«Τ ο χρέος του παλληκαριού είναι να λογίζεται σφαγάδι και όχι ψοφίμι» «Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου· και το τουφέκι του ...
«Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου· και το τουφέκι του Μίκη· και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα».
13 Οκτωβρίου του 1904, η γη της Μακεδονίας ανοίγει τη στοργική αγκαλιά της, για να δεχτεί το κουρασμένο σώμα του παλληκαριού. Και ο μεγάλος μας στιχοσμιλευτής, ο Κωστής Παλαμάς, θρηνεί:
«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι».
Υπήρχε στο παλιό Ανθολόγιο, Ε’ και Στ’ Δημοτικού, απόσπασμα από το ατίμητο βιβλίο, «Παύλος Μελάς», της γυναίκας του Ναταλίας, στο οποίο περιγραφόταν η ένδοξη θανή του ήρωα. Στα νέα βιβλία, τα οποία παραλάβαμε το 2006, το κείμενο δεν υπάρχει. Η αντιστόρητη αυθάδεια το λογόκρινε. Γιατί; Μα για να μην μαθαίνουν τα παιδιά ότι η Μακεδονία πολέμησε σαν λιοντάρι και κέρδισε την ελευθερία της με το αίμα της και ό,τι κερδήθηκε με αίμα δεν μπορεί να σβήσει με το μελάνι μιας υπογραφής.
Στα σιταροχώραφα του Κιλκίς ακόμη και σήμερα ξεθάβουν τα αλέτρια κόκκαλα ιερά Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών. 8.500 άνδρες, ο ανθός της πατρίδας, έπεσε στο πεδίο της τιμής.
Συζητούν οι ανθυπομετριότητες της πολιτικής για διπλές ονομασίες. Ερωτώ: Πώς θα σταθεί δάσκαλος με στοιχειώδη πνευματική εντιμότητα ενώπιον των μαθητών του και να τους πει: Συγγνώμη τόσα χρόνια σας λέγαμε ψέματα. Υπάρχει και άλλη Μακεδονία. Θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί… Όποιο χέρι τολμήσει το ανοσιούργημα να γνωρίζει ότι ισχύει στην περίπτωση του ο αείχλωρος λόγος του Ιω. Καποδίστρια: «Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης».
Και την εποχή του Παύλου Μελά, οι «φρόνιμοι», «οι σώφρονες»-το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα εστί-οι γλοιώδεις υμνητές της «αψόγου στάσεως», ψέγουν τους λίγους «τρελούς» που σπεύδουν στην Μακεδονία. «Βγήκαν και οι εφημερίδες γεμάτες λέξεις· Δημοκόποι, Μακεδονοκόποι, εκμεταλλευταί της φιλοπατρίας, τσαρλατάνοι”, γράφει ο Ίων Δραγούμης στο «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα». Μα ο Παύλος δεν άκουγε τους τρεμοπρετεντέρηδες της εποχής του, αφουγκραζόταν τους παλιούς, γερο Αρματολούς.
«-Σκοτώστε με παιδιά, πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους;». Κι ο Νίκος ο Πύρζας που δεν αποχωρίστηκε ούτε στιγμή τον αρχηγό του, του λέει: «-Καπετάνιε, δεν σ’ αφήνουμε στους Τούρκους». Η εντολή του καπετάνιου «πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους» είναι προσταγή του Γένους, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων κι υπαγορεύει το χρέος των ζωντανών προς αυτούς που πέφτουν για την Πατρίδα. «Τα ιερά και όσια κοσμείν και σώζειν», έλεγαν οι αρχαίοι. Ο νεκρός πολεμιστής με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να πέσει στα χέρια των εχθρών, για να μην γίνει καύχημά τους και χλεύη για τον νεκρό. Γύρω από το νεκρό σώμα του Πάτροκλου γίνεται δεινή πάλη μεταξύ Αχαιών και Τρώων. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο πληγωμένος καπετάνιος, προστάζει το κλεφτόπουλο, να κόψει το κεφάλι του για «να μη το πάρουν τα σκυλιά και μου το μαγαρίσουν!». Αυτό ζητά κι ο Παύλος Μελάς. Και έτσι έγινε. Το ίδιο έκανε και με τα άρματά του, πρόσταξε να δοθούν στο γιο του…
«Του αντρειωμένου τ’ άρματα
δεν πρέπει να πουλιώνται
μον’ πρέπει τους στην εκκλησιά
εκεί να λειτουργώνται»,
λέει το δημοτικό τραγούδι.
Και σύμφωνα με το κλέφτικο αυτό έθιμο κι ο Κίτσος Τζαβέλας, το άχρηστο πιο σπαθί εκεί το αφιερώνει.
Στη μάχη της Κλείσοβας στο Μεσολόγγι-του Ευαγγελισμού στα 1826- εχθρικό βόλι σπάζει στα δύο το σπαθί του Κίτσου Τζαβέλα, χωρίς να αγγίζει τον πολέμαρχο. Όλοι τότε είπαν πως ήταν θαύμα της Παναγίας. Κι ο Τζαβέλας αφήνοντας για μια στιγμή τη μάχη, πηγαίνει στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Προσκυνά ευλαβικά το εικόνισμα της Ευαγγελίστριας και της αφιερώνει τα κομμάτια απ’ το σπαθί του λέγοντας:
-Παναγιά μου, σήμερα όπου σε γιορτάζουμε, σου αφιερώνω τούτο και βόηθα τα παλληκάρια να νικήσουμε τον εχθρό. Η Θεοτόκος έστερξε στην παράκληση του Τζαβέλα και του χάρισε δοξασμένη νίκη. (περ. «ΓΝΩΣΕΙΣ», τ.3, σελ. 81, Μάρτιος 1958).
Οι αγωνιστές τιμούσαν τα άρματά τους. Ήταν για εκείνους τα άγια των αγίων και ξεχωριστά τα σπαθιά τους. Τα θεωρούσαν άρματα της παλληκαριάς. Το κλεφτόπουλο που ξεψυχάει, για στερνή χάρη ζητά απ’ τη μάνα του. «Φέρε μου το σπαθάκι μου, μάνα να το φιλήσω».
Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν η συνέχεια του Εικοσιένα. Ο Παύλος Μελάς το γνωρίζει αυτό. (Την ίδια αίσθηση της συνέχειας του ’21 είχαν και τα λαμπρά παλληκάρια της ΕΟΚΑ. Στις 22 Οκτωβρίου του 1958 πέφτει νεκρός από σφαίρες των Άγγλων ο 19χρονος Παναγιώτης Τουμάζος. Λίγους μήνες προ του θανάτου του, σε λόγο του, προτού ανεβεί στο βουνό, στα Κάτω Βαρώσια, είπε μεταξύ άλλων: «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα/ μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα”. Γιατί το ’21 το καθηγίασεν αίμα ηρώων… Η επαφή μας με το ’21 δεν έπαυσε και οι επικοί αυτοί αγώνες της 25ης Μαρτίου συνεχίζονται στο αιματοβαμμένο νησί μας από ισάξιους του ’21 αγωνιστάς και πιστούς λάτρας της θεάς Ελευθερίας»). («Διά χειρός Ηρώων», Σπ. Παπαγεωργίου, Λευκωσία, σελ. 332).
Είναι γεγονός αναμφίλεκτο, πως σ’ όλους τους μεγάλους αγώνες του Έθνους μας, στα νεότερα χρόνια, οι μαχητές αγωνίζονται με την ιδέα, ότι είναι συνεχιστές των ηρώων του ’21. Ο ήρωας Παν. Τουμάζας επαναλαμβάνει στον λόγο του, τους στίχους που είπε ο Παλαμάς, στους φοιτητές που τον επισκέφτηκαν ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 1940. «Αυτό τον λόγο θα σας πω…». Στην μάχη του Κιλκίς ο στρατιωτικός ιερέας π. Δημήτριος Καλλίμαχος, που υπηρετεί στην 5η Μεραρχία, στο βιβλίο του «Αθάνατη Ελλάς»,(1942) όπου αποτυπώνει τις ενθυμήσεις του, οι οποίες «εγράφησαν εις το στρατόπεδον υπό την βροντήν των τηλεβόλων, όταν οι θρυλικοί ήρωες κατασυνέτριβαν τον προδοτικόν εχθρόν και τον καταδίωκαν με την ξιφολόγχην έως τα παλαιά του σύνορα»-σύμφωνα με τον πρόλογό του-στην σελίδα 83 διασώζει το εξής περιστατικό.
«Μετά την μάχην εγύρισα να μεταβώ προς τα χειρουργεία, να παρακολουθήσω τον βουβόν πόνον των ηρώων. Ήθελα να επισκοπήσω συγχρόνως την ακτίνα, όπου διεδραματίζετο προ ολίγου ακόμη μία από τας αγριωτέρας πολεμικάς τραγωδίας των νεωτέρων χρόνων. Ενδιαφερόμην να υπολογίσω τον αριθμό των ευγενών θυμάτων, διά τους οποίους ήμην υποχρεωμένος να μεριμνήσω προς ταφήν και τέλεσιν των νομίμων. Ο απέραντος χώρος του θεάτρου της μάχης ωμοίαζε προς μακελλείον. Και όταν αντίκρυσα την φρικιαστικήν εικόνα καμένων σπαρτών και ψημένων σωμάτων και είδα σκοτωμένους με την λόγχην στα χέρια και με αποκρυσταλλωμένην εις το πρόσωπον την ψυχολογίαν της ορμής και της χαλυβδίνης αποφασιστικότητος, εδάγκασα ασυναισθήτως τα χείλη, αποθαυμάζων. Αγγελιοφόρος της Δ’ Μεραρχίας εστάθη και ήκουσα να απαγγέλει:
Στου Κιλκίς την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γινωμένο απ’ ολίγα χορτάρια
Που ‘χαν μείνει στην έρημη γη».
Το Εικοσιένα, τον Μακεδονικό Αγώνα του Παύλου Μελά και των άλλων αντρειωμένων, τους ενδόξους Βαλκανικούς Πολέμους του 12-13, το θαύμα του ’40, τον ηρωισμό της ΕΟΚΑ, όλα αυτά τα ψηλώματα και τις αετοράχες της ιστορίας μας «φρόντισε» να μπαζώσει η ιστοριογραφική τσαρλατανιά και «τα πολυχαϊδεμένα μας αγόρια και κορίτσια δεν έμαθαν να ξεχωρίζουν το αίμα από τις μπογιές».
Σε πόσες άραγε σχολικές τάξεις θα διδαχτεί το ποίημα του Παλαμά για τον Παύλο Μελά; Μακάρι, όπως έγραφε ο σπουδαίος Ν. Τριανταφυλλόπουλος, “να μην τον ξεχάσουν όλοι και να ανάψουν κανά καντήλι για την ψυχή του-για τη δική μας ψυχή, διορθώνω”.
από: antibaro.gr
Ο θάνατός του
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα (σημερινός Μελάς), χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά Ντίνας Στεργίου μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια. Στο χωριό όμως υπήρχε οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, μέλος του οποίου ειδοποίησε τον οθωμανικό στρατό για την παρουσία του ελληνικού σώματος. Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών. Κάποια στιγμή το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρυσφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς ύστερα από τον τραυματισμό του απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει, ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα. Φαίνεται να ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς. Σύμφωνα με μια αφήγηση των συμβάντων που διαδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής πέθανε στα χέρια του φίλου του, Γεώργιου Στρατινάκη και η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει». Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από καμία μαρτυρία.
Γύρω από το σώμα του νεκρού Παύλου Μελά εκτυλίχθηκε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και ενταφιασμό του. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση. Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη Στάτιστα ενώ οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό. Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η εκεί Οθωμανική πρεσβεία ειδοποίησε τις αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε οθωμανική επικράτεια. Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Οθωμανοί πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς που περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα «κάποιου Ζέζα» που ήταν Έλληνας. Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς.
Ο θάνατος του Μελά, γόνου μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής. Υπό την πίεση των γεγονότων η ελληνική κυβέρνηση ωθήθηκε να συμμετάσχει πιο ενεργά στον μακεδονικό αγώνα ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εθελοντών.
από: antibaro.gr
Ο θάνατός του
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα (σημερινός Μελάς), χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά Ντίνας Στεργίου μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια. Στο χωριό όμως υπήρχε οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, μέλος του οποίου ειδοποίησε τον οθωμανικό στρατό για την παρουσία του ελληνικού σώματος. Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών. Κάποια στιγμή το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρυσφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς ύστερα από τον τραυματισμό του απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει, ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα. Φαίνεται να ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς. Σύμφωνα με μια αφήγηση των συμβάντων που διαδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής πέθανε στα χέρια του φίλου του, Γεώργιου Στρατινάκη και η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει». Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από καμία μαρτυρία.
Ο τάφος του Παύλου Μελά όπως δημιουργήθηκε πρώτα στην Καστοριά. Φωτογραφία του 1904 του Λεωνίδα Παπάζογλου |
Γύρω από το σώμα του νεκρού Παύλου Μελά εκτυλίχθηκε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και ενταφιασμό του. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση. Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη Στάτιστα ενώ οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό. Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η εκεί Οθωμανική πρεσβεία ειδοποίησε τις αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε οθωμανική επικράτεια. Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Οθωμανοί πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς που περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα «κάποιου Ζέζα» που ήταν Έλληνας. Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς.
Ο θάνατος του Μελά, γόνου μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής. Υπό την πίεση των γεγονότων η ελληνική κυβέρνηση ωθήθηκε να συμμετάσχει πιο ενεργά στον μακεδονικό αγώνα ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εθελοντών.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.