση:
3ος ομιλ.: Τα αντίποινα σύμφωνα με τη γενική αντίληψη δεν μπορούν να εξεταστούν απεριόριστα, αλλά μόνο σαν νομικά επιτρεπτά, όταν είναι δοσμένες ορισμένες προϋποθέσεις…
Rondhols: … διευθετεί, κι αμέσως μετά εξηγεί, ποιες είναι αυτές και για ποιο λόγο θα πρέπει να ήταν εδώ δοσμένος:
3ος ομιλ.: Θα πρέπει να είχαν παραβιαστεί από την αντίθετη πλευρά δεσμευτικοί κανόνες του Διεθνούς δικαίου. Οι αντάρτες είχαν παραβεί βασικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με τους οποίους ο κάθε πολεμιστής θα πρέπει να βρει μια έντιμη και ιπποτική μεταχείριση.
Rondhols: Όπως αυτή που ως γνωστόν γνώρισαν οι αιχμάλωτοι των Γερμανών, ιδιαίτερα από τη Σοβιετική Ένωση· όμως συνέχεια στην αγόρευση:
3ος ομιλ.: Τα αντίποινα πρέπει να είναι αναγκαία και έχουν σκοπό να διασφαλίσουν για το μέλλον την τήρηση του Δικαίου Πολέμου και να αποτρέψουν ενέργειες των αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων ή κατοίκων που παραβαίνουν το Διεθνές Δίκαιο. Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορούσαν να συλληφθούν οι ένοχοι. Υπήρχαν ήδη κι άλλες σημαντικές παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και αναμένονταν για το μέλλον νέες. Στην περίπτωση αυτή ήταν τα αντίποινα αναγκαία και επίσης επιτρεπτά μέσα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο για να αναγκαστούν οι αντίπαλοι, οι αντάρτες, να τηρήσουν το Διεθνές Δίκαιο.
Rondhols: Το ότι ο στρατιωτικός διοικητής στην Ελλάδα, ο στρατηγός Speidel, αρνιόταν κατηγορηματικά την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα των αντιποίνων αυτού του είδους, ιδιαίτερα στην περίπτωση των Καλαβρύτων, μπορεί να παραμεληθεί χωρίς δισταγμό, όμως διαταράσσει τη συνάφεια της αγόρευσης που συνεχίζει ως εξής:
3ος ομιλ.: Η αρχή της αναλογίας θα ’πρεπε να τηρηθεί. Οι συντάκτες του Διεθνούς Δικαίου εκπροσωπεύουν σχεδόν ομόφωνα την αντίληψη, ότι τα μέτρα αντιποίνων δεν χρειάζεται να ταυτίζονται με αυτά ή με τις πράξεις που τα προκάλεσαν, ότι δεν πρέπει να τα υπερβαίνουν, σύμφωνα με το είδος και το μέγεθος και να μη βρίσκονται πάντως σε καμιά δυσαναλογία προς αυτά. Η αρχή αυτή είναι πολύ ελαστική και καθορίζεται από τη μια πλευρά από τον ανθρωπισμό κι από την άλλη από το σκοπό, να είναι ένα δραστικό μέσο εξαναγκασμού προς εκφοβισμό. Το ότι τα εκτελεσθέντα αντίποινα στη συγκεκριμένη περίπτωση βρίσκονταν σε δυσαναλογία με τις παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, δεν απέδειξαν οι ανακρίσεις. 4. Τελικά τα αντίποινα θα πρέπει να διατάχτηκαν από την αρμόδια γι’ αυτά υπηρεσία. Τα αντίποινα διατάσσονταν στον τελευταίο πόλεμο από τα ανώτερα κλιμάκια συγκρίνοντας την ήδη αναφερθείσα διαταγή αντιποίνων του Ανώτατου διοικητή της Βέρμαχτ, του αρχιστράτηγου Keitel. Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί εδώ λεπτομερέστερα το ζήτημα της αρμοδιότητας, το δικαίωμα εκδόσεως διαταγής θα πρέπει να είχε αναμφίβολα ένας στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου, στον οποίο υπόκειτο μια μεγάλη μολυσμένη από τους αντάρτες περιοχή, ο οποίος κατείχε μάλιστα μια σημαντική στρατιωτική θέση, μάλιστα σαν αρχέτυπο δικαίωμα. Επειδή έτσι τα διαταχθέντα από τον αποθανόντα στρατηγό Le Suire και εκτελεσθέντα αντίποινα σύμφωνα με το τότε ισχύον Δίκαιο δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, συνεπώς ποινικά δεν ήταν παράνομα, δεν είναι επίσης και η συμμετοχή σ’ αυτά τα αντίποινα, όποια κι αν ήταν η μορφή τους, παράνομη.
Ομιλ.: Ανακεφαλαιώνουμε λοιπόν: Δεν ήταν παράνομα τα διαταχθέντα από το γερμανό στρατηγό και, εκτελεσθέντα αντίποινα, δεν ήταν παράνομη και η συμμετοχή σ’ αυτά, όποια κι αν ήταν η μορφή τους. Σε «συμμετρική αναλογία» ήταν τα «ληφθέντα στη συγκεκριμένη περίπτωση αντίποινα», κινούνταν στα «όρια του ανθρωπισμού». Τα αντίποινα ήταν «στην περίπτωση αυτή αναγκαία» γιατί η περιοχή ήταν «μολυσμένη από αντάρτες» και η αμφιβολία που εξέφρασε ο στρατηγός Speidel εκ των υστέρων για την αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητα των «μέτρων» των Καλαβρύτων, δεν έχει νομικά καμιά σημασία. Καθαρά νομικά χωρίς σημασία, ότι οι Έλληνες αντάρτες, όπως και οι αντάρτες στις άλλες από τα χιτλερικά στρατεύματα κατειλημμένες χώρες, που το στρατιωτικό λεξιλόγιο ονομάζει «συμμορίες», ήταν πατριώτες που αγωνίζονταν εναντίον των στρατιωτών ενός καθεστώτος, που σήμερα ακόμα κι εμείς αποκαλούμε εγκληματικό· ότι συνεισέφερα ανυπολόγιστα στην επιτάχυνση της κατάρρευσης του Τρίτου Ράιχ, για το οποίο ο κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενος Γερμανός θα πρέπει να τους είναι σήμερα ευγνώμων.
Δεν ξέρω αν ο συντάκτης των πρακτικών με τον αριθμό φακέλου 33 JS 655/72 έχει αφήσει πίσω μια καριέρα σαν ναυτοδίκης στο Τρίτο Ράιχ, ή αν γεννήθηκε μετά το 1945. Δε θέλησα να το μάθω. Τη σύνταξη τέτοιων πρακτικών μαθαίνουν οι σπουδαστές της Νομικής ακόμα και σήμερα σε σεμινάρια περί δικαιοσύνης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία· σύνταξη σε μια γλώσσα που ακόμα κι αν πρόκειται για ομαδικές σφαγές εξαφανίζει τους φονευθέντες ανθρώπους πίσω από ένα τείχος ομίχλης από συγκεκριμένες και αόριστες νομικές έννοιες. Οι Γερμανοί στα πρακτικά έχουν όνομα, βαθμό, δικαίωμα για έντιμη και ιπποτική μεταχείριση. Τα θύματα; Αυτά μένουν ανώνυμα, αν και μερικά από αυτά ήταν ονομαστικά γνωστά σ’ αυτόν τον εισαγγελέα από τον προκείμενο φάκελο. Γίνονται αριθμοί και αναλογίες στη φρικιαστική αριθμητική του Διεθνούς Δικαίου. Τα παιδιά και οι γυναίκες των θυμάτων της 13ης Δεκεμβρίου του 1943 δεν θα πρέπει να ενδιαφέρονται τόσο, ποιος συνέταξε την αναφερθείσα απόφαση της εισαγγελίας στο Bochum για τη διακοπή της ανάκρισης, όμως αντιτίθενται πολύ στο γεγονός ότι ένα όργανο της γερμανικής δικαιοσύνης δικαιολογεί και βρίσκει σωστά ακόμα και το 1974 τα εγκλήματα της γερμανικής κατοχής στη χώρα τους κι έτσι αποκαλύπτονται γι’ αυτούς όλες οι επίσημες δηλώσεις αποτροπιασμού για την απάνθρωπη διαταγή του 1943 σαν κενολογίες. Πρέπει να αναφέρουμε: οι άνθρωποι των Καλαβρύτων δεν ενδιαφέρονται πια για τιμωρία και αντίποινα. Δεν παρακαλούν για υλική επανόρθωση, παρόλο που τη χρειάζονται πολύ. Οι Καλαβρυτινοί σε 4 μέρες θα κάνουν όπως κάθε χρόνο μνημόσυνο για τους νεκρούς τους και για την καταστροφή του 1943, που ούτε μπορούν και ούτε θέλουν να την ξεχάσουν. Από μας περιμένουν μόνο αυτό: Να τους θυμόμαστε τουλάχιστον.
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΑΝΤΙΦΑΣΗ [ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ]
Σύγχρονη Ιστορία στην Τηλεόραση
Επιχείρηση Καλάβρυτα
Μία «Πράξη αντιποίνων» του Γερμανικού Στρατού στην Ελλάδα
Των Erhard Kloss και Eberhard Rondholz.

Μονάδες του Γερμανικού Στράτου ισοπέδωσαν στις 13 Δεκεμβρίου 1945 τη μικρή πόλη των Καλαβρύτων. Ολόκληρος ο αρσενικός πληθυσμός (συνολικά 2300 άνθρωποι) έπεσε θύμα του εγκλήματος. Αντίθετα από τα εγκλήματα της Lidice και του Oradour η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» έχει ξεχαστεί σήμερα στη Γερμανία. Γι’ αυτά εξηγεί ακόμη και σήμερα η Γερμανική Δικαιοσύνη: Αντίποινα για δράσεις ανταρτών ήσαν δίκαια, η μαζική εκτέλεση των Καλαβρύτων επομένως όχι αξιόποινος. Μία επανόρθωση δεν υπήρξε (δεν έγινε) ποτέ.
Εκπομπή από το 3. Πρόγραμμα Hessen στις 15 Μαΐου 82 του Σταθμού WDR του Dr. Kloss και E. Rondholz.


Χάρτης του Επαναστατικού Κέντρου Καλαβρύτων
Δηλώσεις μιας ηλικιωμένης Καλαβρυτινής
«Το 1943 ήρθαν οι Γερμανοί εδώ. Βράδυ στις 9 μπήκανε στα σπίτια και πήρανε τους άνδρες μαζί τους. Τον άντρα μου, τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ταχυδρόμος στο Μοναστήρι Μέγα Σπηλαίου και αυτόν τον ετουφέκισαν εκεί πάνω μαζί με τους Καλόγερους. Και εδώ ετουφέκισαν τους άοπλους ανθρώπους, εκεί κάτω στην Πλατεία. Πρώτα επάνω στο Μοναστήρι και μετά εδώ κάτω στο χωριό στις 11 ώρες το βράδυ. Αργότερα εγύρισαν οι Γερμανοί μετά και στα Καλάβρυτα και σκότωσαν εκεί τους άοπλους ανθρώπους. Ήμουνα κι εγώ εκεί. Τα παιδιά και οι γυναίκες έκλαιγαν (εκραύγαζαν). Ήταν φοβερό, ένα μεγάλο κακό (όλεθρος, συμφορά). Ας μη μιλάμε καλύτερα γι’ αυτό, δεν θέλω να το ξανασκέφτομαι.»
Μοναστήρι Μέγα Σπήλαιον. Το Μοναστήρι που καταστράφηκε τότε από τους Γερμανούς έχει ανοικοδομηθεί πάλι (ξαναχτίστηκε). Με την πρώτη ματιά τίποτα δεν θυμίζει πλέον από αυτά που συνέβησαν εδώ.
Διαδρομή με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο. Έτσι και οι πολυάριθμοι Γερμανοί τουρίστες που πηγαίνουν στα Καλάβρυτα δεν ενοχλούνται από αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο της Ιστορίας τους. Σε ένα πολυχρησιμοποιημένο γερμανόγλωσσο ταξιδιωτικό οδηγό αναφέρεται (διαβάζουμε), ότι η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ερημώθηκε τρεις φορές από καταστροφές πυρπολήσεων, το 1400, 1640 και το 1934. H νεώτερη καταστροφή του Μοναστηρίου από τους Γερμανούς το 1943 αποσιωπάται. Στα σχετικά εγχειρίδια (βιβλία) μπορεί κανείς να διαβάσει ότι οι ανδρείοι έλληνες εδώ το 1821 αγωνίστηκαν κατά της τουρκικής κατοχής. Από τον απελευθερωτικό αγώνα των ελλήνων ανταρτών κατά της ιταλικής και γερμανικής κατοχής στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το τραίνο μπαίνει στα Καλάβρυτα. Έπειτα από διαδρομή μιας ώρας περίπου το τραίνο φθάνει στον τελικό σταθμό: Καλάβρυτα. Τώρα, αρχές Δεκεμβρίου, λίγη κίνηση παρατηρείται εδώ. Οι τουρίστες, που έχουν τη μικρή πόλη (την πολίχνη) με τα λίγα ξενοδοχεία της το καλοκαίρι σαν σημείο εξορμήσεως των ορειβασιών τους στην ορεινή περιοχή του Χελμού, λείπουν τώρα. Οι παλαιοί (οι γέροι) καθορίζουν την εικόνα της πόλης. Εικόνες από τους δρόμους. Τα Καλάβρυτα έχουν τώρα κάπου 2.000 κατοίκους. Παλαιότερα ο αριθμός των κατοίκων ήταν σχεδόν διπλάσιος. Ενωρίτερα, πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα Καλάβρυτα ήταν γνωστός τόπος αεροθεραπείας (παραθερισμού). Ήδη περί το τέλος της εικοσαετίας απέκτησε η πόλη ηλεκτρικό ρεύμα. Μερικά από τα επτά ξενοδοχεία της είχαν ήδη δωμάτια με τρεχούμενο ζεστό νερό, και το καλοκαίρι έπαιζε (στην πλατεία) μια μπάντα λουτροπόλεως. Από αυτά λίγα πράγματα έμειναν μετά το 1943.
Άνθρωπος με πρόβατα (Βοσκός). Τα συμβάντα του έτους 1943 έχουν σημαδέψει την πόλη (άφησαν τα ίχνη τους). Μερικά ερείπια αφήνουν να σχηματίσουμε μια ιδέα για το πώς έμοιαζαν τα Καλάβρυτα πριν από τον πόλεμο.
Αναφορά (δηλώσεις) της γυναίκας. Αυτό ήταν ένα ωραίο τριώροφο σπίτι με πολλά παράθυρα. Τα κάτω (παράθυρα) ήσαν κοσμημένα με σιδερένιες κιγκλίδες, διότι ο προπάππος μας ήταν ένας ευγενής άνθρωπος (προεστός). Το επάνω πάτωμα ήταν ιδιαίτερα ωραίο. Με δύο μπαλκόνια, με τρία παράθυρα εδώ που βλέπαν προς το δρόμο, με πολλές ξύλινες διακοσμη τικές επενδύσεις. Το σπίτι μας κυριαρχούσε (ξεχώριζε) από όλα σε όλη την πόλη των Καλαβρύτων, ήταν σχεδόν σαν Παλάτι (ανάκτορο, πύργος)». «Από τότε χτυπιόμαστε (τα βολεύουμε δύσκολα) με μία σύνταξη που μας άφησε ο πατέρας μας. Αυτό εκεί το χτίσαμε μόνοι μας. Μια κουζίνα, για δύο δωμάτια μας έδωσε η Πρόνοια λεφτά. Τα υπόλοιπα τα χτίζουμε σιγά σιγά μόνοι μας. Πλατεία (προαύλιο) εκκλησίας. – Το μικρό παρεκκλήσιο και η εκκλησία οικοδομήθηκαν πάλι με τον πατροπαράδοτο τρόπο οικοδομήσεως με πέτρες. Πύλη της εκκλησίας. – Πάνω από την κύρια πύλη της εκκλησίας των Καλαβρύτων: ένα μωσαϊκό με δύο ημερομηνίες. Αλλά η 21 Μαρτίου 1821 λέει στους περισσότερους ξένους επισκέπτες τόσα λίγα όσο και η 13 Δεκεμβρίου 1943. Το 1821 άρχισε εδώ ο απελευθερωτικός αγώνας κατά των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Η άλλη ημερομηνία είναι η ημέρα που κάηκε (πυρπολήθηκε) η εκκλησία. Το Μεσημέρι, λίγο μετά τις δύο και μισή, το ρολόι σταμάτησε.
Παπάς στην εκκλησία. «Όπως ξέρετε, αυτή η εκκλησία της Αναλήψεως (Μαρίας αναλήψεως;) εκάηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1943. Επυρπολήθηκε τότε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Από την εκκλησία απέμειναν μόνον έξι κολόνες (κίονες) και αυτή η Βίβλος, που ήταν τοποθετημένη στο Ιερό. Όταν καιγότανε η εκκλησία, η φωτιά έπεσε επάνω στο Βιβλίο. Όταν ανοίγουμε τη Βίβλο, βλέπουμε ακόμη τα ίχνη της φωτιάς. Αλλά όμως δεν κάηκε. Αντίθετα, δεν καταστράφηκε ούτε ένα γράμμα από το Ευαγγέλιο.»
Απρίλιος 1941. Γερμανικά στρατεύματα εισβάλουν στην Ελλάδα, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο συνθηκολογεί ήδη έπειτα από 2 εβδομάδες. Στην Αθήνα τοποθετείται, μια κυβέρνηση συνεργασίας. Πολλοί Έλληνες όμως εξακολουθούν να κρατούν αντίσταση στα βουνά. Το καλοκαίρι του 1943 έγινε και η Πελοπόννησος ένα από τα κέντρα κινήσεως των ανταρτών. Στην επαρχία της Αχαΐας η δυσπρόσιτη ορεινή περιοχή γύρω από τα Καλάβρυτα γίνεται το επίκεντρο της αντιστάσεως. Περί τα μέσα Οκτωβρίου στέλνεται ένα ανιχνευτικό τμήμα, δυνάμεως 80 ανδρών υπό την αρχηγία ενός λοχαγού ονόματι Σόμπερ, στα βουνά, χωρίς επαρκή οπλισμό και χωρίς ασύρματο, ένα καθαρό κομάντο αναλήψεως. Πέφτει στην αιχμαλωσία των ανταρτών. Όταν κατόπιν αυτού τρεις αγωνιστικές ομάδες (μαχητικά σώματα) εξορμούν σε μία ενέργεια αντιποίνων, οι γερμανοί αιχμάλωτοι τουφεκίζονται (εκτελούνται). Τρικ: Διαταγή. Η Επιχείρηση Καλάβρυτα αρχίζει. Εκτός από τα Μαζέικα και τα Καλάβρυτα θα καταστραφούν και άλλα χωριά που υποστηρίζουν τους αντάρτες. Ο ανδρικός πληθυσμός πρέπει να εκτελεσθεί. Μέχρι και σήμερα ακόμη ξέρουν καλά οι Καλαβρυτινοί (πιστεύουν ότι γνωρίζουν), γιατί ο Γερμανός Στρατηγός ήθελε ακριβώς εδώ να κάμει να αποτελεσθεί παράδειγμα, που έπρεπε να χτυπήσει ολόκληρο το ελληνικό έθνος και να παραλύσει τη θέλησή του για αντίσταση: Το 1821 ξεσηκώθηκαν πρώτοι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και στις 25 Μαρτίου 1821 ο Αρχιεπίσκοπος Πατρών Γερμανός ευλόγησε στη Μονή της Αγίας Λαύρας τις Σημαίες των αγωνιστών της ελευθερίας. Το Μοναστήρι είναι ελληνικό εθνικό Ιερό. Οι Μοναχοί της Αγίας Λαύρας πλήρωσαν τη συμμετοχή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες με τη ζωή τους: εις αυτόν τον Πλάτανο τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Γερμανοί κρέμασαν τα θύματα τους. Τα τρία γερμανικά τμήματα μάχης, το κάθε ένα από 1000 άνδρες περίπου, κατέστρεφαν στην προέλαση τους (τον ένα τόπο μετά τον άλλο) προς τα Καλάβρυτα τον ένα τόπο μετά τον άλλο, επίσης και τα χωριά Κερπινή και Ρωγοί. Σταυροί, αναμνηστικοί πίνακες παντού στην περιοχή. Στο χωριό Ρωγοί ένα απόσπασμα υπό την ηγεσία κάποιου Τέννερ ή Ντοέννερτ έδωσε διαταγή στις 8 Δεκεμβρίου να συγκεντρώσουν τον ανδρικό πληθυσμό και να τον κλείσουν στην εκκλησία. Ο Μπάρμπα-Σταύρος, ηλικίας 72 ετών σήμερα, Πρόεδρος της Κοινότητος Ρωγοί, διηγείται πώς επέζησε από τη σφαγή:
Μπάρμπας… Μετάφραση: «Μπήκαν μέσα και διέταξαν: έξι άνδρες να βγουν έξω! μεταξύ αυτών ένας-δυο γέροι, μεταξύ αυτών ένας από την Κερπινή, τους έβγαλαν έξω, και αμέσως μετά ακούσαμε πυροβολισμούς, το πολυβόλο.» 0-Τόνος: (ο Μπ. μιμείται τον κρότο του πολυβόλου) «συγκεντρωθήκαμε (στριμωχτήκαμε) όλοι γύρω από το Ιερό, ο Παπάς γονάτισε, έκαμε το Σταυρό του και φώναξε: Προσευχηθείτε παιδιά. Εν τω μεταξύ εγώ εσύρθηκα και εκρύφτηκα μαζί με έναν άλλο επάνω από το εικονοστάσιο σε ένα κοίλωμα, κατόπιν ήλθε και ένας τρίτος. Οι Γερμανοί δεν μας είδαν, ήσαν απασχολημένοι με τους άνδρες τον ένα μετά τον άλλο να τους πετάνε έξω με τις κλωτσιές για να τους εκτελέσουν (να τους τουφεκίσουν). 13'23. Κατόπιν βάλανε φωτιά στην εκκλησία. Εκεί και άλλος ένας προσπάθησε να αναρριχηθεί επάνω σε μας στην κρυψώνα, αλλά οι Γερμανοί τον είδαν και εγκάριξαν (εβρυχήθηκαν): κάτω από εκεί (κατέβα κάτω)! κατόπιν (αμέσως) μια ριπή από το πολυβόλο (αυτόματο) και έναν από μας τον χτύπησε η σφαίρα στην κοιλιά. Αναστέναξε λίγο (σύντομα) και πέθανε.» Το χωριό λεηλατήθηκε, και κατόπιν του βάλανε φωτιά. Μόνον ένα-δυο άνδρες επέζησαν τότε. Ανοικοδόμησαν πάλι το χωριό. Αλλά οι Ρωγοί (οι άνθρωποι) δεν συνήλθαν ποτέ πλέον στην πραγματικότητα. Υπάρχουν και σήμερα μερικοί άνθρωποι που αποδίδουν στους αντάρτες την ευθύνη για το θάνατό τους. Ο Χρύσανθος Αλεξόπουλος από την Κερπινή, λέει π.χ.:
Χρύσανθος: «Οι αντάρτες έφταιγαν, γιατί σκότωσαν τους τραυματισμένους γερμανούς αιχμαλώτους. Ο τραυματίας είναι ιερός και δεν πρέπει να σκοτώνεται. Αυτή είναι η γνώμη μου. Κι εγώ ήμουνα στον πόλεμο, στην εκστρατεία στην Αλβανία και αργότερα στον εμφύλιο πόλεμο. Τραυματίες αιχμαλώτους δεν έχει το δικαίωμα (δεν πρέπει) κανείς να τους σκοτώνει, πρέπει να τους φροντίζει, πρέπει να προσπαθεί να τους ανταλλάσσει.
Ομιλήτρια: (Κυρία Β.) «Ναι, αλλά οι Γερμανοί;» «Αυτοί συμπεριφερθήκανε όπως οι Βάρβαροι. 12-χρονα παιδιά εσκότωσαν – τι μπορούσαν να τους κάμουν αυτά τα παιδιά; τι τους είχαν κάνει; Τους αντάρτες έπρεπε να κοιτάξουν να πιάσουν και να σκοτώσουν, παρακαλώ (ορίστε)»,
Παναγιώτης Παπαδημητρόπουλος Θέλω να πω (νομίζω), ότι οι αντάρτες έκαμαν το καθήκον τους. Κατακτητές είχαν έλθει στη χώρα μας, ελεηλάτησαν και εδολοφόνησαν (εγκλημάτισαν). Και τότε οι τίμιοι (αδέκαστοι) έλληνες επήραν (επήγαν) στα Βουνά. Για να χτυπήσουν τον εχθρό, όπου πάντα μπορούσαν. Όταν μας πιάνανε οι Γερμανοί, δεν εγνώριζαν κι αυτοί καμιά επιείκεια.  Και αυτοί δεν ετήρησαν (δεν εσυμμορφώθηκαν) προς το διεθνές δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο δεν έχει κανείς το δικαίωμα να σκοτώνει αιχμαλώτους. Οι γερμανοί ξεμπέρδευαν γρήγορα (έκαναν σύντομα δίκη). Μπαμ και κάτω. Όπου κι αν πήγαν. Δεν ελυπήθηκαν γέρους και παιδιά. 17'18. Γι’ αυτό σας λέγω: οι αντάρτες έκαμαν το καθήκον τους σαν τίμιοι (αδέκαστοι) έλληνες, εναντίον των εισβολέων (των παρεισάκτων)». Ο τότε αντάρτης Παναγιώτης Παπαδημητρόπουλος, ο οποίος έχει μια Ταβέρνα σήμερα στα Καλάβρυτα, εκφράζει ότι σκέφτονται (πιστεύουν) οι περισσότεροι στον τόπο αυτό. Ενεργό συμμετοχή στην αντιστασιακή κίνηση είχαν μόνον λίγοι – γι’ αυτό τους βρήκε απρόσμενα (απροετοίμαστους) η σφαγή. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 οι άνθρωποι στα Καλάβρυτα εξύπνησαν από τις καμπάνες συναγερμού. Τα μαχητικά τμήματα της 117 Μεραρχίας Καταδρομών είχαν καταστρέψει ήδη πολλά χωριά και τα Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας. Τα Καλάβρυτα είχαν περικυκλωθεί, κανείς δεν μπορούσε πλέον να φύγει από τον τόπο (χωριό). Το τί συνέβη τότε, το διηγούνται ο Νίκος Κολλιόπουλος και ο Αργύρης Φερλέλης:
Ν. Κολλιόπουλος: «Ήμουνα τότε 11 χρονών. Στις 13 Δεκεμβρίου το πρωί χτύπησαν οι Καμπάνες συναγερμού. Σηκωθήκαμε όλοι (από τα κρεβάτια) και ο πατέρας βγήκε έξω μπροστά από το σπίτι και ερώτησε, άλλους γείτονες και ανθρώπους, τι συμβαίνει. Και εμάθανε από γερμανούς στρατιώτες ότι έπρεπε να πάρουμε μαζί μας τρόφιμα για μία ημέρα και μία κουβέρτα και να κατεβούμε κάτω στο σχολείο».
Φέρφελης. Μετάφραση: «Ήλθαμε στο σχολείο. Είχανε φέρει τις γυναίκες μέσα και εμάς μας συγκέντρωσαν στο προαύλιο. Εχώρισαν μετά τους νεώτερους από τους μεγαλύτερους, ενώ κοιτάζανε να δουν αν είχαν βγάλει γένια ή έτσι. Όλοι έτσι από 13, 14 οπωσδήποτε, σε δύο ομάδες οδηγήθηκαν στον τόπο εκτελέσεως. Εκεί πάνω μας διέταξαν να καθίσουμε! Δεν θα μας έκαναν τίποτα, είπαν. Αλλά εμείς είχαμε μεγάλη ανησυχία, και μετά επήγε εκεί ένας δάσκαλος του Γυμνασίου, ήξερε αγγλικά, και ρώτησε τον αρχηγό, Τρέννερ λεγόταν αυτός ή κάπως έτσι. Αυτός έδωσε τον στρατιωτικό του λόγο τιμής, δεν θα μας εσκότωναν, θα μας μετέφεραν μόνον κάπου αλλού. Εν τω μεταξύ έκαιγαν όλη την πόλη των Καλαβρύτων, είδαμε τον καπνό (τη φωτιά) από κει πάνω. Κατόπιν φέρανε δυο τρεις ανθρώπους ακόμη από την Εθνική Τράπεζα. Σε έναν από αυτούς είχε πει την προηγούμενη μέρα ακόμη ένας στρατιώτης, ότι έπρεπε να κρυφτεί, αλλά δεν άκουσε τη συμβουλή. Εν πάση περιπτώσει κατέβασαν κάτω τους υπαλλήλους για να ανοίξουν την Τράπεζα. Κατόπιν ήλθαν πάλι. Εκαθίσαμε ακόμη περίπου (περιμένοντας) ένα τέταρτο της ώρας, είχαμε φοβερή αγωνία, για το τι θα γινότανε με μας. Και πάλι μας έδωσε κάποιος το λόγο τιμής του, ότι δεν θα μας εσκότωναν. Για δεύτερη φορά. Και τότε είδαμε δύο φωτοβολίδες να κατεβαίνουν πάνω από την πλατεία. Μας διέταξαν να σηκωθούμε. Ολόγυρά μας ήσαν πολλοί γερμανοί, αλλά εκείνοι που θα μας εκτελούσαν ήσαν κρυμμένοι στο μικρό χαντάκι (κοίτη ρυακιού), ίσως θα το είδατε εκεί πάνω. Κατόπιν πετάχτηκε επάνω (αναδύθηκε, παρουσιάστηκε) ο πρώτος με το οπλοπολυβόλο του, η απόσταση ήταν περίπου 40-50 μέτρα, δεν ξέρω πια ακριβώς, ήμουνα τότε 17. Και κατόπιν ήρθε μια πραγματική βροχή από σφαίρες, όποιον έβρισκαν στα γεμάτα, ήταν αμέσως πεθαμένος. Επέσαμε κάτω. Τρεις μεγάλες (μεγάλης διαρκείας-μακριές) ριπές από το πολυβόλο, πόσες σφαίρες, δεν ξέρω, εν πάση περιπτώσει ήταν μεγάλες ριπές, η κάθε μια κρατούσε πολλά δευτερόλεπτα. Εγώ ο ίδιος δεν ήμουνα πεθαμένος (δεν είχα σκοτωθεί) και οι δύο αδελφοί μου το ίδιο. Και μετά ήλθαν οι γερμανοί και επυροβόλησαν τον κάθε ένα που ζούσε ακόμη, έναν-ένα. Τώρα ήρθε και η δική μας σειρά, είπε κάποιος. Εδέχτηκα τότε μια χαριστική βολή εδώ. Είχα το χέρι μου εκεί. Δεν έβγαλα μιλιά. Τότε με έπιασε κάποιος από το γιακά και μου έριξε ακόμη μια σφαίρα. Εδώ πάνω στο κεφάλι, το βλέπετε: εκεί μου έσκισε το κεφάλι...».
Ν. Κολλιόπουλος: «και μετά τρέξαμε κάτω στο μικρό σταθμό, εκεί ήσαν αμπέλια. Και επεριμέναμε γιατί, μέσα στην πόλη δεν μπορούσαμε να μπούμε, εκαίγοντο τα πάντα. Κατά τις δύο, δυόμιση πιστεύω, δεν θυμάμαι πλέον ακριβώς, είδα μια ομάδα από γερμανούς στρατιώτες, κάπου 500 ήσαν, οι οποίοι κατέβαιναν κάτω από τον τόπο εκτελέσεως, εβάδιζαν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και ετραγουδούσαν. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε μια γυναίκα από αυτή τη μεριά και εφώναξε: ελάτε όλοι επάνω, οι άντρες είναι τουφεκισμένοι (τους σκότωσαν)! Ναι, και τότε άρχισαν όλες οι γυναίκες να κραυγάζουν (να κλαίνε), τα παιδιά και όλοι, και επήγαμε τότε προς τα πάνω εκεί. Είπα στη μητέρα μου: μείνε εδώ με τα παιδιά εγώ θα πάω επάνω και θα ψάξω (να βρω) τον πατέρα μου. Όταν έφθασα εκεί πάνω, εκεί ήσαν πεσμένοι πολλοί νεκροί, και περπατώντας εσκόνταφτα πάνω στους σκοτωμένους. Μερικοί δεν είχαν πεθάνει ακόμη τελείως, εφώναζαν ακόμη.»
Φερφελής: «Ήλθε η μητέρα μου κι εγώ ήμουνα ακόμη ζωντανός. Με όλες τις αισθήσεις μου. Είχα βαρειά τραύματα, αλλά δεν ήμουν αναίσθητος. Πού είναι τα αδέλφια σου; Της τα έδειξα. Και μετά εβοήθησα κάποιον άλλο τραυματία, ήσαν 13 ή 14 αυτοί που είχαν επιζήσει. Δηλαδή, μερικοί πέθαναν κι αυτοί αργότερα, από τα τραύματά τους. Αυτό ήταν. Οι γερμανοί μας ετουφέκισαν και απεχώρησαν.»
Ομιλήτρια: «Όταν βλέπετε γερμανούς σήμερα, τι αισθήματα νοιώθετε;» «Εναντίον νέων ανθρώπων δεν έχω τίποτα. Μόνον Ναι, τελείως βαθειά μέσα… κάτι τέτοιο δεν το λέει φυσικά κανείς, πώς να σας το εξηγήσω, από πολύ βαθειά μέσα (μου) μισώ τους γερμανούς. Ντρέπομαι να σας το πω: αλλά βασικά τους μισώ. Παρακαλώ μην το παίρνετε στραβά (μην το καταλαβαίνετε εσφαλμένα).»
Ανδρονίκη στον τάφο: «Έχασα τον άνδρα μου, δύο αδελφούς, τον πατέρα και τον γαμπρό μου – πέντε ανθρώπους, όπως και την αδελφή μου. Χώρια θείο και εξαδέλφια τελείως, μετράω μόνον τώρα τους πέντε νεκρούς από το σπίτι μας. Τους εθάψαμε όλους σ’ αυτό τον τάφο. Ο νεώτερος αδελφός μας ήταν 16 ετών, οι άλλοι άνδρες ήσαν 25, 52 και 65 ετών ηλικίας.»
Έκθεση Ebersberger: Είναι περισσότερα από όσα αναφέρει η εμπιστευτική τελική αναφορά του στρατιωτικού τμήματος μάχης. Εφοβόταν ο Διοικητής μήπως κληθεί καμιά φορά σε απολογία; Διότι και σύμφωνα επίσης με το δίκαιο των λαών (διεθνές δίκαιο), που επιτρέπει παρόμοια αντίποινα, ο αριθμός των εκτελεσθέντων εξεπέρασε κατά πολύ, αυτό που και σήμερα ακόμη ισχύει σαν «ανάλογο». Η έκθεση αναφέρει: Κατεστράφησαν 15 χωριά και δυο Μοναστήρια. 674 άνδρες εκτελέστηκαν. Σχεδόν 300 εκατομμύρια δραχμές κατεσχέθησαν – 1550 πρόβατα, 14 βόδια, 27 άλογα, 25 μουλάρια, 27 γαϊδούρια ως λεία – εδιώχθησαν(;).  Η έκθεση δεν αποκρύπτει ότι εγένετο ως επί το πλείστον φιλική υποδοχή στους γερμανούς στρατιώτες. Αλλά αυτό δεν αρκούσε:
Ομιλητής 2: «Ο βαθμός της ετοιμότητος για μια αποτελεσματική αντίσταση του πολιτικού πληθυσμού (των πολιτών) εναντίον των ανταρτών ήταν τόσο μικρός, ώστε παρά τις τόσες πολλές φιλογερμανικές εκδηλώσεις, δεν άξιζε επιεικείας. Όταν κατόπιν εδόθη διαταγή για αυστηροτάτης μορφής μέτρα εξιλασμού, ο αρχηγός και τα στρατεύματα αυτού του μαχητικού τμήματος εκπλήρωσαν όχι μόνον με επίγνωση καθήκοντος αλλά από πλήρη πεποίθηση αυτή τη διαταγή.» Υπογραφή: Εμπερσμπέργκερ, Ταγματάρχης και Αρχηγός (Διοικητής) των μαχητικών τμημάτων.
Τσαπάρας: «Το μεγαλύτερο δράμα, θέλω να πω, άρχισε αμέσως μετά. Ήταν το δράμα των γυναικών. Εκατοντάδες γυναίκες, αθώες γυναίκες με μικρά παιδιά, ορφανών, χωρίς καμιά βοήθεια, απολύτως τίποτα. Εδώ στην Ελλάδα λέμε: και αυτός ο κλέφτης ακόμη αφήνει κάτι πίσω (άθικτο), η φωτιά όμως δεν αφήνει τίποτα. Αυτές οι γυναίκες έπρεπε κατ’ αρχήν να μεταφέρουν τους νεκρούς άνδρες στο Νεκροταφείο. Και αυτό ήταν αρκετά μακριά. Έσυραν τους νεκρούς στο Νεκροταφείο, αλλά δεν είχαν κανένα εργαλείο. (Έτσι χρειάστηκε να σκάψουν με τα χέρια. Με τα νύχια των χεριών τους έξυναν το έδαφος (το χώμα) που είχε παγώσει από τα κρύα του Δεκέμβρη για να μπορέσουν να θάψουν τους νεκρούς». Γηραιές γυναίκες στα Καλάβρυτα (με Γάτα) Σχόλιο: «Μετά τη σφαγή τα Καλάβρυτα έμεινε ένας τόπος των γυναικών και των παιδιών. Στα συντρίμμια προσπάθησαν να επιζήσουν φτιάχνοντας πρόχειρες καλύβες από λαμαρίνες. Βοήθεια δεν υπήρχε καθόλου, ούτε και από το ελληνικό Κράτος. Μόνον αργότερα τους δόθηκε μια μικρή αποζημίωση – μια και μόνη φορά. Από τις πολλές εκατοντάδες χήρες τέσσερις μόνον μπόρεσαν να ξαναπαντρευτούν. Έτσι πέρασαν ένα-δυο χρόνια. Εκτός αυτών πρέπει να ξέρουμε ότι στην Ελλάδα τότε έμελε να διαδραματιστούν ακόμη και άλλα γεγονότα. Ο παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε τελειώσει καλά-καλά ακόμη και εμείς είχαμε να ζήσουμε αμέσως μετά το δικό μας εμφύλιο πόλεμο. Μέχρι το 1950 κράτησε περίπου αυτή η κατάσταση. Κατόπιν οργανώθηκε η επανοικοδόμηση, εχτίσαμε καλύτερα, μεγαλύτερα σπίτια και σιγά-σιγά τακτοποιήσαμε πάλι την πόλη. Οι άνδρες των Καλαβρύτων, που είχαν επιζήσει, επειδή για τον ένα ή για τον άλλο λόγο δεν ήσαν στα Καλάβρυτα το Δεκέμβριο του 1945, και τα παιδιά που εν τω μεταξύ είχαν μεγαλώσει – όλοι εμείς ανοικοδομήσαμε σιγά σιγά την πόλη πάλι – και έτσι υπάρχουν τα Καλάβρυτα πάλι, έτσι όπως τα βλέπετε. Οι Καλαβρυτινοί ανοικοδόμησαν πάλι (τα σπίτια, την πόλη τους) σχεδόν χωρίς βοήθεια απ’ έξω. Και από τη Γερμανία ακόμη δεν εδόθηκε επίσημη αποζημίωση. Δεν υπάρχει καμία σύμβαση επανορθώσεως με την Ελλάδα. Οι λίγες δωρεές που έφθασαν στα Καλάβρυτα, ήσαν πενιχρές: λίγα εκπαιδευτικά μέσα για το Σχολείο, λίγα χρήματα για το βάψιμο των τοίχων της εκκλησίας και μια επιδότηση για το χτίσιμο ενός ασύλου υπερηλίκων (Γηροκομείου), που δεν υπάρχει ακόμη».
Πόλκας: «Ο Εμπορικός ακόλουθος της Γερμανικής Πρεσβείας Αθηνών κύριος Ποστ ήλθε μια μέρα εδώ. Είχε μια συζήτηση με τον τότε Δήμαρχο και υπεβλήθησαν μερικές προτάσεις, το θυμάμαι ακόμη καλά γιατί ήμουνα παρών. Εγένετο λόγος για 500 έως 400 αγελάδες (γαλακτοφόρες) που ήθελαν να δώσουν στις οικογένειες των θυμάτων, για ένα Τυροκομείο, και για ένα υφαντήριο έγινε λόγος. Κατόπιν ότι 35 με 40 παιδιά θα πήγαιναν στη Γερμανία σε επαγγελματικές Σχολές. Αργότερα, το Φεβρουάριο 1954. επήραμε ένα γράμμα από τον κ. Ποστ που έγραφε σ’ αυτό: Προς το παρόν προηγείται το πρόγραμμα βοηθείας για τα Ιόνια νησιά – έγιναν σεισμοί εκεί – και έπρεπε να κάνουμε υπομονή μια δυο εβδομάδες ακόμη. Κατόπιν θα ήταν σε θέση να μας ανακοινώσει κάτι το ευχάριστο. Μέχρι σήμερα δεν ακούσαμε τίποτα πλέον ακόμη για το θέμα αυτό. Από καιρού εις καιρό ήλθαν ακόμη και άλλοι Γερμανοί Πρεσβευτές εδώ, ο κύριος Όνκεν και ο κύριος Ζίγκριστ ήλθαν εδώ. Εκάμαμε διάφορες συζητήσεις, καταστρώσαμε διάφορα σχέδια (πλάνα), ανταλλάξαμε απόψεις, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά. Μόνο μια πρωτοβουλία υπήρξε πιο επιτυχής. Ο Βουλευτής του Κόμματος SPD στη Βουλή της Κάτω Σαξωνίας Edelgard Schramm Von Thadden εφρόντισε να πάνε περισσότερα από 30 ορφανά παιδιά από τα Καλάβρυτα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στη Γερμανία και να εκπαιδευτούν σε Σχολές Εμπορικών και Τεχνικών επαγγελμάτων. Από τα 33 παιδιά, που μετέφερε τότε η Κυρία Schramm στη Γερμανία, ένα επέθανε, τρία επέστρεψαν πάλι στα Καλάβρυτα, τα υπόλοιπα ζουν σήμερα στην Αθήνα, δουλεύουν σε υπεύθυνα (ηγετικά) πόστα στη Siemens, Osram, Bayer κλπ. Τα παιδιά και οι οικογένειές τους ωφελήθηκαν απ’ αυτό, όχι τα Καλάβρυτα.». Τα ίχνη του 1943 φαίνονται ακόμη και σήμερα. Τους υπεύθυνους της τότε εποχής δεν μπόρεσαν να τους καλέσουν (να τους σύρουν) να λογοδοτήσουν. Ο Στρατηγός Von Le Suire που διέταξε τότε την «επιχείρηση αντιποίνων», επέθανε στην αιχμαλωσία στη Σοβιετική Ένωση. Ο Ταγματάρχης Ebersberger θεωρείται αγνοούμενος, ο αρχηγός (Διοικητής) του εκτελεστικού αποσπάσματος Τέννερ ή Ντέννερτ, που τον θυμούνται, ακόμη και σήμερα στα Καλάβρυτα σαν τον απάνθρωπο εκτελεστή της Διαταγής του Στρατηγού του 1943, δεν βρίσκεται πουθενά. Αλλά και αν τον εύρισκαν ακόμη – σίγουρα θα τον αθώωνε (θα τον απήλλασε) κάποιο γερμανικό Δικαστήριο.
Ομιλητής: «Εις αυτή την κατάσταση τα αντίποινα ήσαν αναγκαία και επίσης επιτρεπτά μέσα διεθνούς δικαίου, για να αναγκάσουν τους αντιπάλους, τους αντάρτες, για την τήρηση του διεθνούς δικαίου», έγραφε το 1974 η Εισαγγελία του Bochum στην απόφαση αναστολής μιας διερευνητικής (ανακριτικής) διαδικασίας ενός αξιωματικοί που είχε συμμετάσχει στην Επιχείρηση Καλαβρύτων. Επειδή τέτοια αντίποινα επομένως δεν ήσαν αντίθετα προς το διεθνές δίκαιο… και μ’ αυτό όχι παράνομα ποινικώς, η συμμετοχή σ’ αυτά τα αντίποινα, και σε οποιαδήποτε μορφή, δεν ήτο παράνομος.» Εάν τα αντίποινα όμως, κατά την άποψη της Εισαγγελίας, δεν ήσαν και αυτά παράνομα, έπρεπε γι’ αυτό εκ των υστέρων να τα χαρακτηρίσει (να τα δηλώσει, να τα εξηγήσει) ακόμη και ως αναγκαία; Χρόνο με χρόνο συνέρχονται (συναντώνται) οι οικογένειες στις 15 Δεκεμβρίου στα Καλάβρυτα, για να μνημονεύσουν τους νεκρούς τους. Από καιρό δεν διανοούνται πλέον για τιμωρία των υπευθύνων. Δεν περιμένουν επίσης και καμία υλική αποκατάσταση πλέον. Χαίρονται όμως για κάθε χειρονομία συμπαθείας (συμμετοχής). Επίσημοι αντιπρόσωποι από την Ομοσπονδιακή Γερμανική Δημοκρατία φροντίζουν να μην παρουσιάζονται αυτή την ημέρα στα Καλάβρυτα. Ένας φοιτητής από το Güttingen είχε έλθει μια φορά και ένας Καθηγητής Μαθηματικών από το Tübingen. Για τα γεγονότα του 1943 είχε διαβάσει σε ένα αγγλικό ταξιδιωτικό οδηγό, (και) όχι σε γερμανικό.
Έκθεση Tamaschke: «Φαίνεται να λαμβάνει χώραν μία τερατώδης για μένα (κατά τη γνώμη μου) δίκη απωθήσεως (εκτοπίσεως), που βλάπει εμάς μόνον τους Γερμανούς, σε πρώτη γραμμή βλάπτει, όταν δεν επιφέρει (δεν πορίζεται, δεν ανατρέφει) κανείς τόσο πολύ αίσθημα συμπάθειας. Βλέπω εκεί τη μόνη (τη μεμονωμένη) μοίρα (πεπρωμένο). Εσκοτώθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι και ίσως δεν θα πήγαινα ο ίδιος στα Καλάβρυτα, εάν το Oradour και Lidice και άλλοι τόποι όπως το Άουσβιτς ήδη στη Γερμανία δεν είχαν αξιωθεί (τιμηθεί) ανάλογα, αλλά για μένα είναι αβάσταχτη η σκέψη, ότι εδώ ζουν άνθρωποι, που έχουν υποφέρει πολύ, που σκοτώθηκε ο πατέρας τους, τα αδέλφια τους εσκοτώθηκαν, για τους οποίους δεν προσκομίζεται από γερμανικής πλευράς μια συμπάθεια, ότι απλώς ξεχνούν ότι εκατομμύρια (άνθρωποι) ταξιδεύουν στην Ελλάδα, ξαπλώνουν στην παραλία, επισκέπτονται τα αρχαία μνημεία και δεν σκέφτονται (δεν σημειώνουν) ότι εδώ από συμπατριώτες έγιναν τρομερά πράγματα.»
Νεκροταφείο, Γυναίκες: Όχι μόνον στα Καλάβρυτα, στην Ελλάδα κατεστράφησαν 100 χωριά με τον τρόπο αυτό. Τα Καλάβρυτα είχαν μόνον τα περισσότερα θύματα να θρηνήσουν, τα θύματα ήσαν πολίτες, που στον πόλεμο έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους στρατιώτες (που βρίσκουν λιγότερο δίκιο). Ήσαν αγρότες και εργάτες (χειρώνακτες, τεχνίτες, έμποροι, ιατροί, δάσκαλοι, μαθητές και φοιτητές. Ήσαν πατέρες οικογενειών και σύζυγοι. Οι γυναίκες αυτές ήσαν νέες όταν τράβηξαν τους άνδρες τους στην εκτέλεση. Σε όλη τους τη ζωή έμειναν χήρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Ακολουθήστε το kalavrytanews.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Ακολουθήστε το ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS σε Instagram, Facebook και Twitter.