Π ώς παράγεται η ταξική υποτέλεια; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο, ξετυλίγοντας το νήμα της έμμισθης οικιακής εργασία...
Πώς παράγεται η ταξική υποτέλεια; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο, ξετυλίγοντας το νήμα της έμμισθης οικιακής εργασίας στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και εξετάζοντας τη μέσα από το πρίσμα της σχέσης εργοδότριας και οικιακής εργάτριας.
Πρόκειται για μια ιστορία της οικιακής εργασίας, η οποία θέτει στο επίκεντρο τη φωνή και τις αφηγήσεις των οικιακών εργατριών και επομένως είναι μια ιστορία η οποία θα ειπωθεί από τη δική τους οπτική γωνία. Η μελέτη χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία της προφορικής ιστορίας και βασίζεται σε συνεντεύξεις με εσωτερικές μετανάστριες από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας και πρόσφυγες.
Το βιβλίο έρχεται αντιμέτωπο με τη σιωπή - τη σιωπή της ιστοριογραφίας για την οικιακή εργασία αλλά και των ίδιων των υποκειμένων που είχαν αυτή την εμπειρία. Πώς και για ποιους λόγους περιθωριοποιήθηκε τόσο από τα αφηγήματα της ιστορίας όσο και από τα ίδια τα υποκείμενα μία εργασιακή εμπειρία η οποία ήταν τόσο σημαντική για την ελληνική κοινωνία σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα;
Το πρώτο μέρος του βιβλίου θέτει στο επίκεντρο το συναίσθημα της ντροπής, θεωρώντας ότι αποτελεί το υπόβαθρο της αδυναμίας των υποκειμένων να μιλήσουν για την εμπειρία της οικιακής εργασίας. Το δεύτερο μέρος διερευνά τους ποικίλους λόγους -την εργατική νομοθεσία, την κοινωνική πολιτική, το φεμινιστικό λόγο- οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη μορφή της οικιακής εργάτριας ως μέσο για την προώθηση της κατάργησης της παιδικής εργασίας αλλά και της ενστάλαξης μιας νέας ηθικής στην αστική τάξη. Το τρίτο μέρος επικεντρώνεται στο λόγο των οικιακών εργατριών και ανιχνεύει τη διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται μια "υπηρετική υποκειμενικότητα". Εστιάζει στις τεχνολογίες που εφάρμοζαν οι εργοδότριες ώστε να δημιουργήσουν ένα υποκείμενο στην υπηρεσία τους και στη συνειδητοποίηση από την πλευρά των εργατριών των μηχανισμών μέσω των οποίων συγκροτήθηκαν ως υποτελείς. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου διερευνά την επιτέλεση αυτής της υποκειμενικότητας στη μετέπειτα ζωή τους.
Παρατίθενται δύο σχετικά διαφωτιστικά αποσπάσματα από το βιβλίο.
ΚΕΦ. 13 - "Οι δυναμικές της σχέσης εργοδότριας και οικιακής εργάτριας" "Αυτοί είχανε σ' ένα κουτί μέσα σύκα και σταφίδες, εγώ παιδί τώρα, πεινούσα κιόλας και άνοιξα και πήρα, κι αυτοί με θεωρήσανε ότι ήμουν κλέφτρα, ότι τα έκλεψα. Στην ουσία τα έκλεψα, ας το πούμε. Ναι, στην ουσία τα πήρα, δεν το έκανα εσκεμμένα γιατί ήθελα να τα κλέψω, πεινούσα και τα ΄κλεψα, κατάλαβες; Και θυμάμαι με είχε βάλει τιμωρία τότε αυτή, η πρώτη και η τελευταία φορά, δεν το 'χα ξανακάνει με. Με άφηκε όρθια και στεκόμουνα και μου 'λεγε "κλεφτράκι" και "κλεφτράκι". [Ελευθερία], σελ. 438. "Ξέρεις μια φορά τι έκανε; Είχε το ζάχαρο και δεν έτρωγε ζάχαρη. Μας ενήστευε όλη τη Σαρακοστή, Τετάρτη και Παρασκευή το λάδι. Καρμίρες οι παλιές, οι Παλιοελλαδίτισσες ήταν πάρα πολύ καρμίρισσες. Λοιπόν, έψησα καφέ, να βουτήξω λίγο ψωμάκι να φάω που νήστευα. Μας νήστευε δεν μας έδινε γάλα. Εμένα με κορόιδευε, με έστελνε να πάω μέσα για να ρίξει στο γάλα μου νερό. Να μην είναι σκέτο όπως το άρμεγε από την κατσίκα [...] Λοιπόν ψήνω τον καφέ και τον δοκιμάζει και γιατί ήταν γλυκό, μου δίνει μια ανάποδη με τα δαχτυλίδια που φόραγε. Ξεγένναγε πολλές και δεν είχαν να της δώσουνε λεφτά και της δίνανε χρυσαφικά και τα φόραγε. Ήταν τα χέρια της γεμάτα χρυσαφικά [...] Δοκίμασε τον καφέ και γιατί ήτανε γλυκός, εσύ τον πίνεις σκέτο χωρίς ζάχαρη, εγώ πώς θα τον πιω πικρό; Έβαλα ζάχαρη, δεν μπορώ να εγώ να τον πιω, μικρό κοριτσάκι πόσο ήμουνα 12-13 χρονώ. Πίνεται ο πικρός καφές; Μου δίνει μια ανάποδη, με παίρνουν τα αίματα. Έτσι με χτύπαγε ανάποδα στο στόμα. Λοιπόν, με χτυπάει, παίρνω δρόμο και φεύγω και πάω στου Μακρυγιάννη, ήταν τα γραφεία, Αμερικανική Περίθαλψη που έλεγε [...]. Λοιπόν εκεί πέρα ήταν η Λέσχη του Εργαζόμενου Κοριτσιού που πηγαίνανε και τρώγανε φτηνά [...] Αφού ήρθε και με βρήκε εκεί πέρα, μου λέει πάμε σπίτι μας, τα παιδιά μας είναι στον δρόμο. Να πας, της λέω, εγώ παιδιά δεν έχω. Ε, ύστερα ήρθε η πρόεδρος, ήταν κι άλλες κυρίες εκεί. Της λένε, για σταθείτε, κυρία μου, μη τα πιέζετε τόσο, τους σπάτε τα νεύρα, δεν το καταλαβαίνετε ότι είναι παιδιά, της λέει. Έχετε μεγάλες απαιτήσεις από τα παιδιά. Της λέω, βλέπετε το στόμα μου, με δέρνει. Εκείνη μου 'λεγε πάμε κι εκείνες της λέγανε κάτσε να ηρεμήσει. πού να ηρεμήσω εγώ, εκοπάναγα το τραπέζι με τις γροθιές μου, χτύπαγα τα τραπέζια. Είναι κακούργα, έλεγα, με χτυπάει, με σκοτώνει". [Ευδοξία], σελ. 448.
ΚΕΦ. 14 - "Δημόσιοι λόγοι για τη σεξουαλικότητα και αφηγήσεις σεξουαλικής βίας των οικιακών εργατριών" "Λοιπόν τι να σου πρωτοειπώ, όταν άρχισε και σφοντύλιαζε το βυζί και έγινε όσο είναι εκείνο το φλιτζανάκι, γιατί φαινόμουνα. Είχε άντρες και να μη με βλέπουν οι άντρες που είχα εγώ βυζιά, μόνο εκείνη είχε. Ξύλοοο. Ξύλοοο... Εκείνο ακούει και γράφει; [το κασετόφωνο]. Αλλά είχα καθημερινώς ξύλο. Ιδίως όταν πάταγε σερνικός στην πόρτα, έπρεπε να με γδάρει από το ξύλο. Να φανταστείς, επηγαίναμε έξι γυναίκες, εβγήκαμε από το σπίτι και πηγαίναμε στον δρόμο, από 'δω μέχρι το τρίτο σπίτι, και πέρναγε ένας στον δρόμο και να κοιτάει εμένανε, ξύλοοο, γιατί κοίταγε εμένα. 'Δεν είδες πώς την κοίταγε;', έλεγε. Και την Παναγιώτα κοίταγε από τόσες; Αυτή κοίταγε, λέει. Αφού εδώ το μάγουλο μου είχε κρεμάσει μούσκουλο [;] από το ξύλο. Άι στο καλό, είχα αυτή τη ζωή του ξύλου. Με στέλνει σε μια ξαδέλφη της, να της πάω ένα σημείωμα. Δεν ήταν εκεί η ίδια. Λέει, ποιος το ΄φερε, η Ελένη; Όχι. Η Κωνσταντίνα; Όχι. Εκείνη η όμορφη με τις κοτσίδες. Το κακόμοιρο, η όμορφη με τις κοτσίδες. Είχα κάτι κοτσίδες, με σταίνει όρθια και πάλι. Κυρία μου, γιατί μου τα κόβεις; Να ξύλο να. Και μου άφησε έτσι, όπως είναι τούτο το φεσάκι γύρω γύρω και μου το κούρεψε και μου άφησε φούντα κι ήμουνα δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι. Να μην περπατάω έτσι, να περπατάω έτσι. Και είχα ζουπιάσει να μη φαίνεται. 'Ελα που φαινόμουνα [...]". [Παναγιώτα], σελ. 496. "Μα είδες τι σου 'πα η κοπέλα αυτή, ο κύριος, αυτή ήτανε μικρή, την ήπιασεν, τώρα τι να ηκάμει η κοπέλα, έπεσε στα κλάματα αυτή, στο τέλος για να μην πέσουν στα δικαστήρια της δώσανε 50.000, πήρε ένα σπιτάκι, δεν ξέρω πολύ τέλος πάντων, την πήρε κάποιο παιδί που ήξερε πώς ήταν η κατάσταση και την πήρε την κοπέλα. Υπήρχανε παλιάνθρωποι, τώρα είναι άλλοι. Αλλά υπήρχε και σέβος. Σου λέω η μητέρα μου που ήτανε τέτοιος άνθρωπος, μου λέει, μόλις ησθάνθηκα το χέρι του του 'πα φύγε γιατί αύριο το πρωί φεύγω και θα ξυπνήσω την κυρία. Σσς, σώπα, σώπα. Σώπα, λέει εντάξει. Την άλλη μέρα με πιάσανε: Γιατί φεύγεις, Φλώρα; Λέει δεν μπορώ, κλαίει το παιδί και δεν μπορώ. Λέει κρίμα που εγώ θα σε... ήμουνα καλή αλλά δεν μπορώ. Δεν ήθελε ούτε να προδώσει ούτε να πει..." [Εύα], σελ.506
1. Thompson, E.P., "The Making of the English Working Class", Λονδίνο, Penguin, 1980 (1η Έκδοση, 1963).
"Σμιλεύοντας την υποταγή - Οι έμμισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα το πρώτο μισό του 20ου αιώνα" - Ποθητή Χαντζαρούλα - Εκδόσεις Παπαζήση (2012)
650 σελ.
ISBN 978-960-02-2707-9, [Κυκλοφορεί]
Τιμή € 39,41
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.